Κύριο ἄρθρο: Μαθητές καὶ ὀπαδοί
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁ Χριστός, ὅταν ἄρχισε ἐπισήμως τὸ ἔργο Του, προσεκάλεσε τοὺς πρώτους μαθητὲς καὶ σχημάτισε τὴν ἀποστολικὴ Του ὁμάδα, γιατί πρῶτα ἔπρεπε νὰ μάθουν στὴν πράξη τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ ἔπειτα νὰ τὴν διδάξουν στοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Τοὺς ὀνόμασε δὲ μαθητὲς καὶ ἔτσι τιτλοφοροῦνται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Εὐαγγελιστές.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον» (Μάτθ. ἰ' 24). Εἶναι γεμᾶτο τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτὴν τὴν προσηγορία, ὅπως: «προσῆλθον αὐτῶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (Μάτθ. ε' 1) «ἠκολούθησαν αὐτῶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ» (Μάτθ. ἡ' 23) «τότε λέγει τοὶς μαθηταῖς αὐτοῦ» (Μάτθ. θ' 37) «καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου» (Μάτθ. ἰβ' 49) κλπ.
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάσθηκαν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων συναντᾶ κανεὶς πολλὲς τέτοιες ἐκφράσεις, ὅπως: «πληθυνόντων τῶν μαθητῶν» (Πράξ. ς' 1) «τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν» (Πράξ. ς' 2) «ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου» (Πράξ. θ' 1) «ἐπειρᾶτο κολλᾶσθαι τοὶς μαθηταῖς καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν, μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητὴς» (Πράξ. θ' 26) «χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανοὺς» (Πράξ. ἰα' 26) «οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπληροῦντο χαρᾶς καὶ Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. ἰγ' 52) «κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν» (Πράξ. ἰδ' 20) «ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν» (Πράξ. ἰδ' 22) κλπ.
Ἡ λέξη μαθητὴς προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «μαθητεύω» καὶ δείχνει κάποιον ποὺ ἐπιλέγει ἕναν δάσκαλο, θέτει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπακοή του γιὰ νὰ ἐκπαιδευθῇ στὴν γνώση ποὺ ἐκεῖνος διαθέτει, ὥστε νὰ μεταδοθῆ καὶ σὲ αὐτὸν ἡ ἐμπειρία του καὶ οἱ γνώσεις του. Ἡ μαθητεία συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ διδασκάλου, κυρίως σὲ ὅ,τι ἐκεῖνος ἐκφράζει, τὴν ἐπιλογὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ φυσικὰ τὴν συστηματικὴ ἐκπαίδευση γιὰ τὴν μύηση τῶν ἀληθειῶν.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸ τί εἶναι μαθητεία. Σὲ κάποια στιγμὴ τῆς διδασκαλίας Του ὁ Χριστὸς εἶπε: «διὰ τοῦτο πὰς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιὸς ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότη, ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιὰ» (Μάτθ. ἰγ' 52). Τὸ μαθητεύειν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σημαίνει μαθητεύειν «εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ γνῶσιν». Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης «ὡς πλούσιος» καὶ σὲ αὐτὸν ὑπάρχουν «οἱ τῆς σοφίας θησαυροὶ» (ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ὁπότε, ἐκεῖνος ποὺ μαθητεύει στὸν Χριστό, μετέχει στὴν βασιλεία, δηλαδὴ στὴν θεία σοφία, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὸν θάνατό Του στὸν Σταυρό, γράφεται: «ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τὼ Ἰησοῦ» (Μάτθ. κζ' 57). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἄκουσε τὴν διδασκαλία Τοῦ, εἶδε τὰ θαύματά Τοῦ καὶ μυήθηκε στὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του εἶπε στοὺς μαθητὲς Τοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μάτθ. κὴ' 19-20).
Ἡ μαθητεία στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὰ Μυστήρια (τὸ Βάπτισμα καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια) καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρουν τὴν πραγματικὴ γνώση καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὁ σημαντικότερος χαρακτηρισμὸς τῶν Ἀποστόλων ἦταν «μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ» καὶ αὐτὸ τὸ ἔζησαν σὲ ὅλη τους τὴν ζωή. Καὶ ὁ καλύτερος τίτλος τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ κληθοῦν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς δὲν βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γι' αὐτὸ ἡ μαθητεία γίνεται στὴν Ἐκκλησία, στὸν θησαυρὸ τῆς θεολογίας καὶ τῆς ἐμπειρίας ποὺ διαθέτει.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν εἶναι μαθητὴς τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὅλο τὸν εὐλογημένο θησαυρό της καὶ τὴν ἁγία ζωή της. Ὅμως, σὲ ἀντίθετη κατεύθυνση κινεῖται ὁ ὀπαδός. Ἔτσι ὀνομάζεται ἐκεῖνος ποὺ ὑποστηρίζει μὲ ἔντονο τρόπο πρόσωπα, ἰδέες, συστήματα, ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες, κομματικὲς παραστάσεις, κλπ. Συνήθως οἱ ὀπαδοὶ ἐπιλέγουν μερικὲς ἰδεολογίες μὲ ἀδιευκρίνιστες διαδικασίες, γιατί πρέπει κάπου νὰ ἐνταχθοῦν, ὥστε νὰ κατοχυρώσουν κάπου τὴν ἀνασφάλειά τους καὶ νὰ συμπεριφέρωνται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ὁμάδος, χωρὶς κρίση καὶ ἐλευθερία.
Οἱ ὀπαδοὶ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ προβαίνουν σὲ ἐνέργειες καταστροφικές. Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ὀπαδῶν εἶναι ὅτι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση ἑνὸς ἐμπαθοῦς μεσσία, ποὺ συνήθως εἶναι «αὐτοδέσποτος», δὲν ἔχουν δική τους βούληση, ἀλλὰ παρασύρονται ἀπὸ τὴν νοοτροπία τῆς μάζας, δροὺν μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ μυστικισμοῦ («ξέρει ὁ ἀρχηγός», «ἔχει δίκαιο ὁ ἀρχηγός»), συμπεριφέρονται μὲ συνθήματα, χωρὶς νὰ τὰ ἐξετάζουν κριτικά, βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν καθοδηγητῶν τους, παίρνουν στὰ χέρια τους μιὰ σημαία ποὺ ἐκφράζει τὴν ἰδεολογία, ἐνεργοῦν βίαια καὶ καταστροφικά, ἀφοῦ πάντοτε ἐκδηλώνονται συγκρουσιακὰ μὲ τὸ περιβάλλον.
Ὅταν τοὺς ρωτήση κανεὶς γιατί ἐνεργοῦν κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν συγκροτημένο λόγο, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἐμπαθῶν καθοδηγητῶν τους καὶ φυσικὰ ἐκφράζονται συνθηματολογικά, ἀποσπασματικὰ καὶ ἐπιθετικά. Συνήθως οἱ ὀπαδοὶ ἔχουν ἰδιότυπο καὶ ἀρρωστημένο ψυχικὸ κόσμο, διαταραγμένη σκέψη καὶ διακεκομμένο λόγο, ἀλλὰ καὶ συναισθηματικὴ ἀνωριμότητα.
Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ἂν οἱ ἄρρωστοι ἀρχηγοὶ ἀρρωσταίνουν τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄρρωστοι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν ἀρρώστους ἀρχηγοὺς ἔχει διπλῆ καὶ ἀμφίδρομη ἀνάγνωση καὶ ἀπάντηση. Ἄλλες φορὲς γίνεται τὸ πρῶτο, δηλαδὴ ὁ ἄρρωστος ἀρχηγὸς ἀρρωσταίνει τοὺς ὀπαδούς του, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς οἱ ἄρρωστοι ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται στὸν ἄρρωστο ἀρχηγό. Ἡ βάση εἶναι ὅτι τόσο οἱ ἀρχηγοὶ ὅσο καὶ οἱ ὀπαδοὶ τελοῦν κάτω ἀπὸ τὴν μέγγενη τῆς ἀλληλεξάρτησης καὶ τῶν ἀνόμων συμφερόντων.
Ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία οἱ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους κινοῦνται οἱ ὀπαδοὶ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας καὶ τὴν ἐπικράτησή της.
Συνήθως χρησιμοποιεῖται τὸ ψέμα, ἡ ἀποσπασματοποίηση ἑνὸς γεγονότος, ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀντίθετης ἄποψης, χωρὶς ἰδιαίτερη κριτικὴ σκέψη, ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀντιφατικότητα τῶν ἐνεργειῶν, ἀφοῦ οἱ ὀπαδοὶ κάνουν μιὰ πράξη καὶ μετὰ τὴν καταδικάζουν ἢ τὴν χαρακτηρίζουν ὡς προβοκάτσια, ἡ βιαιότητα τῶν ἐνεργειῶν καὶ τελικὰ ὁ μὴ σεβασμὸς τῶν κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους συγκροτεῖται μιὰ κοινωνία σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις της.
Οἱ ὀπαδοί, στὴν σύγχρονη ἐποχή, κρατοῦν στὰ χέρια τους ἕνα κινητὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν ἄμεσα μὲ τὸν ἀρχηγό τους καὶ ἐφαρμόζουν ὡς «στρατιωτάκια» τὶς διατεταγμένες ἐντολές του. Ἐκεῖ ποὺ ἐκφράζεται περισσότερο ἡ ὀπαδοποίηση εἶναι ὁ χῶρος τῆς θρησκείας. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ θρησκεία, ὅταν λειτουργῇ ὡς ἰδεολογία, ἔχει πολλὲς ψυχοπαθολογικὲς ἀρχὲς καὶ συνέπειες, ὅπως τὴν μεσσιανικότητα, τὸν μυστικισμό, τὴν ἐπικράτηση καὶ ἐπιβολὴ στοὺς ἄλλους μὲ βίαιους τρόπους. Οἱ ψυχοθεραπευτὲς ἀπὸ τὴν κλινική τους πεῖρα γνωρίζουν καλὰ ὅτι ἡ χειρότερη μορφὴ σχιζοφρένειας καλύπτεται κάτω ἀπὸ θρησκευτικὲς ἢ παραθρησκευτικὲς πεποιθήσεις.
Ἔχουν ἐντοπισθῇ ἀπὸ τοὺς θρησκειολόγους τέτοια φαινόμενα καὶ τέτοιες «θρησκευτικὲς κρίσεις». Εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία οἱ λεγόμενοι «ἱεροὶ πόλεμοι» γιὰ τὴν ἐπικράτηση μιᾶς ἰδεολογίας ποὺ γίνεται μὲ βιαιότητες καὶ φόνους. Ὁ θρησκειολόγος Ρ. Ὄττο γράφει ὅτι τὸ θρησκευτικὸ βίωμα ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὸ «ἀγαθὸ» καὶ τὸ «ἔλλογο», ἐκφράζεται μὲ «δαιμονικὰ» καὶ «ἀνορθολογικὰ στοιχεῖα». Ἡ ψυχοπάθεια συμπλέκεται μὲ τὸν δαιμονισμό. Ἰδιαιτέρως αὐτὴν τὴν βιαιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τὴν συναντάμαι στὶς «σέκτες», ποὺ ἀποτελοῦν «ἐναλλακτικὲς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις», οἱ ὁποῖες ἀποσπῶνται ἀπὸ τὶς βασικὲς θρησκεῖες, γιὰ νὰ διατηρήσουν δῆθεν τὶς παραδοσιακὲς ἀξίες τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία δῆθεν ἐκκοσμικεύθηκε. Ἐννοεῖται ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν, ὅπως τὴν βλέπουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Δυστυχῶς, καὶ στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὀπαδοί. Ἂς ἐντοπισθοῦν μερικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο.
Ὁ μαθητὴς ἀναγνωρίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς χῶρο μαθητείας καὶ γνώσης μὲ τὴν αὐθεντικὴ ὑπακοή, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς ὡς χῶρο συγκρούσεων καὶ ἀμφισβητήσεως μὲ τὴν ἐνέργεια τῶν ἐσωτερικῶν παθῶν. Ὁ μαθητὴς ὑπακούει στὸν Χριστό, ὅπως βιώνεται μέσα τὴν Ἐκκλησία, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλη τὶς δικές του ἀπόψεις στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μαθητὴς ζὴ μὲ ἀγάπη καὶ ἐλευθερία, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς συμπεριφέρεται μὲ μῖσος καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἐσωτερικῶν ἀλόγων ὁρμῶν.
Ὁ μαθητὴς μετέχει στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς ἀφήνει ἀκατέργαστο καὶ ἀθεράπευτο τὸν ἐσωτερικό, ψυχικό του κόσμο. Ὁ μαθητὴς μαθητεύει καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μὲ ταπείνωση καὶ αὐτομεμψία, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς ἐνεργεῖ ὡς ἐτερόβουλο θῦμα ἀρρωστημένων ἀρχηγῶν, ψευδωνύμων διδασκάλων, μέσα στὸ κλίμα τῆς αὐτοδικαίωσης, καὶ προβαίνει σὲ βίαιες ἐνέργειες ὡς κριτὴς τῆς οἰκουμένης καὶ ὡς εἰσαγγελέας τοῦ Θεοῦ. Ὁ μαθητὴς δέχεται τὴν πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, Ἀποστόλους καὶ Πατέρες, καὶ μεταμορφώνεται ἀπὸ αὐτή, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς σχηματίζει τὴν δική του «σέκτα» μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ καταγγέλλει τὴν δῆθεν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Τελικά, ὁ μαθητὴς εἶναι ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παραμένει μέσα σὲ αὐτὴν γιὰ νὰ σωθῇ, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς ἐνεργεῖ ὡς σωτῆρας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ πραγματικὸς καὶ μοναδικὸς Σωτῆρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἄλλων σωτήρων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικὸ θεραπευτήριο, ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς οἱ ἄρρωστοι, ποὺ ἐνεργοῦν μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ὀπαδοποίησης, ἐξεγείρονται ἐναντίον τῶν ἰατρῶν προβάλλοντας τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἰατροὺς γιὰ νὰ σώσουν τὴν Ἐκκλησία. Ὅμως, τέτοιες ἀναρχικὲς ἐνέργειες πολλὲς φορὲς εἶναι εὐεργετικές, γιατί ἀποκαλύπτουν ὅλο τὸ δυσῶδες περιεχόμενο ποὺ κρυβόταν πολὺ καιρὸ κάτω ἀπὸ τὶς ὡραῖες ἐκδηλώσεις, τὰ συνέδρια, τὰ ὑποκριτικὰ κατασκευάσματα, τὴν κοινωνικὴ προσφορά, τὶς συναισθηματικὲς λατρεῖες, τὶς κτηριακὲς ἀνοικοδομήσεις κλπ.
Πρέπει σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ νὰ μαθητεύουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ νὰ μὴ συγκαταλεγόμαστε στὰ «ζαλισμένα κοπάδια», στὴν καταστροφικὴ μανία μιᾶς «σέκτας», ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ὀνομάζεται χριστιανική. Οἱ ὀπαδοὶ ὑπονομεύουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, «ἀσελγοῦν» στὸ εὐλογημένο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅπως εἶναι φυσικὸ πεθαίνουν ἀπὸ πνευματικὴ ἠλεκτροπληξία, ἀποβάλλονται ἀργὰ ἢ γρήγορα ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας ἔμπειρος Κληρικός μου εἶπε: «Ἂν ὁ Κληρικὸς δὲν σέβεται τὸ θυσιαστήριο, τότε τὸ ἴδιο τὸ θυσιαστήριο κάποια μέρα δὲν θὰ τὸν ἀνεχθῇ καὶ θὰ τὸν πετάξη μακριά».
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος εἶναι ἅγιος καὶ εὐλογημένος, εὐαίσθητος καὶ πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γι' αὐτὸ καὶ δὲν προσφέρεται γιὰ ὀπαδοποιήσεις, ἀρρωστημένες ἀνθρώπινες ἐπιδιώξεις καὶ ἑωσφορικὲς νοοτροπίες. Στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ σπουδάζουμε σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ ἐν μαθητείᾳ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ καὶ δὲν ἔχουν ὀργανικὴ σχέση οἱ ὀργισμένοι καὶ ἀλλόφρονες ὀπαδοί.
Ὁ Χριστὸς θέλει μαθητὲς καὶ ὄχι ὀπαδούς.–
ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΑΡΘΡΑ
- Προβολές: 5725