Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἄποψη ἀντίθετη πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
«Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο καὶ σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα καὶ σὲ ὅλους!». Αὐτὸ τὸ ἀγνωστικιστικὸ δόγμα διατυπώθηκε σὲ διαδικτυακὴ συζήτηση ἀπὸ Ἱερομόναχο (ἀκοινώνητο τώρα) πρώην Ἱεροκήρυκα, ὁ ὁποῖος αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀντιδράση, μὲ τοὐλάχιστον ἄκομψο καὶ ἀντιδεοντολογικὸ τρόπο, σὲ ἕνα ἤρεμο καὶ σοβαρὸ ἄρθρο ποῦ μιλοῦσε γιὰ τὸν θρησκευτικὸ φανατισμό.
Ὁ ἀρθρογράφος ἔγραψε ὁρισμένα ἁπλὰ καὶ αὐτονόητα πράγματα, χωρὶς θεωρητικὲς ἀναλύσεις. Ἀκούμπησε ὅμως μιὰ κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ πληγή, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται, μολύνεται καὶ ἀπὸ θεολογικὲς νοσογόνες αἰτίες, ἀπὸ στρεβλὲς θεολογικὲς ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ἢ εἶναι τὸ ὑπόστρωμα ἀντικανονικῶν πράξεων ποῦ ὁδηγοῦν σὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐκτροπὲς ἢ προβάλλονται γιὰ νὰ δώσουν θεολογικὴ κάλυψη σὲ ἀντιεκκλησιαστικὲς συμπεριφορές, γιὰ νὰ «δικαιολογήσουν, δηλαδή, τὰ ἀδικαιολόγητα».
Ἡ περίπτωση γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος δείχνει ὅτι τὰ ἁπλὰ καὶ αὐτονόητα πράγματα, ποῦ ἀφοροῦν τὴν ζωὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι γιὰ ὅλους ἁπλὰ καὶ αὐτονόητα. Εἶναι ἁπλὰ μόνο γιὰ τοὺς ἁπλούς. Ὄχι τοὺς ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποῦ γνωρίζουν, ἔστω στοιχειωδῶς, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τὸ πῶς λειτουργεῖ ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας μέσα σ’ Αὐτήν. Κι’ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἁπλότητα δὲν εἶναι γνώρισμα ὅλων τῶν αὐτοχαρακτηριζομένων ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀλλὰ μόνον αὐτῶν ποῦ γνωρίζουν καλὰ τὸ μυστήριο τῆς μαθητείας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη..., διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»(Ματθ. 28, 19-20), γι’ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ σημειωθοῦν ὁρισμένα «ἁπλὰ καὶ αὐτονόητα» πράγματα γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τὴν συνέχεια θὰ ληφθῇ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ ἄρθρο ποῦ ἐξερέθισε τὸν ἀγνωστικιστικὸ οἶστρο τοῦ πρώην Ἱεροκήρυκος, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν «θεολογικὴ» ἀντίδρασή του. Στὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο, λοιπόν, ὑπῆρχε ἡ ἀκόλουθη διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πιστοὺς καὶ ὁ Χριστὸς θέλει μαθητὲς καὶ ὄχι ὀπαδούς». Αὐτὸς ὁ συνοπτικός, ἀλλὰ σαφὴς λόγος (γιὰ τὰ ἁπλὰ καὶ ὄχι ἁπλοϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας) ἀναμόχλευσε, ὅπως φαίνεται, τὸ θεολογικὸ κατακάθι ἀπὸ τὸν πυθμένα τῶν ὑδαρῶν ἀπόψεων τοῦ πρώην Ἱεροκήρυκος καὶ φανέρωσε ἱζήματα ἀ-θεολογίας, ποῦ θολώνουν καὶ ἀχρηστεύουν τὴν πίστη ὅσων τὰ ἀποδέχονται, ἀφοῦ καθιστοῦν χωρὶς νόημα τὴν ζωή τους μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔγραψε, λοιπόν, μετὰ θερμοῦ ζήλου ὁ πρώην Ἱεροκήρυκας, ὡς ἀδιαμφισβήτητος κάτοχος τῆς «ἄγνωστης» ἀλήθειας: «Ἀλήθεια, πῶς γνωρίζετε τὸ τί θέλει ὁ Χριστός; Σᾶς τὸ εἶπε κάποιος; Ρωτήσατε ἄραγε; Αὐτὰ ποῦ γράψατε στὸ ἄρθρο σας, μήπως τελικὰ δὲν τὰ πιστεύετε, περὶ Ἱεραρχίας κλπ.; Πῶς ἀπὸ μόνος σας ἀποφασίσατε ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ τί «θέλει ὁ Χριστός»; Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ἂν ρωτούσατε ἀκόμα καὶ ἕνα Θεολόγο συνάδελφό σας, θὰ σᾶς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, τὸ πολὺ γνωστὸ "ἄγνωσται αἱ βουλαὶ" τοῦ Θεοῦ».
«Τὸ πολὺ γνωστὸ "ἄγνωστ[ο]ι αἱ βουλαὶ" τοῦ Θεοῦ» δὲν εἶναι ὅμως «γνωστὸ» στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἕνα ἄλλο παρεμφερὲς χωρίο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, τὸ ὁποῖο λέει: «τὶς ἔγνω νοὺν Κυρίου, καὶ τὶς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο, ὃς συμβιβὰ αὐτόν;»(40,13), τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀναφέρεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στὴν δημιουργικὴ καὶ κυβερνητικὴ πρόνοιά Τοῦ. Κι’ αὐτὴ ὅμως ἡ πρόνοια, ἐνῷ εἶναι ἀνεξερεύνητη, δὲν εἶναι τελείως ἄγνωστη στὸν Προφήτη. Ὁ Προφήτης, ἄλλωστε, ἀποκάλυπτε στὸν λαὸ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας, τὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν λαὸ Τοῦ, στὶς πτυχές της, βέβαια, ποῦ βοηθοῦσαν τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ τὸ προφητικὸ χωρίο τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ὅπου γράφει: « Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! Τὶς γὰρ ἔγνω νοὺν Κυρίου; ἢ τὶς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (11, 33-34). Ὅπως στὸν προφήτη Ἠσαΐα, ἔτσι καὶ στὸν ἀπ. Παῦλο αὐτὸς ὁ θαυμασμὸς δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν πλήρη ἀγνωσία τῶν «ὁδῶν» τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ νοὺν γνώση τους. Πῶς ἄλλωστε θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάση κάτι ποῦ δὲν γνώριζε; Αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ ἀπ. Παύλου ἐκφράζεται σαφέστερα στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, στὴν ὁποία ἀφοῦ μιλάει γιὰ τοὺς «σαρκικούς», «ψυχικοὺς» καὶ «πνευματικοὺς» ἀνθρώπους καὶ ὅτι ὁ «πνευματικὸς» ἄνθρωπος τὰ διακρίνει καὶ τὰ κατανοεῖ ὅλα, ἀλλὰ αὐτὸς «ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται», κατόπιν γράφει: «τὶς γὰρ ἔγνω νοὺν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοὺν Χριστοῦ ἔχομεν» (2, 16). Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποῦ ἔχει, ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος, «νοὺν Χριστοῦ» προφανῶς γνωρίζει τὸ «τί θέλει ὁ Χριστός», ἐκτὸς καὶ ἂν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο στὸν νοῦ Τοῦ!
Ἡ δογματικὴ πρόταση ποῦ διατύπωσε ὁ πρώην Ἱεροκήρυκας ἀπαντῶντας σὲ σχολιασμὸ τῆς ἀγνωστικιστικὴς τοῦ ἐρώτησης: «πῶς γνωρίζετε τὸ τί θέλει ὁ Χριστός;», ἔκανε σαφέστατο τὸ θεωρητικὸ θεμέλιό του: «Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο καὶ σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα καὶ σὲ ὅλους!». Μὲ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν διαφωνεῖ μόνον ὁ ἀπ. Παῦλος (ποῦ εἶπε «ἡμεῖς δὲ νοὺν Χριστοῦ ἔχομεν»), καθὼς καὶ ὅλη ἡ χορεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, διαφωνοῦν καὶ οἱ Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τὸν Θεὸ Λόγο «ὡς ἄσαρκον». Γιὰ παράδειγμα, ὁ προφήτης Βαρούχ, ποῦ ἤθελε νὰ φιλοτιμήση τοὺς Ἰσραηλῖτες, οἱ ὁποῖοι παραθεωρούσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἔλεγε: «Μὴ δῶς ἑτέρῳ τὴν δόξαν σου καὶ τὰ συμφέροντά σοι ἔθνει ἀλλοτρίῳ. Μακάριοί ἐσμεν Ἰσραήλ, ὅτι τὰ ἀρεστὰ τὼ Θεῷ ἡμῖν γνωστὰ ἐστι» (4, 3-4). Ἂν τὰ ἀρεστὰ στὸν Θεὸ ἦταν γνωστὰ στοὺς πρὸ Χριστοῦ Ἰσραηλῖτες, πολὺ περισσότερο εἶναι γνωστὰ στὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτὸς καὶ ἂν «τὰ ἀρεστὰ τὼ Θεῷ» δὲν ταυτίζονται μὲ τὸ θέλημά Τοῦ!
Ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν χωρίων ποῦ μᾶς ἀποκαλύπτουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγνόηση τῶν ὁποίων χρειάζεται μεγάλη ἀγνωστικιστικὴ ἀνδρεία, θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα, στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς λέει: «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῶ ποιήσομεν» (Ἰωάννου, 14, 23-24). Προφανῶς εἶναι βλασφημία νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐκφράζει τὸ θέλημά Τοῦ. Ἡ ἀποδοχὴ καὶ τήρηση αὐτοῦ τοῦ λόγου συνιστᾶ τὴν ἀγάπη, ποῦ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο «Μονὴν» τοῦ Θεοῦ. Ἡ σταθερότητα μάλιστα στὴν τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (τοῦ θελήματός Τοῦ) μᾶς κάνει ἀληθινοὺς μαθητὲς Τοῦ: «ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τὼ λόγῳ τὼ ἐμῶ, ἀληθῶς μαθηταὶ μοῦ ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»(Ιωάννου, 8, 31-32). Δὲν χρειάζεται ἰσχυρὴ διανοητικὴ ἐνέργεια γιὰ νὰ καταλάβη κανεὶς ὅτι ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖται στὴν ἐλευθερία, ἐνῷ ὁ ὀπαδὸς εἶναι πάντα ὑποκείμενος σὲ πνευματικὴ δουλεία. Ἡ ἐνεργὸς μάλιστα μαθητεία εἶναι βασικὸ συστατικὸ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς προσευχῆς. Ἄλλωστε, εἶναι ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ (δηλαδὴ θέλημά Του) τὸ «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41). Ἐπίσης, βασικὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς εἶναι τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,10).
Βέβαια, ἡ πληρότητα τῆς γνώσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγῇ σὲ ἀπραγία, οὔτε σὲ ἀγνωστικιστικὲς ὑπεκφυγές. Ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς σχετικὰ συμβούλευε: ««Μὴ λέγε, ὅτι οὐκ ἐπίσταμαι τὸ δέον καὶ ἀναίτιός εἰμι μὴ ποιῶν αὐτό. Εἰ γὰρ ἐποίεις ὅσα ἐπίστασαι καλά, καὶ τὰ λοιπά σοι ἀκολούθως ἀπεκαλύπτετο» (Περὶ νόμου πνευματικοῦ, κέφ. πδ').
Ἐν κατακλεῖδι, οἱ εὐαγγελικῶς ἁπλοί, ποῦ ὁμολογοῦν μὲ τὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ: «Λύχνος τοὶς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταὶς τρίβοις μου» (118,105), ἔχουν διαρκῶς προσανατολισμένο τὸν νοῦ τους στὸν ἄλλο ψαλμικὸ στίχο: «δίδαξόν μὲ τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἴ ὁ Θεός μου»(142,10). Εἶναι θερμὸς ὁ νούς τους ἀπὸ τὴν δίψα καὶ τὴν πίστη ποῦ ἐκφράζει ἡ ρηματικὴ φράση: «δίδαξόν με». Εἶναι μαθητὲς ποῦ ζητοῦν πληρέστερη γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή του.
Ἡ ἄποψη: «Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο... σὲ ὅλους» εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ξένη πρὸς τὸν Χριστιανισμό.
- Προβολές: 2976