Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: «Διάλογος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν Δεξιὰ καὶ τὴν Ἀριστερά»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα amen.gr)

Πρόσφατα ἔγινε συζήτηση στὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ εὐρύτερο χῶρο γιὰ τὸν διάλογο μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Ἀριστερᾶς ποῦ διεξήχθη τελευταῖα. Δὲν παρακολούθησα τὸ Συνέδριο αὐτὸ ἀπὸ κοντά, μόνον διάβασα μερικὲς εἰσηγήσεις καὶ τὰ σχετικὰ δημοσιεύματα. Μερικὲς σκέψεις μου καταγράφονται ἐδῶ γιὰ εὐρύτερη συζήτηση καὶ διευκρίνιση.

1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας χῶρος ἀνοικτὸς σὲ ὅλους, ἀλλὰ μὲ ὁρισμένο σκοπό. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἰδιαίτερη κοινωνία ποῦ ἀποκτᾶ θεολογικὴ σημασία ὡς Σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς μιὰ πνευματικὴ οἰκογένεια, ἕνα πνευματικὸ θεραπευτήριο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν λειτουργεῖ ὡς μιὰ ἰδεολογία, ἀλλὰ ὡς μιὰ πνευματικὴ μάνα ποῦ γεννᾶ καὶ μεγαλώνει τὰ παιδιά της, ἀνεξαρτήτως χρώματος, τάξεως, φύλου καὶ ἐθνῶν. Ὅποιος βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς ἰδεολογία ἀποτυγχάνει νὰ δὴ τὸν βαθύτερο σκοπό της, νὰ δὴ τὴν δυναμικότητα τῆς καρδιᾶς της καὶ τὸ πῶς διοχετεύει τὸ αἷμα της σὲ ὅλα τὰ μέλη της, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ταπεινὰ καὶ ἐξουθενημένα.

2. Οἱ ὅροι «δεξιὰ» καὶ «ἀριστερὰ» δημιουργήθηκαν εὐκαιριακὰ ἀπὸ τὴν θέση ποῦ κατέλαβαν τὰ μέλη τῆς Συντακτικῆς Συνελεύσεως στὴν ἐπαναστατημένη Γαλλία τὸ 1789, ποῦ συζητοῦσαν ἀφ' ἑνὸς μὲν πῶς θὰ λειτουργοῦσε τὸ πολίτευμα σὲ μιὰ συνταγματικὴ μοναρχία ἀφ' ἑτέρου δὲ ποιά θὰ ἦταν ἡ ἐξουσία τοῦ βασιλιᾶ. Ὅσοι κάθονταν στὰ ἀριστερὰ ἦταν πιὸ ριζοσπαστικοί-προοδευτικοί, ἐνῷ ὅσοι κάθονταν στὰ δεξιὰ ἦταν πιὸ συντηρητικοί. Ἔκτοτε αὐτοὶ οἱ ὅροι φορτίσθηκαν μὲ ἔντονο κοινωνιολογικὸ περιεχόμενο, καὶ ἀπέκτησαν μιὰ ἰδεολογικὴ κατεύθυνση. Στὴν σύγχρονη γλῶσσα ἡ ἔννοια τῆς δεξιᾶς συνδέεται μὲ τὴν συντηρητικὴ καὶ παραδοσιακὴ σκέψη, ἐκφράζεται μὲ τὴν διατήρηση τῆς κληρονομικῆς θρησκευτικότητας, τὸν καπιταλισμό, τὸν νεοφιλελευθερισμό, τὴν ἐλεύθερη ἀγορά. Ἀντίθετα, ἡ ἔννοια τῆς ἀριστερᾶς συνδέεται μὲ τὴν σύγχρονη καὶ ριζοσπαστικὴ σκέψη, τόσο στὶς παραδόσεις καὶ ὁπωσδήποτε καὶ τὶς θρησκευτικές, ὅσο καὶ στὸν κοινωνικὸ χῶρο, ἀφοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἰσότητας, τῆς πολιτισμικότητας καὶ τοῦ διεθνισμοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο παρεμβάλλονται οἱ κεντρῶοι καὶ σοσιαλδημοκράτες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ λειτουργήσουν στὸ ἐγελιανὸ σχῆμα θέση, ἄρνηση, σύνθεση, νὰ ἐκφράσουν τὸν μεσαῖο χῶρο. Τὰ σχήματα αὐτὰ εἶναι πολύπλοκα γιατί μεταξὺ δεξιᾶς, ἀριστερᾶς καὶ κέντρου κινεῖται ἡ κεντροαριστερά, ἡ κεντροδεξιά, οἱ σοσιαλδημοκράτες καὶ πέρα ἀπὸ αὐτοὺς ἡ ἀκροδεξιὰ καὶ ἡ ἀκροαριστερά.

Βέβαια, οἱ παρατάξεις αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς στεγανοποιημένα σχήματα, ἀφοῦ στὶς δεξιὲς παρατάξεις συγκαταλέγονται καὶ ἄνθρωποι τῶν λεγομένων κατωτέρων τάξεων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ὁ μαρξισμὸς θεωρεῖ ὡς ἀφύσικη κατάσταση καὶ τὸ ἑρμηνεύει μέσα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη «ταξικῆς συνείδησης», ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς προπαγάνδας. Τὸ γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν τὰ κοινωνιολογικὰ αὐτὰ σχήματα νὰ στεγανοποιηθοῦν καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὅλες οἱ ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἰδεολογικὰ καὶ κοινωνικὰ σχήματα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι ἕνας ἀνοικτὸς χῶρος, μποροῦν νὰ χωρέσουν ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια πέρα ἀπὸ κοινωνιολογικὰ σχήματα, τὰ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως ἀλλοιώνονται μὲ τὸν χρόνο καὶ τὶς σκοπιμότητες τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας συντηρητικὸς δὲν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀληθινὸς Χριστιανός, ἔστω κι ἂν ζὴ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας ριζοσπάστης καὶ ἐπαναστατικὸς δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ὁπωσδήποτε ἄθεος καὶ ἀντίθεος καὶ νὰ θεωρηθῇ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ χωρέση στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.

Ἄλλωστε, ὅλο τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη ἡ θεολογία της εἶναι ἐπαναστατικὰ ἐναντίον κάθε κατεστημένου, κάθε ὑποκρισίας καὶ συμβιβασμοῦ, κάθε διαφθορᾶς θεολογικῆς, κοινωνικῆς, πολιτικῆς. Ὅποιος περιορίζει τὴν Ἐκκλησία σὲ κόμματα, παρατάξεις, ἰδεολογίες καὶ σκοπιμότητες, ἀλλοιώνει τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα της καὶ τὴν μεταμορφωτικὴ ἀποστολή της. Στὴν Ἐκκλησία ζοὺν καὶ φανεροί, ἀλλὰ καὶ κρυφοὶ μαθητές, καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν κατὰ Χριστὸν σαλοὶ ποῦ εἶναι ἀληθινότεροι ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον λογικούς, καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ ζοὺν στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ ποῦ ἀναζητοῦν τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, πρᾶγμα ποῦ δὲν κάνουν οἱ ἠθικολόγοι ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι συμβιβάζονται μὲ ὅλες τὶς καταστάσεις.

3. Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δὲν φοβᾶται τὸν διάλογο, γιατί διαθέτει μιὰ ζωὴ ποῦ εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι, ὅπως τὸ σῶμα ἔτσι καὶ αὐτὴ δέχεται τοὺς πάντες, διαλέγεται μὲ ὅλους, ἀλλὰ τελικὰ παραμένουν σὲ αὐτὴν τὰ χρήσιμα στοιχεῖα καὶ ἀποβάλλονται τὰ ἄχρηστα. Σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὔτε κοσμοθεωρία οὔτε διακατέχεται ἀπὸ τὴν κοσμοφοβία οὔτε ὅμως ὁδηγεῖται στὴν ἐκκοσμίκευση. Ὅμως, οἱ Χριστιανοὶ εἶναι δυνατὸν νὰ μετατρέπουν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ ἰδεολογία καὶ νὰ διακρίνωνται ἀπὸ κοσμοφοβία καὶ ἐκκοσμίκευση. Ἔτσι, ὁ διάλογος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ἱστορικὴ διαδρομή της, εἶναι ὁ μόνιμος στόχος της καὶ προκαλεῖ γονιμοποιήσεις καὶ μεταμορφώσεις στοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὸν μόνο ποῦ δὲν κάνει διάλογο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτὸς εἶναι σκοτεινὸ πνεῦμα, ἀνατριχιαστικὸ ὅν, φορέας τοῦ κακοῦ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν ζωή της, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση. Σήμερα, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις στὸν κοινωνικὸ χῶρο ἐκφράζονται μὲ δικτατορικὲς ἰδέες, μὲ φασιστικὲς νοοτροπίες, μὲ ἐπιδιώξεις καταδυναστεύσεως τῶν λαῶν, μὲ δυνάμεις βίας, πολέμων, καταληστεύσεως τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ νὰ ἐξακολουθῆ νὰ λειτουργῇ ἡ Ἐκκλησία καὶ σὲ τυραννικὰ καθεστῶτα, βιώνοντας τὴν ἐλευθερία της ἀκόμη καὶ στὶς κατακόμβες καὶ σὲ περιόδους διωγμῶν, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίζη τέτοια καθεστῶτα καὶ νὰ συνεργασθῇ μαζί τους ὑπηρετῶντας τὸν σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο στόχο τους.

4. Ἡ συζήτηση γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ δεξιᾶς-ἀριστερᾶς ἔγινε στὸν Δυτικὸ κόσμο, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε μεγάλη ἀνάγκη. Ὅταν κάνω λόγο γιὰ ἀνάγκη δὲν ἐννοῶ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀνάγκη τῆς δυτικῆς θεολογίας, γιατί ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Δύση ἐνεπλάκη στὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὰ κίνητρα δεξιῶν παρατάξεων καὶ ἰδεολογιῶν. Νὰ θυμίσω τὴν ταύτιση προτεσταντικῶν ὁμάδων μὲ τὸν καπιταλισμό, ὅπως τὸν ἀνέλυσε ὁ Max Wember, ἀλλὰ καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἀνεξαρτητοποιηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν καπιταλιστικὴ νοοτροπία, ὁπότε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ λεγομένη «πολιτικὴ θεολογία» καὶ ἡ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης», ὅπως παρατηρήθηκε στὴν Λατινικὴ Ἀμερική. Νὰ θυμίσω ἀκόμη τὴν ἀνάπτυξη τῆς «διαλεκτικῆς θεολογίας» στὴν Δύση, ἢ τὴν «θεολογία τῆς κρίσεως», κυρίως στὸν Γερμανικὸ προτεσταντισμό, ἐπειδὴ μερικὲς προτεσταντικὲς ὁμάδες συμμάχησαν μὲ τὶς πολεμικὲς νοοτροπίες τῶν Γερμανῶν ἡγετῶν. Μερικοὶ προτεστάντες θεολόγοι στὴν Δύση ἀντιτάχθηκαν στὴν συμμαχία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος συναίνεσε μὲ τὸν φασισμὸ καὶ τὸν ναζισμό. Ἔτσι, ἐμφανίσθηκε ἡ λεγομένη «νεορθοδοξία» ἢ «ἡ θεολογία τῆς κρίσεως», τῆς ὁποίας κύριο σύνθημα ἦταν «ὄχι συναίνεση μὲ τὸν κόσμο», ὅπως ἀναλύει ὁ καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος.

Ἔτσι, ἡ σχέση ἢ ταύτιση τοῦ προτεσταντικοῦ καὶ τοῦ καθολικοῦ-παπικοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν νοοτροπία τοῦ κόσμου καὶ τὰ πολιτικὰ δυτικὰ κόμματα συνιστᾶ πτώση τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Δύση γίνεται λόγος γιὰ Χριστιανοδημοκρατικὰ κόμματα ποῦ ἀντιτίθενται στὰ σοσιαλιστικά, καὶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἀνάγκη διαλόγου μὲ τὴν ἀριστερὰ γιὰ νὰ ἀπεμπλακῇ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν νοοτροπία τῶν δεξιῶν πολιτικῶν ἰδεολογιῶν. Κατὰ συνέπεια, ὁ διάλογος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀριστερὰ στὴν Ἑλλάδα εἶναι εἰσαγόμενος, ἀφοῦ στὴν Χώρα μᾶς δὲν παρατηρήθηκε σὲ μεγάλη ἔκταση ἡ ταύτιση μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ δεξιῶν σχημάτων. Ἂν αὐτὸ ἔγινε μὲ μερικοὺς Χριστιανοὺς καὶ Κληρικοὺς δὲν ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀποστάσεις ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ σχήματα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ταυτίσθηκε μὲ φασισμοὺς καὶ ναζισμούς, μὲ ἐθνοφυλετισμοὺς καὶ τυραννικὰ καθεστῶτα. Μπορεῖ νὰ τὰ ἀνέχθηκε, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάνη διαφορετικά, ἀλλὰ δὲν ταυτίσθηκε ἀπόλυτα μαζί τους.

5. Δὲν ἀρνεῖται κανεὶς τὸ νὰ γίνεται ἕνας διάλογος τῶν θεολόγων καὶ κληρικῶν μὲ τὴν Ἀριστερά, γιατί στὸ παρελθὸν παρατηρήθηκαν μερικὲς ὑπερβολές. Ἄλλοτε ἡ δεξιὰ ἰδιοποιήθηκε τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ἄλλοτε μερικοὶ Χριστιανοὶ ἐναντιώθηκαν στὴν ἀριστερὰ ἢ μερικοὶ ἀριστεροὶ ἀμφισβήτησαν ἄκριτα τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄλλο ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς μὲ τὶς ποικίλες ἐκφράσεις του. Ἐπίσης, μπορεῖ νὰ γίνη διάλογος μεταξὺ θεολόγων καὶ ἀριστερῶν γιὰ νὰ διερευνηθοῦν διάφορα ζητήματα πρακτικῆς κυρίως φύσεως. Ὅμως, ὁ διάλογος αὐτὸς γιὰ νὰ γίνη αἰτία καλύτερης γνωριμίας πρέπει νὰ ἐντοπισθῇ στὴν οὐσία τοῦ θέματος καὶ ὄχι σὲ μερικὲς ἐξωτερικές, κοινωνικὲς συνέπειες. Νομίζω, ὅτι ἕνας τέτοιος διάλογος πρέπει νὰ γίνη σὲ τέσσερεις βάσεις.

Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μεταφυσική. Πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ τί εἶναι ἡ μεταφυσική, ποιά εἶναι τὰ γνωρίσματά της καὶ ποιά εἶναι ἡ στάση τῶν ἀριστερῶν καὶ τῶν Ὀρθοδόξων πάνω στὸ θέμα τῆς μεταφυσικῆς. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι τὴν μεταφυσικὴ ἀρνοῦνται καὶ οἱ μαρξιστὲς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ἡ μεταφυσικὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος σχετίζεται μὲ τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμό.

Ἡ δεύτερη βάση εἶναι ὁ διαφωτισμός. Πρέπει νὰ διευκρινισθῇ γιατί ἡ ἀριστερὰ μετέφερε στὴν Ἑλλάδα διαφωτιστικὲς ἀρχές, καὶ ἐκφράζει τὸν διαφωτισμό, ἀφοῦ ὁ δυτικὸς διαφωτισμὸς γέννησε τὸν φιλελευθερισμὸ ἢ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτόν, καὶ τροφοδότησε τὸν καπιταλισμό. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ δέχωνται οἱ ἀριστεροὶ τὸν διαφωτισμό, ἐπειδὴ μερικοὶ διαφωτιστὲς ἦταν ἀγνωστικιστὲς ἢ δεϊστὲς ἢ ἀθεϊστὲς καὶ νὰ ἀμνηστεύουν τὶς νεοφιλελεύθερες ἀπόψεις του.

Ἡ τρίτη βάση εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ θρησκείας καὶ Ἐκκλησίας. Ὁ Μὰρξ ἀντιτάχθηκε στὴν θρησκεία, ἡ ὁποία ἐξέφραζε τὴν μεταφυσική, τὴν μαγεία καὶ τὴν ἀποχαύνωση τῶν λαῶν. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὴν θρησκεία καὶ τὶς ἐπιδιώξεις της, καὶ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ θρησκευτικὲς ἰδεολογίες, τὶς ὁποῖες ἐκμεταλλεύονται τὰ τυραννικὰ καθεστῶτα.

Ἡ τέταρτη βάση εἶναι ἡ διδασκαλία –θεωρητικὴ καὶ πρακτική– τόσο τῆς ἀριστερᾶς ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὴν περιουσία, τὸν πλοῦτο καὶ τὰ οἰκονομικὰ ἀγαθά. Τότε θὰ δοθῇ ἡ εὐκαιρία νὰ ἐντοπισθῇ ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι ριζοπαστικὴ καὶ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς σύγχρονες κοινωνιολογικὲς θεωρίες.

Συμπερασματικά, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀνοικτὴ σὲ κάθε διάλογο, ἀρκεῖ νὰ γίνεται χωρὶς σκοπιμότητες, ἀλλὰ μὲ εἰλικρίνεια καὶ προσοχή. Μὲ τὸν διάλογο θὰ ξεκαθαρίσουν μερικὰ ἐπιπρόσθετα ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, θὰ γίνη ἀλληλογνωριμία, γνώση τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Τοὐλάχιστον ἀπὸ πλευρᾶς Ἐκκλησίας πρέπει οἱ διαλεγόμενοι νὰ ἔχουν τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, ἤτοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης κ.ά., οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἐμπειρικὴ θεολογία, χωρητικότητα διανοίας, χαρίσματα ὑψηλά, καὶ ἀρίστη γνώση τῆς σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνον τότε ὁ διάλογος μπορεῖ νὰ παράγη ἀποτελέσματα, διαφορετικὰ θὰ παραμείνη στὸ περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, θὰ γίνεται ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως καὶ τελικὰ θὰ ὑποβαθμισθῇ.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4270