Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ποιμένας»
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος μόναζε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὑπερμάχησε στὴν ἀντίκρουση τοῦ ἀντιησυχασμοῦ τὸν ὁποῖο δίδασκε ὁ Βαρλαάμ. Μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καταδικάσθηκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου σὲ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ἔγινε στὴν Σύνοδο τοῦ 1347, ἡ ὁποία κατaδίκασε τὴν συνέχιση τῆς ἀντιησυχαστικὴς διδασκαλίας. Ἤδη ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο κῦρος στὴν Ἐκκλησία καὶ κλήθηκε νὰ ποιμάνη τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἐκεῖ ὅπου ξέσπασε ἡ ἀντιησυχαστικὴ αἵρεση. Μετὰ τὴν ἐκλογή του, πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1347, γιὰ νὰ ἀναλάβη τὴν διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του σὲ μιὰ τραγικὴ περίοδο, ἀφοῦ ἡ πόλη κυβερνιόταν ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Ζηλωτῶν καὶ ὑπῆρχε μεγάλη κοινωνικὴ ἀναταραχή.
Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἕνα καινούριο στοιχεῖο, ξένο πρὸς τὶς παραδοσιακὲς δομὲς τῆς πόλεως, ἐμπνέονταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν Δύση καὶ ἐξελίχθηκαν σὲ ἕνα κόμμα ποῦ ἀποτελεῖτο, κυρίως, ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες καὶ τοὺς πτωχοὺς τῆς πόλεως, μὲ μεταρρυθμιστικὲς καὶ ἀντιμοναχικές-ἀντιησυχαστικὲς ἀρχές, ἐνῷ εἶχαν διατηρήσει τὴν ἀπέχθεια πρὸς τὴν ἰδιοκτησία. Εἶχαν ἐνεργήσει βίαια καὶ κατέλαβαν τὴν διοίκηση τῆς πόλεως τὸ ἔτος 1345 καὶ παρέμειναν στὴν ἐξουσία μέχρι τὸ ἔτος 1350. Οἱ Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης ποῦ διοικοῦσαν τὴν πόλη –ὄχι ὁ λαός– δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς Μητροπολίτη, ὅταν πῆγε νὰ ἐνθρονισθῇ τὸ ἔτος 1347.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἐπέμεινε νὰ παραμείνη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν θέλησε νὰ δημιουργήση ἔριδες καὶ διαιρέσεις στὸ ποίμνιό του. Συγχρόνως, ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Σέρβων Στεφάνου Δουσὰν νὰ τὸν ὑποστηρίξη μὲ ἄλλους ἀπώτερους σκοπούς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε καὶ μιὰ δεύτερη προσπάθεια νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπισκεφθῇ τὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἔγινε τὸ φθινόπωρο τοῦ 1348. Τὸν παρακίνησαν τόσο ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος ὅσο καὶ οἱ Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι, βέβαια, τότε εἶχαν συμφιλιωθῇ μεταξύ τους. Δυστυχῶς, καὶ πάλι δὲν κατόρθωσε νὰ ἀναλάβη τὴν ποιμαντικὴ διακονία τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ἔγινε γιατί οἱ ἡγέτες τῶν Ζηλωτῶν ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς Βασιλεῖς μεγάλα καὶ ὑπεράνω τῆς τάξεώς τους «ἔπαθλα τῆς ἀταξίας καὶ τῆς στάσεως».
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Θεσσαλονίκη ἔγινε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350, μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ζηλωτῶν καὶ τὴν ἐλευθέρωση τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν κατοχή τους, δηλαδὴ τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε δύο φορὲς νὰ ἀναλάβη τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἄσκησε τὴν ποιμαντική του διακονία φαίνεται σὲ τρία σημεῖα.
Τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς ἐνθρονίσεώς του. Εἶναι σημαντικὰ τὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τοὺς στασιαστές, τὴν ἀπομάκρυνσή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἄνοδο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. Κατ' ἀρχὰς λέγει ὅτι ἦταν ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν δέχθηκαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο κατὰ τὴν πρώτη εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ αὐτοὶ ἦταν πονηροί, φθορεῖς καὶ ἀνάξιοι. Στὴν συνέχεια λέγει ὅτι ἡ ἴδια ἡ πόλη ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοὺς καὶ ἄλλους μὲν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς «κακούργους καὶ μιαροὺς» τοὺς ἐξωθεῖ καὶ ἀποβάλλει καὶ ἄλλους τοὺς σωφρονίζει καὶ ἀναστέλλει ἀπὸ τὴν κάκιστη ὁρμὴ καὶ τὶς μοχθηρὲς πράξεις μὲ τὰ κατάλληλα θεραπευτικὰ φάρμακα. Οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῆς νοοτροπίας καὶ τοῦ ἔργου τῶν Ζηλωτῶν.
Ἡ ὑποδοχὴ τὴν ὁποία ἐπεφύλαξε ὁ λαὸς στὸν ἅγιο Γρηγόριο ἦταν μεγαλειώδης καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραβληθῇ καθόλου «βασιλικοῖς ἐπινικίοις καὶ θριάμβοις καὶ πομπαῖς εἰσοδίοις». Ἐνεδύθη ποδήρη χιτῶνα καὶ τὴν ἱερὴ στολὴ γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴν Θεσσαλονίκη. Ἡ ποιμαντικὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἄρχισε ἀμέσως μὲ τὴν τελετὴ τῆς ἐνθρόνισής του. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνήργησε δείχνει ὅτι συμπεριφερόταν ὡς Πνευματικὸς Πατέρας. Στὰ πρόθυρα τῆς πόλεως ἀπηύθυνε εὐχὴ στὸν Χριστό. Ἦταν μιὰ προσευχὴ μετανοίας γιὰ ὅσα προηγήθηκαν στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, προσευχὴ ἐκζητήσεως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ εἰρηνεύσεως τοῦ λαοῦ. Τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς δείχνει ἀφ' ἑνὸς μὲν τὴν τραγικὴ κατάσταση τῆς πόλεως, ποῦ προηγήθηκε, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συμπεριφέρεται ὡς μεγάλος Πνευματικὸς ἡγέτης. Διερχόμενος τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐνθρονισθῇ, ὅλοι οἱ ψάλτες ἔψαλαν ὕμνους ἀναστασίμους, ὡσὰν νὰ ἔβλεπαν τὸν ἀναστάντα Χριστό. Ἔψαλαν: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα τὼ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα».
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ πῶς ἄρχισε τὴν ποιμαντική του διακονία καὶ αὐτὸ δείχνει τὶς ὀρθὲς βάσεις τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου. Τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη ὅρισε πάνδημη πομπὴ καὶ λιτανεία μὲ ἱερὲς εἰκόνες, ψαλμωδίες καὶ εὐχές. Στὴν λιτανεία αὐτὴ παρευρέθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης. Διῆλθε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλεως «εὐχόμενος, εὐλογῶν, ὑπὲρ τῶν παρελθόντων εὐχαριστῶν, ὑπὲρ τῶν μελλόντων δεόμενος». Στὸ τέλος δὲ τῆς λιτανείας ὁμίλησε στὸν λαὸ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια. Ὁ πρῶτος αὐτὸς λόγος τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου εἶναι ὑπόδειγμα λόγου καὶ εἰρηνευτικῆς ἀποστολῆς καὶ δείχνει πῶς αἰσθανόταν ὡς Ἐπίσκοπος.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου θέτει τὶς ἀληθινὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸν κοινὸ Πατέρα καὶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα. Μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός, καὶ εἴμαστε ἀδελφοί, λόγῳ τοῦ ?Ἀδάμ, τοῦ κοινοῦ γενάρχου. Ἐπίσης, ἡ ἀδελφότητα εἶναι ἰσχυρότερη, λόγῳ τῆς ὁμογένειας καὶ τῆς κοινῆς μητέρας, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἕνα σῶμα, ἔχουν κεφαλὴ τὸν Χριστό. Βαπτίσθηκαν σὲ ἕνα Βάπτισμα, ἔχουν μία πίστη, μία ἐλπίδα, ἕναν Θεό. Ἔτσι, πρέπει νὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἀγάπη. Στὴν συνέχεια ἀναφέρεται στὰ συγκεκριμένα γεγονότα ποῦ τάραξαν τὴν Θεσσαλονίκη. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἀγάπη, ἐν τούτοις εἰσῆλθε μὲ τὴν συνέργεια τοῦ πονηροῦ τὸ μῖσος. Ἔτσι, μὲ αὐθεντικὸ τρόπο ὁ ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει τὴν κατάσταση ποῦ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴν κατοχὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Οἱ πληροφορίες εἶναι ἀξιόλογες.
Γράφει ὅτι τὸ μῖσος ποῦ εἰσῆλθε διέσπασε τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ἔκανε τὴν πόλη παράλυτη, δημιούργησε ἐχθρικὲς μερίδες, συγχύσεις, ταραχές, δίνοντας τὴν εἰκόνα ὅτι ἡ πόλη κυριεύθηκε ἀπὸ ἐχθρούς. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἔτρεχαν σὲ ὅλη τὴν πόλη, ἄλλοι καταστρέφοντας τὰ σπίτια, ἄλλοι ἁρπάζοντας τὰ εὑρισκόμενα σὲ αὐτὰ καὶ μὲ μεγάλη μανία ἀναζητοῦσαν τοὺς οἰκοδεσπότες γιὰ νὰ τοὺς φονεύσουν «ἀνηλεῶς τε καὶ ἀπανθρώπως». Ὡς πραγματικὸς ποιμὴν καὶ ἀληθινὸς ἰατρὸς παρουσίασε τὸ πάθος, τὴν πληγὴ τῆς πόλεως.
Δὲν ἀρκεῖται, ὅμως, μόνον σὲ αὐτό, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὴν θεραπεία. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἀρκεῖται στὴν ἀποκάλυψη τῆς πληγῆς, ἀλλὰ καὶ θεραπεύει. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος μὲ τὸν θεραπευτικὸ καὶ εἰρηνευτικό του λόγο. Τονίζει ὅτι δὲν ἐπιδιώκει νὰ τοὺς ὀνειδίση, ἀλλά, ἀφοῦ γνωρίσουν τὴν νόσο, στὴν συνέχεια πρέπει νὰ τὴν θεραπεύσουν. Τοὺς προτείνει νὰ ἀναζητήσουν τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπεσαν, νὰ ζητήσουν τὴν θεραπεία καὶ νὰ τὴν διαφυλάξουν. Ἡ αἰτία τοῦ μίσους καὶ τῶν ταραχῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γνωρίζει ὅτι ἡ πρόθεση τῶν ἐπαναστατῶν δὲν ἦταν ἁπλῶς οἱ κοινωνικὲς μεταρρυθμίσεις καὶ μεταβολές, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία. Ὅλα αὐτὰ ὑποκινοῦνται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀναλύει πολὺ παραστατικὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς στάσεως αὐτῆς. Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δείχνουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο, ἐργάσθηκε ποιμαντικὰ στὴν Θεσσαλονίκη.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν εἶναι ἕνας ξηρὸς κοινωνιολόγος, ἀλλὰ πραγματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας, δηλαδὴ ἰατρὸς τῶν νοσούντων ἀνθρώπων, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ τοὺς θεραπεύση. Συγκρίνοντας τὴν περίπτωση τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὸν παραλυτικὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ποῦ καθόταν στὴν Κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο ὁμοιότητες. Ὅπως ὁ παραλυτικὸς παρέμεινε στὴν Κολυμβήθρα χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεται, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν ἔφυγαν τελείως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση, ἔτσι καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν ποιμένα τόσον καιρὸ γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύση.
Μετὰ προχωρεῖ στὶς παραινέσεις καὶ τὶς προτροπές. Δὲν εἶχαν ποιμένα, τώρα ὅμως ἔχουν. Αὐτὸς θὰ τοὺς παρηγορήση καὶ θὰ τοὺς θεραπεύση. Τοὺς συνιστᾶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἐπίγνωση τῆς συγγένειας ποῦ ἔχουν μεταξύ τους, ἀνάμνηση τῶν παλαιῶν ἡμερῶν τῆς εἰρήνης. Τοὺς προτρέπει νὰ μὴ σκέπτωνται τὸ κακό, οὔτε νὰ ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικήσουν τὸ κακὸ μὲ τὸ ἀγαθό. Νὰ ἐνστερνισθοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς εἰρήνης καὶ μάλιστα νὰ συνεργασθοῦν μαζί του στὸ θέμα τῆς εἰρηνεύσεως. Ἡ διακονία του ὡς Ποιμένος εἶναι διακονία ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Εἶναι ὑπηρέτης αὐτῆς τῆς διακονίας. Πρέπει νὰ εἶναι συμφιλιωμένοι καὶ ὁμονοοῦντες, ἔχοντες στὸ μέσον τὸν Χριστό. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀφ' ἑνὸς μὲν προσδιορίζεται ἡ νόσος καὶ ἡ θεραπεία τῶν στασιαστῶν καὶ ὁλοκλήρου τῆς πόλεως, ἀφ' ἑτέρου δὲ προτρέπονται οἱ ἀδικηθέντες νὰ μὴν ἀνταποδώσουν τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ νὰ ἀγαπήσουν τοὺς ἐχθρους τους. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κρύπτεται ὅλο τὸ εἰρηνευτικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Θεσσαλονίκη. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες ἀνωμαλίες ἀπαιτεῖται αὐτοσυγκράτηση καὶ ἰσχυρὴ προσωπικότητα γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν ὀργὴ τοῦ λαοῦ.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι μετὰ τὴν ὁμιλία ἐκείνη ἔκανε φίλους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ὑβριστὲς τοῦ καὶ τοὺς προηγουμένους ἐχθροὺς καὶ στασιαστές. Ὄχι μόνον τοὺς ἔκανε φίλους, ἀλλὰ καὶ δούλους, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔπεσαν στὰ πόδια του, τὰ ἀσπάζονταν, ἐξομολογοῦνταν τὰ ἁμαρτήματα ποῦ ἔπραξαν καὶ ζητοῦσαν συγγνώμη. Ὁ ἅγιος ὄχι μόνον τοὺς συγχώρησε, ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάτι μεγαλύτερο, τοὺς ἐνέγραψε στοὺς φίλους του καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε μὲ λόγια καὶ ἐνέργειες. Ἔκανε καὶ σύναξη ἱερέων, στοὺς ὁποίους ὑπενθύμισε τὰ καθήκοντά τους. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔφερε τὴν εἰρήνη καὶ θεράπευε τοὺς Χριστιανούς.
Τὸ τρίτο σημεῖο ποῦ δείχνει τὸν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας φαίνεται στὸ περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ποῦ διασώθηκαν. Παρέμεινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν κοίμησή του ποῦ συνέβη τὴν 14η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1359, δηλαδὴ ὑπῆρξε Μητροπολίτης γιὰ δώδεκα χρόνια (1347-1359), ἀλλὰ σχεδὸν τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτὰ παρέμεινε στὸν ἀρχιερατικό του θρόνο. Ἤδη εἴδαμε ὅτι ἐνθρονίσθηκε τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐκλογή του, καθὼς ἐπίσης ἕνα χρόνο πέρασε αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὶς ὁμιλίες αὐτὲς παρατηρεῖ ὅτι ὁμιλοῦσε ὡς θεολόγος, ἡσυχαστὴς καὶ Πνευματικὸς Πατέρας ποῦ ἀντιμετώπιζε τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὰ κοινωνικά, μέσα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλη τὴν θεολογία, τὴν ὁποία ἀνέπτυξε προηγουμένως ἐναντίον τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν διαδόχων του, τὴν πέρασε μὲ ἀνάλογη προσαρμογὴ στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Στὰ κηρύγματά του συνδέει στενὰ τὴν θεοπτικὴ θεολογία μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λειτουργικὴ ζωὴ μὲ τὴν φιλανθρωπία.
Ἔτσι, βλέπουμε θαυμάσιες ἀναλύσεις γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιὰ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γιὰ τὴν ἀξία καὶ σημασία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς κλπ. Γενικά, ἀπὸ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς καταλαβαίνουμε πῶς γίνεται μιὰ ἐκκλησιαστική, ποιμαντικὴ διακονία ἀπὸ ἕναν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἕναν θεολόγο καὶ ἡσυχαστή. Ἀκόμη καὶ ἡ κοινωνική του διδασκαλία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Ὁ τρόπος τῆς ποιμαντικῆς τοῦ διακονίας φαίνεται καὶ σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὸ ποίμνιό του, τὴν ὁποία ἔγραψε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ στοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ στὴν ὁποία ἐνημερώνει τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ὅσα συνέβησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του, ποῦ δείχνει τὴν στενὴ ἐπικοινωνία ποῦ εἶχε μαζί τους. Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, γιατί δείχνει πῶς ἐργαζόταν στὸ ποίμνιό του, πῶς ἐξασκοῦσε τὴν ποιμαντική του διακονία.
Γράφει ὅτι, ὅπως διδάσκει τοὺς Θεσσαλονικεῖς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας μὲ θυσία καὶ παρρησία, ἔτσι τὸ κάνει καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦν ὅτι ἔχουν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ ποῦ μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, γιατί ἡ πίστη ποῦ δὲν μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ ἔργα εἶναι νεκρή. Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νὰ ἐμπιστευθῇ τὸν Χριστιανό, ὅταν, ἐνῷ πιστεύη στὸν Χριστὸ ποῦ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καὶ ἀπὸ παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ἐν τούτοις ὅμως δὲν ἀσκῇ τὴν παρθενία (ὁ μοναχὸς) καὶ τὴν σωφροσύνη (ὁ ἔγγαμος), ἀλλὰ ζὴ τὴν ἀκολασία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνη κατὰ Χάρη υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν κάνη ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Στὸ τέλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάνουν αὐτοὶ τὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν κακία, νὰ ἀποκτήση τὴν ἀρετή, νὰ ἀναλάβη τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, καὶ νὰ προσμένη τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διὰ τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως» καὶ θεοποιεῖται.
Ἑπομένως, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ὁμιλία ποῦ ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴν ἀνάληψη τῶν ἐπισκοπικῶν του καθηκόντων, οἱ ὁμιλίες στὸ ποίμνιό του, καὶ ἡ ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε στὴν Ἐκκλησία του ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς αἰχμαλωσίας του φανερώνουν τὸ πῶς ἐνεργοῦσε ὡς Ποιμένας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν μεγάλος ἡσυχαστὴς Πατέρας, ἀλλὰ καὶ ἕνας μεγάλος ποιμένας ποῦ καθοδηγοῦσε ὀρθόδοξα τὸ ποίμνιό του. Στὴν περίπτωσή του φαίνεται εὐδιάκριτα πῶς ἕνας ἡσυχαστὴς μπορεῖ νὰ ποιμαίνη τοὺς ἀνθρώπους, πῶς ἕνας ποιμένας ὀρθοτομεὶ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας μὲ τὴν βίωση τοῦ ἀληθινοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ θεολογὴ καὶ νὰ ποιμαίνη ἕνας Ἐπίσκοπος.
- Προβολές: 2728