Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Σχολαστικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία
Ὅταν κανεὶς δέχεται τὴν πρόσκληση νὰ συμμετάσχη σὲ μιὰ ἐκδήλωση γιὰ νὰ παρουσιάση ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τιμήση τὸν συγγραφέα του, συνήθως δέχεται τὶς εὐχαριστίες τοῦ τιμωμένου γιὰ τὸν κόπο ποῦ κατέβαλε γιὰ νὰ γράψη τὴν ὁμιλία του. Ὅμως, στὴν παροῦσα περίσταση θὰ ἤθελα ἐγὼ νὰ εὐχαριστήσω τὸν κοπιάσαντα συγγραφέα τοῦ βιβλίου ποῦ παρουσιάζεται σήμερα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε μέρα στὸ γραφεῖο μου λαμβάνω μαζὶ μὲ τὴν ἀλληλογραφία καὶ νέα βιβλία ποῦ μοῦ ἀποστέλλονται μὲ τιμὴ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς. Εἶναι ἀκόμη εὐνόητο ὅτι δὲν μπορῶ νὰ μελετήσω ὅλα τὰ βιβλία ποῦ λαμβάνω, ἀλλὰ ἐπιλέγω ἐκεῖνα ποὺ μὲ ἐνδιαφέρουν καὶ μοῦ προκαλοῦν τὴν προσοχή, κυρίως σὲ ἕνα θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολεῖ ἐκεῖνο τὸν καιρό.
Ένα ἀπὸ αὐτὰ ποῦ ἀπέσπασαν ἀμέσως τὴν προσοχή μου εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Βελλὰς Ἰωαννίνων Γεωργίου Παναγοπούλου, μὲ τίτλο «Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς θεολογίας» καὶ ὑπότιτλο «Πρόσωπα, διδασκαλία, κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης». Πάντοτε ἐνδιαφερόμουν γιὰ τὴν δυτικὴ θεολογία, μελέτησα πολλὰ κείμενα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό, μάλιστα τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀσχολοῦμαι μὲ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως θὰ πὼ στὴν συνέχεια, καὶ γι’ αὐτὸ ἀμέσως ἄρχισα τὴν ἀνάγνωσή του, παίρνοντάς το μαζί μου κατὰ τὶς μετακινήσεις μου, καὶ ὑπογραμμίζοντας τὰ σημεῖα ποῦ μοῦ προκαλοῦσαν τὸ ἐνδιαφέρον. Ἔτσι, θεωρῶ τιμὴ ποῦ μὲ προσκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας νὰ συμμετάσχω σὲ αὐτὴν τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ καὶ νὰ ἐκφράσω τὶς ἀπόψεις μου γι’ αὐτό. Θὰ τονίσω τρία σημεῖα.
1. Τὰ πλαίσια τῆς σχολαστικῆς θεολογίας
Στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς θεολογίας ὡς σχολαστικὴ θεολογία χαρακτηρίζεται ἡ θεολογία ποῦ ἀναπτύχθηκε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 13ου αἰῶνος στὴν Δύση, στὴν προσπάθεια τῶν δυτικῶν θεολόγων νὰ ὑπερβοῦν τὴν πατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία, ὅπως πίστευαν, τελείωσε τὸν 8ο αἰῶνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ τελευταῖος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὅρος σχολαστικὴ θεολογία δημιουργήθηκε ἀπὸ τὶς σχολὲς ποῦ ὑπῆρχαν τότε στὰ Πανεπιστήμια, καὶ μάλιστα σχολαστικοὶ θεολόγοι λέγονται αὐτοὶ ποῦ σήμερα χαρακτηρίζονται φοιτητὲς ἢ πανεπιστημιακοί, καὶ διαιροῦνται κατὰ διάφορες σχολές.
Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ σχολαστικισμοῦ εἶναι ὁ τρόπος ἔρευνας καὶ ἡ μέθοδος γνώσης ποῦ εἶναι ἡ λογική, ὁπότε οἱ θεολόγοι αὐτοὶ ἔθεσαν τὴν λογικὴ ὡς τὸ ὄργανο τῆς γνώσης, τόσο τοῦ κόσμου τῶν ἐπιστημῶν ὅσο καὶ τοῦ Θεοῦ. Οἱ σχολαστικοὶ μελετοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ ὅλα τὰ θέματα τῆς θεολογίας μέσα ἀπὸ τὸν στοχασμό, τὴν λογική, τὸν ὀρθὸ λόγο, χρησιμοποιῶντας τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, τὸν συνδυασμὸ μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους, κυρίως τοῦ δευτέρου. Ἔτσι, οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι ἔκαναν κατάχρηση τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου γιὰ νὰ κατανοήσουν λογικὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεό. Ταύτιζαν τὴν μεθοδολογία τῆς γνώσης τόσο γιὰ τὸν Θεὸ ὅσο καὶ γιὰ τὴν κτίση.
Ἡ σχολαστικὴ θεολογία ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τῆς μεσαιωνικῆς θεολογίας στὴν Δύση, καὶ διαιρεῖται στὴν προσχολαστικὴ θεολογία (9ος-10ος αἰὼν μ.Χ.), τὴν κυρίως σχολαστικὴ θεολογία ποῦ ἔφθασε στὴν ἀκμή της μὲ τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη (11ος-13ος αἰὼν μ.Χ.) καὶ τὴν παρακμὴ τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ποῦ ἄρχισε μὲ τὸν Γουλιέλμο Ὄκκαμ (14ος αἰὼν μ.Χ.).
Ὁ καθηγητὴς Γεώργιος Παναγόπουλος στὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο ποῦ παρουσιάζεται σήμερα, στὴν ἀρχὴ ἀναλύει τὴν διδασκαλία τῶν σχολαστικῶν θεολόγων, καὶ στὴν συνέχεια φθάνει στὴν ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας τοῦ Μαρτίνου Λουθήρου, καθὼς ἐπίσης παρουσιάζει τὶς σχέσεις μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Εἶναι φανερὸ ὅτι καταγράφει τὶς ἀπόψεις τῶν βασικῶν σχολαστικῶν καὶ μετασχολαστικῶν θεολόγων, ἀλλὰ βλέπει καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποῦ ἄσκησε ἡ σχολαστικὴ θεολογία στὸν Προτεσταντισμὸ καὶ τὸν Παπικό-Ρωμαιοκαθολικισμό, ὁπότε παρουσιάζεται ὅλο τὸ πανόραμα τῆς δυτικῆς θεολογίας.
Ἀπὸ τοὺς σχολαστικοὺς θεολόγους στὸ βιβλίο ἀναφέρονται: ὁ Ἄνσελμος Κανταβρυγίας (1033-1109), ὁ Οὖγος (1097-1141) καὶ ὁ Ριχάρδος (1120-1173) τοῦ ἁγίου Βίκτωρος, ὁ Μποναβεντούρα (1221-1274), ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης (1224/25-1274) ὁ Ἰωάννης Δοὺνς Σκῶτος (1265/66-1308) καὶ ὁ Γουλιέλμος Ὄκκαμ (1288-1348). Ἀπὸ τοὺς προτεστάντες θεολόγους ἀναφέρεται ὁ Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) ὁ «ἱδρυτὴς τοῦ βορειοευρωπαϊκοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς νεωτερικότητας», ἀλλὰ καὶ ἡ «ἱδρυτικὴ φιγούρα τοῦ συγχρόνου Γερμανικοῦ πολιτισμοῦ». Σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς θεολόγους προηγοῦνται τὰ ἀπαραίτητα βιογραφικὰ στοιχεῖα τους καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας τους σὲ ἀντιπαραβολὴ πάντοτε μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Στὸ τέλος τῆς ἀνάλυσης τῆς διδασκαλίας τοῦ κάθε θεολόγου παρατίθενται χαρακτηριστικὰ κείμενά του στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα. Καὶ στὸ παράρτημα τοῦ βιβλίου παρουσιάζεται τὸ κείμενο «Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός», τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνα «ἱστορικοδογματικὸ σχόλιο στὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐξετάζεται συνοπτικῶς ὅλο τὸ φάσμα τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τῆς δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς θεολογίας.
Ὁ συγγραφέας, ὅπως γράφει στὸ προλογικό του σημείωμα, προκειμένου νὰ διδάξη στὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Βελλὰς Ἰωαννίνων τὸ μάθημα ποῦ τοῦ ἀνατέθηκε τῆς ἱστορίας τῆς δυτικῆς θεολογίας, συνέταξε αὐτὸ τὸ βιβλίο γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ, «ἔκρινα σκόπιμο νὰ προβῶ, παράλληλα μὲ τὴν προετοιμασία καὶ πραγματοποίηση τῶν παραδόσεών μου, στὴν ἐκπόνηση ἑνὸς κατὰ τὸ δυνατὸν περιεκτικοῦ καὶ εὐσυνόπτου σχετικοῦ ἐγχειριδίου, στὸ ὁποῖο ἐπὶ πλέον θὰ δοκίμαζα ἕνα εἶδος κριτικῆς συνθεώρησης τῶν θεολογικῶν ἐξελίξεων τῆς Δύσης μὲ τὶς θεμελιώδεις θέσεις τῆς Ὀρθόδοξης κατὰ Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας».
Διαβάζοντας μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὸ ἐγχειρίδιο αὐτὸ διέκρινα τὶς γνώσεις τοῦ συγγραφέως γιὰ τὴν δυτικὴ θεολογία, τὴν ἐπιστημονικὴ μέθοδο διερευνήσεως τοῦ θέματός του, τὴν κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου ἐμπειρικῆς θεοπτικῆς θεολογίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σημαντικὴ καὶ καίρια ἐπισήμανση τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν θεολογικῶν παραδόσεων. Τὸ προσὸν ποῦ διαθέτει ὁ συγγραφεὺς νὰ γνωρίζη τὴν γερμανικὴ γλῶσσα καὶ τὴν δυτικὴ βιβλιογραφία, τὰ ἔντονα διανοητικά του προσόντα καὶ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀφομοιωτικὴ τοῦ ἱκανότητα στὸ νὰ γνωρίζη τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πατερικῆς θεολογίας τὸν κατέστησαν ἱκανὸν νὰ συγγράψη αὐτὸ τὸ σημαντικὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο μοῦ δημιούργησε ἐντύπωση κατὰ τὴν πορεία τῆς ἀνάγνωσής του.
Μπορῶ νὰ ἰσχυρισθῶ ὅτι γνωρίζοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν σχολαστικὴ θεολογία καὶ τὸ τί διεμόρφωσε αὐτὴ ἡ θεολογία στὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴν σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη, διάβαζα τὸ βιβλίο μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, σημείωνα τὰ σημεῖα ποῦ μὲ ἐντυπωσίαζαν, ὥστε ὁλόκληρο σχεδὸν τὸ βιβλίο νὰ εἶναι ὑπογραμμισμένο. Ἔτσι θεωρῶ τὸ βιβλίο αὐτὸ πρωτότυπο καὶ ὡς τὸ καλύτερο στὸ εἶδος του. Ξεκαθαρίζει πολλὰ συγκεχυμένα σημεῖα καὶ παρουσιάζει τὴν οὐσία τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τῆς πατερικῆς καὶ μεταπατερικῆς θεολογίας.
Τὰ θεολογικὰ ζητήματα ποῦ θίγονται στὸ εὐσύνοπτο αὐτὸ ἐγχειρίδιο εἶναι πολλά. Τὰ βασικὰ θέματα ποῦ διαπραγματεύονται εἶναι τὸ θέμα τοῦ Θεοῦ, ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο, ἡ ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας. Μέσα σὲ αὐτὰ θίγονται πολλὰ ζητήματα, ὅπως τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης ἡ πίστη καὶ ὁ λόγος ἡ θεολογία καὶ ἡ φιλοσοφία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἡ χάρη καὶ ἀγαθὰ ἔργα ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Μυστήρια κλπ.
Τὰ ἐπὶ μέρους θέματα ποῦ θίγονται εἶναι ποικίλα. Θὰ σημειώσω μερικὰ ἀπὸ αὐτά, ὅπως: ἡ πλατωνικὴ ἀνάμνηση καὶ ἡ ἀριστοτελικὴ ἀφαίρεση ἡ οὐσία καὶ τὰ ἀρχέτυπα κατὰ τὴν κλασσικὴ μεταφυσικὴ ἡ θεωρία τῆς analogia entis τὸ μεταφυσικὸ θεμέλιο, ἤτοι ὁ ἀριστοτελικὸς ὑλομορφισμὸς καὶ ὁ νεοπλατωνικὸς ἐξεμπλαρισμός -ἡ θεία πραγματικότητα κατὰ τὸν Πλάτωνα οἱ βάσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς πατερικῆς θεολογίας ὁ συνδυασμὸς μεταξὺ μυστικισμοῦ καὶ ὀρθολογισμοῦ ἡ σχέση μεταξὺ φύσης καὶ χάρης οἱ «λειτουργικὲς ἔννοιες» τοῦ ἐνεργεία καὶ τοῦ δυνάμει, δηλαδὴ οἱ ἔννοιες τοῦ actus καὶ τῆς potentia ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νομιναλισμοῦ ὁ βολονταρισμὸς καὶ οἱ θεολογικὲς συνεπαγωγές του ἡ φράγκικη θεολογία μὲ τὸν φεουδαρχικὸ τρόπο ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας οἱ πλατωνικὲς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαὰμ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν μεσαιωνικὴ θεολογία στὴν μεταρρύθμιση, τὴν νεωτερικότητα καὶ τὸν γερμανικὸ διαφωτισμὸ καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ σπουδαία μελέτη, στὴν ὁποία ἐξετάζεται ἡ δυτικὴ θεολογία ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ μέχρι τὶς ἡμέρες μας, μέσα ἀπὸ τὴν πατερικὴ προοπτική, ἀφοῦ ὁ συγγραφεὺς κρίνει ὅλη τὴν δυτικὴ θεολογία καὶ τὰ ἀποτέλεσματά της μὲ βάση τὴν ἀκραιφνῆ πατερικὴ ὀρθόδοξη θεολογία τῆς θεώσεως καὶ τῶν θεοπτὼν ἁγίων. Διέκρινα ὅτι γίνονται πολλὲς ἀναφορὲς στὴν θέωση καὶ τὴν θεολογία τῶν θεοπτὼν Πατέρων, γίνεται καλὴ χρήση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Πρόκειται γιὰ ἕνα σημαντικὸ βιβλίο στὸ εἶδος του καὶ προσφέρει πολλὲς φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς γνώσεις.
2. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία
Διαβάζοντας δὲ τὸ ἐγχειρίδιο τοῦ καθηγητῆ Γεωργίου Παναγοπούλου διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν παραπομπὲς σὲ κείμενα καὶ στὴν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πρᾶγμα ποῦ δὲν κάνουν ἄλλοι θεολόγοι, καὶ μάλιστα κρίνει τὴν δυτικὴ θεολογία μέσα καὶ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολοῦμαι ἰδιαίτερα μὲ τὴν χαρισματικὴ προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ συνέγραψα τρία βιβλία ἕως τώρα. Στὰ ἑπόμενα σχέδιά μου εἶναι νὰ γράψω ἕνα τέταρτο βιβλίο γιὰ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν δυτική-σχολαστικὴ θεολογία, ποῦ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία. Ἔχω συλλέξει ὅλο τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὶς πανεπιστημιακές του παραδόσεις καὶ ἤδη ἔχω ἀρχίσει νὰ τὸ συνθέτω, ἀλλὰ τὰ διάφορα προβλήματα τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας μοῦ δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀφιερώνω πολλὲς ὧρες γιὰ τὴν περάτωση τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Νομίζω ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ ἀναδείξη τὴν μεγάλη σημασία τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεοπτικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία διαφέρει σαφέστατα ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ καὶ τὴν ἠθικιστικὴ θεολογία ποῦ ἐπικρατοῦν στὴν Δύση καὶ στοὺς δυτικόφρονες θεολόγους.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γνώρισε τὴν δυτικὴ θεολογία ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια. Ἀπὸ μαθητὴς Γυμνασίου, καὶ στὴν συνέχεια ὡς φοιτητὴς τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, μελέτησε ἐπισταμένως τὴν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ γνώρισε τὶς ἀρχὲς τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, ὅπως φαίνεται στὸ βιβλίο τοῦ μεγαλυτέρου σχολαστικοῦ θεολόγου (Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη) μὲ τίτλο Σούμα Θεολογική. Ἀργότερα, μὲ τὴν σπουδὴ τοῦ στὴν προτεσταντικὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Γέϊλ διέκρινε τὴν ἀποστροφὴ τῶν Προτεσταντῶν στὴν θεολογία τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τὴν χρησιμοποίηση ἀπὸ αὐτοὺς τῆς βιβλικῆς μεθόδου ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ οἱ Προτεστάντες μελετοῦσαν τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων, καὶ τῶν σχολαστικῶν θεολόγων, χρησιμοποιῶντας τὰ στοιχεῖα τῆς ἱστορίας τῆς συγκριτικῆς θρησκειολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς ποῦ ἔζησαν οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.
Ὡς Ὀρθόδοξος ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, μὲ βαθειὰ πνευματικὴ ὑποδομὴ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀφοῦ ἀπέρριψε τὶς ἀπόψεις τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὅπως τὶς γνώρισε στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὅπως τὶς ἔμαθε ἀπὸ τὴν βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης τῶν Προτεσταντῶν, προχώρησε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ καθηγητοῦ καὶ «μέντορά» του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν πατερικὴ περίοδο, ὅπως καὶ στὴν πατερικὴ περίοδο μετὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, καὶ διέκρινε τὴν μεγάλη ἀξία τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐρεύνης καὶ μελέτης εἶναι ἡ διατριβή του μὲ τίτλο «Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα», ποῦ ἔπαιξε ἕναν σπουδαῖο καὶ πρωταρχικὸ ρόλο στὴν ἀλλαγὴ τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετέπειτα μελέτες του ξεκαθάρισαν πολὺ καλὰ τὸ τοπίο καὶ ἀπέδειξαν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται αὐθεντικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμό, ποῦ ἡ βάση του εἶναι ὁ αὐγουστινιανισμός, ὅπως τὸν ἑρμήνευσαν οἱ Φράγκοι θεολόγοι καὶ οἱ Προτεστάντες. Ἔλεγε, μάλιστα, ὁ ἴδιος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν σχολαστικὴ θεολογία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία, ἂν δὲν μελετήσουμε ἐπισταμένως τὶς ἔννοιες analogia entis, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν φιλοσοφία, καὶ τὴν analogia fidei, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ συγγραφεὺς τοῦ πονήματος αὐτοῦ χρησιμοποιεῖ ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὅπως διατυπώθηκαν στὰ βιβλία καὶ τὶς μελέτες του, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ θεολογικὲς διδασκαλίες του τὶς ὁποῖες τόνιζε συχνά.
Κατ’ ἀρχὴν χρησιμοποιεῖ συγκεκριμένες δημοσιευμένες θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου. Παραπέμπει στὸ βιβλίο τῆς Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας, γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ προαιώνια ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ τὴν θεία οὐσία οὔτε μὲ τὰ ἄκτιστα ὑποστατικὰ ἰδιώματα, καὶ ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «δὲν εἶναι θεῖες ἐνέργειες, ἀλλὰ ὑπέρκεινται τῶν ἐνεργειῶν». Ἀναφερόμενος στὴν ἄποψη τοῦ Ἀνσέλμου Κανταβρυγίας, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης ἀπὸ τὸν Χριστό, γράφει: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θὰ δεὶ στὸν Ἄνσελμο τὴν εἰκόνα ἑνὸς Θεοῦ ποῦ δημιουργεῖ, τιμωρεῖ καὶ λυτρώνει κατ’ ἀνάγκην». Τονίζει τὴν διδασκαλία του ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος χρειαζόταν νὰ ἑνωθῇ «μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν δοτήρα τῶν ἀγαθῶν». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δὲν κάνει λόγο γιὰ καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁπότε, καὶ τὸ Βάπτισμα δὲν συνδέεται μὲ τὴν συγχώρηση μιᾶς κληρονομικῆς ἐνοχῆς τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δυστυχῶς, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μὲ τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα, εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀνσέλμειας «ἱκανοποίησης» τῆς θείας δικαιοσύνης. Ὁ καθηγητὴς Γεώργιος Παναγόπουλος παρατηρεῖ: «Ὁ πυρῆνας τῆς ἐνόρασης Ρωμανίδη παραμένει ἄθικτος: ἡ καταλλαγή, ὅπως προβάλλεται ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ ἑρμηνεύεται θεοδιδάκτως στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, οὐδεμία δικαιολογητικὴ βάση δύναται νὰ προσφέρει γιὰ τὴν περὶ ἱκανοποιήσεως θεωρία τῶν Σχολαστικῶν».
Ὁ συγγραφεύς, κρίνοντας τὴν θεωρία τοῦ Μαρτίνου Λουθήρου ὅτι ὁ πιστὸς προσοικειώνεται τὴν σωτηρία μόνον διὰ τῆς πίστεως, παραπέμπει στὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μὲ τίτλο «Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα», ὅτι ἡ σωτηρία συνίσταται στὴν «συνεχῆ παρουσία τῆς σωστικῆς, ἀφθαρτοποιοῦ καὶ θεοποιοῦ ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Ἀναστάντος ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ σώματα τῶν Ἁγίων».
Ἐπὶ πλέον, στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο γίνεται ἀναφορὰ στὶς θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «ἱεραρχεῖται χαρισματικὰ» καὶ ὅτι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας «δὲν εἶναι ὁ φιλοσοφῶν στοχαστικῶς καὶ διαλεκτικῶς, ἀλλὰ ὁ φθάσας χάριτι Θεοῦ, εἰς θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ καὶ οὕτω λαβῶν τὴν ἐκ Θεοῦ ἀποκάλυψιν γενόμενος αὐθεντία τοὶς πιστοῖς».
Ἐκτὸς ἀπὸ δημοσιευμένες γραπτὲς θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη τὶς ὁποῖες καταγράφει ὁ Καθηγητὴς Γεώργιος Παναγόπουλος στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο του, συγχρόνως ὁ ἀναγνώστης θὰ διαγνώση πολλὲς θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου, καίτοι δὲν ἀναφέρονται τὸ ὄνομά του καὶ οἱ παραπομπὲς ἀπὸ τὰ δημοσιευθέντα βιβλία του. Θὰ παρατεθοῦν μερικὲς ἀπὸ αὐτές.
Συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι οἱ σχολαστικοὶ στηρίζονται στὴν λογικὴ καὶ τὴν φιλοσοφία, ἐνῷ οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι στηρίζονται στοὺς θεουμένους ἁγίους. Οἱ φράσεις εἶναι ἐκφραστικές: «διδασκαλία τῶν θεουμένων» «ἡ παράδοση τῶν θεουμένων» «ἡ παράδοση τῶν θεουμένων τῆς μίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» «ὁ θεούμενος ἔχει ὁ ἴδιος πλέον χαρισματικῶς καταστεῖ ζῶσα θεοχάρακτος πλάκα στὸ βαθμὸ ποῦ "ἐνεργεῖται" ὑπὸ τοῦ Παρακλήτου» «καὶ ἕνας μόνο θεούμενος, χαρισματικὸς φορέας τῆς ἀνόθευτης πείρας τοῦ σώματος, μπορεῖ νὰ ἀντιταχθεῖ σὲ σωρεία ψευδοσυνόδων (ἐνδεχομένως ἄψογα συγκροτημένων ἀπὸ τυπικὴ ἄποψη), ὅπως ἔπραξε ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔναντι τῶν ἀναριθμήτων συνόδων ποῦ συγκάλεσε ὁ ἀρειανίζων Κωνστάντιος στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα» «ὁ θεούμενος ποῦ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας γεύεται ἐμπειρικὰ τὸ δοξασμὸ τῆς ὑπάρξεώς του, εἰσέρχεται στὸν ὑπέρφωτο θεῖο γνόφο...».
Στὸ βιβλίο διαβάζει κανεὶς «ρωμανιδικὲς» ἐκφράσεις, ὅπως: στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν σχολαστικισμὸ «δὲν ὑπάρχει μεταφυσικὴ καὶ ὀντολογία» «ὁ λόγος τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μεταφυσικὸς οὔτε στοχαστικός, ἀλλὰ περιγραφικὸς καὶ ὑπομνηματιστικὸς μιᾶς μακρᾶς σειρᾶς γεγονότων σωτηριολογικῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο σπουδαιότητας, δηλ. τῶν ἱερῶν θεοφανειῶν» στὴν δυτικὴ θεολογία «ἡ θεολογία τῆς ἀποκαλύψεως» ἀντικαθίσταται μὲ τὴν «θρησκευτικὴ μεταφυσικὴ θεολόγηση» ποῦ εἰσάγει «αἱρετικὲς ἀποκλίσεις» καὶ ἀλλοιώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τῶν χαρισματικῶν φορέων τῆς κοινωνίας τῆς θεώσεως, ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία «ποῦ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία. Ἀλλὰ καὶ «ὁ ὁρισμὸς τῆς κοινότητος ὡς σώματος Χριστοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δοθεῖ μὲ ὁρισμοὺς χαρισματικῶν λειτουργιῶν» καὶ ἡ κοινότητα εἶναι «κοινωνία θεώσεως», «δηλ. κατὰ πρόγευση τῶν Ἐσχάτων συμπερίληψη ἀπὸ ἐδῶ καὶ τώρα στὸ μυστήριο τῆς ἄκτιστης ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀρχαιοτάτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας «νὰ ἀναβιβάζονται στὸ ἀξίωμα τῆς ἐπισκοπῆς» οἱ «θεόπτες» καὶ ὅτι στὴν Ἐκκλησία «τὸ ὑπούργημα τῆς διακυβερνήσεως κατανοεῖται μόνο ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θεοπτικῆς πείρας τῶν ἐν Θεῷ δοξασμένων μελῶν τοῦ σώματος καὶ ἡ διαποίμανση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται «ὡς χαρισματικὴ διακονία ποῦ νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ πεῖρα, τὴν μέθεξη τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Γιαχβέ».
Μιὰ ἄλλη «ρωμανιδικὴ» διδασκαλία ποῦ διαβάζουμε στὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Γεωργίου Παναγοπούλου εἶναι τὸ σχετικὸ μὲ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γίνεται λόγος γιὰ τὸ «θεραπευτικὸ μέσο» τῆς μελέτης τῆς Βίβλου καὶ τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων, ποῦ δρὰ «ἀλληλοσυμπληρωματικὰ μὲ τοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, δηλ. τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς καθάρσεως» γιὰ τὸ δῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ποῦ δίνεται στὸν ἄνθρωπο «μὲ ἐξάπαντος θεραπευτικὴ προοπτικὴ» καὶ ὄχι κατόπιν «εὐσεβοῦς διαθέσεως», καὶ «ἐμβριθοῦς φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ» γιὰ τὴν «θεραπευτικὴ προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως», ποῦ δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν σωτηρία ὡς δῶρο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀσκήσεως εἶναι «θεραπευτικὰ μέσα μὲ τὰ ὁποία ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ μὲ τὴ σωστικὴ χάρη πρὸς ἐπίτευξη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης». Ἀλλοῦ γίνεται ἀναφορὰ στὸ ὅτι ἡ ἠθικὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ πρόκειται γιὰ «βαπτισματικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ ἄσκηση» καὶ ὁπωσδήποτε ἡ ἄσκηση «κατανοεῖται ὡς θεραπευτικὴ μέθοδος», τὴν ὁποία «ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία στὰ ἀσθενὴ μέλη τῆς πρὸς θεραπεία ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ ἀποκατάστασή τους στὴν "ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ"» καὶ βέβαια σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως «εἶναι πάντα ἡ θεραπευτικὴ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Πνεύματος στὴν καινὴ ζωή, στὴν κοινωνία δηλ. τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται καὶ καθοράται "ὑπὲρ νούν, γνῶσιν καὶ αἴσθησιν", ὡς φῶς ἀπὸ τοὺς δικαίους-θεουμένους ὅλων τῶν αἰώνων». Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀποτυπώνει «τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τοῦ κτιστοῦ διὰ τῆς μετοχῆς του στὴ φωτοχυσία τῶν ἱερῶν θεοφανειῶν» στὰ δόγματα.
Ἀκόμη στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὸ «Βυζάντιο-Ρωμανία» γιὰ τὶς «γερμανικὲς φυλὲς» ποῦ κυριαρχοῦν στὴν δυτικὴ Εὐρώπη μεταξὺ τῶν αἰώνων 8ο-10ο, ποῦ κομίζουν «προχριστιανικὲς παγανιστικὲς παραστάσεις» γιὰ «τὸν φεουδαρχικὸ τρόπο ὀργανώσεως τοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος», ἀλλὰ καὶ τὸν «πειθαρχικὸ μηχανισμὸ τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας» γιὰ «τὴν ἱεραρχημένη τάξη τῶν φεουδαρχικῶν κοινωνιῶν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα» «γιὰ τὸν ἐκγερμανισμὸ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἀπὸ «τὴν μαζικὴ ἐμφάνιση στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο τῶν γερμανικῶν βαρβαρικῶν φύλων».
Γενικά, στὸ παρουσιαζόμενο βιβλίο φαίνεται ξεκάθαρα ἡ αἵρεση τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὡς ἔκφραση τῆς μεταφυσικῆς ὀντολογίας ποῦ ἐπικράτησε στὴν Δύση ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἡ ὁποία ἀντιπαρατίθεται στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ποῦ εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Σὲ αὐτὰ τὰ θέματα ἀναφερόταν συχνὰ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διότι εἶχε καταλάβει τὴν ἐξαιρετικὴ σημασία τους γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς θεολογίας.
3. Ἡ σύγχρονη θεολογία, ἔκφραση τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας
Μελετῶντας κανεὶς τὴν δυτικὴ θεολογία καὶ στὸ βιβλίο αὐτό, ποῦ παρουσιάζεται σήμερα, ἀναγκαστικὰ σκέπτεται τὸ θέμα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας. Μερικοὶ σύγχρονοι θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ σχολαστικὴ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅτι ἡ πατερικὴ περίοδος τελείωσε τὸν ὄγδοο αἰῶνα καὶ τώρα ζοῦμε τὴν μεταπατερικὴ περίοδο. Παρατηρῶντας τὴν σύγχρονη θεολογία στὴν Ἑλλάδα καταλήγω στὸ συμπέρασμα ὅτι διακρίνεται ἀπὸ μερικὰ στοιχεῖα νεοσχολαστικισμοῦ, νεοηθικισμοῦ καὶ νεοπατερισμοῦ-νεοσλαβισμοῦ.
Ὅταν κάνω λόγο γιὰ νεοσχολαστικισμὸ ἐννοῶ ὅτι διάφορες σχολαστικὲς καὶ μετασχολαστικὲς ἀπόψεις ἔχουν ἐπηρεάσει, τοὐλάχιστον πρὶν λίγα χρόνια μερικοὺς μεγάλους Ἕλληνας θεολόγους, ὅπως καὶ τὶς δύο Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Πατρίδος μας, Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης. Ὁ νεοηθικισμὸς εἶναι ἕνα ρεῦμα ποῦ ἐκφράζει τὴν λεγόμενη βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης, τὴν ὁποία καλλιεργοῦν σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ προτεσταντικοὶ βιβλικοὶ θεολόγοι, ποῦ ἀπέρριψαν τὴν ἡσυχαστική, ἀσκητική, πατερικὴ παράδοση καὶ στηρίζονται στὴν ἱστορία, τὴν συγκριτικὴ θρησκειολογία καὶ τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς ποῦ γράφηκε κάθε κείμενο. Ὅταν κάνω λόγο γιὰ νεοπατερισμό-νεοσλαβισμὸ ἐννοῶ κυρίως τὶς ἀπόψεις τῶν Ρώσων θεολόγων μὲ κέντρο τὸ Παρίσι, ποῦ ἔχουν ὅμως ἀφετηρία τὶς ἀπόψεις τοῦ ρώσου θεολόγου Ἀλέξη Χομιακώφ, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσους ἔχουν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ αὐτούς. Ἔτσι, στὴν Πατρίδα μας σήμερα ὑπάρχουν διάφορες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὰ τρία ρεύματα ποῦ ἀνεφέρθησαν προηγουμένως.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα βιβλίο τοῦ Παπικοῦ θεολόγου Aidan Nichols μὲ τίτλο Light from the East (Φῶς ἀπὸ τὴν Ἀνατολή), ὁ ὁποῖος μελέτησε τὶς ἀπόψεις μερικῶν βασικῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καὶ προσπάθησε νὰ ἐνημερώση τὸν δυτικὸ κόσμο γύρω ἀπὸ τὶς βασικὲς θέσεις ποῦ ἐπικρατοῦν στὴν σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία. Σὲ μερικὰ σημεῖα παρατηρεῖ κανεὶς ὑπερβολὲς καὶ παρερμηνεῖες, γιατί ὁ συγγραφέας δὲν μπορεῖ, ὡς παπικός, νὰ καταλάβη πλήρως τὶς σκέψεις τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ βασικὰ δείχνει τὶς ἐπιρροὲς ποῦ ἔχουν ὑποστῇ μεγάλοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θεολόγοι ἀπὸ τὴν Δύση, ὅπως καὶ τὶς ἐπιδράσεις ποῦ δέχθηκαν οἱ δύο Θεολογικές μας Σχολὲς ἀπὸ τὴν δυτικὴ καὶ ρωσικὴ θεολογία.
Τὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι χαρακτηριστικὰ ἤτοι: ὁ Βλαδίμηρος Λόσσκυ καὶ ὁ ἀποφατισμὸς ὁ Ἰωάννης Μέγεντορφ καὶ ὁ νεοπαλαμισμὸς ὁ Σέργιος Μπουλκάκωφ καὶ ἡ σοφιολογία ὁ Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ νεοφωτιανισμὸς ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας καὶ ἡ ὀρθόδοξη Χριστολογία ὁ Νικόλαος Ἀφανάσιεφ καὶ ἡ ἐκκλησιολογία ὁ Γεώργιος Φλωρόφσκυ καὶ ἡ ἰδέα τῆς παραδόσεως ὁ Ἀλέξανδρος Σμέμαν καὶ ἡ λειτουργικὴ θεολογία ὁ Παναγιώτης Νέλλας καὶ ἡ ἀνθρωπολογία ὁ Χρῆστος Γιανναρὰς καὶ ἡ θεολογικὴ ἠθικὴ καὶ ὁ Παῦλος Εὐδοκίμωφ καὶ ἡ ἐσχατολογία. Ὁ Aidan Nichols ἐντοπίζει διάφορες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν Δύση στοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους, ὅπως καὶ τὴν ἐπιθετικότητα ἀπὸ πλευρᾶς μερικῶν θεολόγων πρὸς τὴν Δύση.
Θεωρῶ ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι ἀποκαλυπτικὸ καὶ ἑρμηνεύει ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ παρουσιάζει τὸ πῶς βλέπουν οἱ δυτικοὶ θεολόγοι τὶς ἀπόψεις διαφόρων συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων. Ἐπίσης, δείχνει ὅτι τὸ πρόβλημα σήμερα ἐντοπίζεται σὲ θεολόγους καθηγητὲς καὶ στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς ποῦ ἐπηρέασαν καὶ θὰ ἐπηρεάσουν τὶς μελλοντικὲς θεολογικὲς γενιές, τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς θεολόγους καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ γίνη ἀντικείμενο ἰδιαίτερης προσοχῆς. Τελικά, νομίζω ὅτι θὰ πρέπει νὰ γίνη κριτικὴ ὅλων αὐτῶν τῶν συγχρόνων ρευμάτων μέσα ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθῇ σὲ πατερικὴ καὶ μεταπατερική. Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς εἶναι βόμβα στὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Πρὸς τὴν θετικὴ κατεύθυνση τῆς ἐνημερώσεως γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κινεῖται καὶ τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Παναγοπούλου.
Θὰ δώσω μερικὰ παραδείγματα γιὰ νὰ ὑπογραμμισθῇ τὸ πρόβλημα ποῦ ὑφίσταται σήμερα στὴν ὀρθόδοξη θεολογία γενικῶς, καὶ στὴν ἑλλαδικὴ θεολογία εἰδικότερα.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα εἶναι ὅτι μερικοὶ θεολόγοι συνδέουν τὴν φύση μὲ τὴν ἀνάγκη γιὰ νὰ διασφαλισθῇ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ βούληση τοῦ προσώπου. Ὁ Βλαδίμηρος Λόσσκυ γράφει ὅτι «ἡ ἰδέα τοῦ προσώπου περιλαμβάνει τὴν ἐλευθερίαν ἔναντι τῆς φύσεως: τὸ πρόσωπον εἶναι ἐλεύθερον ἐκ τῆς φύσεώς του, δὲν προσδορίζεται δι’ αὐτῆς». Στὴν συνέχεια γράφει ὅτι «ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις δὲν δύναται νὰ πραγματοποιηθῇ εἰ μὴ ἐν τῇ ἀρνήσει τῆς προσωπικῆς θελήσεως, ἐν αὐτῷ τὼ ὁποίῳ προσδιορίζει ἡμᾶς καὶ ὑποτάσσει ἡμᾶς εἰς μίαν φυσικὴν ἀνάγκην». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Λόσσκυ συνδέει τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ πρόσωπο, γράφει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἀνάγκη. Πολλοὶ σύγχρονοι θεολόγοι σήμερα συνδέουν τὴν φύση μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ θεωροῦν ὅτι, ὅ,τι εἶναι ἐκ φύσεως εἶναι καὶ ἀναγκαῖο, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναπτύσσουν τὶς θεωρίες τους περὶ τοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο πρόσωπο ἐκφράζεται μὲ τὴν ἐλευθερία. Διαβάζουμε αὐτὲς τὶς ἀπόψεις στὰ κείμενά τους καὶ παρουσιάζεται, δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ διδασκαλία ὡς ὀρθόδοξη.
Ὅμως, οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι τὸ ἐκ φύσεως δὲν σημαίνει ἐξ ἀνάγκης. Πρῶτος ὁ Ἄρειος, ἀκολουθῶντας τὸν Ἀριστοτέλη, ὑποστήριζε ὅτι ἐπειδὴ τὸ κατὰ φύση εἶναι καὶ κατ’ ἀνάγκη, δηλαδὴ εἶναι ἀναγκαστικό, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεός-Πατέρας δὲν γέννησε τὸν Λόγο ἐκ φύσεως, γιατί αὐτὸ θὰ ἦταν ἀναγκαστικό, ἀλλὰ τὸν δημιούργησε κατὰ βούληση, ὁπότε ὁ Λόγος εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι ἄκτιστος Θεός. Τὴν ἄποψη αὐτὴ τοῦ Ἀρείου ἀντέκρουσε ὀρθοδόξως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὰ κείμενά του. Ἡ ἄποψη ὅτι τὸ κατὰ φύση εἶναι κατ’ ἀνάγκη σήμερα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς ὑπαρξιστές, εἰδικὰ ἀπὸ τὸν Σάρτρ, ὁ ὁποῖος θέτει τὴν προτεραιότητα τῆς ὕπαρξης ἔναντι τῆς οὐσίας. Κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τὸ αὐτεξούσιο δὲν συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν φύση, γι’ αὐτὸ στὸν Τριαδικὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν τρεὶς ἀνεξάρτητες προσωπικὲς ἐλευθερίες, ἀλλὰ μία ἐλευθερία, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ φύση καὶ ἕνα τὸ θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο παράδειγμα, ὡς συνέχεια τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὅτι ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους σήμερα συνδέεται ἡ βούληση μὲ τὸ πρόσωπο, ἀναπτύσσεται ὁ λεγόμενος βολονταρισμὸς ποῦ ἀποτελεῖ τὴν σύγχρονη μεγάλη ψευδομόρφωση γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως παλαιότερα ψευδομόρφωση ἦταν ὁ σχολαστικισμός. Στὸν σχολαστικισμὸ συνδέθηκε ἡ ἐνέργεια μὲ τὴν οὐσία, ἐνῷ στὸν βολονταρισμὸ συνδέεται ἡ ἐνέργεια μὲ τὸ πρόσωπο. Ἔτσι, σήμερα γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν βούληση τοῦ προσώπου, τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου κλπ.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, σαφέστατα συνδέουν τὴν βούληση-θέληση μὲ τὴν φύση. Ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καὶ ὄχι ἐλευθερία τοῦ προσώπου. Τὸ αὐτεξούσιο καὶ ἡ βούληση στὸν ἄνθρωπο εἶναι κίνηση τῆς φύσεως, ποῦ διακόπτεται μὲ τὴν ἐπιλογή, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ γνωμικὸ θέλημα δὲν εἶναι δύο ἀνεξάρτητα θελήματα μεταξύ τους, ἀλλὰ τὸ φυσικὸ θέλημα γίνεται γνωμικὸ θέλημα μὲ τὴν προαίρεση καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὴν συνέργεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μπορεῖ τὸ γνωμικὸ θέλημα νὰ γίνη φυσικὸ θέλημα. Ἡ βουλησιοκρατία, ὁ λεγόμενος βολονταρισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Ἰωάννου Δοὺνς Σκώτους καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὴν νεώτερη δυτικὴ φιλοσοφία, τὸν διαφωτισμὸ καὶ τὸν ὑπαρξισμό.
Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι ὅτι διάφοροι μοντέρνοι θεολόγοι διαφοροποιοῦν τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ ἄτομο. Ἤδη αὐτὴν τὴν διάκριση τὴν ἔκανε ὁ Βλαδίμηρος Λόσσκυ, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι τὸ ἄτομο καὶ τὸ πρόσωπο «ἔχουν μίαν ἀντίθετον σημασίαν», διότι, κατ’ αὐτόν, τὸ ἄτομο ἐκφράζει ἕνα μεῖγμα τοῦ προσώπου μὲ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποῦ ἀνήκουν στὴν κοινὴ φύση, ἐνῷ τὸ πρόσωπο δείχνει ἀντιθέτως «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο διακρίνεται τῆς φύσεως». Αὐτὴν τὴν ἰδέα τὴν ἐγκολπώθηκαν ἄλλοι σλαβόφιλοι νεοπατερικοὶ ἢ καὶ μεταπατερικοὶ θεολόγοι, μὲ κέντρο τὸ Θεολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ πολλοὺς φιλοσοφοῦντας θεολόγους στὴν Ἑλλάδα. Σήμερα θεωρεῖται ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκφράζεται ὡς ἐλευθερία καὶ ἀγάπη, ἐνῷ τὸ ἄτομο θωρεῖται ὡς ἐκεῖνο ποῦ ἀριθμεῖται ἁπλῶς βιολογικά.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν κάνουν μιὰ τέτοια διάκριση, μάλιστα δὲ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ταυτίζει τὶς ἔννοιες πρόσωπο, ὑπόσταση καὶ ἄτομο, γράφοντας «χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπόστασιν καὶ πρόσωπον καὶ ἄτομον τὸ αὐτὸ ἐκάλεσαν». Ὁ ὅρος ἄτομο ἔχει πολλὲς ἔννοιες, ἀλλὰ τελικὰ μὲ ὅλες αὐτὲς δηλώνει τὸ μὴ τεμνόμενο. Φαίνεται ὅτι ὁ ὅρος ἄτομο, ὡς μὴ τεμνόμενο, χρησιμοποιήθηκε στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, κυρίως στὴν προσπάθεια τῶν Πατέρων νὰ θεολογήσουν γιὰ τὶς δύο φύσεις στὸν Χριστό, ποῦ ἑνώθηκαν ἀτρέπτως, ἀχωρίστως, ἀναλλοιώτως, ἀδιαιρέτως. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς νεστοριανοὺς καὶ τοὺς μονοφυσίτας θεολόγησαν ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καίτοι ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο φύσεις, ἐν τούτοις εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἕνα ἄτομο, εἶναι δηλαδὴ μὴ τεμνόμενο, δὲν χωρίζεται τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπό Τοῦ, ἀφοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπόσταση εἶναι ὁ Λόγος. Ἔτσι, ἡ διάκριση μεταξὺ προσώπου καὶ ἀτόμου παραπέμπει σὲ φιλοσοφικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς θεωρίες, ποῦ δὲν ὑποστηρίζονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ τέταρτο παράδειγμα εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ φύσεως, ὑποστάσεως καὶ τρόπου ὑπάρξεως. Μερικοὶ μεταπατερικοὶ θεολόγοι στὶς ἡμέρες μας ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς φύσεως. Ἐκλαμβάνουν τὴν φράση «τρόπο τῆς ὑπάρξεως» μὲ μιὰ φιλοσοφικὴ ἔννοια. Ἐπίσης, ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ πρόσωπο προηγεῖται τῆς φύσεως-οὐσίας. Ὅμως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι ἡ ὑπόσταση δὲν εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς φύσεως, γιατί αὐτὸ ὑπεστήριζε ὁ Σαβέλλιος, ἀλλὰ τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς ὑποστάσεως. Ἔπειτα, δὲν προηγεῖται τὸ πρόσωπο τῆς φύσεως, οὔτε ἡ φύση τοῦ προσώπου, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο ὁρίζεται ὡς οὐσία μὲ τὸ προσωπικὸ ἰδίωμα. Τὰ τέσσερα αὐτὰ παραδείγματα δείχνουν ὅτι μερικοὶ νεώτεροι θεολόγοι φιλοσοφοῦν παρὰ θεολογοῦν, μεταφέρουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μιὰ ἄλλη θεολογία, ξένη πρὸς τὴν πατερικὴ παράδοση, καὶ αὐτὸ στὴν πράξη συνιστᾶ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἀπορρίπτει ἢ παρερμηνεύει τὶς διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καὶ τελικὰ τοῦ ἡσυχασμοῦ, ποῦ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζονται δὲ στὴν ρωσικὴ θεολογία, τὸν διαφωτισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ τὸν δυτικὸ ὑπαρξισμό.
Καταλήγοντας, σημειώνω ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Γεωργίου Παναγοπούλου εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ χρήσιμο γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἐκφράζει καὶ σήμερα τὶς βασικὲς Ὁμολογίες ποῦ κυριαρχοῦν στὴν Δύση, ἤτοι τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν πατερικὴ θεολογία τὴν ὁποία δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὴν διαβάζουμε στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὴν ψάλλουμε στὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας.
Συγχαίρω τὸν συγγραφέα τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ βιβλίου, καλοτυχίζω τοὺς φοιτητές του, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν ἕνα καλὸ βοήθημα γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν ἀξία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ εὔχομαι στὸν συγγραφέα-καθηγητὴ νὰ συνεχίση αὐτὸ τὸ καρποφόρο ἔργο τοῦ γιὰ νὰ ρίξη φῶς στὸ ὀμιχλῶδες θεολογικὸ τοπίο τῶν ἡμερῶν μας, ποῦ ἐπηρέασε, δυστυχῶς, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπηρεάζη θεολόγους, μοναχούς, Κληρικούς, ἀκόμη καὶ Ἐπισκόπους.
- Προβολές: 3253