Skip to main content

Ἀρχιμανδρίτη Ζαχαρία: Οἰκοδομῶντας τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ μέσα στοὺς ἀδελφούς μας.

Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας

Τὴν Δευτέρα 15 Ἀπριλίου ὁ π. Ζαχαρίας, ἐπισκεπτόμενος τὴν Ναύπακτο καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Πνευματικός, ὁμίλησε στὴν Σύναξη τῆς Δευτέρας, ἀντὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε στὴν Κρήτη. Τὸ κείμενο τῆς ἐνδιαφέρουσας ὁμιλίας τοῦ π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.

***

Ἀκόμη καὶ ὅταν βρισκόμαστε γιὰ πολλὰ χρόνια «ἐπὶ τῆς ὁδοῦ», καὶ πάλι δὲν πρέπει νὰ χαλαρώσουμε. Οἱ Πατέρες συνήθιζαν νὰ λένε ὅτι κάθε μέρα πρέπει νὰ βάζουμε μιὰ καινούργια ἀρχὴ καὶ νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ βοήθεια γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὴν τὴν καινούργια ἀρχή. Ὅταν ἔχουμε μιὰ τέτοια στάση καὶ προσευχόμαστε γιὰ νὰ κάνουμε μιὰ καινούργια ἀρχή, τότε αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. Ἐὰν κάθε μέρα ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ κάνουμε μιὰ καινούργια ἀρχὴ καὶ ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, τότε αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν σωτηρία. Ἔτσι, «ἠρξαίμην ποτὲ τὴ εὐδοκία Σου».

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἐξετάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ δοῦμε κατὰ πόσον ἴσως ἔχουμε χαλαρώσει, κατὰ πόσον ἔχουμε πέσει σὲ ἀμέλεια. Δὲν ἀρκεῖ τὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ κακό, πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε καὶ τὸ ἀγαθό. Δὲν ἀρκεῖ τὸ νὰ ἔχουμε μιὰ ψυχολογικὴ εἰρήνη, πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ «περισσὸν» τῆς παρακλήσεως ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Ἀκοῦμε στὴν Παραβολὴ τῶν Ταλάντων νὰ κατακρίνεται ὁ ὀκνηρὸς δοῦλος, ὄχι ἐπειδὴ ἔκανε κάτι κακό -μάλιστα εἶχε φυλάξει καὶ τὸ τάλαντο ποῦ τοῦ εἶχε δώσει ὁ κύριός του -, ἀλλὰ καταδικάζεται ἐπειδὴ δὲν τὸ πολλαπλασίασε, δὲν ἐργάστηκε μὲ αὐτό, δὲν ἔδειξε ζῆλο. Τὸ νὰ ἔχουμε ζῆλο εἶναι πολὺ σημαντικό.

Βρισκόμαστε ὅλοι «ἐπὶ τῆς ὁδοῦ» καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ὀνομάζεται «ἡ Ὁδός». Διαβάζουμε ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος πήγαινε στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ συλλάβη ὅλους ἐκείνους ποῦ ἦταν «ἐπὶ τῆς ὁδοῦ», «ὅπως ἐὰν τινας εὕρη τῆς ὁδοῦ ὄντας» (Πρ. θ' 2), τῆς ὁδοῦ τοῦ Ἰησοῦ, τῆς ὁδοῦ τοῦ νέου Προφήτη ποῦ ἀποκαλοῦσε τὸν Ἑαυτό του Μεσσία, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς» (Ἰω. ἰδ', 6) καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ γνωρίζουμε τὴν δικὴ Του ὁδό. Γνωρίζουμε ὅτι τὸ «σημεῖο» τῆς ὁδοῦ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐπειδὴ ἡ ὁδὸς Του εἶναι ὁδὸς καταβάσεως ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρις ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀκόμη περισσότερο μέχρι τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Ἑπομένως, καὶ ἐμεῖς γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Κύριο, μόνον ὅταν ταπεινώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὄχι ὅταν ἔχουμε ὑπερηφάνεια.

Ὅλοι οἱ λόγοι ποῦ ἐκπορεύονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου εἶναι λόγοι ταπεινώσεως καὶ τὸν λόγο ποῦ δεχόμαστε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν τὸν ἐφαρμόσουμε στὴν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ προετοιμάζει τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ μπορέση νὰ δεχθῇ τὸ ἔλεὸς Του, ὅπως Ἐκεῖνος εἶπε: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάτθ. θ', 13), δηλαδή, «δὲν θέλω ἐξωτερικὲς λατρευτικὲς πράξεις εὐσεβισμοῦ, θέλω ἡ καρδιά σας νὰ μπορῇ νὰ ἀνοίξη γιὰ νὰ δεχθῇ τὸ ἔλεός μου».

Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ τοὺς ἀδυνάτους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ὄχι γιὰ ὅσους εἶναι αὐτάρκεις καὶ ἱκανοποιημένοι μὲ τοὺς ἑαυτούς τους. Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ νὰ πορευθοῦμε τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ ἔχουμε πνευματικὸ ζῆλο. Ὁ πνευματικὸς ζῆλος εἶναι κάτι πολὺ παράδοξο, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν Θεό μας εἶναι παράδοξα, καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι ἕνα παράδοξο Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν εἶναι κατὰ ἄνθρωπον, εἶναι ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο.Ο Ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι κατὰ ἄνθρωπον «τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. α' 11-12).

Ἔτσι, λοιπόν, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μᾶς βάζουν μέσα στὴν δικὴ Του ὁδό. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ μποῦμε καὶ πάλι στὴν δικὴ Του ὁδό, ὅσο μακριὰ καὶ ἂν βρισκόμαστε, ἀρκεῖ νὰ βρεθοῦμε καὶ πάλι μέσα στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ Ἐκεῖνος θὰ γίνη καὶ ὁ δικός μας συνοδοιπόρος. Στὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων εἴδαμε ὅτι ἐκεῖνος ποῦ δέχθηκε πέντε τάλαντα ἐργάσθηκε καὶ «ἐποίησεν» ἄλλα πέντε καὶ ἐκεῖνος ποῦ ἔλαβε δύο ἐργάσθηκε καὶ κέρδισε καὶ ἄλλα δύο. Καὶ στοὺς δύο δόθηκε ὁ ἴδιος ἔπαινος, ἡ ἴδια ἀνταμοιβή, ἐπειδὴ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ αὐξηθοῦμε μέσα στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου καὶ ἔτσι νὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰώνια αὔξησή μας ἐν τὼ Θεῷ. Στὴν πρὸς Κολοσσαεὶς ἐπιστολή του ὁ Ἀπ. Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν αἰώνια αὔξηση «τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ» (Κόλ. β' 19).

Πρέπει νὰ ἐξασκηθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν ὁδὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς καθοδηγεῖ λέγοντάς μας: « Δεῦτε πρὸς μὲ καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχαῖς ὑμῶν» (Μάτθ. ἰα', 28-29). Δὲν εἶπε: «Δεῦτε πρὸς με, ὅτι παντοδύναμος καὶ πάνσοφος εἰμί», ἀλλὰ «ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία». Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο ἀπαραίτητοι ὅροι, νὰ εἴμαστε πρᾶοι καὶ ταπεινοὶ τὴ καρδία, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ νεκρώσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, νὰ νεκρώσουμε τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας ποῦ «ἀπ’ ἀρχῆς» ἐξεγείρεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Πρέπει, λοιπόν, νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο ταπείνωση καὶ πραότητα.

Καὶ οἱ νόμοι ποὺ μᾶς κατευθύνουν σὲ αὐτὴν τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου εἶναι οἱ Μακαρισμοί. Οἱ Μακαρισμοὶ εἶναι ἡ περίληψη ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀπαρτίζουν τὴν νομοθεσία ποῦ μᾶς κατευθύνει στὴν ὁδό. Ἀκόμη καὶ ὅταν μελετοῦμε ἀνώτερα Μαθηματικά, πρέπει νὰ θυμόμαστε καὶ τὴν ἁπλὴ ἀριθμητική, ὅτι ἕνα καὶ ἕνα κάνουν δύο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ βάση τῆς νομοθεσίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ πνευματικὴ πτωχεία «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τὼ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. ε', 3). Πάνω ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ ἔχουμε συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς μας, τῆς πτωχείας μας, τῆς ἀχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεῖ νὰ ποθήσουμε νὰ βγοῦμε πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος Μακαρισμός, ἀποτελεῖ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς μας, ποὺ εἶναι ταπείνωση καὶ αὐταπάρνηση, δηλαδή, τὸ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν μηδαμινότητά μας, τὴν ἀμαρτωλότητά μας, τὴν ἀχρειότητά μας, ποὺ εἶναι μία πραγματικότητα καὶ νὰ τὰ ξεπεράσουμε.

Αὐτὰ εἶναι τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Βεβαίως, ὅταν ἔχουμε τέτοια στερεὰ θεμέλια, τότε ἀρχίζουμε νὰ χτίζουμε πάνω σὲ αὐτὰ καὶ ἀμέσως ἀκολουθεῖ ὁ δεύτερος Μακαρισμός, ὁ δεύτερος νόμος ποῦ διέπει τὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, ποῦ λέει «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, (οἱ κλαίοντες λέει ὁ Λουκᾶς) ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Μάτθ. ε', 4). Βέβαια, ἐκεῖνοι ποῦ ἔθεσαν τὰ σωστὰ θεμέλια καὶ στέκουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μεμφόμενοι τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀχρείους καὶ ἀναξίους ἐξ αἰτίας τῆς ἀθλιότητάς τους, σίγουρα θὰ χύνουν δάκρυα, σίγουρα θὰ θρηνοῦν τὸν νεκρὸ ποῦ φέρουν μέσα τους, ὁ ὁποῖος νεκρὸς εἶναι ἡ καρδιὰ μᾶς ποῦ στερεῖται τῆς αἰσθήσεως τοῦ Θεοῦ. Φέρουμε μέσα μας ἕνα πτῶμα. Ἐὰν δὲν ζωοποιηθὴ ἡ καρδιά μας μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ζωντανοί -ἔχουμε μία ἀντλία μέσα μᾶς ποῦ στέλνει αἷμα, ἀλλά, ὅμως, ἐκεῖνο ποῦ πραγματικὰ φέρουμε μέσα μας εἶναι ἕνα πτῶμα. Ἡ καρδιά μας εἶναι ζωντανή, μόνον ὅταν ἔχουμε τὴν «εἰρήνην τὴν πάντα νοὺν ὑπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ', 7), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς θείας παρακλήσεως.

Ἀρχίσαμε νὰ χτίζουμε πάνω σὲ αὐτὸ τὸ μονοπάτι, «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται». Καὶ ἂν δὲν παρηγορηθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε πρόοδο, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ δράμουμε τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν Του, ἐπειδὴ εἶναι ἡ δικὴ Του παρηγοριὰ ποῦ μᾶς ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ δράμουμε τὴν ὁδὸν Του. «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως, ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τὴ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Β'Κορ. α', 3)

Ἡ παρηγοριὰ ποὺ μᾶς δίδεται εἶναι κατὰ τὸ μέτρο τῶν θλίψεων ποῦ βαστάζουμε (Βλ. Β' Κόρ. α', 5). Μέσα σὲ πέντε στίχους ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ δέκα φορὲς τὴ λέξη παράκληση ἢ παρηγοριά. Καὶ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο γιὰ ἐμᾶς νὰ ἔχουμε αὐτὴν τὴν παρηγοριά, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἔναντι τῶν ἐπιθέσεων τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γιὰ νὰ ἔχουμε ἔμπνευση νὰ δράμουμε τὴν ὁδὸν χαίροντες. Δὲν ὑπάρχει καμία χαρὰ στὴ ζωή μας, ἐὰν δὲν μποροῦμε νὰ τρέξουμε τὴν ὁδὸ μὲ προθυμία.

Ὁ λόγος ποὺ τὰ λέω ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ νὰ δείξω ὅτι μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Μακαρισμῶν ἡ ταπείνωση ποῦ ἐμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καὶ σὲ ἐμᾶς. Καὶ συνεχίζει, «Μακάριοι οἱ πραεὶς ὅτι αὐτοὶ κατακληρονομήσουσι τὴν γῆν» (Μάτθ. ε', 5). Πραότητα εἶναι, ὅπως συνήθιζε νὰ λέη ὁ Γέροντας, αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει στὴν Κλίμακα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τὸ νὰ παραμένη ἀσάλευτος ὁ ἄνθρωπος εἴτε τὸν προσβάλουν εἴτε τὸν ἐπαινοῦν. Καὶ τὰ δύο εἶναι δύσκολα. Ἐὰν καὶ στὶς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οἱ ἴδιοι, αὐτὸ εἶναι πραότητα. Αὐτοί, λοιπόν, ποὺ εἶναι πραεὶς καὶ ἔχουν πάντοτε εἰρήνη, θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ, θὰ κατέχουν, δηλαδή, τὴν καρδιά τους. Ὁ Γέροντας συχνὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο γῆ, ὅταν ἀναφέρεται στὴν καρδιά : «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Μάτθ. στ' 10), δηλαδή, «μακάρι νὰ κυριαρχήση στὴν καρδιά μας τὸ θέλημά Σοῦ, ὅπως βασιλεύει καὶ στὸν οὐρανό».

Ὅταν εἴμαστε πρᾶοι, μποροῦμε νὰ κληρονομήσουμε τὴν γῆ. Στὴν ἀρχαιότητα ἡ γῆ ἦταν ἡ Χαναάν, ἡ Παλαιστίνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε στοὺς Ἑβραίους τὸν καιρὸ τῆς αἰχμαλωσίας. Ἡ γῆ ὅμως τὴν ὁποία ὁ Κύριος τώρα μᾶς ὑπόσχεται εἶναι ἡ «καινὴ γῆ», ἡ «καινὴ κτίσις» καὶ αὐτὴ ἡ «καινὴ κτίσις» μᾶς ἀποκαλύπτεται, ὅταν ἀκολουθοῦμε τοὺς Μακαρισμοὺς τοῦ Κυρίου.

«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» (Ματθ. ε' 6) Ἐδῶ χρονίζοντες στὴν μέση τῶν Μακαρισμῶν, ὁ Κύριος ἀναμοχλεύει τὸν ζῆλο μας, λέγοντας ὅτι ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα μᾶς δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἐλαττωθοῦν, ἀλλιῶς δὲν εἴμαστε γιὰ Ἐκεῖνον. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ζῆλο. Ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε τὴν ὁδὸν Του καὶ μᾶς ἀποκάλυψε καὶ τὸν δικὸ Του ζῆλο. Καὶ ὁ ζῆλος Τοῦ ἦταν νὰ ἐξαγνίση τὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ «κτίση καρδιὲς καθαρὲς» (Πρβλ. Ψάλ. ν' 12) ποῦ γνωρίζουν τὸν Κύριο, ποῦ δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ τοὺς διδάξουν οἱ ἄλλοι «Οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος τὸν πολίτην αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, λέγων, γνώθι τὸν Κύριον» (Ἐβρ. ἡ' 11), ἀλλὰ καρδιὲς ποῦ ἤδη γνωρίζουν τὸν Κύριο. Ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὸν ζῆλο Του γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ζῆλος Του ἦταν τέτοιος, ποῦ τελικὰ Τὸν κατέφαγε καὶ ὁ Κύριος τὸ θεωροῦσε αὐτὸ ὡς τὸ βάπτισμα μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ περάση γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸς ὁ ζῆλος τοῦ Κυρίου ἐκφράστηκε ἀκόμη καὶ μὲ ἐξωτερικὸ τρόπο, ὅταν καθάρισε τὸν Ναὸ καὶ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν ἐχθρῶν Του καὶ ὅλη ἡ ὀργὴ καὶ ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν Του ἔπεσε πάνω Του. Ὁ ζῆλος τοῦ Κυρίου νὰ οἰκοδομήση, νὰ χτίση τὸν ναὸ Του μέσα μας ἦταν τόσο μεγάλος, ποῦ τελικὰ τὸν κατέφαγε μέχρι τέλους.

Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε αὐτὸν τὸν ζῆλο γιὰ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νὰ διαφυλάττουμε αὐτὸν τὸν ναό -καὶ ὁ τρόπος γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὸ εἶναι μέσα ἀπὸ τὴν νήψη, ὅπως εἴπαμε, ὥστε κανένας ἀλλότριος λογισμὸς νὰ μὴν μπορῇ νὰ κυριαρχήση ἐκεῖ καὶ νὰ αἰχμαλωτίση τὴν καρδιά. Δὲν φτάνει, ὅμως, νὰ μὴν ἔχουμε κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ ἐργαζόμαστε λίγο-λίγο, μέρα μὲ τὴ μέρα, ὥστε νὰ συσσωρευθῇ στὴν καρδιά μας ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ παρηγοριὰ τοῦ Θεοῦ ἢ ὁ ἐξαγνισμὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου. Μέρα μὲ τὴ μέρα «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β'Κορ. ζ' 1). Ἐὰν ἔχουμε αὐτὸν τὸν ζῆλο, τότε παραμένουμε στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Ἐὰν ἔχουμε ταπείνωση καὶ ζῆλο, τότε ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας κατευθύνονται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τότε χτίζουμε τὸν ναὸ τοῦ Κυρίου μέσα μας.

Ἀκόμη καὶ αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετό. Πρέπει νὰ φροντίσουμε τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ποῦ ὑπάρχει μέσα στοὺς ἄδελφούς μας καὶ νὰ κάνουμε ὅ,τι μᾶς εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ προστατέψουμε τὸ ναὸ αὐτὸν μέσα τους, νὰ μὴν προσβάλουμε μὲ κανέναν τρόπο τὸν ἀδελφό μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α' Κόρ. ἡ' 13). Ἐπειδὴ γνώριζε αὐτὸ τὸν ζῆλο καὶ φύλαγε καλὴ συνείδηση μὲ τοὺς ἀδελφούς του, λέει, γιατί νὰ φέρω πρόσκομμα στὸν ἀδελφό μου «δι’ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν» (Α'Κορ. ἡ' 11), γιατί νὰ προσβάλλω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσω ἀπὸ τὸ νὰ χτίση τὸν δικό του ναὸ στὴν καρδιά του;

Ἔτσι ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ εἶναι τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας : νὰ χτίσουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ νὰ τὸν διαφυλάξουμε ἀκόμα καὶ μέσα στοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τὴν εὐγένεια, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν ἀγαθοεργία μας, ὄ τιδήποτε προωθεῖ τὸ χτίσιμο τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα στοὺς ἀδελφούς μας, καὶ κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο αὐτὸ θὰ ἀντανακλᾶται καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

Ἔτσι, ὅταν ἔχουμε μιὰ ἀρνητικὴ σκέψη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, αὐτὸ εἶναι μία ἐπίθεση – προσβολὴ κατὰ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ ποῦ ὑπάρχει μέσα τους. Καὶ ὅταν κρατᾶμε μνησικακία ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας, αὐτὸ διατηρεῖ τὸ πνεῦμα τῆς κακίας μέσα μας καὶ διατηρεῖ τὴν ἀντίσταση στὴν οἰκοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως φοβερὸ νὰ ἀκούη κανεὶς τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μέσῳ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεὸς» (Α'Κορ. γ' 17). Καθὼς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ μεταξύ μας, ὥστε νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ χτίσουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ ἐπίσης αὐτὸν τὸν ναὸ νὰ τὸν διαφυλάξουμε καὶ ἀκόμη καὶ νὰ προωθήσουμε τὴν οἰκοδομή του μέσα στοὺς ἀδελφούς μας. Ὅταν μᾶς ἔχουν προσβάλει μὲ κάτι, δὲν κερδίζουμε τίποτα μὲ τὸ νὰ ἀνταποδώσουμε τὴν προσβολή, ἐὰν ἀκούσουμε ἕναν κακὸ λόγο γιὰ ἐμᾶς καὶ ἀνταποδίδουμε ἄλλους πέντε κακοὺς λόγους ἢ ὅταν μᾶς κάνουν κριτικὴ καὶ δικαιολογούμαστε, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν οἰκοδομοῦμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ οὔτε σὲ μᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Ἀλλὰ ὅταν μᾶς προσβάλλουν καὶ ἐμεῖς ταπεινωνόμαστε γιὰ χάρη τῆς προστασίας τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τότε σίγουρα θὰ φέρουμε σὲ φιλότιμο τὸν ἀδελφό μας, ὥστε νὰ ἀρχίση καὶ ἐκεῖνος νὰ ταπεινώνη τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀναζητᾶ συμφιλίωση – καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀναζητᾶ μιὰ καλύτερη σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς του καὶ νὰ μπορέση τελικὰ νὰ οἰκοδομήση καὶ αὐτὸς τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι ποῦ μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό. Ὁ πιὸ σημαντικὸς εἶναι τὸ νὰ προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. Ὅταν ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Λειτουργία, ὁ κάθε ἕνας ἔρχεται στὴν Λειτουργία μὲ μεγάλη ἀγωνία, ὥστε νὰ τὸν δεχθῇ ὁ Κύριος καὶ νὰ γίνη δεκτὸς σὲ αὐτὴν τὴν ἀνταλλαγὴ ζωῆς ποῦ γίνεται μέσα στὴν Λειτουργία. Ἡ ἀγωνία μας εἶναι : «Θὰ μὲ δεχθῇ ὁ Κύριος, ἐμένα ποῦ εἶμαι τόσο ἀνάξιος;». Γιατί νὰ μὴν θυμηθοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς μᾶς ποῦ περνᾶνε μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια ἀγωνία καὶ νὰ ποῦμε: «Κύριε, εὐλόγησον καὶ τὴν παράσταση τῶν ἀδελφῶν μου καὶ πλήρωσον τὰς καρδίας αὐτῶν μὲ τὰ δώματα τοῦ Πνεύματός Σοῦ καὶ μὲ τὴν ἄφθαρτη παράκληση τῆς χάριτός Σοῦ». Ἂν ἔχουμε τέτοιες διαθέσεις, ἡ ζωή μας θὰ αὐξάνη μὲ θαυμαστὸ τρόπο, θὰ «κτίζουμε τὴν ζωή», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ὁ Γέροντας συχνὰ θὰ τὸ ἐξέφραζε αὐτὸ μὲ ἕναν πολὺ γενικὸ τρόπο : «Νὰ κτίσουμε ζωή», καὶ ἐννοοῦσε τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ μέσα στοὺς ἀδελφούς μας. Εἶναι πραγματικὰ θαυμάσιο, ὅταν ξέρουμε ὅτι ὁ ἀδελφός μας λειτουργεῖ ἢ προσέρχεται νὰ κοινωνήση, νὰ προσευχηθοῦμε ὥστε νὰ ἔχη μία εὐλογημένη παράσταση καὶ νὰ γίνη δεκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν ἐπιθυμοῦμε αὐτὸ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, σίγουρα καὶ ἡ δική μας Θεία Μετάληψη θὰ εἰναι διαφορετική. Δοκιμάστε καὶ θὰ δεῖτε, θὰ εἶναι σὰν νὰ κοινωνεῖτε γιὰ πρώτη φορά. Ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε στὴν Λειτουργία καὶ βρισκόμαστε στὸ δωμάτιό μας λόγῳ κάποιας ἀσθένειας ἢ κάποιας ἐπείγουσας ἐργασίας καὶ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μᾶς ποῦ εἶναι στὴν Λειτουργία καὶ γιὰ τὸν Ἱερέα ποῦ λειτουργεῖ, σᾶς λέω, θὰ λάβετε τὴν ἴδια χαρὰ καὶ τὴν ἴδια παρηγοριά, ὅπως καὶ οἱ ἀδελφοί σας μέσα στὴν Λειτουργία. Ἔτσι, πρέπει νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ στηρίξουμε, νὰ διατηρήσουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.

Μέρα μὲ τὴ μέρα πρέπει νὰ κάνουμε καινούργια ἀρχή. Ἐὰν βάζουμε καινούργια ἀρχή, οἱ Πατέρες μας μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι βρισκόμαστε εἰς ὁδὸν σωτηρίας. Μιὰ νέα ἀρχὴ οἰκοδόμησης τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἀλλὰ καὶ διαφύλαξης τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα στοὺς ἀδελφούς μας. Ὅταν κάνουμε ἔτσι, ἐκπληρώνουμε τὶς δύο μεγάλες ἐντολὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες κρέμονται τὰ πάντα: Τὸ νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ δίνοντάς Του ὅλον τὸν χῶρο μέσα μας, καὶ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, συμβάλλοντας στὸ νὰ γίνη τὸ ἴδιο μέσα τους (δηλαδὴ νὰ δώσουν καὶ ἐκεῖνοι ὅλον τὸν χῶρο στὸν Θεό).

Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἄκουσα μιὰ γριὰ στὸ χωριό μας νὰ λέη στὸν γιὸ τῆς : «Μὴν τὸ κάνεις αὐτό, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἀνήθικο ἢ κακό, ἀλλὰ ἐπειδὴ φθείρεις τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ». Ἦταν ἁπλὴ γυναῖκα, ἀλλὰ ὁ νοὺς τῆς ἦταν πολὺ θεολογικός: δὲν ἤθελε τὴν ἁμαρτία ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία φθείρει, καταστρέφει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πολὺ θεολογική, πολὺ εὐαγγελική! Ἐνῷ, ἂν ποῦμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι ἀνήθικο, ἀντικοινωνικὸ ἢ κάτι κακὸ κλπ. θὰ ὑπάρχη πάντοτε ἕνα ἐνάντιο ἐπιχείρημα σὲ ὅλα αὐτά. Ὅταν ὅμως βάλουμε τὸν νοῦ μας στὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ εἶναι τόσο ἀληθινό, τόσο πραγματικὸ καὶ αἰώνιο ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀντίλογος.

Ὁ Κύριος ἐπετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατὰ τοῦ ἐχθροῦ καὶ κατὰ τοῦ θανάτου - αὐτοὺς τοὺς δύο ἐχθροὺς τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐπετέλεσε αὐτὴν τὴν νίκη μὲ ἕναν παράδοξο τρόπο: οἱ ἐπιθέσεις (προσβολὲς) καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅπως λέει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, συνέτριψαν τὸν Κύριο. Ἐὰν ἦταν δυνατόν, ὁ ἐχθρὸς θὰ συνέτριβε ἀκόμη καὶ τὰ ὀστᾶ του. Γιὰ χάρη μας ὁ Κύριος ἔγινε ὅλος μιὰ πληγή, ἀπὸ τὴν κορυφὴ ὡς τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν Του, ἔτσι ποῦ νὰ μὴν ὑπάρχη τόπος γιὰ νὰ μπὴ ἐπίδεσμος πάνω Του, λέει ὁ Ἠσαΐας (Βλ. Ἠσαΐα 1, 6). Διέκρινε ὁ Προφήτης μὲ ἕναν τόσο ρεαλιστικὸ τρόπο τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς θυσίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὅλη ἡ σκαιότητα τοῦ κακοῦ ποῦ εἶχε συσσωρευθῇ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς πτώσεως τοῦ Ἑωσφόρου μέχρι τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἔπεσε πάνω στὸν Κύριο. Καὶ ὁ Κύριος ἔσκυψε κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ κῦμα χωρὶς νὰ ἀντισταθῆ. Τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα γιὰ χάρη μας, ἐπειδὴ «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰω. γ' 16). Ἀναδύθηκε πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ κῦμα, ἐγηγερμένος ἐκ νεκρῶν, καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἕνας πειρασμὸς ξεσηκώνεται ἐναντίον μας, εἴτε ἀπὸ ἕναν ἀδελφό, εἴτε ἀπὸ μία ἀσθένεια ἢ ἀπὸ κάτι ἄλλο, καὶ ἐμεῖς ταπεινώνουμε τοὺς ἑαυτούς μας στερεώνοντας τὸ βλέμμα μας σὲ Ἐκεῖνον ποὺ πορεύθηκε αὐτὴν τὴν ὁδὸ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλεήση, καὶ πηγαίνουμε κάτω ἀπὸ τὸ κῦμα, τότε θὰ ἀναδυθοῦμε ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ κύματος, δηλαδὴ θὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς νίκης τοῦ Κυρίου.

Ἀληθινὰ μεγάλος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποῦ δείχνει τὴν δύναμή του, βάζει τὸν «ἀντίπαλό» του στὴ θέση του καὶ ἀφήνει τὸν ἐγωϊσμό του νὰ κυριαρχῇ. Αὐτὸ δὲν εἶναι νίκη γιατί τὸ κακὸ γίνεται διπλό, τριπλὸ καὶ πολλαπλασιάζεται. Ἡ ἀληθινὴ νίκη εἶναι νὰ μποροῦμε νὰ σκύψουμε κάτω καὶ νὰ ἀναδυθοῦμε ἀπὸ πίσω, μέτοχοι τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ νίκη. Τὸ ἔχουμε δεὶ αὐτὸ πολλὲς φορὲς στὶς διηγήσεις τῶν Πατέρων. Στὸν ἅγιο Ἀββᾶ Δωρόθεο διαβάζουμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του, ποῦ ἔμενε πάνω ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Δωρόθεο, ἔριχνε πάνω του τὰ οὖρα τοῦ καὶ τίναζε τὶς κουβέρτες τοῦ ποῦ ἦταν γεμᾶτες κοριούς. Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὅπως ἦταν κουρασμένος ἀπὸ τὶς δουλειὲς ποῦ ἔκανε γιὰ τὴ Μονή, κοιμόταν τὴν νύχταν ἀλλὰ τὸ πρωΐ ἔβρισκε τὸν ἑαυτό του τσιμπημένο παντοῦ ἀπὸ τοὺς κοριοὺς ποῦ εἶχε ρίξει ὁ συμμοναστής του πάνω του. Καὶ ποτέ του δὲν εἶπε κουβέντα σὲ αὐτὸν τὸν μοναχό, γιὰ νὰ μὴν ταράξη τὴν συνείδησή του. Ἐκεῖνος ὁ μοναχός, ὄντας ἁπλὸς καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζη ἀκριβῶς τί ἔκανε, ἴσως νὰ σώθηκε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος εἶναι ζωντανὸς καὶ δοξασμένος σὲ ὅλη τὴν αἰωνιότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμεῖς τὸν τιμοῦμε ὡς Διδάσκαλο καὶ Πατέρα μας.

Στοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου βρίσκουμε πολλὰ τέτοια παραδείγματα. Ἔβγαιναν νικητὲς ὅταν, ἐνῷ τοὺς ράπιζαν "ἐπὶ τὴν δεξιὰ σιαγόνα» (Βλ. Μάτθ. ε', 39) αὐτοὶ ἔστρεφαν καὶ τὴν ἀριστερὴ χωρὶς νὰ ἀνταποδίδουν τὸ κακό. Νίκη γιὰ αὐτοὺς ἦταν τὸ νὰ ἀντιδράσουν μὲ ταπείνωση καὶ νὰ μὴν ἀνταποδώσουν τὸ κακό. Ὁ θυμὸς εἶναι σὰν νὰ ἀνάβη κανεὶς μιὰ φωτιά, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες μας. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ἁπλῶς καὶ μόνον τὸ νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας – πόσο μᾶλλον ὅταν ἀνταποδίδουμε τὸ κακό - σημαίνει ὅτι μισοῦμε τὴν ψυχή μας, ἐπειδή, ὅταν δικαιολογούμαστε καὶ ὑπερασπιζόμαστε τὰ δικαιώματά μας, χάνουμε τὴν εὐκαιρία ποῦ μᾶς δίδεται νὰ ἀποκτήσουμε μιὰ νίκη γιὰ τὴν ψυχή μας. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «διατὶ οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε; διατὶ οὐχι μᾶλλον ἀποστερεῖσθε;» (Α' Κόρ. στ', 7). Γιατί ἔτσι θὰ γίνετε μέτοχοι τῆς νίκης τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι: «Ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζὼν εἰμὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. α' 18).

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ κάθε νίκη, νὰ μὴν δικαιολογούμαστε, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ταπεινώνουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ βγαίνουμε νικητές. Ἅς εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι νὰ ζητήσουμε συγνώμη, ἀκόμη καὶ ὅταν νομίζουμε ὅτι δὲν φταῖμε καὶ τόσο πολύ, γιατί εἶμαι βέβαιος ὅτι αὐτὸ θὰ φέρη τὸν ἀδελφό μας σὲ φιλότιμο καὶ θὰ τὸν κάνη νὰ ὑπολογίση σοβαρὰ καὶ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βρὴ τὴν δύναμη νὰ ἀρχίση καὶ αὐτὸς νὰ κτίζη τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα του. Ἀληθινὴ νίκη εἶναι νὰ μάθουμε ταπείνωση καὶ ὅλα ὅσα κάνουμε στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δράμουμε τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ «ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη» (Ἠσ. νγ' 8), δηλαδή, μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του ὁ Κύριος ἔφερε τὴ νίκη.

Ἐὰν ἀγαποῦμε τὴν ἀθάνατη ψυχή μας - καὶ ὄχι τὸ κακὸ ποῦ ἔχει γίνει ψυχή μας, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ μισοῦμε - τότε δὲν πρέπει ποτὲ νὰ δικαιολογούμαστε, ἀλλὰ πάντοτε νὰ μεμφόμαστε τοὺς ἑαυτούς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ κάνοντας αὐτὸ ἐκπληρώνουμε ὅλες τὶς ἐντολές. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν ποιήσετε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρείοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. ἰζ' 10).

Μόνον ὅταν ἔνεργοῦμὲ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνοίγουμε χῶρο γιὰ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐργαστῇ μέσα μας. Ἡ ἀρχὴ εἶναι πάντοτε δύσκολη, ὅταν ὅμως δείξουμε ἐπιμονὴ στὸ ξεκίνημα, τότε ἔρχεται ἡ παράκληση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ παράκληση κάνει τὴν δουλειὰ γιὰ ἐμᾶς καὶ γίνεται εὔκολη ἡ ὁδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ἀνάπαυση, μεγάλη παρηγοριὰ σὲ αὐτὴν τὴν ὁδὸ γιατί τότε πραγματικὰ ἀρχίζουμε νὰ γινόμαστε «διδακτοὶ θεοῦ» (Ἰω. στ' 45).

Ἐρώτηση: Πάτερ, σὲ περίπτωση ἀσθένειας πῶς πηγαίνει κάποιος κάτω ἀπὸ τὸ κῦμα;

Ἀπάντηση: Μὲ τὸ νὰ λέμε στὸν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πῶς εἶσαι ἀγαθὸς καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ καὶ ἂν Ἐσὺ ἐπέτρεψες νὰ μὲ βρὴ αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, αὐτὸ σημαίνει πῶς εἶναι γιὰ τὸ καλό μου. Ἀλλὰ ὅμως, ἐπειδὴ εἶμαι τυφλός, βοήθησέ μὲ νὰ δὼ πῶς θὰ βρὼ αὐτὸ ποῦ εἶναι καλὸ γιὰ ἐμένα βοήθησέ μὲ νὰ μάθω ταπείνωση, ὥστε νὰ ἀποκτήσω τὴν χάρη Σοῦ, καὶ ἡ δικὴ Σοῦ χάρη θὰ σκεπάση τὴν ἀσθένειά μου καὶ ἀκόμη θὰ ἀναπληρώση τὰ ὑστερήματά μου». Πολλὲς φορές, ἐὰν ταπεινωθοῦμε, μπορεῖ νὰ μὴν γίνουμε καλά, ἀλλὰ ὅμως ἡ παρηγοριὰ ποῦ θὰ λάβουμε θὰ μᾶς ἀνεβάση πάνω ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μας, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ νίκη.

Ἐὰν μετατρέπουμε τὴν ἀσθένειά μας σὲ γιορτή, ἔχουμε τὴν ἄφθαρτη παρηγοριὰ τοῦ Θεοῦ ποῦ μᾶς σκεπάζει καὶ αὐτὸ εἶναι «κρεῖσσον ὑπὲρ ζωὰς» (Πρβλ. Ψάλ. ξδ' 4). Ἔτσι, πρέπει πάντοτε νὰ μαθαίνουμε νὰ μεμφόμαστε τοὺς ἑαυτούς μας ὅτι πάνω ἀπὸ ὅλα μᾶς ἀξίζει αὐτὴ ἡ ἀσθένεια ποῦ μᾶς βρῆκε, ὅτι ἴσως ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε γιὰ νὰ μᾶς διδάξη κάτι καινούργιο, νὰ μᾶς θυμίση τὴν ταπεινὴ ὁδὸ ποῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε στὴν ζωή μας. Πρέπει νὰ πιστεύουμε πῶς εἶναι γιὰ τὸ καλό μας καὶ ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν τὸ βλέπουμε αὐτό, πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς τὸ δείχνη. Ὁ Θεός, ὅμως, πάντα παραμένει εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας (Βλ. Ἰὼβ α' 21), ὅπως συνήθιζε νὰ μᾶς διδάσκη ὁ Γέροντας. Αὐτὴ εἶναι μία σταθερὰ στὴ ζωή μας, ὅτι ὁ Θεὸς παραμένει εὐλογητὸς ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθός. Κρατᾶμε αὐτὴν τὴν σταθερὰ ὡς ἕνα στῦλο τῆς ζωῆς μας καὶ περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νὰ δοῦμε τὸ καλὸ ποῦ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μας.

Μερικὲς φορὲς φοβόμαστε νὰ μιλήσουμε, ὅμως ἂν μελετήσουμε τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, θὰ δοῦμε τί ὑπέφερε Ἐκεῖνος σὲ αὐτὴν τὴν ὁδό, καὶ θὰ δοῦμε καὶ ὅλα ὅσα εἶναι πολύτιμα στὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ τὸ νὰ πάσχη κανεὶς μὲ καλὴ συνείδηση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, γιὰ χάρη τῶν ἐντολῶν Του, ἔχει μεγάλη δόξα, λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Α' Πετ. α' 20) Κάθε εἴδους πάθημα ὅμως μπορεῖ νὰ γίνη δεκτὸ μὲ τρόπο σύμφωνο πρὸς τὶς ἐντολὲς Του, ἐὰν ταπεινώνουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὁπότε καὶ θὰ λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.

Αὐτὸ ποῦ πραγματικὰ ὅμως ἤθελα νὰ πὼ εἶναι: Νὰ θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ κτίσουμε αὐτὸν τὸν ναὸ μέσα μας. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μόνον τὸ μισὸ τοῦ πράγματος. Τὸ ἄλλο μισὸ εἶναι νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀδελφούς μας καὶ νὰ ἔχουμε τέτοια συναναστροφὴ μαζί τους, ὥστε νὰ στηρίζουμε καὶ νὰ διαφυλάττουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα τους. Ὅλο αὐτὸ γιὰ νὰ γίνη πρέπει νὰ φυλάττουμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ τὰ λόγια Του καὶ οἱ ἐντολὲς Του προέρχονται ἀπὸ τὸ ταπεινὸ Πνεῦμα καὶ ἡ ταπείνωση φέρνει τὴν χάρη ποῦ κάνει τὰ πάντα γιὰ ἐμᾶς.

Σὲ ὅλα τὰ ἀναγνώσματα τῶν Εὐαγγελίων τῶν Κυριακῶν πρὶν τὴν Μεγάλη Σαρακοστή -τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τῶν Ταλάντων, τῆς Κυριακῆς τῆς Κρίσεως- βλέπουμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα χωρίζεται σὲ δύο κατηγορίες: σὲ ἐκείνους ποῦ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ σὲ ἐκείνους ποῦ μέμφονται τοὺς ἑαυτούς τους καὶ παίρνουν τὸ πταῖσμα ἐπάνω τους. Ἐκεῖνοι ποῦ μποροῦν νὰ μεμφθοῦν τοὺς ἑαυτούς τους στέκουν μὲ τόλμη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως γιὰ παράδειγμα αὐτοὶ ποῦ ἐργάστηκαν μὲ ἐπιμέλεια τὰ τάλαντα ποῦ τοὺς δόθηκαν εἶπαν: «Κύριε, ἰδού...», καὶ ὁ Κύριος τοὺς δόξασε, ἀλλὰ ἀντίθετα καταδίκασε ἐκείνους ποῦ δικαίωναν τοὺς ἑαυτούς τους.

Αὐτὲς εἶναι οἱ δύο στάσεις ποῦ βρίσκουμε στὶς δύο κατηγορίες τῆς ἀνθρωπότητας, οἱ ὁποῖες μᾶς συνοδεύουν καὶ μετὰ τὸν τάφο. Ἅς ἐπιλέξουμε τὴν ἀγαθὴ στάση.

Συγχωρέστε με.

  • Προβολές: 2860