Skip to main content

Π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Ἡ Ἱερωσύνη καί οἱ πλάνες τῶν ἀκοινωνήτων Ἱερέων»

Δημοσιεύεται κατωτέρω τὸ κείμενο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ ἁγίου Βλασίου π. Θωμᾶ Βαμβίνη, τὸ ὁποῖο ἀνατρέπει ὁλοσχερῶς τὰ ἀθεολόγητα καὶ ἀντιεκκλησιαστικὰ «ἐπιχειρήματα» μὲ τὰ ὁποῖα προσπάθησε ἐσχάτως ὁ ἐν ἀκοινωνησίᾳ τελῶν Ἱερομόναχος τῆς πρ. Μονῆς Μεταμορφώσεως Ἰγνάτιος Σταυρόπουλος νὰ στηρίξη τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειές του καὶ τὰ ἄκυρα «μυστήρια» τὰ ὁποῖα τελεῖ.

Γραφεῖον Τύπου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου

 

Ἡ Ἱερωσύνη καὶ οἱ πλάνες τῶν ἀκοινωνήτων Ἱερέων

Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμᾶ Βαμβίνη

Κείμενο τοῦ Ἱερομονάχου Ἰγνατίου Σταυροπούλου, πρώην Γραμματέως τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος τελεῖ, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὑπὸ τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, ἐμφανίστηκε τελευταῖα σὲ διάφορες σελίδες τοῦ διαδικτύου, μὲ ἀρχικὴ πηγὴ τὴν προσωπική του σελίδα. Ὁ τίτλος του εἶναι: «Ἡ Ἱερωσύνη καὶ τὰ μυστήρια».

Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι ἕνα συμπίλημα ψαλιδισμένων παραθεμάτων ἀπὸ τὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, ἀπὸ τὸ «Κανονικὸ Δίκαιο» τοῦ καθηγητῆ Π. Μπούμη, καθὼς καὶ βιαίως ἀποσπασμένων προτάσεων ἀπὸ Ἱεροὺς Κανόνες καὶ πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τὶς ὁποῖες ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου, μὲ στρέβλωση τοῦ νοήματός τους, τὶς ὑποτάσσει στὴν σκοπιμότητά του, ποὺ εἶναι ἡ ἀπόδειξη, εἰς πεῖσμα τῆς κοινῆς λογικῆς, ἀλλὰ πρὸ παντὸς εἰς ἀνατροπὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεσμοθεσίας, ὅτι τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ, ἐνῷ ἔχει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, εἶναι ἔγκυρα.

Δυστυχῶς ὅμως γι’ αὐτόν, ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία του, μὲ παραπομπὲς καὶ ἀναφορὰ πλήθους περιπτώσεων εἰλημμένων ἀπὸ τὴν διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου, εἶναι σαφῶς ἐναντίον του. Σημειωτέον ὅτι δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὴν διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου, γεγονὸς τὸ ὁποῖο συνιστᾶ τὸ ἀκαδημαϊκὸ παράπτωμα τῆς λογοκλοπῆς. (βλ. http://www.lib.auth.gr/images/stories/docs/plagiarism.pdf).

Ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία του, λοιπόν, εἶναι ἐναντίον τῆς τακτικῆς του καὶ τῆς νοοτροπίας του, ἀφοῦ ὅλες οἱ περιπτώσεις καὶ οἱ παραπομπὲς ποὺ ἀναφέρει δείχνουν ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τῶν χειροτονιῶν καὶ τῶν μυστηρίων, ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἀκριβείας ἢ ἡ ἐπιλογὴ τῆς οἰκονομίας, εἶναι ἔργο τῶν ἐπιχωρίων Ἐπισκόπων καὶ τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνόδων.

Πρέπει ἐπίσης νὰ σημειωθῇ ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀναφερομένους στὸ ἄρθρο του π. Ι. Σταυροπούλου δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἢ ἀπὸ ἁγίους Πατέρες, ἐπιμένοντας στὴν αἵρεση ἢ στὴν ἀνταρσία ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Ὅλο τὸ πλῆθος τῶν περιπτώσεων ποὺ ἀναφέρονται ἀφοροῦν προσερχομένους στὴν Ἐκκλησία μὲ μετάνοια καὶ ἀποδοχὴ τῆς ὀρθῆς πίστεως.

1. Ἀνυπακοὴ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας

Σὲ συνάφεια μὲ τὰ παραπάνω θυμίζουμε ὅτι ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἀρνεῖται ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν ὑπακοὴ στὸν νέο Ἡγούμενό του, στὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο καὶ στὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἀποκλείει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ ὁποιασδήποτε «οἰκονομίας», σὰν καὶ αὐτὲς ποὺ ἀναφέρει στὸ κείμενό του.

Ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2007, ὅταν ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τὸν ἔθεσε (μὲ ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς τοῦ) ὑπὸ τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, τοῦ δήλωσε: «Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην τοῦ ἐπιτιμίου, στερεῖσθε τῆς δυνατότητος ἵνα τελῆτε τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ οἱανδήποτε ἱεροπραξίαν καὶ τελετὴν καὶ μετέχητε τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πὰς δὲ μεθ’ ὑμῶν συμπράττων, ἐκκλησιαστικῶς τε καὶ λειτουργικῶς, ὑπόκειται εἰς τὸ αὐτὸ ἐπιτίμιον, κατὰ τὴν θεμελιώδη κανονικὴν ἀρχὴν "ὁ ἀκοινωνήτῳ κοινωνῶν ἀκοινώνητος ἔσται"».

Αὐτὸς ὅμως, ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὰ χρόνια ποὺ διέρρευσαν δὲν φρόντισε νὰ ἀρθοῦν οἱ αἰτίες τοῦ ἐπιτιμίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ κινήσεις ποὺ ἔκανε ὁ ἴδιος καὶ οἱ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί του, προκάλεσε τὴν Ἱερὰ Σύνοδο νὰ ἐμμείνη στὴν ἀκοινωνησία του μὲ δέκα καὶ πλέον ἀκόμη ἀποφάσεις της.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 2012 ἔκανε τὴν προκλητικότερη μέχρι τότε κίνησή του. Διέγραψε πραξικοπηματικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καὶ ἄρχισε νὰ λειτουργῇ, ἀδιάκοπα ἕως σήμερα. Σημειωτέον ὅτι μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 2730/15-10-1996 ἀπόφασή της ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, τὸ διαρκὲς διοικητικὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφάνθηκε ὅτι οἱ Ἱεροτελεστίες ποὺ τελοῦν ἀκοινώνητοι Κληρικοὶ εἶναι ἄκυρες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος διέγραψε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι προστάζουν: «Οἱ πρεσβύτεροι, καὶ οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν»(ΛΘ' τῶν Ἀποστόλων) ἢ «ὁ μὴ ἔχων τὴν κοινωνίαν [ὁ ἀκοινώνητος] πρὸ τῆς διαγνώσεως τοῦ πράγματος, ἑαυτῷ οὐκ ὀφείλει ἐκδικεὶν τὴν κοινωνίαν»(ΙΔ'Σαρδικής) ἢ «οἱοσδήποτε κληρικός, ἐὰν ἐν τὼ καιρῷ τῆς ἀκοινωνησίας αὐτοῦ, πρὸ τοῦ ἀκουσθῆναι, εἰς κοινωνίαν τολμήση, αὐτὸς καθ? ἑαυτοῦ της καταδίκης τὴν ψῆφον ἐξενηνοχέναι κριθὴ»(ΚΘ' Καρθαγένης). Ἀγνόησε σὺν τοὶς ἄλλοις καὶ τὸν λόγο τοῦ ὁμωνύμου του ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε στοὺς Σμυρναίους: «Μηδεὶς χωρὶς τοῦ Ἐπισκόπου τί πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἢ ὧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψη... Οὐκ ἐξὸν ἐστιν χωρὶς τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε βαπτίζειν, οὔτε ἀγάπην ποιεῖν...».

Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος «χωρὶς τοῦ Ἐπισκόπου» καὶ βαπτίζει καὶ λειτουργεῖ, σὰν νὰ θεωρῇ ὅτι τὰ φρικτὰ καὶ σωτήρια μυστήρια δὲν εἶναι ἐκ «τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν». Ἔτσι, ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτό του στὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ ποὺ γράφει στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τί πράσσων τὼ διαβόλῳ λατρεύει».

2. Ἡ ἀνεξάλειπτη Ἱερωσύνη δὲν εἶναι σὲ ὅλους ἐνεργός

Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος στὸ κείμενό του συνεχῶς τονίζει: «Ἐπειδὴ ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἀνεξάλειπτη, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι καὶ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, ποὺ τελοῦν Κληρικοί, ποὺ τυχὸν ἔχουν (προσωρινὰ) διοικητικὰ καθαιρεθεῖ, εἶναι ἔγκυρα». Χαρακτηρίζει τὴν ἀκοινωνησία τοῦ «διοικητικὴ καθαίρεση», ποὺ δὲν ἐπηρεάζει τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης.

Ἡ συλλογιστική του εἶναι τυπικὰ σχολαστική. Βιάζει τὰ νοήματα τῶν παραθεμάτων του, ταυτίζοντας τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης μὲ τὴν ἐνεργὸ Ἱερωσύνη, ἀγνοῶντας (προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθῆ ὁ σκοπός του, ποὺ εἶναι ἡ δικαίωσή του στὰ μάτια τῶν ὀπαδῶν του) ὅτι ἡ Ἱερωσύνη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι ἀνεξάλειπτη ἢ ὄχι, καθίσταται, σὲ περιπτώσεις σὰν τὴν δική του, ἀνενεργός. Πάντως, οἰστρηλατημένος ἀπὸ τὸ παπικὸ δόγμα τοῦ ἀνεξαλείπτου τῆς Ἱερωσύνης, ἀναλίσκει ὅλο τὸν κόπο του γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι τὸ ἀνεξάλειπτο ταυτίζεται μὲ τὸ ἐνεργὸ τῆς Ἱερωσύνης.

Γιὰ τοὺς μὴ γνωρίζοντες πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης ἔχει ἀναχθῇ σὲ δόγμα ἀπὸ τὴν παπικὴ σύνοδο τοῦ Τριδέντο (1545-1563), ἀφοῦ προηγουμένως τὸ εἶχαν ἐπεξεργαστῆ οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι μὲ βάση διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Μιλέβης Ὀπτάτου. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἐμφιλοχώρησε καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ θεμέλιο κυρίως τὸν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ»(Ρωμ. 11,29). (βλ. Ἀρχιεπ. Χριστοστοδούλου, Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρησις τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, ὑποσ. 523, καθὼς καὶ Χ. Ἀνδρούτσου, Δογματική... σ. 314-315, Π. Τρεμπέλα, Δογματική... τ. 3 σ. 24-29). Ὅμως, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τόνιζε καὶ τὸ «ἀναζωπυρεὶν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ»(Β' Τίμ. 1,6). Δὲν ἐκλάμβανε, δηλαδή, τὴν παραμονὴ καὶ ἐνέργεια τοῦ χαρίσματος ἀπροϋποθέτως.

Τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης, ταυτισμένο σοφιστικὰ δικολαβικὰ μὲ τὴν ἐνεργὸ Ἱερωσύνη, χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν π. Ι. Σταυρόπουλος γιὰ νὰ καθησυχάση τοὺς ὀπαδούς του, ποὺ μετέχουν στὰ μυστήρια τὰ ὁποῖα ἀντικανονικὰ τελεῖ. Ἰσχυρίζεται: «ὅποτε καὶ ἄν, ἕνας τιμωρημένος - καθηρημένος Ἐπίσκοπος ἢ Ἱερέας, τελέσει κάποιο Μυστήριο, μπορεῖ ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, Ἀρχιεπίσκοπος, Μητροπολῖτες, Σύνοδος, νὰ τὸν ξανὰ τιμωρήσουν, π.χ. διότι δὲν ὑπάκουσε, διότι δὲν ἐφάρμοσε τὴν ποινή. Ὅμως τὸ Μυστήριο ποὺ τελεῖται κάθε φορὰ, εἶναι Κανονικὸ Μυστήριο. Τελεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Αὐτὸ εἶναι δόγμα του π. Ι. Σταυροπούλου, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι καταγραμμένο σὲ κανέναν ἐκκλησιαστικὸ κώδικα καὶ μὲ τὸ κείμενό του ἀνεπιτυχῶς προσπαθεῖ νὰ τὸ ἐπιβάλη. Ἔχει τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικανονικῶς λειτουργεῖ, ἀλλὰ θέλει νὰ πείση τοὺς εὔπιστους ὀπαδούς του ὅτι τὰ μυστήριά του εἶναι κανονικά. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐκπληκτικὴ (πρωτοτύπως ἀντικανονικὴ) ἐκκλησιολογία.

Εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ, πάντως, τὸ πῶς ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἀπὸ τὴν πλήρη ἀγνωσία τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία δογμάτισε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2013 («Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο καὶ σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα καὶ σὲ ὅλους!», ἀποφάνθηκε), ἔφθασε τώρα στὴν ὑπερβάλουσα γνώση, ποὺ τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ ἀποφαίνεται γιὰ τὸ πῶς δρὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ποιά μυστήρια τελεῖ!

Σὲ ἄρθρο ποὺ δημοσιεύτηκε στὶς ἀρχὲς Ἰανουαρίου 2013, μὲ ἀφορμὴ γεγονότα ποὺ δημιούργησαν ὀπαδοί του π. Ι. Σταυρόπουλου ἔξω ἀπὸ τὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, γραφόταν: «Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἔχει πιστοὺς καὶ ὁ Χριστὸς θέλει μαθητὲς καὶ ὄχι ὀπαδούς. Καὶ δυστυχῶς οἱ συμπεριφορές, ποὺ ἐκδηλώθηκαν, παραμονὲς Χριστουγέννων, κάθε ἄλλο παρὰ τὴν ὀρθοδοξία ἐξέφραζαν καὶ τὸν Χριστὸ ὑπηρετοῦσαν!». Σὲ αὐτὰ ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, ὡς φιλόσοφος τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, ἀπάντησε μὲ ἄρθρο του, στὸ ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων ρωτοῦσε: «Ἀλήθεια, πῶς γνωρίζετε τὸ τί θέλει ὁ Χριστός; Σᾶς τὸ εἶπε κάποιος; Ρωτήσατε ἄραγε;». Γιὰ νὰ πὴ ἐμφαντικὰ σὲ συζήτηση ποὺ ἔγινε κατόπιν στὸ διαδίκτυο: «Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄγνωστο καὶ σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα καὶ σὲ ὅλους!».

3. Ἀποκοπὴ προτάσεων, σκόπιμη παραποίηση συμπερασμάτων

Προσπαθῶντας ὁ π. Ἰγνάτιος νὰ ἀναφερθῇ σὲ πράγματα «ἄψαυστα τοὶς ἀμυήτοις», πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς ἀντάρτες ἀπέναντι στὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, κατέφυγε, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, στὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστοδούλου, ἀπὸ τὴν ὁποία, χωρὶς νὰ τὴν ἀναφέρει, ἀπέσπασε τμήματα, μὲ τὰ ὁποῖα, μετὰ τὴν «ἀνακατασκευὴ» ὁρισμένων ἐνοχλητικῶν γιὰ τὸν ἴδιο προτάσεων, ἀπάρτισε τὸ σημαντικότερο μέρος τοῦ κειμένου του.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἔλαβε τὶς πυκνὲς παραπομπὲς σὲ σχετικὴ βιβλιογραφία (ἀρκετὰ παλαιὰ γιὰ σύγχρονο διδάκτορα τοῦ Παντείου καὶ ὑποψήφιο διδάκτορα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς), τὴν ὁποία ὅμως ὅπως φαίνεται δὲν ἔλεγξε, ἀφοῦ δὲν τεκμηριώνεται ἀπὸ αὐτὴν ἡ κύρια ἄποψη ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλη. Διότι κανεὶς πουθενὰ δὲν ἰσχυρίζεται, ὅπως ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, ὅτι εἶναι ἔγκυρα τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ ἕνας καθηρημένος ἢ ἀκοινώνητος Πρεσβύτερος ἢ Ἐπίσκοπος, ἐν ὅσῳ εἶναι ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀμετανόητος καὶ σὲ ἀνταρσία πρὸς τὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο ἢ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, στὴν ὁποία μετέχει ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου του. Ὅσα ἀναφέρονται, μὲ κατάλληλες ἀποτμήσεις, στὸ κείμενο τοῦ π. Ι. Σταυροπούλου ἀφοροῦν περιπτώσεις μετανοούντων κληρικῶν, τοὺς ὁποίους οἱ Ἐπίσκοποι ἢ οἱ Σύνοδοί τους «οἰκονομοῦσαν».

Θὰ ἀναφερθοῦν πιὸ κάτω μὲ συντομία κάποιες χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις, ποὺ δείχνουν ἀνάγλυφα τὸ πῶς κακοποιοῦνται κείμενα καὶ γεγονότα στὸ κείμενο τοῦ π. Ι. Σταυροπούλου.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο πάντως ὅτι, ἐνῷ παίρνει παραπομπὲς καὶ αὐτούσια τμήματα μὲ πλῆθος περιπτώσεων ἀπὸ τὴν διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου, δὲν παίρνει τὰ συμπεράσματά του, τὰ ὁποῖα προφανῶς δὲν τὸν συμφέρουν. Διότι ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος γράφει: «Ἐν τούτοις ἡ ὡς ἄνω περιπτωσιολογία μόνον κατ' ἐφαρμογὴν τῆς Οἰκονομίας δύναται, ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, νὰ εὐσταθήση. Κατὰ τὴν κανονικὴν ἀκρίβειαν ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῆς ἐπιβολῆς τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως, ἀπογυμνοῖ τῆς ἱερατικῆς τιμῆς τὸν κληρικόν, κατάγουσα τοῦτον εἰς τὴν τῶν λαϊκῶν τάξιν ἢ τῶν μοναχῶν. Οἱ δὲ λαϊκοὶ ἢ μοναχοὶ δὲν εἶναι κληρικοὶ καὶ ἑπομένως δὲν δικαιοῦνται νὰ τελοῦν Ι. Μυστήρια. Ἡ θεία χάρις ἐν τοὶς Μυστηρίοις δὲν εἶναι ἀντικείμενον προσωπικοῦ χειρισμοῦ ἑνὸς ἑκάστου κληρικοῦ, ἀλλὰ δίδεται δι' αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον ὁ κληρικὸς οὗτος εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μετ' αὐτῆς».

Τὰ παραπάνω πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὰ περὶ ἀνεξαλείπτου ἐνεργοῦ Ἱερωσύνης, περὶ τῆς ὁποίας «παραθεολογεῖ» ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος.

4. Ἐπιλογὴ προτάσεων γιὰ τὴν ἀπόκρυψη νοημάτων

Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἀνατρέχει καὶ στὸν καθηγητὴ Π. Μπούμη. Γράφει: «Σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου κ. Παναγιώτη Μπούμη, "ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀποφασίσει ἐπισήμως γιὰ τὸ θέμα αὐτό". Ὁ κ. Μπούμης ἀναφέρει: "Στὸ προκείμενο ζήτημα, δηλ.γιά τὸ ἀνεξάλειπτο ἢ ὄχι τῆς ἱερωσύνης, μποροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου:"Όσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν οὐρανῷ"(Ματθ. 18, 18)"».

Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου, ἐπειδὴ δὲν συμφέρει στὸν π. Ι. Σταυρόπουλο, ἀποσιωπᾶται καὶ ἀφήνεται νὰ ἐννοηθῇ ὅτι ὁ κ. Μπούμης μὲ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο ποὺ παραθέτει τεκμηριώνει τὸ ἀνεξάλειπτο «καὶ ἐν οὐρανῷ» τῆς Ἱερωσύνης ποὺ δόθηκε «ἐπὶ τῆς γῆς». Ὅμως ἡ συνέχεια εἶναι ἀρκετὰ διαφορετική. Γράφει ὁ κ. Μπούμης στὴν ψαλιδισμένη συνέχεια τοῦ κειμένου του: «Ἐφ’ ὅσον, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἀπαγορεύει σὲ κάποιον κληρικὸ τὸ δικαίωμα νὰ ἱερουργεῖ, σημαίνει ὅτι τὸν δεσμεύει καὶ ἀπέναντι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ στερεῖ τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ δυνανότητα νὰ μεταδίδει τὴ Θ. Χάρη στοὺς πιστούς».

Εἶναι σαφὴς ἡ «χειρουργικὴ» ἐπέμβαση στὸ κείμενο τοῦ κ. Μπούμη, γιὰ νὰ προβληθοῦν τὰ νοήματα ποὺ θέλει ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ δίνει ὁ συγγραφέας του.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ συνέχεια στὸ σκόπιμο ψαλίδισμα τῶν κειμένων. Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος γράφει: «Σύμφωνα πάλι μὲ τὸν ἴδιο καθηγητή, ἡ καθαίρεση δὲν μπορεῖ νὰ καταργήσει την Χάρη τῆς Ἱερωσύνης». Μὲ αὐτὸ θέλει νὰ ὑποστηρίξη ὅτι κατὰ τὸν κ. καθηγητὴ καὶ ὡς ἀκοινώνητος ἔχει ἐνεργὸ τὴν Ἱερωσύνη. Ὀμως ὁ κ. Μπούμης δὲν ὑποστηρίζει κάτι τέτοιο. Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, γιὰ νὰ δώση στοὺς ἀναγνῶστες του, μὲ τρόπο φοβερὰ προπαγανδιστικὸ καὶ προκρούστειο, τὰ νοήματα ποὺ αὐτὸς θέλει, παραθέτει ἀπὸ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τοῦ κ. Μπούμη τὰ ἑξῆς ἀποσπάσματα: «Ἡ καθαίρεση, λοιπόν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀναστολὴ τῆς ἐνεργείας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης». Σταματᾶ ἐδῶ, παραλείπει τὶς ἐν συνεχείᾳ ἐνδιάμεσες προτάσεις, ποὺ δὲν τὸν συμφέρουν, γιὰ νὰ συνεχίση τὸ παράθεμα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ νομίζει ὅτι εὐνοεῖται ἀπ’ τὸν συγγραφέα: «Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ καθαίρεση εἶναι ἡ ἀναστολὴ τῆς ἐνεργείας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης, καὶ ὄχι ἀφαίρεση αὐτοῦ, γι’ αὐτό, ἐὰν τυχὸν ἕνας καθηρημένος κληρικὸς ἀθωωθεῖ ἀπὸ ἄλλο δικαστήριο, ἐπανέρχεται στὴν τάξη τῶν κληρικῶν, χωρὶς νέα χειροτονία». Ὁ κ. Μπούμης κάνει λόγο γιὰ κληρικὸ ποὺ δικαιώνεται ἀπὸ δικαστήριο καὶ αἴρεται ἡ καθαίρεσή του καὶ ὄχι γιὰ κληρικὸ ποὺ παραμένει ἀμετανόητος σὲ πράξεις ποὺ εἶναι αἰτίες τῆς καθαίρεσής του.

Ἔχουν σημασία ὅμως οἱ ψαλιδισμένες μὴ βολικὲς γιὰ τὸν π. Ι. Σταυρόπουλο ἐνδιάμεσες προτάσεις τοῦ κ. Μπούμη, ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ προπαγάνδα ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἔχει μαῦρο χρῶμα. Γράφει ὁ κ. Μπούμης: «Ἡ καθαίρεση δηλαδὴ καθιστᾶ τὴ Θ. Χάρη ἀνενέργητη. Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο καὶ τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἤθελε τελέσει ἕνας καθηρημένος κληρικός, εἶναι ἀνίσχυρα καὶ θεωροῦνται ὡς μὴ γενόμενα» (σ. 204). Μὲ ἄλλα λόγια τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, στὸ διάστημα ποὺ παραμένει ἀμετανόητος ὑπὸ τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, «εἶναι ἀνίσχυρα καὶ θεωροῦνται ὡς μὴ γενόμενα».

5. Ἀμίλκας Ἀλιβιζάτος: Ἄποψη «ἀνίερος» καὶ «ἀνόητος»

Παρόμοιο μὲ τὸ παραπάνω ψαλίδισμα γίνεται σὲ ἀπόσπασμα ἀπὸ ὑποσημείωση τοῦ μακαριστοῦ Χριστοδούλου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸν καθηγητὴ Ἄμ. Ἀλιβιζάτο. Γράφει ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἀντιγράφοντας τὸν μακαριστὸ Χριστόδουλο, χωρὶς νὰ τὸν ἀναφέρει, ὅτι σὲ μελέτη του ὁ καθηγητὴς Ἀμίλκας Ἀλιβιζάτος διδάσκει «ὅτι διὰ τῆς καθαιρέσεως δὲν ἀφαιρεῖται τὸ θεῖον τῆς ἱερωσύνης χάρισμα (Βλ. Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, Περὶ χάριτος τῶν ποινῶν τῶν κληρικῶν σ. 19)».

Ἡ ὑποσημείωση ὅμως τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔχει καὶ κάποια προηγούμενα, ποὺ δὲν συμφέρουν στὸν π. Ι. Σταυρόπουλο, γι’ αὐτὸ καὶ τ’ ἀποσιωπᾶ. Γράφει ἡ ὑποσημείωση: «Ὁ Ἀμίλκας Ἀλιβιζάτος, ἐν: Ἡ Οἰκονομίᾳ κατὰ τὸ Κανονικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἀθῆναι 1949 σ. 46 ὑπεστήριξεν ὅτι τὰ ὑπὸ καθηρημένου τελούμενα Μυστήρια εἶναι ἀπολύτως ἄκυρα καὶ ἀνενέργητα καὶ θεωροῦνται ὡς μὴ γενόμενα. Ἀντικρούων δὲ τὸ προβαλλόμενον ὑπὲρ τῆς ἐγκυρότητος αὐτῶν ἐπιχείρημα, τὸ ἀντλούμενον ἐκ τῆς μὴ ἀναχειροτονίας τῶν καθηρημένων μετὰ τὴν ἄρσιν τῆς ποινῆς ταύτης, ἐχαρακτήρισε τὴν ἄποψιν ταύτην ὡς ἀνόητον καὶ ἀνίερον. Ἀλλαχοῦ δὲ (Συνεδρία ΔΙΣ τῆς 16-1-1964) ὑπεστήριξεν ὅτι τοῦτο δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας (Κώδισ 1962-1964 σ. 437). Ἀλλ' ἐν τῇ περὶ χάριτος τῶν ποινῶν τῶν κληρικῶν μελέτη αὐτοῦ ἐδέχθη, ὅτι διὰ τῆς καθαιρέσεως δὲν ἀφαιρεῖται τὸ θεῖον τῆς ἱερωσύνης χάρισμα (Βλ. Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, Περὶ χάριτος τῶν ποινῶν τῶν κληρικῶν σ. 19)»(υποσ. 525).

Εἶναι σαφὲς ὅτι κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτο, ἐνῷ μὲ τὴν καθαίρεση «δὲν ἀφαιρεῖται τὸ θεῖον τῆς ἱερωσύνης χάρισμα», ἐν τούτοις εἶναι ἀνενεργό, γι’ αὐτὸ «τὰ ὑπὸ καθηρημένου τελούμενα Μυστήρια εἶναι ἀπολύτως ἄκυρα καὶ ἀνενέργητα καὶ θεωροῦνται ὡς μὴ γενόμενα». Μὲ βάση, μάλιστα, τὶς ἀπόψεις του ποὺ περιλαμβάνονται στὸ παραπάνω παράθεμα, ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία του π. Ι. Σταυροπούλου, ἡ ὁποία στηρίζεται στὴν ἄποψη ὅτι ἡ μὴ ἀναχειροτονία καθηρημένων κληρικῶν, ὅταν ἀποκαθίστανται, σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς ἐγκυρότητας τῶν μυστηρίων ποὺ τέλεσαν ὡς καθηρημένοι (ἢ ἀκοινώνητοι), εἶναι ἐπιχειρηματολογία «ἀνόητη καὶ ἀνίερη».

6. Διαστρέβλωση ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων

Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος προσπαθεῖ νὰ κατοχυρώση τὸ ἐνεργὸ τῆς ἀνεξάλειπτης Ἱερωσύνης του, ἀφαιρώνοντας ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις της τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀποσυνδέοντάς την ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἐπιλέγοντας, χωρὶς σχετικὴ ἀναφορά, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἄλλοτε αὐτούσια καὶ ἄλλοτε καταλλήλως τροποποιημένα, ὥστε νὰ μὴ γίνεται λόγος γιὰ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ μετάνοια, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη κανονικὴ τὴν ἀντικανονικὴ τελετουργία του καὶ ἔγκυρα τὰ ἄκυρα μυστήριά του. Ἀναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις. Γράφει:

«Ἡ Πρώτη, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δέχθηκε ἄνευ ἀναχειροτονήσεως τοὺς αἱρετικοὺς Κληρικούς τους λεγομένους Μελιτιανοὺς καὶ τοὺς λεγομένους Καθαροὺς ὡς καὶ τοὺς λεγομένους Μιξοφυσίτες καὶ τοὺς λεγομένους Θεοπασχίτες».

Ἡ Α' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὅμως δὲν δέχθηκε ἄνευ ἀναχειροτονήσεως αἱρετικοὺς κληρικούς, ἀλλὰ ὅσους ἀρνήθηκαν τὴν αἵρεση καὶ ἐντάχθηκαν ἐμπράκτως στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ στὸν Ἡ? Κανόνα της διακελεύει: «...Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοὶς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι, τουτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοὶς ἐν τὼ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφ’ ὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοὶς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας».

Γιὰ τὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γράφει: «Ἡ Τρίτη, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δέχθηκε τοὺς αἱρετικοὺς Μεσσαλιανοὺς Κληρικούς, ὡς Κληρικοὺς ἄνευ ἀναχειροτονήσεως, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναγνώρισε πάλι ὡς ἔγκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης».

Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στὸ σχετικὸ χωρίο γράφει: «Οἱ Μεσσαλιανοὶ κληρικοί, ἀρνούμενοι τὴν πλάνην, ἐγίγνοντο δεκτοὶ ὑπὸ τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἄνευ ἀναχειροτονήσεως». Γιὰ τὸν π. Ι. Σταυρόπουλο ἡ ἄρνηση τῆς πλάνης δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς Ἱερωσύνης, οὔτε θεωρεῖ ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι αἰτία ἀναζωπυρώσεως τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος. Γι’ αὐτὸν ἐνεργὸς Ἱερωσύνη ὑπάρχει καὶ στὴν πλάνη, τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἀμετανοησία. Εἶναι περίεργο πάντως, πῶς ἔχοντας τέτοιες ἀπόψεις (παραδοχὴ ὅτι ὑπάρχει ἐνεργὸς Ἱερωσύνη στοὺς αἱρετικοὺς) ἔχει συμπαραστάτες στοὺς ἀντιεκκλησιαστικοὺς «ἀγῶνες» τοῦ κάποιους «ὑπέρμαχους» τῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιὰ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γράφει: «Ἡ Ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δέχθηκε ὡς Κληρικούς, ὅσους ἀνῆκαν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναγνώρισε πάλι ὡς ἔγκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης». Ἡ ἀλλοίωση τῆς πληροφορίας ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο εἶναι τραγικὴ καὶ ἡ ἐκκλησιολογικὴ διαφθορὰ ποὺ ἐνσπείρει πνευματικὰ θανατηφόρος. Ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος γράφει: «Ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδέξατο εἰς τοὺς οἰκείους βαθμούς τους ἀποκηρύξαντας τὴν αἵρεσιν τῆς εἰκονομαχίας». Δὲν δέχθηκε εἰκονομάχους, οὔτε ἀναγνώρισε τὰ μυστήρια εἰκονομάχων. Δέχθηκε αὐτοὺς ποὺ προσῆλθαν μὲ μετάνοια καὶ ταπείνωση στὴν Ἐκκλησία.

Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς θὰ παραθέσουμε χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδὴ γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορὰ σὲ αὐτὴν στὸ κείμενο τοῦ π. Ι. Σταυροπούλου. Διαβάζουμε στὴν πρώτη πράξη τῆς Συνόδου (Μ. 12, 1007-1012) το πῶς ἔγιναν δεκτοὶ οἱ Βασίλειος Ἀγκύρας, Θεόδωρος Μύρων καὶ Θεοδόσιος Ἀμμορίου. Προσῆλθαν στὴν Ἁγία Σύνοδο μὲ ἄκρα ταπείνωση, ἐκζητοῦντες τὴν συγγνώμη. Ἐγγράφως μάλιστα ἀρνήθηκαν τὴν αἵρεση καὶ διάβασαν λίβελλο μέσα στὴν Σύνοδο: «Βασίλειος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας εἶπεν ὅσον ἥν εἰς δύναμίν μου, δεσπόται, ἐξήτασα τὴν ὑπόθεσιν, καὶ πᾶσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσῆλθον τὴ καθολικὴ ἐκκλησία ἐγὼ ὁ ἔσχατος ὑμῶν δοῦλος». Κατόπιν στὸ λίβελλο ποὺ διάβασε, ἀφοῦ «ἐξαρνεῖται» τὴν αἵρεση καὶ ὁμολογεῖ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, μεταξὺ ἄλλων λέει: «ἐν ταυτῷ δὲ καὶ συγγνώμην ἐξαιτοῦμαι παρὰ τῆς θεοσυλλέκτου ὑμῶν μακαριότητος ὑπὲρ ταύτης μου τῆς βραδύτητος. Δέον γὰρ ἥν μὴ ὑστερηκέναι μὲ πρὸς τὴν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν? ἀλλὰ τῆς ἄκρας μου ἀμαθείας καὶ νωθρείας καὶ ἠμελημένης διανοίας ἐστὶ τοῦτο. Ὅθεν καὶ μᾶλλον αἰτῶ τὴν μακαριότητα ὑμῶν ἐξαιτῆσαι καὶ παρὰ Θεοῦ συγχώρησίν μοὶ παρασχεθῆναι». Μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀνάγνωσης τοῦ λιβέλλου «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε? πᾶσα ἡ ἱερατικὴ ὁμήγυρις αὕτη τὼ Θεῷ δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπει ἐπὶ ταύτη σου τὴ ὁμολογία ἥν προσήγαγες τὴ καθολικὴ ἐκκλησία».

Τέτοιοι λόγοι, σὰν τοῦ Βασιλείου Ἀγκύρας, δὲν φαίνεται πιθανὸ ὅτι μποροῦν νὰ βγοὺν ἀπὸ τὸ στόμα κληρικοῦ, ποὺ καταγγέλλει τὴν Ἐκκλησία του στὸν Ἀμερικανὸ Πρέσβη γιὰ στέρηση τῆς θρησκευτικῆς του ἐλευθερίας! Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, ὅπως εἶναι γνωστό, κατήγγειλλε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὸν Ἀμερικανὸ Πρέσβη μὲ ἀναφορά του, στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων γράφει: «Κύριε Πρέσβη, ὅπως γνωρίζουμε, ἡ Χώρα μας δὲν ἀποτελεῖ, δυστυχῶς, ὑπόδειγμα προστασίας τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας... Ἡ ἀνωτέρω ἀπόφαση τῆς Συνόδου (γιὰ τὴν ἀκοινωνησία καὶ τὴν διαγραφή του ἀπὸ τὴν Μονή), ποὺ διέπεται ἀπὸ ἄκρατο ἱεροκρατικὸ πνεῦμα, θυμίζει δυστυχῶς περισσότερο θρησκευτικὸ κλίμα ἀσιατικῶν καθεστώτων, παρὰ αὐτὸ μίας εὐνομούμενης δυτικοευρωπαϊκὴς δημοκρατίας...».

Ἀπώγειο τῆς σοφιστικῆς δικολαβίας του εἶναι ἡ ἐνάντια στὴν κοινὴ λογικὴ ἐκμετάλλευση τῆς δήλωσης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου γιὰ τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ἀλλοθρήσκων, ὅτι ὁ καθένας ἀπολαμβάνει θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ χρήση γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐτῆς τῆς δήλωσης δείχνει ὅτι, ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, ἢ αἰσθάνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς ἀλλόθρησκος ἢ θεωρεῖ θρησκευτικὴ ἐλευθερία το νὰ ἐξασκῆ χωρὶς συνέπειες (ἐλευθέρως) τὴν σχισματικὴ συμπεριφορά του. «Ἐξιστὰ τὴν λογικὴν» μάλιστα ἡ χρησιμοποίηση τῆς δήλωσης γιὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τὸν ἐπιτίμησε, προκειμένου νὰ ἀποδείξη ὅτι ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συμπεριφέρεται ἀτιμωρητὶ σχισματικά... Ἡ κοινὴ λογικὴ δὲν ἀντέχει τέτοιες δικολαβίες.

Ἡ συγκεκριμένη τακτικὴ συγκρινόμενη μὲ συμπεριφορὲς ποὺ καταγράφονται στὰ πρακτικὰ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γεννᾶ τὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος διακατεχόμενος ἀπὸ ἕνα τέτοιο «δυτικοευρωπαϊκὸ» πνεῦμα, νὰ προσέλθη ποτὲ στὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ νὰ πή, ὅπως ὁ Βασίλειος Ἀγκύρας: «συγγνώμην ἐξαιτοῦμαι παρὰ τῆς θεοσυλλέκτου ὑμῶν μακαριότητος... Τῆς ἄκρας μου ἀμαθείας καὶ νωθρείας καὶ ἠμελημένης διανοίας ἐστί [τὸ παράπτωμα] τοῦτο»; Γιὰ τοὺς πιστεύοντες, βέβαια εἶναι «πάντα δυνατὰ» καὶ «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει», ὁ ἴδιος ὅμως φαίνεται ὅτι ἀποκλείει κάτι τέτοιο, γι’ αὐτὸ ἀποδύθηκε στὸν ἄπελπι ἀγῶνα νὰ ἀποδείξη ὅτι ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἐνεργὸς καὶ στὴν αἵρεση καὶ στὴν ἀποσχιστικὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀμετανοησία.

7. Παραπλανητικὴ προβολὴ τῆς «οἰκονομίας» τῶν ἁγίων Πατέρων

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη ὁμόφρονές του καὶ μεγάλους ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μ. Βασίλειο.  Γράφει: «Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνώρισε ὡς Κληρικούς τους αἱρετικοὺς Κληρικοὺς Ζώινο καὶ Σατουρνίνο, ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Ἐγκρατιτῶν, γεγονὸς ποὺ σημαίνει, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης. (Ρ-Π, Σύνταγμα Γ' σ. 91) [Ἡ παραπομπὴ εἶναι παρμένη, χωρὶς ἔλεγχο, ἀπὸ τὴν διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου (ἡ ὁποία καὶ πάλι δὲν ἀναφέρεται), εἶναι ὅμως λάθος. Τὸ ὀρθὸ εἶναι: Ρ-Π, Σύνταγμα Δ' σ. 91. Δηλαδή, ἀντιγράφει καὶ τὰ λάθη]. Τὸ ἴδιο ἔπραξε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ἀρειανούς».

Ὁ Μ. Βασίλειος ὅμως στὴν πρὸς Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου Α' κανονική του ἐπιστολή, δὲν ἀναγνωρίζει ὡς ἔγκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης τους. Σημειώνει, ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ τῶν Ἐγκρατιτῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «διὰ σχίσματος γέγονεν». Καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ ἀποσχίσθηκαν «παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας». Ἀποκοπέντες ὅμως «λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν», ἀπὸ τὴν ὁποία (Χάρη) οἱ ἴδιοι ἐξέπεσαν. Γι’ αὐτό, τονίζει, «ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τους παρ’ αὐτῶν ἐκέλευσαν (οἱ Πατέρες), ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τὼ ἀληθινῷ βαπτίσματι τὼ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες τῆς Ἀσίας «οἰκονομίας ἕνεκα» ἀποφάσισαν νὰ γίνεται δεκτὸ τὸ βάπτισμά τους, καὶ Μ. Βασίλειος, ὑπακούοντας στὴν πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων ποιμένων, εἶπε «ἔστω δεκτόν», ἀλλὰ μὲ προϋποθέσεις ἀληθινῆς μετάνοιας καὶ σταθερότητας στὴν ὀρθὴ πίστη.

Ὅσο γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς Ζώινο καὶ Σατορνίνο, ἡ Ἐκκλησία ἤδη τοὺς εἶχε δεχθῇ «εἰς τὴν καθέδραν τῶν ἐπισκόπων» καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὅτι, ἐφόσον ἔγιναν δεκτοὶ αὐτοὶ ὡς ἐπίσκοποι, δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αὐτοὺς ποὺ συνδέονται μαζί τους, «τοὺς τὼ τάγματι ἐκείνων συνημμένους».

Εἶναι τραγικὸ ὅμως αὐτὸ ποὺ λέγεται γιὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ὅτι δηλαδὴ δέχθηκε τὴν Ἱερωσύνη τῶν Ἀρειανῶν.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὴν πρὸς Ρουφιανὸ ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴν στάση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στοὺς ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ Ἀρείου, διακρίνει αὐτοὺς ποὺ μετανόησαν καὶ προσῆλθαν στὴν Ἐκκλησία σὲ δύο κατηγορίες σὲ αὐτοὺς ποὺ ἦταν «προϊστάμενοι τῆς ἀσεβείας» καὶ αὐτοὺς ποὺ ἁπλῶς παρασύρθηκαν στὴν αἵρεση. Τοὺς δέχεται ὅλους, ἀλλὰ τῶν πρώτων δὲν δέχεται τὴν Ἱερωσύνη, ἐνῷ τοὺς δεύτερους τοὺς ἀποκαθιστᾶ καὶ στὸν τόπο τοῦ κλήρου. Γράφει: «Καὶ ἤρεσεν, ὅπερ ὦδε καὶ πανταχοῦ, ὥστε τοὶς μὲν καταπεπτωκόσι καὶ προϊσταμένοις τῆς ἀσεβείας, συγγινώσκειν μὲν μετανοοῦσι, μὴ διδόναι δὲ αὐτοῖς τόπον κλήρου, τοὶς δὲ μὴ αὐθεντούσι μὲν τῆς ἀσεβείας, παρασυρεῖσι δὲ δι’ ἀνάγκην καὶ βίαν, ἔδοξε δίδοσθαι μὲν συγγνώμην, ἔχειν δὲ καὶ τὸν τόπον τοῦ κλήρου». Ἐπισημαίνει ὅμως τὴν ἀνάγκη τῆς σταθερότητας στὴν ὀρθὴ πίστη, γι’ αὐτὸ συμπληρώνει: «Καὶ ἔδοξε τοῦτὸ πὼς οἰκονομικῶς γεγενῆσθαι, διεβεβαιώσαντο γὰρ μὴ μεταβεβλῆσθαι εἰς ἀσέβειαν». Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ἂν «μεταβληθοῦν εἰς ἀσέβειαν», χάνουν τὶς εὐεργεσίες ἀπὸ τὴν«οικονομία» τῆς Ἐκκλησίας, χάνουν «τὸν τόπον τοῦ κλήρου», τὴν ἐνέργεια τοῦ χαρίσματος τῆς Ἱερωσύνης τους.

Ἔχει ὅμως ἀρκετὴ σημασία ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὸν Ρουφιανό. Τοῦ γράφει ὅτι ἀπαντᾶ στὴν ἐπιστολή του ἐπειδὴ «φιλοκάλως καὶ ἐκκλησιαστικῶς, τοῦτο γὰρ πάλιν πρέπει τὴ σὴ εὐλαβεία, ἠρώτησας» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, τ.Δ', σ.82-83).

Τὸ «φιλοκάλως καὶ ἐκκλησιαστικῶς» εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς κινήσεις καὶ δραστηριότητες. Ἂν ὑπῆρχε αὐτό, ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα θὰ εὕρισκαν γρήγορα τὶς πρέπουσες λύσεις. Ἐπειδή, ὅμως, συνήθως ἀπουσιάζει, γι’ αὐτὸ οἱ διακριτικὲς (φιλόκαλες καὶ ἐκκλησιαστικὲς) ποιμαντικὲς κινήσεις τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι γιὰ ἀρκετοὺς ἀκατανόητες, ἰδίως εἶναι ἀκατανόητες γιὰ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑποτάξουν τὸ ἴδιόν τους θέλημα στὴν ἱεραρχικὴ λειτουργία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως φαίνεται, δὲν μποροῦν αὐτοὶ νὰ καταλάβουν οὔτε τὴν ἀξία τῆς ἀκριβείας, οὔτε τὴν θεραπευτικὴ δύναμη τῆς οἰκονομίας. Γι’ αὐτὸ φιλονικοῦν μὲ τοὺς φιλόκαλους ἐκκλησιαστικοὺς ποιμένες διατυπώνοντας ἀνίερες παραθεολογίες.

Ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀναφερόμενος στὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ἄλλοτε μὲ τὴν ἀκρίβεια καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν οἰκονομία, μὲ γνώμονα πάντα τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, εἶπε: «Πανταχοῦ γὰρ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοί εἰσιν, ἐναντίωσις δὲ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς? ἀλλ’ ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τὰς οἰκονομίας καὶ τοὺς σκοποὺς αὐτῶν μὴ ἐπιστάμενοι»(Μ. 12, 1050).

8. Βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές

Μετὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ διατυπωθοῦν τέσσερις βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές:

Α. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν Ἱερωσύνη στοὺς Ἀποστόλους καὶ οἱ Ἀπόστολοι στοὺς διαδόχους τους (Ἐπισκόπους), γιὰ νὰ συγκροτηθῇ ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα τὰ μυστήρια ἐνεργοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἐξέχουσα θέση, οὐσιαστικὴ καὶ ὄχι τυπική, ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος, ἡ ἔγκριση καὶ ἡ μνημόνευση τοῦ ὁποίου δίνει ἐγκυρότητα σὲ ὅλες τὶς ἱεροτελεστίες, σὲ «πὰν ὅ,τι τελεῖται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». «Οἱ πρεσβύτεροι τελοῦσι τὰ μυστήρια δυνάμει τῆς χειροτονίας τῶν ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων, εἰς οὕς ἄρα ἀνάγουσι τὴν ἀρχὴν αὐτῶν πάντα τὰ μυστήρια».(Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 418) «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἁπλῶς εὐχαριστιακή, ἀλλὰ λόγῳ τῆς σχέσεως τοῦ Ἐπισκόπου πρὸς τὴν Εὐχαριστίαν καθίσταται καὶ ἱεραρχική... Αἱ περαιτέρω συνέπειαι εἶναι ἤδη φυσικαί: πὰν ὅ,τι τελεῖται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι ἔγκυρον, μόνον ὅταν ἐγκρίνηται ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου».(Ιωάννου Ζηζιούλα (νὺν Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τὼ Ἐπισκόπω, σ. 98).

Β. Τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἱεραρχικῶς συνοδικὸ καὶ συνοδικῶς ἱεραρχικό. Μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα δὲν ὑπάρχει αὐτονομία χαρισμάτων. «Τὸ κέντρον τῆς ἱερατικῆς διακονίας καὶ δράσεως εἶναι ἡ ἐν πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ δὴ ἡ θεία λειτουργία... Ἐξ ἄλλου ὅμως ἡ ἐπίγειος Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὡς κοινωνία ἱεραρχικῶς ὠργανωμένη, μὲ ἰδίαν ἱεραρχίαν, νομοθεσίαν καὶ λατρείαν, ἢ ὡς "πολιτεία τὴ ἱερωσύνη συμβαίνουσα"» (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 380)  «...θὰ πρέπη τὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας νὰ ὀνομάζηται ἐπισκοπικοσυνοδικὸν» (ἔνθ. ἄν. σ. 521)  «Τὸ συνοδικὸν σύστημα διοικήσεως ἀνάγεται εἰς τὴν οὐσίαν τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ὃν λόγον ἐτέθη εἰς λειτουργίαν ἐν αὐτῇ ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχῶν αὐτῆς, καταστὰν ἔκτοτε οὐσιαστικὸν καὶ ἀναπόσπαστον στοιχεῖον τῆς ζωῆς καθόλου τῆς Ὀρθοδοξίας» (ἔνθ. ἄν. σ. 653-654)

Γ. Εἶναι στενὰ συνδεδεμένο «τὸ δίκαιο τῶν χειροτονιῶν» μὲ τὸ «δίκαιο τῶν κρίσεων». Αὐτὸ φαίνεται ἀνάγλυφα στὴν ἐξέλιξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, στὴν ὁποία ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν «αὐθεντία» τῶν κρίσεων. (βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδά, Ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, Ι Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ (ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τὸ 451),σ. 325-335). Αὐτὸς ποὺ δίνει διὰ τῆς χειροτονίας τὸ χάρισμα ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς κρίσεως τοῦ χειροτονηθέντος, ὅταν αὐτὸς δὲν πολιτεύεται σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐσχάτη ποινὴ δὲ στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ τὸν ὀδηγήση, μὲ τὴν παραπομπή του (σήμερα) στὰ Συνοδικὰ Δικαστήρια, εἶναι ἡ «καθαίρεσις καὶ γύμνωσις πάσης ἱερατικῆς ἐνεργείας καὶ τάξεως», ἡ ὁποία ὡς βασικὸ ἐπακολούθημα «ἐπάγεται στέρησιν τοῦ δικαιώματος... τοῦ πράττειν ἱερατικὰς πράξεις. Οὕτω κατὰ τὸν κανόνα α' Ἀγκύρας οἱ ἐπιθύσαντες μὲν εἰδώλοις, εἶτα δὲ ἀναπαλαίσαντες ἱερεῖς, δύνανται μὲν νὰ μετέχωσι τῆς τιμῆς της ἐν καθέδραις, οὐχὶ δὲ νὰ διδάσκωσι, νὰ προσφέρωσι καὶ νὰ πράττωσί τί τῶν λοιπῶν ἱερατικῶν» (Κωνσταντίνου Μ. Ράλλη, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σ. 4 καὶ ἑξῆς). Δηλαδή, δὲν ἐνεργοποιεῖται πάλι ἡ Ἱερωσύνη τῶν «ἐπιθυσάντων» ποὺ μετανόησαν.

Δ. Ἡ ἀκοινωνησία εἶναι ποινὴ «ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται προληπτικῶς στοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς γιὰ παραπτώματα πίστεως ἢ καὶ κανονικῆς τάξεως γιὰ ὁρισμένο ἢ καὶ γιὰ ἀόριστο χρόνο καὶ ἀποσκοπεῖ ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν ποιμαντικὴ ἐπισήμανση τοῦ προβλήματος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν πρόσκληση τοῦ ἀποκοπτομένου ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία νὰ ἐκφράση δημόσια τὴ μεταμέλιά του, ὁπότε καὶ αἴρεται αὐτομάτως ἡ ποινὴ» (Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἱεροὶ Κανόνες καὶ καταστατικὴ νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σ.117). «Ἡ ποινὴ τῆς ἀκοινωνησίας παραδίδεται ἀπὸ τὴν κανονικὴ παράδοση ὡς μία ἰδιώνυμη ποινὴ μὲ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ διαφορετικὸ χαρακτῆρα ἀπὸ τὶς συγγενεῖς ἢ συνώνυμες ἐκκλησιαστικὲς ποινὲς τοῦ ἀφορισμοῦ, τῆς ἀργίας ἢ καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας» καὶ «παράγει ἀντικειμενικὲς ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς τοπικῆς ἢ καὶ τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας...» (ἕν. ἄν. σ.120-121) Ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς ποινὲς (ὅπως ἡ ἀκοινωνησία) συνδέονται μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστία, ἔχουν χαρακτῆρα εὐχαριστιοκεντρικὸ (βλ. ἕν. ἄν. σ.117). Ἀκόμη καὶ σὲ γνωμοδότηση ποὺ ζήτησε ἡ Ἱερὰ Μονὴ προσδιορίζεται ὅτι ὁ ἀκοινώνητος κληρικὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἱεροπρακτῆ. «Τὸ λεγόμενο "ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας" ἀφορᾶ καθαρὰ καὶ μόνον τὶς τελετουργικὲς ἢ ἱεροπρακτικὲς ἁρμοδιότητες τῶν κληρικῶν (τέλεση ἢ συμμετοχὴ στὴ θεία λειτουργία, τὰ μυστήρια καὶ τὶς διάφορες ἱεροπραξίες)» (Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Λέκτορα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., Δικηγόρου, Γνωμοδότηση, τὴν ὁποία ζήτησε ἡ πρώην Ι.Μ. Μεταμορφώσεως) .

9. Συμπεράσματα

Ἀπὸ ὅσα διατυπώθηκαν παραπάνω ἐξάγονται τὰ ἀκόλουθα συμπεράσματα:

α. Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος στὸ κείμενό του ἐκτίθεται ὡς λογοκλόπος, ὑποπίπτει δηλαδὴ στὸ ἀκαδημαϊκὸ παράπτωμα τῆς λογοκλοπῆς, ἐν γνώσει, ἀφοῦ ἔχει λάβει ἤδη διδακτορικὸ δίπλωμα ἀπὸ τὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο καὶ εἶναι ὑποψήφιος διδάκτωρ τῆς Νομικῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Ἀντιγράφει, χωρὶς παραπομπή, τμήματα ἀπὸ τὴν διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καὶ διαστρεβλώνει σκοπίμως τὰ νοήματα κειμένων ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, πράξη ποὺ εἶναι καθαρὰ ἀντιεπιστημονική.

β. Διαστρεβλώνει ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας, ὅταν ὑπάρχουν σαφεῖς προϋποθέσεις, θεμελιωδέστερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ μετάνοια. Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἐπικεντρώνεται στὰ ἀποτελέσματα τῆς μετανοίας, ἀποσιωπῶντας τὴν ἀναφορὰ τῶν Συνόδων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων σὲ συγκεκριμένες πράξεις μετανοίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ μετανοήση γιὰ κανένα ἐκκλησιαστικό του παράπτωμα.

γ. Παραθεωρεὶ ἐνσυνειδήτως τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Μητροπολίτου του.

δ. Ἐκφράζει μιὰ δική του ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀνορθόδοξη ἄποψη γιὰ τὴν Ἱερωσύνη, τὴν ὁποία ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ὅμως ἡ Ἱερωσύνη δόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ δίνεται ἀπὸ τοὺς διαδόχους τους μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ Αὐτὴν κατόπιν ἀναστέλλεται, ὅταν δὲν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις ἐνεργείας τοῦ χαρίσματος.

Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι χάρισμα ποὺ δίνει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἐπισκόπων σὲ ἐπιλεγμένα μέλη της. Εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο ἔργο. Πολὺ περισσότερο δὲν ἀνήκει στὴν φύση τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ θεωρεῖται περίπου ὡς κάποιο φυσικὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, ὅπως εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου ἢ τῆς θρησκείας. Οἱ Κληρικοὶ εἶναι «οἰκονόμοι τῆς Χάριτος» καὶ ὄχι ἰδιοκτῆτες της. Καὶ ὁ οἰκονόμος, ἀνάλογα μὲ τὴν πιστότητά του πρὸς τὸν Ἐντολέα του (τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Τοῦ), κατὰ τὴν διαχείριση τῆς οἰκονομίας του, εἴτε ἐπαινεῖται εἴτε «διχοτομεῖται» ἀπὸ τὸν Κύριό του καὶ τίθεται «μετὰ τῶν ἀπίστων» (Λούκ. 12, 46).

Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος, μὲ ὅσα ἰσχυρίζεται, δείχνει ὅτι θεωρεῖ τὴν Ἱερωσύνη ὡς ἀναφαίρετο φυσικό του δικαίωμα, ὡς ἰδιόκτητο ἀτομικό του πλοῦτο, ἀφοῦ τὸ (σύμφωνα μὲ τὸ παπικὸ δόγμα) ἀνεξάλειπτό της νομίζει ὅτι τοῦ παρέχει τὸ δικαίωμα νὰ μὴν ὑπακούη οὔτε στὸν νὺν Ἡγούμενό του, οὔτε στὶς ἐντολὲς τοῦ Μητροπολίτου του, οὔτε ἀκόμη στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Εἶναι ἕνα τυπικὸ δεῖγμα τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς νοοτροπίας ποὺ ἐκφράζουν ἔργῳ καὶ λόγῳ, ἀπὸ ἐτῶν, οἱ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί του καὶ ὁ Γέροντάς του π. Σπυρίδων Λογοθέτης, ὁ ὁποῖος δημοσίως «ἐπιβράβευσε» τὴν ἀνυπακοή του πρὸς τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ π. Σπ. Λογοθέτης σὲ ὁμιλία του, ἡ ὁποία μαγνητοσκοπημένη κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο, εἶπε ὅτι ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος τοῦ δήλωσε: «Ἐγὼ θὰ λειτουργῶ καὶ ἅς μὲ καθαιρέσουν καὶ ἅς μὲ κάνουν ὅ,τι θέλουν». Γι’ αὐτή του τὴν ἀπόφαση, ὡς Γέροντάς του, (σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ ἴδιος δημοσίως εἶπε) δὲν τὸν ἐπαίνεσε, οὔτε τὸν ἔκρινε, ἀλλὰ μέσα του χάρηκε, διότι μὲ αὐτή του τὴν ἀπόφαση «ἔδειξε ὅτι εἶναι ἄνδρας καὶ Χριστιανός». Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν εἶναι ἁπλὸς ἔπαινος. Εἶναι ὁ πιὸ προκλητικὸς διθύραμβος τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς. Μπορεῖ ὅμως κανεὶς μὲ τὴν «ἀνδρωσύνη» του νὰ μεταβάλη σὲ ἐνεργὸ τὴν ἀνενεργὸ Ἱερωσύνη του καταργῶντας τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία;!!

Εἶναι ἁπλοϊκό, ἀλλὰ καὶ οὐσιῶδες τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶ ἡ περίπτωση τοῦ π. Ι. Σταυροπούλου: Ὅταν (μὲ τὴν ἀνδρωσύνη τοῦ) τελῇ λειτουργία, τὴν ὁποία ἀπαγορεύει ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων, τὴν τελεῖ μνημονεύοντας τὸν ἀπαγορεύοντα Μητροπολίτη; Θὰ εἶναι σχιζοφρενικὸ πάντως ἂν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Ὁ π. Ι. Σταυρόπουλος ἐπέλεξε τὸν δικό του δρόμο. Δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἱεραρχικὴ καὶ χαρισματικὴ διάρθρωση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὴν τὴν ἐπιλογὴ ἔχει ἀκέραιη τὴν εὐθύνη. Δὲν ἔχει πάντως δικαίωμα νὰ θεωρῇ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προβάλλεται ὡς ἔγκυρος τελετουργὸς τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, παραπλανῶντας τὸν λαό. Ἐν ὅσῳ εἶναι σὲ ἀκοινωνησία ἡ Ἱερωσύνη ποὺ φέρει εἶναι ἀνενεργὸς καὶ τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ εἶναι ἄκυρα.

Γιὰ τὴν ἰσχὺ αὐτοῦ τοῦ λόγου θυμίζουμε τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 2730/15-10-1996 σχετικὴ συνοδικὴ ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε Ἀρχιερέα ποὺ τελοῦσε ἐν ἀκοινωνησίᾳ, ἡ ὁποία ἰσχύει ἐπακριβῶς γιὰ κάθε ἐν «ἀκοινωνίᾳ» τελοῦντα κληρικό:

«Αἱ ὑπὸ τοῦ ἐν ἀκοινωνίᾳ τελοῦντος Ἀρχιερέως γενόμεναι ἱεροτελεστίαι, ἐν αἷς ὁ ἐγκαινιασμὸς ναῶν, τυγχάνουσιν κανονικῶς ἄκυροι καὶ δέον ὅπως ἐπαναληφθῶσι ὑπὸ τοῦ κανονικοῦ Ἀρχιερέως».–

ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ

  • Προβολές: 3838