Skip to main content

Μοναχισμός, ἔγγαμος βίος κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀδάμ καί Εὔα

Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀναφέρεται σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν βαπτισθῆ καί προσπαθοῦν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τά παραγγέλματα καί τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἑνιαία ζωή περιγράφεται στήν Ἁγία Γραφή καί ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Δέν ἔδωσε ὁ Θεός ἄλλο Εὐαγγέλιο γιά τούς ἐγγάμους πού ζοῦν στήν κοινωνία καί ἄλλο Εὐαγγέλιο γιά τούς μοναχούς πού ζοῦν στά Μοναστήρια καί τήν ἔρημο. Πουθενά δέν γίνεται αὐτή ἡ διάκριση. Ἐκεῖνο πού διαφέρει εἶναι ὁ τρόπος τῆς βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνάλογα μέ τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς καί τόν βαθμό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό.

Σέ αὐτήν τήν προοπτική κινεῖται καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Στήν συλλογή τῶν κειμένων του συναντοῦμε ὁμιλίες πού ἐκφωνοῦνται στούς Χριστιανούς πού ζοῦν στήν κοινωνία, εἶναι ἔγγαμοι καί ἀσκοῦν διάφορα ἐπαγγέλματα, καί κείμενα πού ἀναφέρονται πρός τούς μοναχούς πού ζοῦν στήν ἔρημο καί τά Μοναστήρια. Καί ἐκεῖνο πού παρατηροῦμε εἶναι ὅτι, ὅταν ὑπερτονίζη τόν γάμο, τό κάνει γιατί μερικοί μοναχοί τόν ὑποτιμοῦσαν καί ὅταν ὑπερτονίζη τήν παρθενία καί τήν μοναχική ζωή τό κάνει γιατί μερικοί ἔγγαμοι παραθεωροῦσαν τόν μοναχικό καί ἀσκητικό βίο. 


Γενικά, στά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει μιά ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τοῦ ἐγγάμου καί τοῦ μοναχικοῦ βίου, καί ἑπομένως ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν πιό πάνω γιά τούς λογισμούς, τήν ἡσυχία, τά πάθη, τήν νήψη, τόν ἔρωτα γιά τόν Θεό κλπ. ἀναφέρονται καί στούς ἐγγάμους καί τούς μοναχούς.

Στήν συνέχεια θά δοῦμε μερικές πτυχές αὐτοῦ τοῦ ἰσορροπημένου χρυσοστομικοῦ λόγου. Θά φανῆ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν ἕνας ὥριμος Πνευματικός Πατέρας, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ζήσουν εὐαγγελικά. Γιατί πράγματι, ἄν κάποιος μοναχός ὑποτιμᾶ τόν ἐν Χριστῷ γάμο, σημαίνει ὅτι ἔχει πρόβλημα μέ τόν τρόπο πού ζῆ τήν μοναχική του ζωή καί, ἄν κάποιος ἔγγαμος ὑποτιμᾶ τόν ἐν Χριστῷ Μοναχισμό, σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπογοητευμένος καί ἴσως ἀποτυχημένος ἀπό τήν ἔγγαμη ζωή του.

α) Τό χάρισμα τοῦ γάμου

Ὁ γάμος, βέβαια, εἶναι γεγονός τῆς πτώσεως, ἀφοῦ ὁ γάμος, ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα, δέν ὑπῆρχε στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα στόν Παράδεισο πρό τῆς πτώσεως, ἀλλ᾿ ὅμως εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό καί εὐλογεῖται μέ τήν ἱεροτελεστία στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρεται διεξοδικά στό θέμα αὐτό καί περιγράφει ἀναλυτικά ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ πρώτου ἀδνρογύνου, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πρό τῆς παραβάσεως καί πῶς μετράπηκε μετά τήν παράβαση καί τήν παρακοή αὐτή ἡ σχέση.

Ἑρμηνεύοντας τά σχετικά χωρία τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως λέγει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρό τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἐνδεδυμένοι μέ τήν ἄνωθεν δόξα καί γι᾿ αὐτό δέν αἰσχύνονταν πού ἦταν γυμνοί, ἀλλ᾿ ἡ αἰσχύνη εἰσῆλθε μετά τήν παρακοή. Ὁ Θεός στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τους τούς χάρισε «ἀγγελικόν βίον», καί ἀξίωσε τόν Ἀδάμ τοῦ «προφητικοῦ ἀξιώματος». Μέ τό προφητικό αὐτό ἀξίωμα ἀντιλήφθηκε τόν τρόπο τῆς πλάσεως τῆς Εὔας, ἄν καί ὁ Θεός τήν κατασκεύασε κατά τήν διάρκεια τῆς ὑπνώσεώς του, ἀλλά ἀντιλήφθηκε καί τό πῶς θά λειτουργοῦσε ἡ σχέση ἀνδρός καί γυναικός μετά τήν πτώση. Ὁ Ἀδάμ «τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος μετέχων πρό τῆς παρακοῆς, ἅπαντα ταῦτα ἑώρα τοῖς πνευματικοῖς ὀφθαλμοῖς».

Τό πρῶτο ἀνδρόγυνο ζοῦσε στόν Παράδεισο «καθάπερ ἄγγελοι», μή φλεγόμενοι ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός, μή πολιορκούμενοι ἀπό διάφορα ἄλλα πάθη, μή ὑποκείμενοι στίς ἀνάγκες τῆς φύσεως, ἀλλ᾿ ἐκτίσθησαν «δι᾿ ὅλου ἄφθαρτοι ... καί ἀθάνατοι».

Ἔνδειξη ὅτι ὁ Ἀδάμ ἀξιώθηκε τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος φαίνεται καί στό ὅτι κατάλαβε πῶς θά γινόταν ἀργότερα ἡ συνουσία του μέ τήν γυναίκα. Αὐτό δείχνει ὁ λόγος του: «Ἀντί τούτου καταλήψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Ἐφεσ. ε΄, 31-32). Αὐτά τά προεῖδε ὁ Ἀδάμ μέ τό προφητικό χάρισμα πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό, γιατί, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «μετά γάρ τήν παράβασιν τά τῆς συνουσίας γέγονεν· ἐπεί μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διῃτῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ».

Γίνεται, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ γάμος λειτουργοῦσε διαφορετικά πρό τῆς πτώσεως καί διαφορετικά μετά ἀπό αὐτήν. Αὐτό εἶναι σημαντικό στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τήν μυστηριακή καί ἀσκητική διάσταση τοῦ γάμου.

Ὁ γάμος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πρέπει νά ἀποβλέπη στήν ἀρχική του προοπτική, γι᾿ αὐτό «πρᾶγμά ἐστι σεμνόν καί τό γένος ἡμῶν συγκροτοῦν καί πολλῶν αἴτιον ἀγαθῶν». Καί βλέποντας αὐτήν τήν πλευρά τοῦ χριστιανικοῦ γάμου λέγει ὅτι ὁ γάμος στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει κίνητρο τό πάθος, οὔτε καί τήν ἕνωση τῶν σωμάτων, «ἀλλά πνευματικός ὅλος, ψυχῆς πρός Θεόν συναπτομένης συνάφειαν ἄρρητον». Ὁ γάμος δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά τήν παιδοποιΐα, ἀλλά πολύ περισότερο «ὑπέρ τοῦ σβέσαι τήν τῆς φύσεως πύρωσιν», γι᾿ αὐτό καί ἡ γυναίκα γιά τόν ἄνδρα εἶναι «λιμήν… καί φάρμακον εὐθυμίας μέγιστον», τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τά χαμαιτυπία (οἴκους ἀνοχῆς), τόν βοηθᾶ νά ζῆ μέ σωφροσύνη, παύει «τόν οἶστρον τῆς φύσεως».

Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι δυνατόν κανείς νά ἔχη γυναίκα, νά ζῆ μέσα σέ οἰκογένεια, καί συγχρόνως νά προσεύχεται, νά νηστεύη, νά ζῆ μέ κατάνυξη. Γιά τήν ἐπικύρωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἀναφέρει τούς πρώτους Χριστιανούς, ἀλλά καί τό εὐλογημένο ἀνδρόγυνο, τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα. Ὅλοι αὐτοί ἦταν ἔγγαμοι, κατοικοῦσαν στίς πόλεις καί ἀπέδειξαν ὅτι ζοῦσαν μέ τήν εὐλάβεια ἐκείνων πού κατέλαβαν τίς ἐρήμους, δηλαδή τούς ἀσκητές - ἐρημίτες.

Ἀναφερόμενος στόν Προφήτη Ἡσαΐα λέγει ὅτι καί αὐτός ἦταν ἔγγαμος, εἶχε γυναίκα, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδιζε νά εἶναι προφήτης. «Ὁ προφήτης οὐ γυναῖκα εἶχε; Καί οὐκ ἐγένετο κώλυμα τοῦ Πνεύματος ὁ γάμος· ἀλλά καί ὡμίλει τῇ γυναικί, καί προφήτης ἦν». Τό ἴδιο συνέβη μέ τόν Μωϋσῆ, τόν Ἀβραάμ καί ἄλλους Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καί σέ ἄλλο σημεῖο, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη του τόν Προφήτη Ἡσαΐα, διαβεβαιώνει τούς ἀκροατές του: «Γενοῦ καί αὐτός προφήτης». Καί σέ ἐνδεχόμενη ἐρώτηση πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς προφήτης, ὅταν ἔχη γυναίκα καί παιδιά νά μεγαλώση, ἀπαντᾶ: «Δυνατόν μέν, ἐάν ἐθέλῃς, ἀγαπητέ». Ἄλλωστε, «οὐ γάρ ἐστι κώλυμα τῆς πρός τόν οὐρανόν ἀποδημίας ὁ γάμος». Γιατί, ἄν ἦταν κώλυμα καί ἄν ἡ γυναίκα δημιουργοῦσε διάφορα προβλήματα γιά τήν σωτηρία στόν ἄνδρα, τότε «οὐκ ἄν αὐτήν ἐξ ἀρχῆς ποιῶν ὁ Θεός ἐκάλεσε βοηθόν».

Συνεπῶς, «ἐάν γάρ νήφωμεν, οὔτε γάμος, οὔτε ἀνατροφή, οὔτε ἕτερόν τι ἐμποδίσαι ἡμῖν δυνήσεται εἰς τήν εὐαρέστησιν τήν πρός τόν Θεόν». Ἡ νήψη καί ἡ ὅλη ἀσκητική ζωή μπορεῖ νά βιωθῆ καί μέσα στόν γάμο καί τήν οἰκογένεια. Ἄν ὁ γάμος καί ἡ παιδοτροφία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἐμπόδιο στήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, τότε «οὐκ εἰσήνεγκε γάμον εἰς τόν βίον τόν ἡμέτερον ὁ τῶν ὅλων δημιουργός». Ἐπειδή ὁ γάμος δέν εἶναι ἐμπόδιο γιά τήν κατά Χριστό φιλοσοφία, καί μάλιστα προσφέρει μεγάλη παρηγοριά, γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός «τήν ἐντεῦθεν παραμυθίαν ἐχαρίσατο τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει». Ἑπομένως, ὁ γάμος εἶναι παραμυθία στόν ἀνθρώπινο βίο.

Ἐκπληκτικό εἶναι τό παράδειγμα τῆς Ἄννης τῆς μητέρας τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, ὅπως τό ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Παρουσιάζει τήν Ἄννα ὡς ἕνα ὑπόδειγμα ἐγγάμου γυναικός πού εἶχε νοερά - καρδιακή προσευχή καί ζοῦσε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Περιγράφει μέ καταπληκτικό τρόπο «πῶς ηὔξατο, πῶς ᾔτησε, καί ἔπεισε, καί ἔλαβε, καί ἔτεκε καί ἔθρεψε καί ἀνέθηκε τόν Σαμουήλ». Ἡ Ἄννα προσευχήθηκε νοερά στόν Θεό γιά νά συλλάβη παιδί, γι᾿ αὐτό καί, ὅπως λέγει, δέν θά ἁμάρτανε κανείς ἄν τήν γυναίκα αὐτή τήν ὀνόμαζε «μητέρα ὁμοῦ καί πατέρα τοῦ παιδίου». Βεβαίως, μετά τήν προσευχή στόν Θεό, «ὁ ἀνήρ ἔσπειρεν», ἀλλά στό σπέρμα «τήν δύναμιν ταύτης παρέσχεν ἡ εὐχή» καί γι᾿ αὐτό «σεμνοτέρας τοῦ Σαμουήλ τάς ἀρχάς τῆς γεννήσεως ἐποίησεν».

Στήν περίπτωση τοῦ Σαμουήλ δέν συνέβη ὅ,τι γίνεται σέ ἄλλους, δηλαδή «ὕπνος καί σύνοδοι τῶν γεννησαμένων μόνον, ἀλλ᾿ εὐχαί καί δάκρυα καί πίστις ἀρχαί τῆς γεννήσεως ταύτης ἐγένοντο». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Προφήτης Σαμουήλ εἶχε πιό σεμνή ἀπό τούς ἄλλους γέννηση, ἀφοῦ ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεώς του ἦταν κυρίως ἡ προσευχή, ἡ ὁποία ἔδωσε δύναμη στό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων του. Προτρέπει δέ ὅλους νά ζηλέψουν καί νά μιμηθοῦν «τήν φιλοσοφίαν (τῆς Ἄννας) τήν πρό τοῦ τόκου, τήν πίστιν τήν ἐν τῷ τόκῳ, τήν σπουδήν τήν μετά τόν τόκον».

β) Ἡ χαρισματική ζωή τῶν μοναχῶν

Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε ὁ Μοναχισμός, ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα, ἀλλά, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί ζοῦσαν ὡς μοναχοί, ἀκόμη καί οἱ ἔγγαμοι. Ἡ σωφροσύνη, ἡ καθαρότητα, ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ προσμονή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κλπ. εἶναι βιώματα Χριστιανικά. Ἄλλωστε, ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ πρῶτες ἐκκλησιαστικές κοινότητες ζοῦσαν ὅπως ζοῦν σήμερα οἱ μοναχοί στά Μοναστήρια. Φυσικά καί τότε ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού προτιμοῦσαν τόν γάμο ἤ ἐξέλεγαν τήν παρθενία. Καί τά δύο αὐτά πρέπει νά γίνωνται ἐν Χριστῷ.

Ἀργότερα, ὅμως, ὅταν ἄρχισε νά ἐκκοσμικεύεται ἡ Χριστιανική ζωή καί νά κοινωνικοποιῆται ὁ εὐαγγελικός λόγος, ὅσοι ἤθελαν νά ζήσουν στό ἔπακρο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἔφευγαν στήν ἔρημο. Ἀργότερα ὁ Μ. Βασίλειος καί ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀργάνωσαν τούς ἀναχωρητές σέ κοινοβιακό τρόπο ζωῆς.  Ὑπάρχουν πολλά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού περιγράφουν τήν ζωή τῶν ἀσκητῶν καί τῶν μοναχῶν. Θά παραμείνω σέ δύο περιγραφές πού κάνει καί εἶναι ἀρκετά ἐκφραστικές.

Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία του στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ μέ καλλιέπεια καί καθαρότητα λόγου λέγει ὅτι οἱ μοναχοί ἀπέφυγαν ὅλα τά ἐγκόσμια καί προτίμησαν νά ζήσουν στά ὄρη. Ἀπό τήν ζωή αὐτή μελετοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὁμιλοῦν μέ τίς κοιλάδες, τά ὄρη, τίς πηγές, τήν ἡσυχία καί τήν ἠρεμία καί πρίν ἀπό ὅλα μέ τόν Θεό. Τό δωμάτιό τους εἶναι καθαρό, ἀλλά πρό παντός εἶναι ἐλεύθερη ἡ ψυχή τους ἀπό κάθε πάθος. Εἶναι ἐλεύθερη, λεπτή, καί ἐλαφριά, ἀλλά καί καθαρότερη ἀπό τόν λεπτότερο ἀέρα. Ζοῦν ὅπως ὁ Ἀδάμ πρό τῆς ἁμαρτίας, μᾶλλον ἔχουν μεγαλύτερη παρρησία ἀπό ἐκεῖνον, γιατί καί μεγαλύτερη εἶναι ἡ χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος θεωρεῖ ὅτι ἡ ζωή τῶν μοναχῶν εἶναι βίωση καί τῆς προπτωτικῆς πολιτείας τῶν πρωτοπλάστων καί τῆς ζωῆς τῶν ἀγγέλων.

Στήν συνέχεια περιγράφει τό καθημερινό πρόγραμμα τῶν μοναχῶν, πού σημαίνει ὅτι γνώριζε ἀπό προσωπική πείρα τήν μοναχική πολιτεία. Χαρακτηρίζει τούς μοναχούς «φωστῆρας τῆς οἰκουμένης» πού σηκώνονται τό πρωΐ πρίν ἀνατείλη ὁ ἥλιος γιά νά ἀπευθύνουν ὕμνους στόν Θεό. Ἔπειτα προσεύχονται γονατιστοί, προεξάρχοντος τοῦ Ἡγουμένου τους. Ἀφοῦ τελειώσουν τίς ἅγιες καί συνεχεῖς προσευχές καί ἤδη ἔχει ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἀσχολοῦνται μέ τό ἐργόχειρο, γιά νά ἔχουν ἔσοδα γι᾿ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, δηλαδή προκειμένου νά ἐξασκήσουν τήν φιλανθρωπία τους. Μελετοῦν, ἀκόμη, ἁγιογραφικά κείμενα, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα, τούς Ἀποστόλους, καί φιλοσοφοῦν «περί Θεοῦ, περί τοῦδε τοῦ παντός, περί τῶν ὁρωμένων, περί τῶν ἀοράτων, περί αἰσθητῶν, περί νοητῶν, περί τῆς εὐτελείας τούτου τοῦ βίου, περί τῆς τοῦ μέλλοντος μεγαλειότητος». Γενικά, οἱ μοναχοί αὐτοί, μέ τόν τρόπο πού ζοῦν, διατηροῦν σταθερά σέ ὅλη τους τήν ζωή καί «τόν τύπον καί τοῦ τόπου τό τερπνόν καί τῆς διαγωγῆς τό γλυκύ καί τῆς πολιτείας τό καθαρόν καί τῆς καλλίστης ὠδῆς καί πνευματικῆς τήν χάριν».

Ἡ δεύτερη περιγραφή τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηρίων προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία του στήν Α΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κατ᾿ ἀρχάς λέγει ὅτι τά Μοναστήρια εἶναι «οἰκία πένθους», ὅπου ἐπικρατεῖ μετάνοια μέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της, καθώς ἐπίσης τά Μοναστήρια «λιμήν ἐστιν εὔδιος» καί «λαμπτῆρες», δηλαδή φάροι φωτεινοί. Ἐπαινεῖ τούς μοναχούς γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διάγουν, γράφοντας: «Ὄντως ἅγιοι οὗτοι, καί ἐν ἀνθρώποις ἄγγελοι». Καί εἶναι ἄγγελοι γιατί «μετά τῶν ἀγγέλων ᾄδωσι». Ἐπειδή μετέχουν τοῦ θείου Φωτός γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί εἶναι «υἱοί φωτός».
Στό κείμενο αὐτό περιγράφεται καί πάλι τό καθημερινό πρόγραμμα τῶν ἁγίων αὐτῶν μοναχῶν, πού σημαίνει ὅτι τό γνώριζε πολύ καλά ἀπό προσωπική πείρα, ὅπως τήν πρωϊνή προσευχή, πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, τούς «προφητικούς ὕμνους» τούς ὁποίους ἄδουν στόν Θεό, τήν λίγη ἀνάπαυση, τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, τήν ἡσυχία, καί πάλιν τήν προσευχή μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Γ΄, τῆς ΣΤ’, τῆς Θ’ ὥρας καί τοῦ ἑσπερινοῦ. Οἱ ἅγιοι αὐτοί μοναχοί «εἰς τέσσαρα μέρη τήν ἡμέραν διανείμαντες, καθ᾿ ἕκαστον μέρος πληρούμενον ψαλμῳδίαις, ὕμνοις γεραίρουσι τόν Θεόν».

Πέρα ἀπό τήν ἔκθεση τοῦ καθημερινοῦ προγράμματος τῶν μοναχῶν ἐκείνων, στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποκαλύπτει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦσαν καθημερινά. Ὁ τρόπος τῆς μοναχικῆς ζωῆς τους συνδέεται μέ τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀκτημοσύνη, τήν κοινοκτημοσύνη, τήν νηστεία, τήν ἡσυχία, τήν ἀγάπη στούς ἀδελφούς, τήν ἄσκηση, τήν σκληραγωγία κλπ. Εἶναι σημαντικό ἕνα χωρίο: «οὔκ ἐστι ταμεῖον, οὐκ ἄλλο τοιοῦτον οὐδέν· ἀλλά πάντα εὐχῆς γέμει, πάντα ὕμνων, πάντα εὐωδίας πνευματικῆς, οὐδέν ἐκεῖ σαρκικόν». Τό κέντρο τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή καί μέ αὐτήν γεμίζουν τήν ἡμέρα. Καί ἀλλοῦ γράφει: «πάντων καθαρός ὁ χορός ἐκεῖνος· σιγή καί ἡσυχία πολλή· τόν ἐμόν οὐκ ἔνι καί τό σόν ἐκεῖ».

Ἔπειτα, περιγράφει καί τό πῶς ἀντιμετωπίζουν οἱ μοναχοί ἐκεῖνοι τόν θάνατο, γιατί καί ἐκεῖ ἀποθνήσκουν, διότι δέν εἶναι ἀθάνατοι κατά τό σῶμα, ἄν καί δέν θεωροῦν τόν θάνατο ὡς θάνατο. Ἔτσι, τούς ἀπελθόντας τούς προπέμπουν μέ ὕμνους. «Προπομπήν τό τοιοῦτον καλοῦσιν, οὐκ ἐκφοράν». Καί ὅταν ἀνακοινωθῆ ὅτι κάποιος ἀπέθανε «πολλή ἡ εὐφροσύνη, πολλή ἡ ἡδονή». Μάλιστα δέν τολμᾶ κανείς νά πῆ ὅτι «ὁ δεῖνα τετελεύτηκεν, ἀλλ᾿ ὁ δεῖνα τετελείωται». Γράφει δέ ὅτι μετά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ἑνός ἀδελφοῦ ἐπικρατεῖ πολλή δόξα, εὐφροσύνη καί ὁ καθένας εὔχεται νά ἔχη τέτοιο τέλος, νά τελειώση τούς ἀγῶνες του μέ αὐτόν τόν τρόπο, εὔχεται «ἀναπαύσασθαι τῶν πόνων καί τῶν ἀγώνων, ἰδεῖν τόν Χριστόν». Καί στίς ἀρρώστιες δέν ἐπικρατοῦν δάκρυα, ἀλλά ἀπευθύνουν προσευχές καί ἔχουν πίστη στόν Θεό. Καί ἄν χρειασθοῦν ἰατροί καί τότε «πολλή καί ἐνταῦθα ἡ φιλοσοφία, πολλή ἡ καρτερία».

Τελικά, ἕνας εἶναι ὁ σκοπός τῶν μοναχῶν, τό πῶς νά ἀπέλθουν στόν Θεό. «Ἀλλά πάντων τούτων ἀπηλλαγμένη ἡ ψυχή, ἕν σκοπεῖ μόνον εἰς τήν ἐσχάτην ἀναπνοήν, ὅπως ἀπέλθῃ τῷ Θεῷ φίλη». Οἱ περιγραφές αὐτές δείχνουν τό πῶς ζοῦσαν οἱ μοναχοί τῆς ἐποχῆς του, ποιά ἦταν ἡ ἁγία πολιτεία τους, ἀλλά καί τό ὅτι ὁ ἴδιος ἐπισκεπτόταν τούς τόπους τῆς ἀσκήσεώς τους. Περιγράφει δέ αὐτήν τήν ζωή στούς ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων του, τούς ζῶντες τόν κόσμο γιά νά τούς ἐμπνεύση στήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί τήν βίωση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.

γ) Ὠφέλεια ἐγγάμων ἀπό τήν θέα τῶν μοναχῶν

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν θεωροῦσε τόν Μοναχισμό καί τόν ἔγγαμο βίο ὡς ἀνεξάρτητους μεταξύ τους, ἀλλά προέβαλλε καί τήν ὠφέλεια πού θά εἶχαν οἱ ἔγγαμοι ἀπό τήν ἐνατένιση τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τήν ἐπίσκεψή τους στούς τόπους τῆς ἀσκήσεως τῶν μοναχῶν. Στίς ὁμιλίες του παρατηροῦμε ὅτι προτρέπει τούς Χριστιανούς πού ζοῦν στόν κόσμο καί τούς ἐγγάμους νά ἐπισκέπτωνται τά Μοναστήρια καί τούς ἐρημικούς τόπους, νά βλέπουν τήν ζωή τῶν μοναχῶν, γιατί αὐτό θά συντελῆ καί στήν βελτίωση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο θά ζοῦν στήν κοινωνία καί τήν οἰκογένεια.
Στήν προηγούμενη ἑνότητα εἴδαμε τήν περιγραφή πού κάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν, μέ τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή, τήν ἐργασία καί τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Σέ αὐτήν τήν περιγραφή συγκρίνει τήν εὐλογημένη ζωή τῶν μοναχῶν μέ τήν προκλητική ζωή τῶν ἀνθρώπων πού πηγαίνουν στά θέατρα καί συμμετέχουν στίς κοσμικές διασκεδάσεις. Περιγράφοντας τήν στάση, τήν ἐνδυμασία καί τίς κινήσεις τῶν ἠθοποιῶν λέγει ὅτι ὁ θεατής τῶν θεάτρων δέχεται εὐθύς τό πῦρ τοῦ ἀτόπου ἔρωτος. Ἡ φωνή, ἡ ὄψη, ἡ ἐνδυμασία, τά κοσμήματα κλπ. τῶν πορνῶν, προκαλοῦν τούς θεατές καί τούς ἐξάπτουν, ὁπότε ἐπιστρέφουν στό σπίτι τους αἰχμάλωτοι. «Ἐντεῦθεν αἱ ὕβρεις καί αἱ ἀτιμίαι, ἐντεῦθεν αἱ ἀπέχθειαι, οἱ πόλεμοι, οἱ θάνατοι οἱ καθημερινοί» καί γενικά ἡ ἀνυπόφορη ζωή. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα οἱ ἄνδρες νά περιφρονοῦν τίς γυναῖκες τους, πού δέν ἔχουν τά προσόντα τῶν ἠθοποιῶν ἤ ἀκόμη καί νά τίς ἐγκαταλείπουν. Ὅμως, αὐτή ἡ ἡδονή πού αἰσθάνονται στό θέατρο εἶναι πρόσκαιρη καί δημιουργεῖ μεγαλύτερο πόνο.

Ἀντίθετα, ὅταν οἱ ἄνδρες ἐπισκέπτωνται τούς χορούς τῶν μοναχῶν καί βλέπουν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλοιώνονται πνευματικά, ὁπότε ἐπιστρέφουν στό σπίτι τους μέ ἄλλα φρονήματα. Ἔτσι, μετά τήν ἐπίσκεψη στά Μοναστήρια «ἥμερον καί πρᾶον δέξεται ἡ γυνή τόν ἄνδρα, πάσης ἡδονῆς ἀτόπου ἀπηλλαγμένον, καί εὐκολώτερον αὐτῷ χρήσεται, ἤ πρό τούτου». Συγκρίνοντας τόν χορό τῶν θεάτρων καί τῶν ἁγίων μοναχῶν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Τοιαῦτα ὁ μέν χορός ἐκεῖνος τίκτει κακά, οὗτος δέ ἀγαθά· ὁ μέν ἀπό προβάτων λύκους ποιῶν, οὗτος δέ ἀπό λύκων ἀρνειούς ἐργαζόμενος».

Παρουσιάζοντας στούς ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων του τήν μεγάλη ἀξία τοῦ χοροῦ τῶν μοναχῶν, ἀλλά καταγράφοντας καί τήν ἀντίθετη διαγωγή τῶν θεατρίνων αἰσθάνθηκε ὅτι τούς θέρμανε τήν καρδιά καί τούς ἔκανε νά ἐπιθυμήσουν, νά μιμηθοῦν τόν ἐνάρετο βίο τῶν μοναχῶν, γι᾿ αὐτό καί τούς προτρέπει: «Ὡς ἔστι σοι θερμός οὗτος ὁ ἔρως, ἄπελθε πρός αὐτούς ἐκείνους τούς ἀγγέλους, ἀνάκαυσον αὐτόν πλέον». Ἡ θέα τῶν πραγμάτων θά ἀνάψη περισσότερο αὐτό τό πῦρ, παρά ὁ δικός του λόγος. Τούς προτρέπει νά μή ἀναβάλλουν τήν μετάβασή τους στούς μοναχούς, οὔτε νά θελήσουν νά μεταβοῦν ἀφοῦ πρῶτα ἐρωτήσουν τίς γυναῖκες τους ἤ νά λύσουν πρῶτα διάφορα προβλήματα, γιατί αὐτή ἡ ἀναβολή εἶναι ἀρχή τῆς ραθυμίας. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει τήν ἀγγελική ζωή τῶν μοναχῶν ὡς πρότυπο γιά ὅλους τούς Χριστιανούς πού ζοῦν στόν κόσμο καί θεωρεῖ ὅτι μέ τήν ἐπίσκεψή τους σέ αὐτούς θά ἀλλάξουν διαγωγή, πού σημαίνει ὅτι αὐτό θά ἔχη εὐεργετικά ἀποτελέσματα στόν ἑαυτό τους καί τήν οἰκογένειά τους.

Καί σέ ἄλλο κείμενο προτρέπει τούς ἀκροατές του νά ἐπισκεφθοῦν τούς μοναχούς στούς τόπους τῆς ἀσκήσεώς τους. Ἡ προτροπή του εἶναι χαρακτηριστική: «Ἄπιθι (πήγαινε) πρός αὐτούς, φιλοσόφησον, πρόσιθι, ἅψαι ποδῶν ἁγίων·… Ἅγιοί εἰσιν οἱ πόδες, κἄν εὐτελεῖς ὦσι». Συνεχίζει δέ τήν προτροπή: «Ἄπιθι πρός τάς τῶν ἁγίων σκηνάς· ὥσπερ ἀπό γῆς εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐστίν εἰς μοναστήριον ἀνδρός ἁγίου καταφυγεῖν». Εἶναι ἅγιοι, γιατί «ἅγιοι δέ εἰσιν πάντες, ὅσοι πίστιν ὀρθήν μετά βίου ἔχουσι· κἄν σημεῖα μή ἐργάζωνται, κἄν δαίμονας μή ἐκβάλλωσιν, ἅγιοί εἰσιν». Καί προχωρεῖ λέγοντας: «Ἄν δέ καί ἡμέραν μίαν μείνῃς, ἤ καί δευτέραν, τότε πλέον αἰσθήσῃ τῆς ἡδονῆς».

Ἐπίλογος

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία γίνονται διάφορες διασπάσεις τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἄλλοι ζοῦν ἕναν κοινωνικοποιημένο Χριστιανισμό, τόν προσαρμόζουν στά μέτρα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί τίς σύγχρονες κοινωνικές συνθῆκες ζωῆς, πράγμα τό ὁποῖο λέγεται ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού θεωροῦν ἀνεφάρμοστο τόν Χριστιανισμό καί ἐφαρμόσιμο μόνον ἀπό τούς μοναχούς καί μάλιστα τούς ἐρημίτες. Καί οἱ δύο αὐτές περιπτώσεις ἀλλοιώνουν τόν Χριστιανισμό καί τό Εὐαγγέλιο.

Βεβαίως, ὑπάρχουν διάφορες πνευματικές ἡλικίες, ἄλλοι ἀνήκουν στόν στενό κύκλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοι στόν κύκλο τῶν δώδεκα, ἄλλοι στόν κύκλο τῶν πεντακοσίων ἀδελφῶν καί μερικοί ἀκόμη εἶναι νυκτερινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἦταν ὁ Νικόδημος. Ὅμως, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅλοι πρέπει νά ζοῦμε μέ τήν πίστη στόν Θεό, τήν μετάνοια, τήν νήψη καί τήν ἐγρήγορση, μέ τήν αἴσθηση τῆς ἐξορίας σέ αὐτόν τόν κόσμο καί τήν ἐλπίδα τῆς ἐπανόδου στήν οὐράνια πατρίδα. Ἔτσι βελτιώνονται καί τά κοινωνικά πράγματα.

Τό ὅραμά μας πρέπει νά εἶναι ἡ προπτωτική κατάσταση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας στόν Παράδεισο. Ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι ἀπέτυχαν νά ζοῦν σέ αὐτήν τήν κατάσταση, γι᾿ αὐτό ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ καί ἔκανε τήν Ἐκκλησία νέο Παράδεισο μέσα στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μέ τήν μυστηριακή καί τήν ἀσκητική ζωή μποροῦν νά ζήσουν μερικές πλευρές αὐτῆς τῆς οὐράνιας δόξης, νά ἀνεβοῦν δέ σέ μεγαλύτερο ὕψος δόξης. Ὅλοι μποροῦμε νά ζοῦμε μέσα στήν νηπτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε μποροῦμε νά γίνουμε ἀληθινά κοινωνικοί. Ὅποιος εἶναι πραγματικά νηπτικός, ὅπως τό εἴδαμε προηγουμένως, μπορεῖ νά γίνη καί ἀληθινά κοινωνικός. Τότε, θά καταλαβαίνουμε τόν πόνο τοῦ ἄλλου, θά ἀποκτοῦμε μιά μεγάλη εὐαισθησία, καί σάν ἕνας δέκτης θά συλλαμβάνουμε ὅλα τά μηνύματα πού ἐκπέμπονται ἀπό τούς πονεμένους καί πληγωμένους ἀνθρώπους. Ὅσο γινόμαστε ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ τόσο καί βοηθοῦμε ἀποτελεσματικά τούς συνανθρώπους μας.

Καί ἄν καταφέρουμε νά λέμε σέ ὅλη μας τήν ζωή καί πρός τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς αὐτό πού εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», τότε θά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ νηπτική ζωή, ὅπως τήν καθορίσαμε προηγουμένως, συνδυασμένη, ὅμως, μέ τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καθιστᾶ πραγματικά κοινωνικούς ἀνθρώπους καί αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.

 

  • Προβολές: 4953