Skip to main content

Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη: Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, βιβλίον ὀνομαζόμενον «Θησαυρός»

π. Θωμᾶς Βαμβίνης, 27 Νοεμβρίου 2013.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης ἔμεινε στήν μνήμη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς γραμματείας, ὡς ὁ συγγραφέας τοῦ Θησαυροῦ. Ἄν καί ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ δέν τοῦ προστέθηκε ὡς προσωνυμία, ὅπως ἔγινε, γιά παράδειγμα, στόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη ἡ Κλίμαξ, ὅμως συνοδεύει σχεδόν πάντα τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του, ὡς ἀναγνωριστικό τῆς προσφορᾶς του στήν Ἐκκλησία καί τά Ἑλληνικά γράμματα.

Ὁ Θησαυρός εἶναι μιά συλλογή τριάντα ἕξι λόγων σέ Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, σέ ἑορτές Ἁγίων, ἀλλά καί σέ Κυριακές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου. Στό μέσον περίπου τῆς συλλογῆς (ὡς 15ος λόγος) ὑπάρχει καί ἕνας ἐπικήδειος πού ἐκφωνήθηκε στήν κηδεία κάποιου ἄρχοντος καί τιτλοφορεῖται: «Διδασκαλία προτρεπτική περί τοῦ μή σφροδρῶς θρηνεῖν τούς τελευτῶντας».

Σύμφωνα μέ τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό: «Ὁ «Θησαυρός» εἶναι σημαντικός μάρτυρας τῆς ἡσυχαστικῆς μας παραδόσεως, ὅπως συνεχίσθηκε στά χρόνια τῆς Ὀθωμανοκρατίας καί Λατινοκρατίας, ὁ δέ συντάκτης του ἄριστος ἐκφραστής της. Καί ὁ συγγραφέας καί τό ἔργο του κινοῦνται μέσα στήν πατερικότητα, τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη παράδοση, τήν παράδοση τοῦ ἡσυχασμοῦ».

Τό βιβλίο γνώρισε εὐρεία ἀποδοχή, γεγονός πού δείχνουν οἱ μεταφράσεις του σέ γλῶσσες ὀρθόδοξων λαῶν. Σύμφωνα μέ τόν π. Γ. Μεταλληνό ὁ Θησαυρός τοῦ Δαμασκηνοῦ μεταφράστηκε στά ρωσικά (ἐκδόθηκε τό 1656 καί τό 1715), στά σερβικά (στά ὁποῖα κυκλοφόρησε πρό τοῦ 1580), στά τουρκικά (στήν καραμανλίδικη γραφή, τό 1731) γιά τούς τουρκόφωνους Ρωμηούς (Ὀρθοδόξους), καθώς καί στά βουλγαρικά.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός μέ τό βιβλίο του αὐτό θεμελίωσε τήν ἐκκλησιαστική λαϊκή φιλολογία τῶν χρόνων τῆς δουλείας. Ἔγινε πρότυπο γιά ἄλλες παρόμοιες συγγραφές, στίς ὁποῖες δοκίμασαν τούς ἑαυτούς τους πολλοί ἀπό τούς σοφούς τῆς Τουρκοκρατίας. Μεγάλη ἐπίδραση εἶχε τό ἔργο του στήν Βουλγαρία, στήν ὁποία ἐπηρέασε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀνάπτυξη τῆς φιλολογίας της, ὡς τά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, δηλαδή ἕως καί τότε πού πυροδοτήθηκε ὁ βουλγαρικός ἐθνικισμός.

Στήν διάδοση τοῦ Θησαυροῦ βοήθησαν ὁ ζωντανός θεολογικός καί ποιμαντικός λόγος τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ, ἀλλά καί ἡ γλωσσική μορφή πού ἐπέλεξε γιά τήν καταγραφή του. Γλώσσα του εἶναι ἡ δημοτική ἑλληνική τοῦ 16ου αἰώνα, πιό εἰδικά τό γλωσσικό ἰδίωμα πού μιλοῦσαν τότε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Θεσσαλονίκη. Στήν ἐπιλογή του αὐτή ἦταν σύμφωνος μέ μιά ἰδιαίτερα σημαντική ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ λατρεία παρέμενε στήν καθιερωμένη γλωσσική μορφή, ἐνῶ τό κήρυγμα μποροῦσε νά γίνεται σέ ἁπλούστερη γλωσσική μορφή, οἰκεία στήν καθημερινότητα τοῦ λαοῦ.

Στήν συνέχεια θά ποῦμε ὁρισμένα πράγματα γιά τήν χρονολόγηση τοῦ Θησαυροῦ, τήν δομή καί τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, καί στό τέλος θά πάρουμε κάποιες γεύσεις ἀπό τούς λόγους τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ διαβάζοντας κάποια σύντομα ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα.

Χρόνος γραφῆς καί πρώτης ἐκδόσεως

Ὁ Θησαυρός εἶναι χρονολογικά τό πρῶτο ἀπό τά ἔργα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, ἀλλά καί τό πιό διαδεδομένο. Γιά τήν χρονολόγησή του ὁ Ἀρχιμανδρίτης Εἰρηναῖος Δεληδῆμος στήν εἰσαγωγή τῆς σύγχρονης ἐκδόσεως τοῦ Θησαυροῦ (ἐκδόσεις Ρηγόπουλου), γράφει ὅτι ὁ χρόνος τῆς πρώτης ἐκδόσεώς του εἶναι ἄγνωστος, ὁπωσδήποτε ὅμως αὐτή θά ἔχη γίνει πρό τοῦ 1558, διότι ὁ Δαμασκηνός ἔγραψε καί ἐξέδωσε τόν Θησαυρό, ὅταν ἦταν ἀκόμη ὑποδιάκονος, ἐνῶ τό 1558 ἦταν πλέον Ἱερομόναχος.

Ὁ Σάθας στό βιβλίο του Νεοελληνική Φιλολογία (ἔκδοση 1868) καταγράφοντας τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ γράφει: «Βιβλίον ὀνομαζόμενον Θησαυρός, ὅπερ συνεγράψατο ὁ ἐν Μοναχοῖς Δαμασκηνός ὁ ὑποδιάκονος καί Στουδίτης ὁ Θεσσαλονικεύς. (ἐτυπώθη ἐν Βενετίᾳ 1528, 1603, 1618, 1628, καί πολλάκις μέχρι τοῦ 1844)». Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Εἰρηναῖος Δεληδῆμος γράφει ὅτι ἡ ἔκδοση τοῦ 1528, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Askew σέ βιβλίο του πού ἐξέδωσε στό Λονδίνο τό 1775, ἀπό ὅπου πῆρε πιθανῶς τήν πληροφορία ὁ Σάθας, ἔχει ἀποδειχθῆ ἀπό τόν Legrant ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτη. Ὁ Legrant γνώρισε ὡς παλαιότερες ἐκδόσεις αὐτές τοῦ 1568 καί τοῦ 1570, στίς ὁποῖες ὡς παράρτημα εἶχαν προστεθῆ ἕξι λόγοι τοῦ Ἀλβέρτου Μαρίνου τοῦ Χίου. Ὅπως εἶναι φανερό ἡ προσθήκη τῶν λόγων τοῦ Μαρίνου εἶχε γίνει, ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν ἐν ζωῇ, καί μάλιστα πρίν κατασταθῆ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, γεγονός πού δηλώνει ὅτι ἡ προσθήκη εἶναι ἐνδεχόμενο νά εἶχε καί τήν δική του ἔγκριση. Στήν Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας διασώθηκε ἀντίγραφο τοῦ Θησαυροῦ πού ἐκδόθηκε τό 1580, δηλαδή τρία χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἄλλη παλαιότατη ἔκδοση, τοῦ 1589, ἀνακαλύφθηκε καί περιγράφηκε ἀπό τόν Philipp Meyer, στήν ὁποία ἀντί τῶν λόγων τοῦ Ἀλβέρτου Μαρίνου περιλήφθηκαν ἑπτά λόγοι τοῦ αἱρετικοῦ Ἰωαννικίου Καρτάνου, (οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν περιέχουν τίς αἱρετικές διδασκαλίες του, γι’ αὐτό καί δέν δημιούργησαν ἀντιδράσεις). Οἱ λόγοι αὐτοί ἐπιλέχθηκαν ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καρτάνου «Ἄνθος». Ἡ ἀντικατάσταση τῶν λόγων τοῦ Μαρίνου ἀπό τούς λόγους τοῦ Καρτάνου δέν ἔγινε προφανῶς μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ, ἀφοῦ αὐτός ἤδη εἶχε κοιμηθῆ.

Ἡ δομή τοῦ Θησαυροῦ

Ἐξαρχῆς νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀναφορά μας στήν δομή τοῦ Θησαυροῦ θά μᾶς δώση τήν ἀφορμή νά παρουσιάσουμε μιά πιθανή αἰτία γιά τήν ὁποία ἀντικαταστάθηκαν οἱ λόγοι τοῦ Μαρίνου ἀπό τούς λόγους τοῦ Καρτάνου, οἱ ὁποῖοι περιλήφθηκαν ὡς προσθήκη στό βιβλίο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ.

Ἡ σύγχρονη ἔκδοση τοῦ Θησαυροῦ εἶναι σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν ἔκδοση τοῦ 1589. Περιλαμβάνει τούς τριάντα ἕξι λόγους τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού ἀπάρτιζαν τό βιβλίο του Θησαυρός, στούς ὁποίους ὅμως ἔχουν προστεθῆ δύο ἀκόμη ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ: ἡ «Παραίνεσις πρός τούς θέλοντας σωθῆναι μοναχούς» καί τό ποίημά του «Στίχοι ἡρωελεγεῖοι εἰς τήν Κοίμησιν τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου Μαρίας». Ὡς ἐπιπλέον προσθήκη σ’ αὐτά ὑπάρχουν οἱ ἑπτά λόγοι τοῦ Καρτάνου: Περί Ἀγάπης, Πειρασμοῦ, Φιλαργυρίας, Ἐλεημοσύνης, Φθόνου, Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως, στούς ὁποίους ἔχει προστεθῆ καί μιά σύντομη ἐξήγηση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», ἀγνώστου συγγραφέα.

Πρίν μιλήσουμε γιά τούς τριάντα ἕξι λόγους τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ θά κάνουμε παρεκβατικά τήν ἀναφορά μας στήν προσθήκη τῶν λόγων τοῦ Ἰωαννικίου Καρτάνου.

Ὁ Καρτάνος, Κερκυραῖος στήν καταγωγή, φυλακισμένος στήν Βενετία, εἴτε «τῇ ἐνεργείᾳ Ἀρσενίου Ἀποστόλῃ», ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ ἴδιος, εἴτε «εἰς αἰσχρουργίας ἐμπεσών», ὅπως τόν κατηγορεῖ ὁ Παχώμιος Ρουσάνος, «διά ν’ ἀπερνάγη ὁ λογισμός του, εὔγαλεν», ὅπως ἰσχυρίζεται, «ἀπό τήν Παλαιάν Διαθήκην τό ἀναγκαῖον» καί συνέγραψε στήν καθομιλουμένη γλώσσα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «Ἄνθος» πλῆρες βλασφημιῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Σάθας, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τόν Ρουσάνο «κατεῖχον πολλοί ὡς Εὐαγγέλιον εἰ καί τι περισσότερον, οὐ μόνον τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτοῦ δήπου τοῦ βήματος (δηλαδή, τῶν κληρικῶν), καί οὐ μόνον τῶν κοσμικῶν, ἀλλά καί τῶν μοναχῶν».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός μέ τό βιβλίο του αὐτό θεμελίωσε τήν ἐκκλησιαστική λαϊκή φιλολογία τῶν χρόνων τῆς δουλείας. Ἔγινε πρότυπο γιά ἄλλες παρόμοιες συγγραφές, στίς ὁποῖες δοκίμασαν τούς ἑαυτούς τους πολλοί ἀπό τούς σοφούς τῆς Τουρκοκρατίας.


Ὁ Καρτάνος μετά τήν ἀποφυλάκισή του γιά κάποιο διάστημα «διέτριβεν» στήν ἐπαρχία τῆς Ναυπάκτου καί διέφθειρε μέ τήν διδασκαλία του πολλούς. Τότε Μητροπολίτης τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν στό θρόνο της μέχρι τό 1544, δηλαδή τριάντα χρόνια πρίν ἀπό τόν ὅσιο Δαμασκηνό τόν Στουδίτη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ Παχώμιος Ρουσάνος ἔστειλε ἐπιστολή στόν Ναυπάκτου καί Ἄρτης Ἀθανάσιο γιά νά ἐνημερώση ἐκεῖνος τούς ὑπ’ αὐτόν Ἐπισκόπους καί Ἱερεῖς γιά τίς αἱρέσεις τοῦ Καρτάνου καί νά διαμαρτυρηθῆ γιά τήν πιθανή ἀνεκτικότητά τους ἀπέναντί του. Τόν προτρέπει μάλιστα νά ἐπιτηρῆ τό ποίμνιό του καλῶς, ὥστε νά μή γίνη κανείς «ἁλώσιμος τοῖς τούτου παγίσι», δηλαδή νά μή χαθῆ κανείς πιασμένος στίς παγίδες τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Καρτάνου.

Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρτάνου σέ λαϊκούς, μοναχούς καί κληρικούς τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἄρτης ἀποτελεῖ μιά πιθανή ἐξήγηση γιά τήν προσθήκη στόν Θησαυρό τῶν ἑπτά λόγων του, ἀμέσως μετά τήν κοίμηση τοῦ Δαμασκηνοῦ. Κατά κάποιο τρόπο τό 1574, ὅταν ἐξελέγη ὁ Δαμασκηνός καί καταστάθηκε Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, μετακόμισε ὁ Θησαυρός μαζί μέ τόν συγγραφέα του στήν Ναύπακτο, καί μετά τήν κοίμηση τοῦ Δαμασκηνοῦ δέχθηκε τό ἔργο του ἐπηρεσμό ἀπό τήν περιρρέουσα θεολογική ἀτμόσφαιρα τῆς περιοχῆς, στοιχεῖο τῆς ὁποίας ἦταν ἡ συγγραφή τοῦ Καρτάνου, τήν ὁποία κατά τόν Παχώμιο Ρουσάνο «κατεῖχον πολλοί ὡς Εὐαγγέλιον εἰ καί τι περισσότερον».

Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι πολλοί, ἀκόμη καί ἐρευνητές, δέν προσέχουν καμμιά φορά τά ψιλά γράμματα κάποιων ὑποσημειώσεων, πού διασαφηνίζουν τήν προέλευση τῶν κειμένων πού ἐρευνοῦν. Ἔτσι, στό βιβλίο «Λόγιοι τῆς Τουρκοκρατίας», στήν σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, στήν ὁποία συντακτική ἐπιτροπή ἦταν οἱ: Διον. Ζακυνθινός, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος καί Ε.Π.Παπανούτσος καί ἐπιμελητής ὁ Γ. Κουρνούτος, στό κεφάλαιο γιά τόν Δαμασκηνό τόν Στουδίτη παρατίθενται ὡς ἐνδεικτικά κείμενα τοῦ Θησαυροῦ, δηλαδή ὡς ἐνδεικτικοί λόγοι τοῦ Δαμασκηνοῦ, τρεῖς ἀπό τούς λόγους τοῦ Καρτάνου!

Ἄς ἔλθουμε ὅμως ἐμεῖς στούς τριάντα ἕξι λόγους τοῦ Θησαυροῦ.
Στούς λόγους αὐτούς μέ ἁπλό τρόπο, εὔληπτο ἀπό τούς πολλούς, προσπαθεῖ ὁ Δαμασκηνός νά παρουσιάση στό ὑπόδουλο ὀρθόδοξο ποίμνιο, πού εἶχε στερηθῆ τήν εὔκολη πρόσβαση στήν μόρφωση, τίς ἀλήθειες τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς πίστεως. Ὁ σκελετός στόν ὁποῖο στηρίζεται ἡ σάρκα τοῦ ποιμαντικοῦ καί θεολογικοῦ λόγου του εἶναι τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας: Οἱ Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, οἱ Κυριακές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου καί οἱ μνῆμες κάποιων Ἁγίων.

Οἱ ἕνδεκα πρῶτοι λόγοι τοῦ Θησαυροῦ ἀναφέρονται στά κύρια γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ξεκινάει ἀπό τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί συνεχίζει ἀκολουθώντας τόν ἑορτολογικό κύκλο τοῦ ἔτους καί ὄχι τήν χρονολογική σειρά τῶν δεσποτικῶν γεγονότων. Ἔτσι ἀναφέρεται στήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί κατόπιν στά ἅγια Θεοφάνεια, τήν Ὑπαπαντή, τήν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, τήν Θεόσωμο Ταφή, τό ἅγιο Πάσχα, τήν Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος, τήν Πεντηκοστή καί τέλος στήν Μεταμόρφωση.

Ὁ σκελετός στόν ὁποῖο στηρίζεται ἡ σάρκα τοῦ ποιμαντικοῦ καί θεολογικοῦ λόγου του εἶναι τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας: Οἱ Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, οἱ Κυριακές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου καί οἱ μνῆμες κάποιων Ἁγίων.

 

Στήν συνέχεια ἀκολουθοῦν ἐννέα λόγοι, πού δέν μποροῦν νά ἐνταχθοῦν σέ μιά χρονολογική σειρά, μέ πρώτους δύο λόγους πού ἀναφέρονται σέ Θεομητορικές ἑορτές: στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί στά Εἰσόδια. Ἀκολουθοῦν δύο ἄλλοι λόγοι μέ περιεχόμενο προτρεπτικό: Διδασκαλία προτρεπτική περί νηστείας καί περί τοῦ μή σφοδρῶς θρηνεῖν τούς τελευτῶντας. Ἀπό τούς ὑπόλοιπους πέντε λόγους οἱ τρεῖς ἀναφέρονται σέ μαρτύρια ἁγίων: τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου καί τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, τοῦ δευτέρου Ἰώβ, ἕνας στόν Βίο τοῦ ἁγίου Νικολάου καί ἕνας στά θαύματα τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Μπορεῖ νά θεωρήση κανείς ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί ἔρχονται ὡς συνέπεια τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν, δηλαδή ὡς συνέπεια τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματός Του. Προσπαθοῦν νά προτρέψουν καί νά θερμάνουν τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐν Χριστῷ ζωή, κάτω ἀπό τόν μαρτυρικό ζυγό ἑνός σκληροῦ ἀλλόθρησκου δυνάστη.

Οἱ ἑπόμενοι δεκατέσσερις λόγοι ἀναφέρονται στίς Κυριακές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ξεκινοῦν ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου καί φθάνουν ἕως τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἀπό αὐτόν τόν κύκλο τῶν λόγων ἀπουσιάζουν οἱ Κυριακές τῶν Βαΐων, τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, πού περιλήφθηκαν στόν πρῶτο κύκλο τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν δεκατεσσάρων λόγων κλείνει μέ δύο λόγους σέ μαρτύρια ἁγίων: τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί τοῦ Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Στούς λόγους γιά τούς μάρτυρες βλέπει κανείς τό πῶς ὁ ὅσιος Δαμασκηνός τόνωνε τό μαρτυρικό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, γιά τούς ὁποίους ἦταν ἐνεργός ὁ πειρασμός τοῦ διωγμοῦ γιά τήν πίστη.

Γεύσεις ἀπό τούς λόγους τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ

Ἄς πάρουμε ὅμως καί μιά γεύση ἀπό τόν ἁπλό, ποιμαντικό καί θεολογικό λόγο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος δομεῖται ἐν γένει μέ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο. Ἔχει προοίμιο, τό ὁποῖο ἀκολουθεῖ ἡ ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς, ἤ ἡ διήγηση βίου ἤ θαυμάτων ἤ ἡ παράφραση κάποιας περικοπῆς, πού συνδέονται κατόπιν συνήθως μέ τήν διατύπωση ὁρισμένων ζητημάτων, τά ὁποῖα στήν συνέχεια ἐπιλύονται. Ὁ λόγος κλείνει σχεδόν πάντα μέ ἕναν συμβουλευτικό ἐπίλογο.

Συμβουλευτικά καί προτρεπτικά εἶναι καί κάποια ἀπό τά προοίμια, στά ὁποῖα περιγράφεται, κατά τό πρότυπο τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τό πῶς γιορτάζουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τίς γιορτές μας.

Γιά παράδειγμα, στόν λόγο γιά τόν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ὁ ὅσιος Δαμασκηνός γράφει: «Αἱ ἑορταί καί πανηγύρεις τῆς Ἐκκλησίας μας, εὐλογημένοι Χριστιανοί, διά ἄλλο δέν γίνονται, παρά μόνο διά ψυχικήν ὠφέλειαν· ἤ μή νά ἑορτάζωμεν οἱ Χριστιανοί διά νά ἔχωμεν ἄδειαν νά περιδιαβάζωμεν, ἤ νά πολυτρώγωμεν, ἤ νά πολυπίνωμεν; Δέν πανηγυρίζομεν διά αὐτό, ἀλλά διά νά ἔχωμεν ἄδειαν νά προστρέχωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, νά ἀκούωμεν λόγον Θεοῦ, καί διά νά λάβωμεν καί μισθόν ἀπό τούς ἑορταζομένους Ἁγίους»

Ἐπίσης, στό προοίμιο τοῦ λόγου του γιά τόν Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη, γράφει: «Ἄλλο δέν εἶναι γλυκύτερον εἰς τήν ἀγαθήν ψυχήν τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὡσάν μνήμη Ἁγίου καί πανήγυρις· πανήγυριν δέ λέγω, ὄχι τήν αἰτίαν τῆς πολυφαγίας καί πολυποσίας, ἀλλά τήν πρόξενον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου∙ ἐπειδή καί αἱ ἑορταί καί αἱ πανηγύρεις δέν γίνονται διά πολυφαγίαν, ἤ πολυποσίαν, ἀλλά διά ψυχικήν ὠφέλειαν».

Αὐτές οἱ προτροπές τοῦ Δαμασκηνοῦ παραπέμπουν σέ ἀνάλογους λόγους ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στά Θεοφάνεια, ὅπου λέει: «Τοιγαροῦν ἑορτάζωμεν, μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς∙ μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως… Μή πρόθυρα στεφανώσωμεν, μή χορούς στησώμεθα,… Μή τιμήσωμεν οἴνων ἀνθοσμίας, ὀψοποιῶν (δηλαδή μαγείρων) μαγγανείας (περίτεχνα κατασκευάσματα)».

Γνωρίζει, βέβαια, ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ὅτι πολλοί Χριστιανοί δυσανασχετοῦν μέ τίς μακρές ἑορταστικές ἀκολουθίες καί τούς ἑορταστικούς πνευματικούς λόγους, γι’ αὐτό στόν λόγο του γιά τόν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τούς συμβουλεύει: «Ἡμεῖς, Ὀρθοδοξότατοι Χριστιανοί, ὁποῦ ἀγαποῦμεν νά τύχωμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, μήν ἀγανακτήσωμεν ποτέ ἑορτάζοντες, καί πανηγυρίζοντες, ὅτι οἱ Ἅγιοι ὁποῦ ὑμνοῦνται καί δοξάζονται ἀπό ἡμᾶς, ἀείποτε μᾶς ἐπιτηροῦν, καί μᾶς διαφυλάττουν, καί παρακαλοῦσι τόν Θεόν διά τήν ἐδικήν μας σωτηρίαν...».

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση του: «Ὀρθοδοξότατοι Χριστιανοί» καί ὄχι ἁπλά Ὀρθόδοξοι, ἴσως γιατί στίς μέρες του (ὅπως καί στίς μέρες μας) πολλοί ἔλεγαν ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἐνῶ ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό διάφορες αἱρέσεις καί πλάνες. Ἤ ἔλεγαν ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά γνωρίζουν καί νά ἔχουν γευθῆ τήν δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα εἶναι ἡ δυνατή ἐπιθυμία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, «ὁποῦ ἀγαποῦμεν», ὅπως λέει, «νά τύχωμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».

Τά κείμενα τοῦ Θησαυροῦ εἶναι ἐμποτισμένα ἀπό τό ταπεινό εὐαγγελικό πνεῦμα. Περνώντας ὁ Ὅσιος ἀπό τό προοίμιο στό κυρίως θέμα αἰσθάνεται τήν ἀδυναμία του καί ζητᾶ βοήθεια. Γράφει: «...αὐτουνοῦ τό μαρτύριον καί τά θαύματα βούλομαι καί ἐγώ ὁ ταπεινός νά διηγηθῶ, καί πάλιν δέν ἀποτολμῶ· διατί; ὅτι φοβοῦμαι νά μήν ἀφήσω τίποτες ἀδιήγητον, καί ἔχω ἁμαρτίαν εἰς αὐτό· πλήν νά θαρρεύσω πρῶτον μέν εἰς τήν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου, καί δεύτερον εἰς τήν εὐχήν τῆς αὐθεντίας σας νά ἀρχίσω νά διηγοῦμαι. Παρακαλῶ δέ τήν ἀντίληψίν σας πολλά, ἀφικραστῆτέ με μέ ὅλην σας τήν καρδίαν, διά νά καταλάβετε τούς λόγους μου, καί διά νά λάβετε μισθόν ἀπό τόν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον».

Θά ἀναφερθοῦμε σέ ἀσκητικές καί θεολογικές διατυπώσεις του, οἱ  ὁποῖες ὁρισμένες φορές μοιάζουν μέ μιά ἐλεύθερη μετάφραση συγκεκριμένων πατερικῶν λόγων.

 


Ζητᾶ τήν πρεσβεία τοῦ Ἁγίου, ἀλλά καί τήν προσευχή τῶν ἀκροατῶν του. Τό ἔργο του δέν εἶναι ἀτομικό, εἶναι ἐκκλησιαστικό. Στόν φωτισμό του συντελεῖ καί ἡ εὐχή τοῦ ἐκκλησιάσματος, οἱ μυστικές εὐχές τῶν πιστῶν. Ὅμως, ἀπό αὐτούς θέλει καί δύο ἀκόμη πράγματα: «ἀντίληψιν», δηλαδή προσοχή τῆς διανοίας, ἀλλά καί ἄνοιγμα καί δόσιμο τῆς καρδιᾶς. «Ἀφικραστῆτέ με μέ ὅλην σας τήν καρδίαν, διά νά καταλάβετε τούς λόγους μου», τούς λέει. Θέλει καρδιακή ἀκρόαση ἀπό τούς ἀκροατές του. Αὐτό εἶναι κάτι ἀντίστοιχο μέ αὐτό πού ζητοῦσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Ἐκείνην ἐγώ ζητῶ τήν ἡσυχίαν, τήν ἀπό διανοίας, τήν ἀπό ψυχῆς∙ ἐπειδή καί τῆς ἀκοῆς ἐκείνης δέομαι». Ζητοῦσε τήν ἀκοή τῆς ψυχῆς, δηλαδη τήν ἀκοή τῆς καρδιᾶς.

Ἡ σχέση τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ μέ τίς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων φαίνεται ἔντονα στό κύριο μέρος τῶν διαφόρων λόγων του. Θά ἀναφερθοῦμε σέ ἀσκητικές καί θεολογικές διατυπώσεις του, οἱ ὁποῖες ὁρισμένες φορές μοιάζουν μέ μιά ἐλεύθερη μετάφραση συγκεκριμένων πατερικῶν λόγων. Θά ξεκινήσουμε ἀπό ἀσκητικές διατυπώσεις καί συγκεκριμένα ἀπό τόν προτρεπτικό λόγο του περί νηστείας. Λέει ὁ Δαμασκηνός: «Ὅλον μέν γοῦν τόν χρόνον καί τόν καιρόν καλή καί τιμία εἶναι ἡ νηστεία∙ διότι μήτε ὁ διάβολος ἔχει χώραν κατά τοῦ νηστεύοντος, μήτε πειρασμός δαιμόνων παραμένει εἰς τόν νηστεύοντα∙ ἀλλά καί ὁ φύλαξ τῆς ψυχῆς μας Ἄγγελος περισσότερον στέκεται πλησίον τοῦ νηστευτοῦ».

Σέ αὐτά τἀ λόγια τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ ἀκούει κανείς τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος στόν δεύτερο λόγο του περί νηστείας γράφει: «Ἔστι μέν οὖν πάντα τόν χρόνον ἡ νηστεία ὠφέλιμος, τοῖς αἱρουμένοις αὐτήν (οὔτε γάρ ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾷ τοῦ νηστεύοντος, καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας τήν ψυχήν κεκαθαρμένοις».  Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ὁμιλίας του ὁ ὅσιος Δαμασκηνός λέει: «Ἐπειδή γοῦν τοιοῦτον μέγα ἀγαθόν εἶναι ἡ νηστεία, καί ἡμεῖς ἄς νηστεύσωμεν∙ ἄς μή σκυθρωπάζωμεν Ἰουδαϊκῶς, μηδέ ἄς φαινώμεσθεν ἄγριοι καί ἀνήμεροι ἀπό τήν νηστείαν, ἀλλά ἡμερώτεροι καί ὡς χορτασμένοι νά γινώμεσθεν∙ μή λυπούμεσθεν τῶν φαγητῶν τήν στέρησιν, ἀλλ’ ἄς χαιρώμεσθεν διά τήν χόρτασιν τῶν ἀρετῶν, ὁποῦ δίδει ἡ νηστεία».

Καί ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: «Μέλλων τοίνυν νηστεύειν μή σκυθρωπάσης ἰουδαϊκῶς, ἀλλ’ εὐαγγελικῶς σεαυτόν καταφαίδρυνον∙ μή πενθῶν τῆς γαστρός τήν ἔνδειαν, ἀλλά συνηδόμενος τῇ ψυχῇ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων».

Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ὁμιλίας ὁ ὅσιος Δαμασκηνός, χωρίς σαφή ἀναφορά στόν Μ. Βασίλειο, συνοψίζει τήν πείρα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν σχέση προσευχῆς καί νηστείας μέ τά ἑξῆς λόγια: «Καί τήν προσευχήν δέ πρό πάντων ἄς κατορθώσωμεν εἰς τόν καιρόν τῆς νηστείας∙ διότι ὥσπερ φαγί χωρίς ἅλας, οὕτως νηστεία χωρίς προσευχῆς∙ ὅτι ἡ προσευχή εἶναι φωτισμός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, καί στράτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὤ καλή συντροφία ὁποῦ εἶναι προσευχή καί νηστεία∙ δύο σχοινία πλεμμένα, δυνατότερα εἶναι∙ καί δύο σύντροφοι καλοί, πλουσιώτεροι εἶναι∙ καί δύο μαχαίρια καλά εἶναι εἰς βοήθειαν τοῦ ἀνθρώπου∙ καί ὁ σοφός Σειράχ λέγει∙ Ἀγαθοί οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα∙ ἀλλά καί ἡ προσευχή μετά νηστείας ἀγαθότερη καί στερεώτερη εἶναι∙ ἡ προσευχή μετά νηστείας, λέγεται καί εἶναι ὁμιλία μέ τόν Θεόν, καί τοῦ κόσμου καταφρόνησις∙ ἡ προσευχή εἶναι νίκη τῶν δαιμόνων καί χαρά τῆς καρδίας∙ ἀλλά καί ἡ νηστεία εἶναι λύπη τῶν δαιμόνων καί χαρά τῶν Ἀγγέλων∙ ἡ προσευχή εἶναι καθαρισμός τῆς ψυχῆς, καί ἁμαρτίας ἐλευθέρωσις».

Τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἡ ὀρθόδοξη διδαχή τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ, στά δύσκολα χρόνια τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου αἰῶνος, φαίνεται στήν διδασκαλία του γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία περιφρουρεῖ τό ὀρθόδοξο ποίμνιο ἀπό τίς ἐπιρροές τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, τό Filioque καί τήν διδασκαλία γιά κτιστές ἐνέργειες στόν Θεό. Οἱ διδασκαλίες του αὐτές ὑπάρχουν στούς λόγους του στήν Πεντηκοστή καί τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ.

Πρίν διαβάσουμε κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό αὐτούς τούς λόγους, πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Δαμασκηνός δέν ἤθελε τούς Ὀρθοδόξους κολλημένους στήν πίστη τους, χωρίς νά γνωρίζουν τί λένε οἱ αἱρετικοί καί τί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Τούς ἤθελε ἑδραίους στήν πίστη πού γνώριζαν καί ὄχι φανατικά προσκολλημένους σέ δόγματα πού ἀγνοοῦσαν. Στήν ὁμιλία του κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας λέει τό ἑξῆς σημαντικό: «Ἐπειδή ἔχομεν καθοδηγίαν ἀπό τόν μέγαν Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, καί τούς ἄλλους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, νά μήν ἐπαινοῦμεν, μηδέ νά κατηγοροῦμεν ἄνθρωπον, ἐάν δέν ἰδοῦμεν, ἤ ἀκούσωμεν τάς πράξεις του ἀπό ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, διά τοῦτο καί ἐγώ πρῶτον νά διηγηθῶ τά ἔργα τῶν ἀθέων Εἰκονομάχων, καί τῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν καί ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, καί τότε καί ἡ αὐθεντία σας τούς μέν ἀναθεματίσατε, τούς δέ ἐπαινέσατε».

Ἄς δοῦμε τώρα τί λέει ὁ ὅσιος Δαμασκηνός γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέσα ἀπό τά λόγια του ἀκοῦμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τήν ἐπηρεασμένη ἀπό ἐκεῖνον ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
«Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἦτον ἐξ ἀρχῆς, καί εἶναι καί θέλει εἶσθαι· μήτε ἄρχισε, μηδέ θέλει παύσει ποτέ, ἀμή ἀείποτε μέ τόν Πατέρα καί Υἱόν συμμετρεῖται καί συνδοξάζεται, ὡς θεός ὁποῦ εἶναι· διότι δέν ἦτον πρέπον νά λείπῃ ὁ Υἱός ἀπό τόν Πατέρα, ἤ τό Πνεῦμα ἀπό τόν Υἱόν καθώς ὁρίζει καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τόν σημερινόν λόγον... Ἦτον δέ καί εἶναι μεταληπτόν καί οὐ μεταληπτικόν· ἤγουν ἄλλοι μετέχουσι τοῦ Πνεύματος, ὡς λειψοί, αὐτό δέ ἀπό κανένα δέν μετέχει, ὅτι εἶναι τέλειον· ἁγιάζει, καί δέν ἁγιάζεται· θεοποιεῖ, καί δέν θεοποιεῖται· ἀείποτε τό αὐτό ὅμοιον εἶναι, τίποτε δέν ἄλλαξεν· ἄλλους κάμνει υἱούς Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι Θεός».

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στόν λόγο στήν Πεντηκοστή ἔχει εἰδική ἑνότητα γιά τήν δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Παλαιά Διαθήκη. Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἄρχισε νά δρᾶ μετά τήν Πεντηκοστή, ὅπως ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι πού χωρίζουν ἑρμητικά τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Καινή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, «λαλοῦσε διά τῶν Προφητῶν». Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ εὐχαριστήρια εὐχή μέ τήν ὁποία τελειώνει τόν λόγο του, στήν ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων λέει: « Πάτερ ἄναρχε καί ἄφθαρτε· Υἱέ συνάναρχε καί ἀθάνατε· Πνεῦμα Ἅγιον συναΐδιον καί ἀνώλεθρον· Τριάς Ἁγία καί προσκυνητή, ἀκατάληπτε, σύνθρονε, ὁμότιμε, ὁμόδοξε· Πάτερ ἀγέννητε· Υἱέ καί Λόγε γεννητέ. Πνεῦμα Ἅγιον ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον· ἐσένα προσκυνοῦμεν, ἐσένα δοξάζομεν, ἐσένα ἔχομεν Θεόν, ἐσένα ἔχομεν βασιλέα, κτίστην, δημιουργόν ὁμολογοῦμεν καί κηρύττομεν τοῦ κόσμου ὅλου».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός στό λόγο του στήν Μεταμόρφωση ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι πλήρως ἐνταγμένος μέσα στήν παράδοση τῶν Ὀρθόδοξων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὅταν μιλᾶ γιά τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνθυμούμενος μάλιστα τόν Βαρλαάμ, τόν ἀντιησυχαστή καί ἀντίπαλο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λέει χαρακτηριστικά: «Εἰς αὐτό ὁ μιαρώτατος καί ἀσεβής Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός πολλά ἐβλασφήμησε καί ἔλεγεν, ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο ἦτον οὐσία τοῦ Θεοῦ· ἄλλαις φοραῖς δέ ἔλεγεν ὅτι ἦτον κτιστόν· καί εἰς τάς δύο ἐβλασφήμα ὁ θεοήλατος· ὅτι ἄν ἦτον τό φῶς ἐκεῖνο οὐσία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό ἤθελαν ἰδῇ οἱ Ἀπόστολοι; Οὐσίαν Θεοῦ δέν δύνανται νά ἰδοῦσι μηδέ οἱ Ἄγγελοι καί ὀφθαλμοί ἀνθρώπων πῶς τήν εἶδαν; Καί ἐάν ἐφαίνετο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἤθελεν εἶσται ὁ Θεός ὁρατός καί φαινόμενος· καί διά τοῦτο ἐβλασφήμα εἰς αὐτό καί ἦτον αἱρετικός ὡσάν τούς Μασαλιανούς, ὁποῦ ἔλεγαν καί ἐκεῖνοι, ὅτι δύνεται ἄνθρωπος νά ἰδῇ τόν Θεόν κατά πῶς εἶναι· πῶς δέ ἔλεγεν ἄλλαις φοραῖς ὅτι ἦτον κτιστόν, ἐβλασφήμα ὡσάν τούς Ἀρειανούς ὁποῦ ἔλεγαν κτιστόν εἰς τήν Θεότητα· διότι κτιστή οὐσία ἔχει καί κτιστήν ἐνέργειαν· ὁρατόν σῶμα ἔχει καί ὁρατήν δύναμιν· ἡ δέ ἄκτιστος οὐσία ἔχει καί ἄκτιστον ἐνέργειαν· ἤγουν ὁ ἥλιος ὁποῦ εἶναι κτιστός ἔχει καί κτιστήν ἐνέργειαν».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός εἶναι σαφῶς ἐνταγμένος μέσα στήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική θεολογία καί ἀσκητική, ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἐπιθυμία του μάλιστα γιά αὐθεντική καλογερική, ἀκήβδηλη καί ἡσυχαστική, μέ χαρακτηριστικό γνώρισμα τήν ἐγκατάλειψη ὅλων τῶν «κοσμικῶν θελημάτων», ἐκφράζεται στό ἔργο του, πού συνεκδίδεται μέ τόν Θησαυρό, καί ἐπιγράφεται: Παραίνεσις πρός τούς θέλοντας σωθῆναι μοναχούς. Εἶναι χαρακτηριστικό τό προοίμιο αὐτῆς τῆς παραίνεσης, πού δείχνει ἀφ’ἑνός μέν ὅτι ὁ Δαμασκηνός ἦταν θεολόγος ἡσυχαστής καί θεραπευτής τῶν ἐκκλησιαστικῶν πνευματικῶν νοσημάτων, ἀφ’ἑτέρου δέ φανερώνει τήν κατάσταση πού θέλει νά ἀντιμετωπίση ὁ Ὅσιος. Λέει: «Ἀδελφοί καί Πατέρες, ἐπειδή τόν κόσμον ἀφήσαμεν καί τήν ἀγγελικήν ζωήν ἐποθήσαμεν, πρέπον εἶναι καί κατά πῶς εἶναι ἡ τάξις τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ἤγουν τῆς καλογερικῆς νά περιπατοῦμεν... Ἀμή ἄν εἶναι, ὅτι ὁ κόσμος νά μᾶς ἔχουσι δι’ ἁγίους καί νά θαρροῦν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι κάμνομεν καλά ἔργα καί ἡμεῖς νά κάμνωμεν τά ἐναντία, τότε μάλιστα κόλασιν καί ἁμαρτίαν ἔχομεν εἰς τήν ψυχήν μας, καθώς ὁρίζει καί ὁ Δεσπότης Χριστός εἰς τό ἅγιον Εὐαγγέλιον, καί λέγει· Οὐαί ὑμῖν, ὅταν περισσεύηται τό ὄνομα ὑμῶν πλεῖον τῶν ἔργων· ἤγουν, ἀλλοίμονον εἰς ἐσᾶς, ὅταν περισσεύῃ τό ὄνομά σας πλειότερον ἀπό τά ἔργα».

Ἄς φύγουμε ὅμως ἀπό τίς Ἱερές Μονές καί ἄς πᾶμε σέ μιά κοσμική ἐνορία, γιά νά δοῦμε δι’ ὀλίγων τήν ποιμαντική τοῦ Ὁσίου, εἰδικά στό πῶς παρηγορεῖ τούς πενθοῦντες, χωρίς ψεύτικες παρηγοριές, ἀλλά μέ ἰαματικό καυτερό λόγο. Ἔχοντας μπροστά του πολλούς ἀπό ἀρχοντικές οἰκογένειες τῶν Χριστιανῶν, λέει στόν προτρεπτικό λόγο του «περί τοῦ μή σφοδρῶς θρηνεῖν τούς τελευτῶντας»: «Πολλαῖς φοραῖς ἐπαρακάλεσα τήν ἀφεντίαν σας, διά τοῦτο καί ἀναθύμησά το, ὅτι μέ ὑπομονήν καί μέ εὐχαριστίαν νά ὑπομένωμεν τῶν ἀποθνησκόντων τήν κοίμησιν, καί νά μή κάμετε ἔτσι ἄτακτα καί ἄπρεπα, μηδέ ὡσάν χαμένους νά ἔχετε τούς ἐν Χριστῷ ἀποθανόντας, καί νά κλαίετε ἄπρεπα. Τοῦ λόγου μας εὐλογημένοι Χριστιανοί..., τούς κολασμένους ἄς θρηνήσωμεν∙ ἐάν δέν σωφρονισθοῦμεν ἀπό τόν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ μας, πότε νά μετανοήσωμεν; … διά τοῦτο ἄς λυπηθοῦμε τοῦ λόγου μας, παρακαλῶ σας, καί μή φανταζόμεσθεν ὡς ἀθάνατοι, διότι μία εἶναι ἡ στράτα τοῦ θανάτου, καί πλέον ἄλλη δέν εἶναι∙ εἰς ὅλους εἶναι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ δοσμένη ἴσια∙ ὁ θάνατος βασιλέα δέν φοβᾶται, ἀρχιερέα δέν τιμᾷ, γέροντα δέν λυπεῖται, εὐμορφίαν δέν ζηλεύει, μονογενῆ δέν σπλαχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, ἄρχοντας δέν τρέμει, ἀφεντάδες δέν τούς βάνει εἰς τόν νοῦ του, πρόσωπον δέν κοιτάζει, ἀλλά εἰς ὅλους ἔρχεται».

Ἀνάμεσα σέ τέτοια λόγια ὅμως βρίσκει τήν ἀφορμή νά ἐνημερώση τόν λαό γιά τό νόημα διαφόρων πράξεων πού γίνονται κατά τήν τελετή τῆς κηδείας: «μέ ἄσπρον σάββανον τούς ἐνδύνομεν, καί σημειώνομεν τό καινούργιο ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας∙ μέ θυμιάματα καί κερία ἀναμμένα τούς συνοδεύομεν, καί δείχνομεν, ὅτι ἀπό τόν σκοτεινόν κόσμον ἐτοῦτον, ὑπάγουσιν εἰς τό φῶς τοῦ Θεοῦ∙ κατά ἀνατολάς θέτομεν τάς κεφαλάς των, καί σημειώνομεν τήν ἀνάστασιν∙ ὅτι ὥσπερ ὁ ἥλιος κρύπτεται, καί πάλιν ἀνατέλει, ἔτζι καί ὁ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει καί πάλιν ἀνασταίνεται».

Θά κλείσουμε τά παραθέματά μας ἀπό τόν Θησαυρό τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ μέ ἀναφορά μας σέ λόγους του πού ἐκφωνήθηκαν ἤ γράφηκαν γιά ἁγίους Μάρτυρες. Σέ αὐτά τά παραθέματα βλέπει κανείς ὅτι ὁ διωγμός γιά τήν πίστη ἐντάσσεται ἀπό τόν Ὅσιο μέσα στό πλαίσιο τῶν πειρασμῶν καί ὅτι τό οὐσιῶδες γιά τόν μάρτυρα, καί κατ’ ἐπέκταση γιά τόν ἀληθινά πιστό, δέν εἶναι ἡ βιολογική ζωή, ἀλλά ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τόν Χριστό. Στά παραθέματα αὐτά ὑποκαίει καί τό γνησίως ἐπαναστατικό πνεῦμα ἀπέναντι στόν ἀλλόθρησκο σκληρό δυνάστη.

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός στό προοίμιο τοῦ λόγου του στό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, γράφει: «Τά κακά καί οἱ πειρασμοί, ὁποῦ συμβαίνουσιν εἰς τούς ἀνθρώπους, ἀπό τρεῖς αἰτίας γίνονται, εὐλογημένοι Χριστιανοί. Πρῶτον μέν ἀπό δοκιμήν Θεοῦ, ὁποῦ δοκιμάζει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον νά ἰδῇ ἐάν καί εἰς τόν κακόν καιρόν τόν ἀγαπᾷ, ἤ μόνον εἰς τήν εὐημερίαν του. Δεύτερον γίνεται ἀπό παραχώρησιν Θεοῦ, ὁποῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός ἀπό τινά ἄνθρωπον, διά τίποτε πταίσιμον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. Τρίτον γίνεται ἀπό ἐγκατάλειψιν τελείαν Θεοῦ· καί ἀπό μέν ἐγκατάλειψιν τελείαν Θεοῦ εἶναι πειρασμός, ὡσάν ἡ τελεία ἐγκατάλειψις τῶν Ἰουδαίων, καί αὐτοῦ τοῦ Ἰούδα, ὁποῦ ἀπό τήν πολλήν του παρανομίαν καί ἀσέβειαν τόν ἐγκατέλειπεν ὁ Θεός, καί κατήντησεν εἰς τόσον, ὁποῦ καί ἐκρεμάσθη μοναχός του... Κατά δέ δοκιμήν Θεοῦ εἶναι ὁ πειρασμός, ὡσάν πῶς ἔπαθεν ὁ δίκαιος Ἰώβ ἐκεῖνος». Αὐτά λέγονται ἀπό τόν ὅσιο Δαμασκηνό γιά νά χαρακτηρίση κατόπιν τόν ἅγιο Εὐστάθιο δεύτερο Ἰώβ, ἀλλά καί γιά νά ἀποτρέψη τούς ὁμοπίστους του Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ, λόγῳ παρανομίας καί ἀσεβείας, πού ταυτίζεται μέ τήν προδοσία τῆς πίστης καί ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἄρνησή της.

Πολύ ἐκφραστική εἶναι ἡ καταγραφή τοῦ διαλόγου τοῦ ἁγίου Γεωργίου μέ τόν ἄρχοντα Μαγνέντιο. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἀναγκάζεται μέ παρρησία νά ὁμολογήση ὅτι εἶναι Χριστιανός, ἐνώπιον τοῦ Βασιλέα, τῶν ἀξιωματούχων καί τῶν ὁμοιόβαθμών του. Καί ὁ Μαγνέντιος μέ ἐντολή τοῦ Βασιλέα τόν ρωτᾶ: «Εἰπέ μας Γεώργιε τί ἦτον ἡ ἀφορμή σου νά παρρησιασθῇς σήμερον; ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη· Ἡ ἀλήθεια μέ ἀνάγκασε· λέγει τον ὁ Μαγνέντιος· Καί τίς εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη δεύτερον· Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁποῦ διώκεται σήμερον ἀπό ἐσᾶς».

Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός δέν βάζει στό στόμα τοῦ Μαγνέντιου τόν λόγο τοῦ Πιλάτου: «τί ἐστιν ἀλήθεια», στόν ὁποῖο δέν ἀπάντησε ὁ Χριστός, ἀλλά «τίς εἶναι ἡ ἀλήθεια», στόν ὁποῖο ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γεώργιος ταυτίζοντας τόν Χριστό μέ τούς διωκομένους Χριστιανούς: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁποῦ διώκεται σήμερον ἀπό ἐσᾶς».

Κλείνουμε μέ τήν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Γεωργίου στόν βασιλέα, μέ τήν ὁποία ὁ ὅσιος Δαμασκηνός παιδαγωγεῖ τούς ὑπόδουλους Ρωμηούς στό πῶς νά στέκονται ἀπέναντι στήν φθειρόμενη ἐξουσία τῶν Ὀθωμανῶν.
«Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπεκρίθη· Ἄμποτες ἐσύ ὧ βασιλεῦ νά ἤθελες γνωρίσῃ τόν Θεόν, ὁποῦ σέ λέγω, νά τόν θυσιάσῃς μέ θυσίαν αἰνέσεως, καί τότε αὐτός νά σέ ἀξιώσῃ εἰς πολλήν τιμήν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· διότι αὐτή ἡ βασιλεία ὁποῦ ἔχεις ἐσύ γλήγωρα φθείρεται, καί ἀφανίζεται, καί καμμίαν ὠφέλειαν δέν δίδει εἰς ἐκείνους ὁποῦ τήν ἔχουν· τέτοιας βασιλείας τιμή δέν δύνεται νά μέ ταπεινώσῃ ἐμένα, μηδέ εἶναι καμμία παίδευσις τῆς τοιαύτης ἐξουσίας νά δυνηθῇ νά μέ χωρίσῃ ἀπό τήν ἀγάπην τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ».

Ὅλα ὅσα παραπάνω ἀναφέρθηκαν θεωροῦμε ὅτι ἀποδεικνύουν τό βίβλο Θησαυρός τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ ὡς ἕνα βιβλίο τῆς Ὀρθοδόξου Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας.–

 

  • Προβολές: 4355