Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Περί μυστηρίων μυστήριες ἐμμονές καί διαστροφές
τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Μέ δύο ἀθεολόγητα καί ἀντιεκκλησιαστικά δημοσιεύματα τῆς ἐφημερίδας Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τοῦ συλλόγου: «Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου», γεμάτα μέ ἀπροσχημάτιστες διαστρεβλώσεις κειμένων ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί συγχρόνων θεολόγων, προσπαθοῦν οἱ ἀκοινώνητοι μοναχοί τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος νά ψελίσουν ἀφελεῖς δικαιολογίες γιά τό σοβαρότατο κανονικό παράπτωμα τῆς τέλεσης μυστηρίων ἀπό κληρικό πού βρίσκεται ὑπό τό ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας. Γνωρίζοντας ὅτι δέν μποροῦν νά στηριχθοῦν στούς Ἱερούς Κανόνες καί γενικά στό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, «ἀνακάλυψαν» τώρα, στό ἕνα ἀπό τά δύο κείμενά τους, τά περί «πνευματικῆς ἱερωσύνης», τήν ὁποία θεωροῦν οἱ ἀκοινώνητοι ὅτι κατέχουν (ὤ βάθος ταπεινώσεως!!) καί ἄς τούς ἔχει ἐπισημανθῆ συνοδικῶς ὅτι ἔχουν ἐκτραπῆ «ἐκ τε τῆς εὐαγγελικῆς καί κανονικῆς ὁδοῦ».
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅμως γιά τά θέματα αὐτά εἶναι σαφής. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σέ πολλά κείμενά του, πολυδιαβασμένα καί πολυμεταφρασμένα σέ ξένες γλῶσσες, ἔχει γράψει γιά τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τό ὁποῖο μετέδωσε ὁ Χριστός στούς ἀποστόλους καί αὐτοί στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀρχιερατική Χάρη τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρουν, συγκροτοῦν τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες. Διότι μέ αὐτήν τήν χάρη γίνονται οἱ χειροτονίες τῶν Ἱερέων, οἱ καθιερώσεις τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἀπό αὐτήν δίνεται τό χάρισμα τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτήματα καί ἡ δυνατότητα τῆς τελέσεως ὅλων τῶν μυστηρίων. Οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ στή γῆ, ἀλλά «εἰς τύπον καί τόπον» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ τούς φορεῖς της μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός γι’ αὐτήν. Εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο μεταδίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μέ τήν χειροτονία, ὑπάρχει καί τό «βασίλειον ἱεράτευμα» τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν πρώτη ἐπιστολή του: «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς»(2,9). Ἡ ἔκφραση «βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» εἶναι ἀπό βιβλίο τῆς Ἐξόδου (19,6), στό ὁποῖο ὁ Θεός λέει στόν Μωϋσῆ νά ἀνακοινώση στούς υἱούς Ἰσραήλ ὅτι θά εἶναι περιούσιος λαός Του «βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον», ἄν φυλάξουνε τήν διαθήκη Του. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τονίζει ὅτι σ’ αὐτό τό ἱεράτευμα ἀνήκουν αὐτοί πού ἐξαγγέλλουν μέ λόγο καί ἔργο τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ. Στήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων, κυρίως στούς Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας, στό «βασίλειον ἱεράτευμα» ἀνήκουν αὐτοί πού μέ τόν φωτισμένο νοῦ καί τήν καθαρή καρδιά ἔχουν ἀέναη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀγαποῦν τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους καί προσεύχονται μέ ἀγάπη καί βαθύ πόνο γιά ὅλον τόν κόσμο. Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι ἡ μυστική ἱερουργία τους, ἡ ὁποία δέν συγχέεται μέ τήν μυστηριακή ἱερωσύνη, μέ τήν ὁποία τελοῦνται τά μυστήρια καί ἁγιάζονται τά μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτήν τήν ἐσωτερική ἱερουργία τοῦ νοῦ ταυτίζει ὁ ἀνώνυμος ἀρθρογράφος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Ὁ συγγραφέας του, πιθανῶς μοναχός ἀπό τούς ἀκοινωνήτους τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως, παίζει μέ δικολαβισμούς καί σοφιστίες «ἐν οὐ παικτοῖς». Τό ἄρθρο του τόν ἀποδεικνύει, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, τελείως ξένον πρός τήν μοναστική φιλοκαλική παράδοση, πρός τήν θεολογία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί πρός τίς προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κανονικότητας καί ἐγκυρότητας τῶν ἱερῶν μυστηρίων.
Δύο στοιχεῖα ἀποδεικνύουν τό κείμενό του στήν κυριολεξία δαιμονικό:
Πρῶτον, συγχέει ἀσύγχυτες ἔννοιες (πνευματική καί μυστηριακή ἱερωσύνη) καί διαστρεβλώνει σαφῆ νοήματα (ταυτίζει οὔτε λίγο οὔτε πολύ τόν πτυχιοῦχο τῆς θεολογικῆς σχολῆς μέ τόν θεόπτη!), προσθέτοντας θεολογικά ψεύδη (ὅτι ὁ λαϊκός θεολόγος μπορεῖ νά ἐξομολογῆ!).
Δεύτερον, χρησιμοποιεῖ τήν πείρα τῶν ἁγίων Πατέρων, καταλλήλως τροποποιημένη, μέ σκοπιμότητα καί κακεντρέχεια ἐναντίον τῶν «ἀντιφρονούντων», πού ἐπισημαίνουν τίς ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές τους. Μέ μή κρυπτόμενη μάλιστα εἰρωνική διάθεση, ὡς ἄγευστος τῶν πνευματικῶν φαινομένων στά ὁποῖα ἀναφέρεται, ἐκμεταλλεύεται τά περί «πνευματικῆς ἱερωσύνης», θεωρώντας, ἐν τῇ ἀγνωσίᾳ του, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τόν βοηθᾶ στό νά ρίξη προπέτασμα αὐτοδικαιώσεως στά μάτια τῶν ἐθελοτυφλούντων ὀπαδῶν τῆς πρώην Μονῆς του. Ἔτσι, γράφει τίς φαιδρότητες πού γράφει, διατυπώνοντας μιά παιδαριώδη ἐπιχειρηματολογία. Θεωρεῖ ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοί τῆς πρώην Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἶναι ἱερεῖς ὡς βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὡς θεολόγοι εἶναι πνευματικοί πατέρες, πού μποροῦν νά τελοῦν τό μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης! Αὐτά συμπεραίνει συναρμολογώντας μέ φαντασιακή ἐλευθερία ἀκρωτηριασμένες ἀπό τήν συνάφεια καί τό νόημά τους προτάσεις σημαντικῶν θεολογικῶν κειμένων.
Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τά πράγματα εἶναι σαφῆ καί ἁπλά, ἐννοεῖται, βέβαια, γιά τούς ἁπλούς, ταπεινούς καί βαθεῖς τῇ καρδίᾳ. Ἄς διασαφήσουμε, λοιπόν, τίς κακοποιημένες ἀπό τήν κατ’ εὐφημισμόν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔννοιες τῆς ἱερωσύνης, τοῦ θεολόγου καί τοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Ἡ «πνευματική ἱερωσύνη» εἶναι βαθμός πνευματικῆς ὡριμάνσεως. Εἶναι ὑπόθεση μυστική τῆς καρδιᾶς. Δέν ἔχει θεσμικό ρόλο μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν τελεῖ τά μυστήρια. Τά μυστήρια τελοῦνται ἀπό αὐτούς πού ἔχουν ἀκώλυτη τήν ἱερωσύνη πού ἔλαβαν διά τῆς χειροτονίας ἀπό τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἐπίσης, κατ’ ἐξοχήν θεολόγος γιά τήν Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ θεόπτης, αὐτός πού εἶδε τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, τό ἀδημιούργητο φῶς τῆς θεότητας καί ὄχι ἁπλῶς καί μόνον ὁ πτυχιοῦχος κάποιας Θεολογικῆς Σχολῆς, ὁ ὁποῖος εἴτε λαϊκός εἶναι, εἴτε μοναχός μπορεῖ νά εἶναι ἀκόμη καί ἄθεος. Οἱ ὑπόλοιποι θεολογοῦνε ὀρθόδοξα, ὅταν ἀκολουθοῦν μέ ὑπακοή τούς θεόπτες Πατέρες.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνει ὅτι, ὅποιος χωρίς νά ἔχη ἐμπειρική γνώση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως κάνει τόν δάσκαλο γι’ αὐτά, «στοιχῶν τοῖς οἰκείοις διαλογισμοῖς καί διά λόγου δεῖξαι ζητῶν τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν, εἰς ἔσχατον ἀπονοίας δῆλός ἐστι κατενεχθείς…». Ἀπόνοια εἶναι ἡ παραφροσύνη. Μαζί μέ τήν παραφροσύνη ὅμως στήν ὁποία βυθίζεται ὁ θρασύς δάσκαλος, κινδυνεύει νά καταντήση ἀκόμη καί θεομάχος. Ἄν, λοιπόν, αὐτός πού προσπαθεῖ μέ ἀνθρώπινους στοχασμούς νά περιγράψη «τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν», ἐκτός ἀπό παράφρων εἶναι ἐνδεχόμενο νά καταντήση καί θεομάχος, τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: ἐκεῖνος πού ἑκουσίως, μέ σκοπιμότητα διαστρέφει τά σαφῆ νοήματα τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς διδασκαλίας, ἐπειδή θέλει νά δικαιολογήση τίς ἀντιεκκλησιαστικές ἐνέργειές του, σέ τί βυθό ἀντιθεΐας θά καταντήση ἤ ἔχει ἤδη καταντήσει;
Ἄς ἔλθουμε ὅμως στούς πνευματικούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι στήν Ἐκκλησία μας ταυτίζονται μέ τούς θεολόγους.
Οἱ πνευματικοί πατέρες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀσχολοῦνται μέ κοινωνιολογικές ἤ ψυχολογικές μελέτες, δέν διανοοῦνται, ἀλλά «πάσχουν τά θεῖα», γι’ αὐτό μποροῦν νά διδάξουν ἀπλανῶς τά πνευματικά τους παιδιά γιά τόν Θεό καί τά θεῖα καί νά τά ὁδηγήσουν στήν ἴδια μέ τήν δική τους ἐμπειρία. Δέν ἐπιδιώκουν νά τούς κάνουν ἁπλῶς καλούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀνθρώπους ὄντως τοῦ Θεοῦ, κατοικητήρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο, δηλαδή, τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι καθαρά θεολογικό. Εἶναι τό πῶς θά ὁδηγήσουν τά πνευματικά τους παιδιά σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό.
Μέ ἁπλά λόγια, ὅποιος γνωρίζει προσωπικά τόν Θεό, αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ἀγάπη Του καί μιλᾶ διαρκῶς γι’ Αὐτόν. Καίεται ἀπό τόν πόθο νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοί, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἔχει μεγάλη ἐπιθυμία νά βοηθήση καί ἄλλους νά βροῦν τόν Θεό. Ἔτσι, συνδέεται ἡ ἐμπειρική θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί ὁ χαρισματικός θεολόγος μέ τόν πνευματικό πατέρα. Τά πράγματα εἶναι τόσο ἁπλά, ὅταν ἔχη κανείς καθαρό λογισμό ἀπαλλαγμένο ἀπό σκοπιμότητες. Εἶναι φανερό ἀπό τά παραπάνω ὅτι γιά νά ἔχη κάποιος σχέση μέ τήν «πνευματική ἱερωσύνη», μέ τήν χαρισματική θεολογία καί τήν πνευματική πατρότητα, πρέπει νά εἶναι ζωντανό, ἐνεργό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ξένοι τελείως πρός αὐτές τίς δωρεές τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὅσοι ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπό τήν ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ὀρθή κατεύθυνση πού ὁρίζει ἡ θεσμοθεσία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Εἶναι ξένοι πρός αὐτές τίς δωρεές αὐτοί πού ἐπιδεικνύουν παχυλή ἄγνοια τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως γιά τήν ἱερωσύνη, τήν ἐσωτερική ζωή, τήν θεολογία ὡς καρπό τῆς θεοπτίας καί τήν πνευματική πατρότητα ὡς θεραπευτική χειραγωγία στήν ὁδό τῆς θεώσεως. Εἶναι ξένοι πρός αὐτές τίς δωρεές οἱ εὑρισκόμενοι δικαίως ὑπό τό ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καί οἱ ὁποῖοι ἀντί γιά μετάνοια ἐπιδεικνύουν σκλήρυνση στήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τους. Ὁ τρόπος μάλιστα μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζονται γιά θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα οἱ ἀκοινώνητοι μοναχοί πού ἐκδίδουν τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀποδεικνύει ὅτι δικαίως βρίσκονται ὑπό τό ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, διότι «ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν» γνωρίζονται (Ματθ. 7,20), ἀφοῦ «οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν»(7,18).
ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ, ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
- Προβολές: 4355