Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Περί παθῶν ἀπό τόν Ροσέλι στό Γεροντικό
τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἀπό τίς καταπακτές πού ἀφήνει ἀνοιχτές ὁ στοχασμός ἑνός πολιτικοῦ διανοητῆ, τοῦ Ἰταλοῦ Κάρλο Ροσέλι, θά περάσουμε στόν ἔμπρακτο λόγο τοῦ Γεροντικοῦ, προκειμένου νά δοῦμε ἐκεῖ καθαρότερα τήν ἀφετηρία τῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας τοῦ ἀνθρώπου καί κατ’ ἐπέκταση τῆς κοινωνίας του. Νά δοῦμε τό πῶς τελικά ἡ ψυχική καί πνευματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου (τοῦ κεκελευσμένου θεοῦ), πού ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στήν ὁμαλή λειτουργία τῶν διαφόρων δομῶν (πολιτικῶν καί ἄλλων) τῆς κοινωνίας του, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἀνοιχτή, εἰλικρινῆ σχέση μέ τόν Θεό καί τήν διαρκῆ, θεμελιακή γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς ζωῆς του, ἀναφορά στόν λόγο τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Του.
Δημοσιεύτηκε παλαιότερα στήν ἐφημερίδα Τό Βῆμα ἕνα ἄρθρο τοῦ Ἀνδρέα Παππᾶ γιά τό βιβλίο τοῦ Κάρλο Ροσέλι: Φιλελεύθερος σοσιαλισμός. Ὁ κ. Παππάς ἑρμηνεύοντας τήν ἐκ πρώτης ὄψεως ἀντιφατικότητα τοῦ τίτλου, γράφει ὅτι ὁ Ροσέλι τεκμηριώνει τήν ἄποψη ὅτι ὁ σοσιαλισμός (ὄχι ὁ μπολσεβικισμός) καί ὁ φιλελευθερισμός (ὁ πολιτικός καί ὄχι ὁ στενά οἰκονομικός) «προέρχονται ἀπό τήν ἴδια μήτρα. Εἶναι καί οἱ δύο ἐκβλαστήσεις τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέτρεψε ἀντιλήψεις καί πρακτικές αἰώνων, ἀπαλλάσσοντας ἀνθρώπους καί κοινωνίες ἀπό τά δεσμά τῆς μοναρχικῆς αὐθαιρεσίας καί τῶν θρησκευτικῶν προλήψεων».
Ὅμως στήν σκέψη τοῦ Ροσέλι μπορεῖ νά δῆ κανείς (τήν ἴσως ἀνομολόγητη) ἀνάγκη ἑνός μεταφυσικοῦ ὑπόβαθρου, δηλαδή (γιά ἐμᾶς) μιᾶς ὑγιοῦς θεολογίας καί ἀσκητικῆς, πού νά δίνη στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἀπελευθερωθῆ ἀπό τά «πρωτόγονα καί κτηνώδη ἔνστικτα».
Ὁ Σέρζ Ὀντιέ, σέ βιογραφικό σημείωμα γιά τόν Ροσέλι, προκειμένου νά ἑρμηνεύση τήν ἰδιαιτερότητα τῆς σκέψης του, τόν χαρακτηρίζει «ἑτερόδοξο σοσιαλιστή», μέ οἰκογενειακά ριζώματα στόν ρεπουμπλικανισμό, τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τήν ἀγγλική φιλελεύθερη κουλτούρα. Ἀπό τόν πολιτικό στοχασμό του θά ἀποσπάσουμε δύο στοιχεῖα πού μᾶς ἐνδιαφέρουν, διότι σχετίζονται μέ τούς σχολιασμούς μας.
Ὁ Θ. Γιαλκέτσης στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου Φιλελεύθερος σοσιαλισμός σημειώνει ὅτι ὁ Ροσέλι τό πρῶτο πού ἐπιχείρησε ἦταν νά ἀποδείξη τήν ἀνεπάρκεια τοῦ Μαρξισμοῦ, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς τήν «κατάλληλη θεωρία γιά τήν βασανισμένη παιδική ἡλικία τοῦ προλεταριάτου». Ὅμως τώρα ξεπεράστηκε ἀπό τίς ἐξελίξεις τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων καί τῶν κοινωνιῶν. Κατά τήν ἄποψη τοῦ Ροσέλι: «Ἡ “παρθένα καί ἐξεγερμένη ψυχή τῶν μαζῶν” εἶχε δύο ὄψεις: συγκεχυμένη θρησκευτικότητα καί ὑλικές βλέψεις». Καί τήν «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» καί τίς «ὑλικές βλέψεις» ἱκανοποιοῦσε ἡ θεωρία τοῦ Μάρξ, προσφέροντας, ἀπό τήν μιά μεριά, ἕνα «μυθικό, ἀποκαλυπτικό ὅραμα» γιά τήν κοινωνία, καί, ἀπό τήν ἄλλη, τόν ὠμό ρεαλισμό τῆς ἀνελέητα ἀρνητικῆς κριτικῆς τοῦ κόσμου, μέ βάση τήν ὑλιστική ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἱστορίας του.
Ἀπό τά παραπάνω μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ δύο ὄψεις τῆς «ἐξεγερμένης ψυχῆς τῶν μαζῶν», ἡ «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» καί οἱ «ὑλικές βλέψεις», οἱ ὁποῖες ἐπιβιώνουν καί στίς μέρες μας, ἀκόμη καί στόν δικό μας ὀρθόδοξο Χριστιανικό χῶρο.
Ὡς «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» ἐννοεῖται ἡ πίστη πού δέν ἔχει ξεκάθαρες στέρεες βάσεις, πού δέν συνδέεται μέ ὥριμη δογματική συνείδηση καί γι’ αὐτό εἶναι εὐάλωτη σέ ποικίλες ἑτερόδοξες καί ἑτερόθρησκες ἐπιρροές καί σέ ἀσύμβατες μέ τόν ὀρθόδοξο Χριστιανισμό συγκρητιστικές προσμίξεις. Δυστυχῶς, αὐτά τά χαρακτηριστικά, τῆς «συγκεχυμένης θρησκευτικότητας», συναντᾶ κανείς στήν πίστη ἀρκετῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν ὀρθοδοξία τους ἀπό τό Βάπτισμα, χωρίς ὅμως νά τήν ἐπιβεβαιώνουν μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ζωή τους δέν ἔχει οὐσιαστική σχέση μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τήν μετάνοια, τήν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τήν προσευχή, τήν Θ. Κοινωνία.
Ἡ «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» ἀπεικονίζεται ἐναργέστατα στίς καρναβαλιστικές ἐκδηλώσεις τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου. Στό πνευματικό πεδίο δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχη πιό τραγική ἀντιφατικότητα ἀπό τήν σύνδεση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καρνάβαλου μέ τό πνευματικό Τριώδιο.
Τό τραγικότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» ἀποτελεῖ στίς μέρες μας θεολογική τάση μέ χαρακτηριστικά κινήματος. Εἶναι γνωστή καί πολυσχολιασμένη ἡ κινηματική τάση, ἡ ὁποία ἀφήνει τόν ἐμπειρικά ἐπιβεβαιωμένο δογματικό πυρήνα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς πίστης καί ἐπικεντρώνεται σέ περιθωριακές συνάφειες μέ ἄλλα δόγματα, ἄλλες θρησκεῖες, ἀκόμη καί μέ ἄθεα συστήματα σκέψης. Ἡ ἐμμονή μάλιστα στήν καθαρότητα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς πίστης χαρακτηρίζεται, ἀπό τούς «συναφειακούς», ὡς μουσειοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαιτέρως καταπολεμᾶται ἀπό τό «μεταπατερικό», «συναφειακό» κίνημα ἡ φιλοκαλική παράδοση, ἡ ἀσκητική τοῦ ἡσυχασμοῦ, ὁ θεραπευτικός χαρακτήρας τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἀποσιωπᾶται ὁ λόγος περί τῶν παθῶν καί τῆς μεταμορφώσεώς τους καί ἀπολυτοποιεῖται ἡ ἀπροϋπόθετη, χωρίς τό «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν»(Α’ Κορ. 11,28), μετοχή στήν Θ. Εὐχαριστία.
Σύμφυτες μέ τήν «συγκεχυμένη θρησκευτικότητα» εἶναι οἱ «ὑλικές βλέψεις», ὁ περιορισμός, δηλαδή, τῶν «μεγάλων πόθων» σέ ὑλικά πράγματα, σέ ἀπολαύσεις καί τιμές τοῦ παρόντος αἰῶνος. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ οἰκονομικές δυσχέρειες, ἡ φτώχεια, τά πιεστικά προβλήματα, πού σχετίζονται μέ τήν ἐπιβίωση, φυλακίζουν τόν νοῦ στά ὑλικά πράγματα. Ἐδῶ ὅμως δέν πρόκειται μόνο γιά ἐπιπτώσεις ἀπό ἐξωτερικά προβλήματα, ἀλλά πρωτίστως γιά ἐλεύθερες ἐπιλογές, γιά ὑπαρξιακούς ὑλιστικούς προσανατολισμούς μέσα στόν κλωβό τοῦ στενοῦ ὁρίζοντα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Αὐτός ὁ ἐγκλωβισμός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο δέσμιο στά πρωτόγονα ἔνστικτα.
Ὁ Ροσέλι θεωροῦσε τόν σοσιαλισμό ὡς «μιά προσπάθεια νά ἐξασφαλιστῆ προοδευτικά, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, μιά ζωή ἄξια τοῦ ὀνόματος, ἀπελευθερώνοντάς τους ἀπό τήν δουλεία τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν πού ἐξακολουθεῖ νά ἐξουσιάζη τήν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων· ἡ δυνατότητα νά ἀναπτύσσουν ἐλεύθερα τήν προσωπικότητά τους σέ ἕναν συνεχῆ ἀγώνα τελειοποίησης ἐνάντια στά πρωτόγονα καί κτηνώδη ἔνστικτα καί ἐνάντια στήν ἐξαχρείωση ἑνός πολιτισμοῦ πού εἶναι ἕρμαιο τοῦ δαίμονα τῆς ἐπιτυχίας καί τοῦ χρήματος».
Αὐτές οἱ ἀπόψεις τοῦ Ροσέλι εἶναι σαφές ὅτι ἀντλοῦνται, μέσω τῆς ἑβραϊκῆς ρίζας του, κατευθείαν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅμως, μέσα στό πλαίσιο τοῦ πολιτικοῦ στοχασμοῦ του, περιγράφονται ὡς στόχευση μιᾶς ἀσκητικῆς, χωρίς ἀναφορά στό θεολογικό ὑπόβαθρό της καί χωρίς ἔκθεση τῆς ἀσκητικῆς μεθόδου.
Ὁ Ροσέλι ἔγραψε τό συγκεκριμένο βιβλίο του στήν φυλακή καί σέ ἡλικία 36 ἐτῶν πλήρωσε τίς ἰδέες του μέ τήν ζωή του. Ἔφυγε νέος καί δέν γνωρίζουμε ποιά θά ἦταν ἡ ἐξέλιξή του. Τό θέμα εἶναι ὅτι πολλοί στοχαστές ἀσχολοῦνται, μέ ἀγάπη καί εἰλικρίνεια, μέ ὑψηλές θεωρίες (κοινωνικές καί πολιτικές) ἤ καί μέ ὑψηλές θεολογίες, χωρίς ὅμως αὐτές οἱ ὑψηλές διανοητικές πτήσεις νά ἐνυλώνονται σέ πράξεις, καί προπαντός χωρίς οἱ θεωρίες αὐτές ἤ οἱ θεολογίες νά εἶναι ἀποτελέσματα ἐμπειρίας ἀπό τήν ἄσκηση τῆς «πρακτικῆς φιλοσοφίας», μέ τήν ὁποία παιδαγωγοῦνται ἡ ψυχή καί τό σῶμα στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά «πρωτόγονα καί κτηνώδη ἔνστικτα», ἀπό τά «ψεκτά πάθη», καί καθοδηγοῦνται σέ «συνεχῆ ἀγώνα τελειοποίησης», πρός τήν «ἀτέλεστη τελειότητα τῶν τελείων».
Στήν παράδοσή μας, τήν ἀποστολική καί πατερική, προηγεῖται ἡ ἄσκηση γιά τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν, ἡ ὁποία, ἀνάλογα μέ τήν σχετική πρόοδο, ἔχει ὡς φυσικό ἀκόλουθο τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια διδάσκει ἕνα πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό ἀπό τήν ζωή τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένα, πού ἔχει καταγραφῆ στό Γεροντικό.
Ἐπισκέφθηκε κάποτε τόν Ἀββᾶ Ποιμένα ἕνας μεγάλος ἀναχωρητής. Εἶχε ἀκούσει ἀπό κάποιον ἀδελφό γιά τήν ἀρετή του καί ἐπεθύμησε νά τόν δῆ. Ὁ Ἀββᾶς Ποιμένας τόν δέχθηκε μετά χαρᾶς. Ἀφοῦ ἀσπάσθηκαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἄρχισε ὁ ἀναχωρητής νά μιλᾶ ἀπό τή Γραφή γιά πνευματικά καί οὐράνια. Ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του καί δέν ἔδωσε ἀπόκριση. Βλέποντας ἐκεῖνος τήν ἀποστροφή του, βγῆκε ἀπό τό κελλί λυπημένος καί λέγει στόν γνωστό του ἀδελφό: «Μάταια ἔκανα αὐτό τό ταξίδι. Ὁ Γέροντας οὔτε νά μιλήση μαζί μου θέλει». Ὅταν ὁ ἀδελφός ρώτησε τόν Ἀββᾶ Ποιμένα γιατί δέν τοῦ μίλησε, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Αὐτός ἀνήκει στά ἄνω καί ἐπουράνια, ἐνῶ ἐγώ στά κάτω καί ἐπίγεια. Ἄν μοῦ μιλοῦσε γιά πάθη τῆς ψυχῆς, θά τοῦ ἀποκρινόμουν. Μοῦ μίλησε ὅμως γιά πνευματικά καί ἐγώ δέν τά γνωρίζω». Ὁ ἀδελφός ἐνημέρωσε σχετικά τόν ἀναχωρητή καί ἐκεῖνος κατανύχθηκε. Μπῆκε πάλι στό κελλί καί λέγει στόν γέροντα: «Τί νά κάμω, Ἀββᾶ, πού μέ κυριεύουν τά πάθη τῆς ψυχῆς;». Τόν κοίταξε τότε ὁ Ἀββᾶς χαρούμενος καί εἶπε: «Αὐτή τή φορά, καλά ἔκανες καί ἦλθες. Τώρα ἄνοιξε τό στόμα σου γι’ αὐτά καί θά τό γεμίσω μέ ἀγαθά». Καί ἐκεῖνος, ἔχοντας ὠφεληθῆ πολύ, ἔλεγε: «Ὄντως, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ὁδός».
Ὁ λόγος γιά τά πάθη «εἶναι ἡ ἀληθινή ὁδός» γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας του καί τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
- Προβολές: 4339