Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ μεταφραστική κίνηση κατά τήν Τουρκοκρατία

(Τό παρόν κείμενο ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνιαίου κειμένου, μέ τίτλο «Σεβασμός στήν θεία Λειτουργία», πού δημοσιεύθηκε στήν ἱστοσελίδα romfaia.gr)
*

Εἶναι ἀναγκαῖο νά κατανοήσουμε τόν σεβασμό πού πρέπει νά ἔχουμε στά ἱερά ὑμνογραφικά κείμενα, ἀκόμη καί στό γλωσσικό ἰδίωμα τῆς θείας Λειτουργίας.
Ἡ μετάφραση τῶν πατερικῶν κειμένων δέν εἶναι πρόσφατο φαινόμενο, ἀλλά παρατηρήθηκε καί παλαιότερα, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦσαν νά μεταφράσουν στήν δημώδη γλώσσα τῆς ἐποχῆς τά ἐκκλησιαστικά κείμενα. Μάλιστα, αὐτό τό ἔργο τό ἔκανε ὁ Συμεών ὁ λεγόμενος μεταφραστής, ὁ ὁποῖος ἔζησε τό δεύτερο μισό τοῦ δεκάτου (Ι) αἰῶνος. Κυρίως ὁ Συμεών συνέγραψε τό Μηνολόγιο, δηλαδή τούς βίους τῶν Ἁγίων, ἀφοῦ ὑπέβαλε τό κείμενο πού διασωζόταν στήν ἐποχή του «εἰς μίαν ἐξ ἐπόψεως ὕφους ἀνάπλασιν (μετάφραση)».

Ἡ σημαντικότερη, ὅμως, μεταφραστική κίνηση ξεκίνησε τόν 16ο καί 17ο αἰώνα, δηλαδή τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, σέ βίους ἁγίων, ἀλλά καί σέ ἄλλα ἐκκλησιαστικά κείμενα. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἀφ' ἑνός μέν παρατηρήθηκε καί μιά «ἀντιμεταφραστική κίνηση», ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι ἡ ἔντονη μεταφραστική κίνηση δέν ἄγγιζε τό λειτουργικό κείμενο.

 

Αὐτά δείχνουν ὅτι, ἄν καί στήν Τουρκοκρατία, πού τό μορφωτικό ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ βρισκόταν σέ χαμηλά ἐπίπεδα καί ὑπῆρχε τάση ἐκ μέρους τῶν λογίων καί ἡμιλογίων τῆς ἐποχῆς νά βοηθήσουν τόν λαό, ἐν τούτοις δέν μεταφράσθηκε ἡ θεία Λειτουργία, ἀλλά διάφορα ἑρμηνευτικά ἔργα περί τῆς θείας Λειτουργίας.

 

Ἡ φιλόλογος Βασιλική-Ἑλένη Μελικίδου, στήν διδακτορική της διατριβή μέ τίτλο «Ἡ δημώδης μετάφραση τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου τοῦ ἐλεήμονος, συμβολή στήν μεταφραστική κίνηση τοῦ 16ου καί 17ου αἰώνα», κάνει εὐρύτατη ἀναφορά στήν μεταφραστική κίνηση κατά τίς ἀρχές τῆς Τουρκοκρατίας.

Θά ἀναφερθοῦν ἐνδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα πού μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ.

Κατ’ ἀρχάς τονίζεται ὅτι ἡ χρυσῆ ἐποχή τῆς μετάφρασης εἶναι ἡ περίοδος τῆς Ἀναγέννησης, ἡ ὁποία «θεωρήθηκε ὡς ἐποχή μαζικῆς ἐκλαΐκευσης». Στόν ἑλληνικό χῶρο παρατηρήθηκε ἔξαρση τοῦ φαινομένου αὐτοῦ μέ τήν λεγόμενη Ἑλληνική «Ἀναγέννηση». Οἱ μεταφραστές, συνήθως, εἶναι Ἕλληνες πού «κατάγονται ἀπό Βενετοκρατούμενες περιοχές (Ἑπτάνησα καί Κρήτη)» καί «ἄλλοι ἐπέστρεψαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τίς σπουδές τους στήν Δύση, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι ἐγκαταστημένοι στό ἐξωτερικό». Ὅσοι ἐπιδίδονται στό μεταφραστικό ἔργο διαθέτουν σημαντική γλωσσική κατάρτιση, ἀφοῦ «γνωρίζουν λατινικά, ἰταλικά καί οἱ περισσότεροι Ἀρχαῖα Ἑλληνικά».

Οἱ μεταφραστές μετέφραζαν «θεολογικά ἔργα, ἑτερόδοξης καί ὀρθόδοξης γραμματείας», κυρίως ἔργα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, «μέ περιεχόμενο ἀσκητικό, δογματικό ἤ ἠθικό (Ἰωάννη Σιναΐτη, Κλίμαξ, Μ. Βασιλείου Ἀσκητικοί Λόγοι κ.ἄ.)» καί διάφορα ἁγιολογικά ἔργα, καθώς ἐπίσης καί μεταφράσεις ἑρμηνευτικῶν ἔργων. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι «οἱ μεταφραστικές ἀπόπειρες λειτουργικῶν ἤ ὑμνολογικῶν ἔργων εἶναι δειλές καί λιγοστές. Οἱ αἰτίες πρέπει νά ἀναζητηθοῦν, ἐκτός τῶν ἄλλων, στήν ὑψηλή ποιητική ἀξία τῶν κειμένων αὐτῶν, ἀλλά καί στίς τεχνικές δυσκολίες, πού εἶναι φυσικό νά ἀποτρέπουν τούς ἐπίδοξους μεταφραστές».

Ἡ ἴδια ἐρευνήτρια σέ κείμενο μέ θέμα «Ἡ ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας, τοῦ Ἰωάννη Ναθαναήλ (16ος αἰών)», ἀναφέρεται στό μεταφραστικό ἔργο τοῦ λογίου Ἱερέως Ἰωάννου Ναθαναήλ, πού ἔζησε τό δεύτερο μισό τοῦ 16ου αἰώνα, καί ἐπιδόθηκε σέ ἕνα μεταφραστικό ἔργο, πού εἶναι προδρομικό, «ἀφοῦ ἀναγγέλλει τήν λειτουργική ἀναγέννηση τοῦ 17ου αἰώνα καί εἶναι τό πρῶτο μέρος μιᾶς σειρᾶς ἑρμηνευτικῶν ἔργων γιά τή θεία Λειτουργία, πού τυπώνεται ἀρκετά ἀργότερα». Στήν μεταφραστική αὐτή κίνηση ἀνήκουν οἱ: Γαβριήλ Σεβῆρος, μέ τό ἔργο «Πραγματεία περί θείας Λειτουργίας» (1600), Νεόφυτος Ροδινός, μέ τό ἔργο «Σύντομον περί θείας Λειτουργίας» (1628), Νικόλαος Βούλγαρης, μέ τό ἔργο «Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας» (1681) καί ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης, μέ τό ἔργο «Περί συχνῆς μεταλήψεως» (1777).

Τό ἀξιοπρόσεκτο γεγονός εἶναι ὅτι ὅλοι αὐτοί δέν ἄγγιξαν τήν θεία Λειτουργία, ἀλλά μετέφραζαν ἔργα περί τῆς θείας Λειτουργίας. Συγκεκριμένα, ὁ Ἰωάννης Ναθαναήλ «ἐπιλέγει νά μεταφράσει ἕνα ἐράνισμα ὑπομνημάτων στή θεία Λειτουργία καί ὄχι τό ἴδιο τό κείμενό της, εὐθυγραμμιζόμενος μέ τήν ἀντιμεταφραστική παράδοση σχετικά μέ τά ἱερά κείμενα, τήν Ἁγία Γραφή καί τά ὑμνογραφικά ἔργα. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ ἄλλωστε τή θεία Λειτουργία ἡ μετάφραση δέν θά ἦταν ἐπαρκές βοήθημα γιά τούς πιστούς ἐξαιτίας τοῦ συμβολικοῦ χαρακτήρα τῶν δρωμένων της».

Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Ναθαναήλ ἀνθολογεῖ καί μεταφράζει, συνθέτοντάς τα σέ ἕνα ἑνιαῖο κείμενο, ἔργα διαφόρων Πατέρων καί συγκεκριμένα περί τῆς θείας Λειτουργίας, ἑρμηνεύοντας τά ὅσα συμβαίνουν κατ’ αὐτήν, ὅπως τῶν Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Θεοδώρου Ἀνδίδων, Συμεών Θεσσαλονίκης καί κυρίως τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, καί ὄχι αὐτήν τήν ἴδια τήν θεία Λειτουργία.

Πάντως, ὁ Ἰωάννης Ναθαναήλ, μεταφράζοντας διάφορα ἐρανίσματα ἀπό Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς περί τῆς θείας Λειτουργίας, «ἀναγκάζεται νά ἀπιστήση στό πρωτότυπο, καταφεύγοντας στήν ὑπεραπλούστευση τοῦ νοήματος ἤ παραλείποντας δυσνόητα ἤ ἐντελῶς θεωρητικά σημεῖα, ἐνῶ ὁρισμένες φορές, ὅταν συναντᾶ ἀνυπέρβλητες δυσκολίες, διατηρεῖ ἀμετάφραστες λέξεις ἤ ὅρους τοῦ κειμένου».

 

Διερωτῶμαι τί θά ἔλεγε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος ἤ ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης καί οἱ ἄλλοι Κολλυβάδες Πατέρες, ὄχι γιά μερικές παρεμβάσεις λέξεων, ἀλλά γιά ἀντικατάσταση ὁλοκλήρου τοῦ πρωτοτύπου κειμένου τῆς θείας Λειτουργίας στήν νεοελληνική γλώσσα!

 

Αὐτά δείχνουν ὅτι, ἄν καί στήν Τουρκοκρατία, πού τό μορφωτικό ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ βρισκόταν σέ χαμηλά ἐπίπεδα καί ὑπῆρχε τάση ἐκ μέρους τῶν λογίων καί ἡμιλογίων τῆς ἐποχῆς νά βοηθήσουν τόν λαό, ἐν τούτοις δέν μεταφράσθηκε ἡ θεία Λειτουργία, ἀλλά διάφορα ἑρμηνευτικά ἔργα περί τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀλλά καί σέ αὐτό τό μεταφραστικό ἔργο ὑπῆρχαν πολλές δυσκολίες, ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά γίνη ἀποκωδικοποίηση τῶν συμβόλων καί ἡ προδοσία κατά τήν μετάφραση ἐνεδρεύει παντοῦ.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Φιλοκαλικοί-Κολλυβάδες Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος δέν ἀγγίζουν τά λειτουργικά κείμενα, παρά τό ὅτι μετέφραζαν πατερικά καί ἑρμηνευτικά ἔργα περί τῆς θείας Λειτουργίας. Στήν ἐποχή τους παρετηρεῖτο ὅτι «στόν ἐκδοτικό τομέα τῶν λειτουργικῶν κειμένων» γίνονταν «αὐθαίρετες παρεμβάσεις ἤ ἐπεμβάσεις, προσθέσεις, ἀλλαγές ἤ διορθώσεις λέξεων καί φράσεων καί ὁλοκλήρων ἀκόμη κειμένων στά σεβάσμια ἀρχαῖα πρωτότυπα τῶν ἱερῶν εὐχῶν, ἀπό τόλμη, ἄκρατο ζῆλο καί ἀπαιδευσία». Δέν ἐπρόκειτο γιά μεταφράσεις, ἀλλά γιά παρεμβάσεις. Καί ὅμως γιά τήν περίπτωση αὐτή ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος ἔγραψε: «Τίς δέ ἦν ὁ τοῦτο τολμήσας τό μέγα ... τόλμημα, ὥστε χεῖρα βαλεῖν ἱερόσυλον, μετά τόσους αἰῶνας εἰς τάς θεοπνεύστους τῶν ἁγίων εὐχάς; Οὐδείς, οἶμαι, σαφῶς ἔχει οὐδένα εἰπεῖν. Ἔοικε δέ τις ὑπό ζήλου ἀκρίτου καί ἀπαιδεύτου τουτί πεποιηκέναι τό ἄτοπον».

Διερωτῶμαι τί θά ἔλεγε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος ἤ ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης καί οἱ ἄλλοι Κολλυβάδες Πατέρες, ὄχι γιά μερικές παρεμβάσεις λέξεων, ἀλλά γιά ἀντικατάσταση ὁλοκλήρου τοῦ πρωτοτύπου κειμένου τῆς θείας Λειτουργίας στήν νεοελληνική γλώσσα!

Πάντως, ἄν ἐπικρατοῦσε αὐτός ὁ σεβασμός στά λειτουργικά κείμενα κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, πού τό γνωστικό ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ ἦταν χαμηλό, πολύ μεγαλύτερος σεβασμός ἀπαιτεῖται σήμερα στά λειτουργικά κείμενα, ἀφοῦ τό μορφωτικό ἐπίπεδο τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν εἶναι ἀνεβασμένο.

  • Προβολές: 3173