Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Παρανομίες, ἀντικανονικότητες καί ὁμιχλῶδες ἦθος
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ναυπάκτου (πιό σωστά ἡ ἱστορία τῶν παρεκκλησιαστικῶν φαινομένων τῆς Ναυπάκτου) δείχνει ἀνάγλυφα τίς προϋποθέσεις καί τήν διαδικασία μέ τήν ὁποία δημιουργοῦνται μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποσχιστικές τάσεις, οἱ ὁποῖες ἐξελίσσονται σέ σχισματικές ὁμάδες, μέ ἐκκλησιολογικές ἰδιορρυθμίες, ἐνσυνείδητες παρερμηνεῖες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί μέ ἕναν αἱρετικό τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά θεμελιώση θεολογικά τήν ἀποσχιστική αὐτονομία, φθάνει κάποιες φορές καί στήν διατύπωση σαφῶς αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.
Τό ὅλο φαινόμενο εἶναι χρήσιμο νά τό δῆ κανείς ἀπό δυό μεριές: ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά. Νά δῆ, δηλαδή, τά δεδομένα τῆς ἀποσχιστικῆς ὁμάδας, τίς πρακτικές καί θεωρητικές ἀφετηρίες τῆς παρέκκλισής της, ἀλλά καί τήν νοοτροπία καί τίς ἐνέργειες κάποιων ἔξω ἀπό αὐτήν, ἑνός τμήματος ἐν προκειμένῳ τοῦ λαοῦ τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ἡ ἀσαφής στάση τοῦ ὁποίου τήν συσπειρώνει ἤ μᾶλλον τῆς δίνει προφάσεις νά παγιώνεται στίς πρακτικές της καί τίς ἀπόψεις της, νά παγιώνεται, δηλαδή, στήν ἐκτροπή της ἀπό τήν «τεθλιμμένη» ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Εἶναι χρήσιμο νά δοῦμε ἀκροθιγῶς ὁρισμένα πράγματα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν οἰκοδομικά ὑλικά γιά «πνευματικές φυλακές», στίς ὁποῖες «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αἰδώ» αὐτοεγκλείονται ψυχές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐθισθῆ στήν ἀκρόαση παρεκκλησιαστικῶν καί ἀποσχιστικῶν λόγων.
Σέ κάθε τέτοια ὁμάδα ὑπάρχει ἕνας κεντρομόλος πυρήνας, πού κινεῖ ὅλες τίς ἀποσχιστικές διαδικασίες ἐνεργοποιώντας πνευματικές, συναισθηματικές, ἴσως καί οἰκονομικές ἐξαρτήσεις τῶν ὑπολοίπων μελῶν της. Φαίνεται ὅτι οἱ «εἰδήμονες» τῆς συγκεκριμένης ὁμάδας διαθέτουν σαφῆ γνώση, ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ πόσο ἑλκτική εἶναι ἡ ἐπιδερμική χαρά πού δημιουργοῦν στούς ἀδελφούς, ἀλλά καί στό ἔξω ἀπό τήν Μάνδρα «ποίμνιο» τῆς πρώην Μονῆς, οἱ γλυκόλογες εὐλογίες, ὅταν προπαντός συνδέονται μέ τήν «φιλάνθρωπη» ἀνοχή ἤ καί τήν κολακεία τῶν «ἀθώων» «ἀνθρώπινων» παθῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ πόσο συντελεῖ ἡ «φοβερά ἀπειλή» τῆς «πατρικῆς» κατάρας στήν δουλική προσκόλληση τῶν ὑποτακτικῶν στήν κεφαλή τῆς «ὁμάδας». Αὐτή ἡ διπολική τακτική, ὅπως δείχνουν τά πράγματα, φέρνει ἀποτελέσματα.
Πάντως, ἡ ἀφετηρία κάθε ἐκτροπῆς ἀπό τήν ἐκκλησιαστική εὐταξία εἶναι ἡ αὐτοαποδέσμευση κάποιου «πνευματικοῦ πατέρα» ἀπό τήν ὑπακοή στήν ἱεραρχική δομή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἐπίσκοπό του καί τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων. Αὐτή ἡ ἐκτροπή ἔχει ποικίλες προϋποθέσεις, αἰτίες, ἀφορμές καί προφάσεις. Ἀναμφίβολα ἡ πρώτη καί συνήθης αἰτία εἶναι τό πρῶτο ἁμάρτημα πού γνώρισε ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου μέ τόν «πεσόντα ὡς ἀστραπή ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» Ἑωσφόρο, τόν γεννήτορα τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ φθόνος, ἡ παράλογη ἀγάπη τῆς μάταιης δόξας, «ὁδοποιοῦν» τήν εἴσοδο στήν διαποίμανση τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι «διά τῆς θύρας τῶν προβάτων», πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά «ἀλλαχόθεν», δηλαδή, ἀπό τήν ληστρική ἐνεργοποίηση τῆς ἰδιοτέλειας καί γενικά τῶν ἀπαιτήσεων ὅλων τῶν ἀμεταμόρφωτων παθῶν.
Οἱ μόνες ἐκκλησιαστικά ἀποδεκτές αἰτίες ἀποσχίσεως ἤ ἀνυπακοῆς πρός τούς «ἡγουμένους» τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τούς Ἐπισκόπους, εἶναι ἡ ἐμμονή τους σέ αἱρετικές διδασκαλίες καί ἡ ἐξώθηση σέ ἀντικανονικότητες καί παρανομίες, οἱ ὁποῖες συνήθως συνοδεύονται ἀπό τήν παντελῆ ἀδιαφορία γιά τήν εὐαγγελική διαποίμανση τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὅμως σαφές ἀπό τά παραπάνω καί τό ἀντίστροφο. Ἄν, δηλαδή, ὁ Ἐπίσκοπος διακρίνεται γιά τήν ὀρθή πίστη καί ζωή, ἄν μέ τόν λόγο, τήν συγγραφή, τήν τελετουργία τῶν ἱερῶν μυστηρίων, τήν γενική καί τήν ἐξατομικευμένη ποιμαντική διακονία του «ἀγρυπν[ᾶ] ὑπὲρ τῶν ψυχῶν» τοῦ ποιμνίου του, «ὡς λόγον ἀποδώσ[ων]», ἄν ἐπιπλέον ἀγαπᾶ καί προτείνη τόν ὀρθόδοξο ἡσυχαστικό μοναχισμό καί ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλες τίς δομές τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἱδρύματα, Ἐνορίες, Ἱερές Μονές, τήν κανονικότητα, τήν νομιμότητα καί τήν διαφάνεια, εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει ἔδαφος γιά νά σταθῆ καμμιά πρόφαση γιά «αὐτόνομη δραστηριότητα», πολύ περισσότερο γιά ὁποιαδήποτε ἀποσχιστική τάση, μέ κατάληξη τήν ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μάλιστα, τονίζει τό πόσο ἀσύμφορη (ἀλυσιτελής) πνευματικά εἶναι ἡ ἀνυπακοή πρός τούς προεστῶτες τῆς Ἐκκλησίας, σέ αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἐπισημαίνει ὅτι ὅλοι πρέπει νά πείθονται καί νά ὑπακούουν σ’ αὐτούς πού ἀγρυπνοῦν γιά τίς ψυχές τους, «ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο»(Ἑβραίους 13,17).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τό ἐντός καί ἐκτός τῆς μάνδρας «ποίμνιο» τῆς πρώην Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ὑπάρχει πολύς λαός πού ἔχει αἴσθηση τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί γνωρίζει ὅτι ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χωρίς Ἐπίσκοπο δέν ὑπάρχει. Αὐτός ὁ λαός σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν Ἐπίσκοπό του. Χαίρεται μάλιστα γιά τήν ἀποτελεσματική δράση του στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλά καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῆς τοπικῆς κοινωνίας, σέ συνεργασία μέ τούς ἄλλους φορεῖς τῆς πόλεως, ἀπό τήν ἵδρυση καί διατήρηση τοῦ Τ.Ε.Ι., τήν καλή, διαφανῆ καί ἀποδοτική λειτουργία τῶν κοινωφελῶν ἱδρυμάτων στά ὁποῖα προεδρεύει καί τήν ἄλλη ποικίλη κοινωνική καί φιλανθρωπική δραστηριότητα μέσω τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου καί τῶν Ἐνοριακῶν Συνδέσμων Ἀγάπης. Πιό πολύ ὅμως χαίρεται γιά τήν κατανυκτική καί ἐν ἁπλότητι μεγαλοπρεπῆ τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τόν ὀρθόδοξο λόγο του, μέ τόν ὁποῖο μυεῖ τούς θέλοντες στά βαθύτερα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερη καύχηση αἰσθάνεται γιά τήν πανορθόδοξη ἀναγνώριση καί τήν παγκόσμια διάδοση τῶν θεολογικῶν καί ποιμαντικῶν συγγραφῶν τοῦ Ἐπισκόπου του.
Αὐτός ὁ λαός ζῆ μιά χαρμολύπη. Χαίρεται γιά τήν ζωή του στήν Ἐκκλησία, τούς Ἱερεῖς καί τόν Ἐπίσκοπό του. Λυπᾶται γιά τήν ἀναστάτωση πού δημιουργοῦν οἱ ταραχοποιοί λόγοι, οἱ αὐτονομήσεις καί οἱ ἀποσχιστικές ἐνέργειες κάποιων ἀπείθαρχων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅμως νά δοῦμε μιά ἄλλη κατηγορία τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία κρατᾶ μιά στάση οὐδετερότητας ἀπέναντι στίς πρωτοφανεῖς ἀντικανονικότητες καί παρανομίες πού συνεχίζονται νά γίνονται ἀπό τήν πρώην Μονή, παρά τίς ἐνημερώσεις πού κατά καιρούς ἔχουν γίνει. Γιά αὐτούς πού δέν ἔχουν τήν ἔφεση νά ἐνημερώνονται, ἡ οὐδετερότητα εἶναι μιά φυσική συνέπεια τῆς ἀδιαφορίας τους γιά τήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων. Ὑπάρχουν ὅμως καί κάποιοι ἄλλοι πού ἰδιοτελῶς στέκονται ἐξίσου θετικά καί ἐξίσου ἀρνητικά καί στό «ναί» καί στό «ὄχι». Δέν θέλουν νά ἀναλάβουν τήν εὐθύνη τῆς γνώμης, ἴσως ζαλισμένοι ἀπό τήν «δημοκρατία τῆς ἀνωνυμίας» πού κυριαρχεῖ στό διαδίκτυο, ἡ ὁποία καλλιεργεῖ καί προβάλλει τό ἀνώνυμο ὑβρεολόγιο καί τήν ψευδώνυμη συκοφαντία, τά ὁποῖα στίς συνειδήσεις τους, ὅπως φαίνεται, ἐξουδετερώνουν τίς ἐπώνυμες ἀνακοινώσεις καί τίς τεκμηριωμένες σοβαρές ἀναλύσεις.
Ὑπάρχουν ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς πού δέν τολμοῦν νά ποῦν τά «σύκα σύκα καί τήν σκάφη σκάφη», οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά καλύψουν τήν δειλία ἀπέναντι στήν εὐθύνη τῆς γνώμης, μέ «συστάσεις» γιά εἰρήνη καί ἀγάπη, κάνοντας μάλιστα καί σχετικό κήρυγμα στούς κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ κατάστασή τους θυμίζει μιά παρατήρηση τοῦ Νίτσε γιά τήν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν πού γνώριζε στό προτεσταντικό περιβάλλον του, τήν ὁποία μάλιστα πρόβαλλε ὡς ἄλλοθι γιά τόν ἀντιχριστιανισμό του στόν ὁποῖο κατέληξε. Γράφει: «Αὐτός ὁ νεωτερισμός εἶναι ἡ ἀρρώστια μας: νωθρή εἰρήνη, δειλός συμβιβασμός, ὁλόκληρη ἡ ἐνάρετη ἀκαθαρσία τοῦ σύγχρονου Ναί καί Ὄχι. Αὐτή ἡ ἀνοχή καί ἡ “εὐρυχωρία” τῆς καρδιᾶς, πού “συγχωρεῖ” τά πάντα, ἐπειδή “κατανοεῖ” τά πάντα, εἶναι σιρόκος γιά μᾶς». Ὁ σιρόκος, νοτιοανατολικός ἄνεμος, θερμός καί ὑγρός, πού φέρνει βροχές καί ὁμίχλες, χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ψυχρό ὑπερβόρειο Νίτσε ὡς τό σύμβολο τῆς πλαδαρότητας καί τῆς ἀνευθυνότητας, τοῦ ὁμιχλώδους ἀκαθόριστου ἤθους, τῆς γνώμης πού πάει μαζί καί μέ τό ναί καί μέ τό ὄχι. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικές οἱ ἐκφράσεις του: νωθρή εἰρήνη, δειλός συμβιβασμός, ἐνάρετη ἀκαθαρσία τοῦ σύγχρονου Ναί καί Ὄχι. Κάποιοι θεωροῦν τήν νωθρή εἰρήνη καί τόν δειλό συμβιβασμό ὡς πράξεις ἀγάπης πού προέρχονται ἀπό «εὐρύχωρη καρδιά». Εἶναι ὅμως ἀκαθαρσία τοῦ ἤθους, μέ ἐπίφαση ἀρετῆς πού προσπαθεῖ νά καλύψη τό καυτερό φῶς τῆς ἀλήθειας.
Ἄς ποῦμε ὅμως τά πράγματα μέ ἄλλη φρασεολογία. Ὁρισμένοι, γύρω ἀπό τό θέμα τῆς πρώην Μονῆς Μεταμορφώσεως, ἀποδεικνύονται θιασῶτες τῆς «πολιτικῆς τῶν ἴσων ἀποστάσεων». Κρατοῦν ἴσες ἀποστάσεις ἀπό τήν ἀλήθεια καί τό ψέμα, τήν νομιμότητα καί τήν παρανομία, τήν ἐκκλησιαστική κανονικότητα καί τήν κατάφωρη ἀντιεκκλησιαστική ἀντικανονικότητα. Αὐτή εἶναι μιά πολύ βολική στάση ζωῆς γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς. Μέ τίς «ἴσες ἀποστάσεις» περιφρουροῦν τήν φίλαυτη ἡσυχία τους, ἀλλά καί τήν ἐλευθερία τους γιά ἀνεύθυνες κρίσεις (καφενειακοῦ τύπου), μέ ἀφ’ ὑψηλοῦ σοβαροφανεῖς ὑποδείξεις γιά «συνδιαλλαγή» καί «ἀγάπη».
Ἄς περάσουμε ὅμως λίγο στά θεολογικά μας. Οἱ θιασῶτες τῶν ἴσων ἀποστάσεων μιλᾶν γιά «συνδιαλλαγή» καί «ἀγάπη», σάν νά μήν εἶναι ἡ ἀγάπη γέννημα τῆς ἀλήθειας καί ἡ διχόνοια γέννημα τῆς κακοποίησής της. Καί σάν νά μήν εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή πού ἐκφράζεται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τήν ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅσων «ἐνόσησαν ἀνιάτως». Τελικά θεωροῦν τήν ἀγάπη ὡς διφυῆ. Δηλαδή, ὡς σύμφυτη καί μέ τήν ἀλήθεια καί τό ψέμα.
Καί ἐπειδή εἴμαστε Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀγάπη δέν εἶναι συναίσθημα, πού ἐξαρτᾶται ἀπό τήν σταφυλή τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλά θεολογική ἀρετή μέ προϋπόθεση ἀσκητική, «ἔκγονος ἀπαθείας» καί ἀπαύγασμα τῆς ἐλεύσεως τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν κρατοῦμε ἴσες ἀποστάσεις ἀπό τήν ἀλήθεια καί τό ψέμα καί μιλᾶμε γιά συνδιαλλαγή καί ἀγάπη, εἶναι σάν νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά ἐκπορευτῆ καί νά λάβη ὑπόσταση ἀπό δύο πηγές, τήν ἀλήθεια καί τό ψέμα, καί ὡς «ὁμοειδής» καί μέ τίς δύο, νά «ἀναπαύεται» καί στίς δύο.
Μέ ἄλλα λόγια, αὐτοί πού κρατοῦν ἴσες ἀποστάσεις δείχνουν τελεία ἔλλειψη ἐκκλησιαστικῶν καί πνευματικῶν κριτηρίων, ἡ ὁποία τούς ἐπιτρέπει νά «ἀναπαύονται» τό ἴδιο καλά καί στήν ἀλήθεια καί στό ψέμα.
Ἡ ἀγάπη ὅμως εἶναι φωτιά πού διχάζει. Ἡ ἀγάπη, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ». «Ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ» χωρίζει τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα. Κατακαίει τό ψέμα γιά νά ἀπελευθερώση ἀπό αὐτό τούς διακόνους του καί λαμπρύνει αὐτούς πού ἀληθεύουν ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ.
- Προβολές: 3246