Skip to main content

Γεωργίου Παναγόπουλου: «Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Τουρκοκρατούμενος Ἑλληνισμός»

Βιβλιοπαρουσίαση-περίληψη

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μελέτησα ἐπισταμένως τό βιβλίο πού συνέγραψε ὁ καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος: «Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Τουρκοκρατούμενος Ἑλληνισμός» καί θά ἤθελα νά κάνω μιά περιεκτική περίληψη τῶν κεφαλαίων καί νά καταγράψω μερικές σκέψεις μου. Εἶναι φυσικό ὅτι δέν μποροῦν νά περιληφθοῦν στό κείμενο αὐτό ὅλα τά θετικά σημεῖα πού διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου, ἀλλά θά γίνη μιά σύντομη περιγραφή (βλ. καί τεῦχος 214, σελ. 8-9).Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ διάταξη τῆς θεματολογίας τοῦ βιβλίου, καίτοι δέν σχεδιάσθηκε ἐκ τῶν προτέρων, ἀλλά ἀποτελέσθηκε μέ ἀφορμή τίς εἰσηγήσεις πού ἔγιναν σέ διάφορα ἐπιστημονικά Συνέδρια. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά σφύζουσα ἐσωτερική ἑνότητα πού ἀναφέρεται στήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί τίς ἐπιροές πού δέχθηκε ἀπό τήν Δύση, ἡ ὁποία διατρέχει ὅλους τούς αἰῶνες τῆς δουλείας στούς Ὀθωμανούς. 

Τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μέ τίτλο «Χριστιανισμός καί Ἰσλάμ στό δῦον Βυζάντιον», πού εἶναι κριτική παρουσίαση τῆς θέσης τοῦ Γάλλου Τουρκολόγου Καθηγητοῦ Michel Balivet ἀναφέρεται στήν πρό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατάσταση, ὅταν οἱ Ὀθωμανοί εἶχαν ἐπικρατήσει στήν Ἐγγύς Ἀνατολή, τήν Μικρά Ἀσία, ἀλλά καί στήν «μεταβολή τῆς ἐθνολογικῆς σύνθεσης στόν χῶρο» της.  Πολλοί ἐρευνητές, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Balivet, μελέτησαν καί μελετοῦν τήν κατάσταση πού εἶχε παρατηρηθῆ τούς τελευταίους αἰῶνες στό δῦον Βυζάντιο-Ρωμηοσύνη. Σημειώνονται ἀπό τούς ἐρευνητές τά γεγονότα πού δηλώνουν συμβιωτικά φαινόμενα, τόσο ἀπό πλευρᾶς Ρωμηῶν ὅσο καί ἀπό πλευρᾶς Ὀθωμανῶν, ἀλλά αὐτά τά γεγονότα δέν μποροῦν νά δικαιολογήσουν ἄλλες καταστάσεις συγκρουσιακές, βία ἐκ μέρους τῶν Ὀθωμανῶν, ἐξισλαμισμούς καί ρωμαϊκές ἀντιστάσεις. Τά φαινόμενα συγκρητισμοῦ πού παρατηρήθηκαν ἐκείνη τήν περίοδο δέν μποροῦν νά δικαιολογήσουν τήν τραγικότητα τῶν Ρωμαίων, πού ἄλλοι ἐξαναγκάσθηκαν νά ἐξισλαμισθοῦν καί ἄλλοι νά γίνουν κρυπτοχριστιανοί.

Γεώργιος Τραπεζούντιος.

Ἡ πρό τῆς ἁλώσεως περίοδος δέν μπορεῖ νά διαιρεῖται μέ τήν ἄποψη τῆς διακρίσεως μεταξύ ἑνωτικῶν, πού ἤθελαν τήν πολιτιστική ὑποδούλωση στήν Δύση χάρη τῆς σωτηρίας τοῦ Κράτους, καί τῶν ἀνθενωτικῶν πού προτιμοῦσαν τήν ὑποδούλωση στούς Ὀθωμανούς, καί νά ἀγνοοῦνται καί δύο ἄλλες τάσεις, στίς ὁποῖες συγκαταλέγονται, ἀφ’ ἑνός μέν ἐκεῖνοι πού ἤθελαν βοήθεια ἀπό τήν Δύση, χωρίς νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκεῖνοι πού ἐπιδίωκαν τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σάν ἕνα εἶδος «ὀρθόδοξης ἀντιτουρκικῆς "σταυροφορίας"».

Τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στήν πρώτη περίοδο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί προσδιορίζεται ἀπό τήν δράση τοῦ Γεωργίου Τραπεζουντίου σέ σχέση μέ τό Ἰσλάμ. Ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ εἶναι: «Ὁ Γεώργιος Τραπεζούντιος καί τό Ἰσλάμ: Σύγχρονες ἑρμηνευτικές ἀποτιμήσεις».  Ὁ Γεώργιος Τραπεζούντιος εἶχε καταγωγή ἀπό τήν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, ἐξ οὗ καί τό ἐπίθετό του Τραπεζούντιος, γεννήθηκε στόν Χάνδακα Κρήτης πρό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σπούδασε στήν Βενετία καί στήν Πάδουα, προσχώρησε «στό Ρωμαιοκαθολικισμό», ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Πάπα Εὐγενίου Δ΄, ἐνῶ προετοιμαζόταν ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας ζήτησε προστασία ἀπό τόν βασιλέα τῆς Νεαπόλεως Ἀλφόνσο, καί τελικά μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέπτυξε «τό ὅραμα τῆς συνένωσης τῆς οἰκουμένης ὑπό τόν Μωάμεθ Β΄ στή βάση τῆς συγχώνευσης μέ τό Ἰσλάμ». Προσπάθησε νά πείση μέ κείμενο τόν Σουλτάνο Μωάμεθ τόν Πορθητή νά γίνη Χριστιανός, καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά συγκροτήση μιά παγκόσμια αὐτοκρατορία. Αὐτό θά γινόταν μέσα στήν προοπτική ἑνότητας μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ. Ἐννοεῖται ὅτι, κατ’ αὐτόν, μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ὁ Μωάμεθ θά ἔπρεπε νά κατακτήση τήν Παλαιά Ρώμη, ὅπως κατέκτησε τήν Νέα Ρώμη καί ἀπό ἐκεῖ νά γίνη κυρίαρχος ὅλου τοῦ κόσμου. Συνέκρινε τόν Μωάμεθ μέ τόν Μέγα Ἀλέξανδρο καί τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁπότε μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ὁ Μωάμεθ δέν θά γινόταν μόνον «βασιλεύς βασιλέων», «βασιλεύς τῆς οἰκουμένης», ἀλλά ἀκόμα καί «βασιλεύς τῶν οὐρανῶν».

 

Τήν ἀπόρριψη τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τοῦ Βουλγάρεως, στίς ἡμέρες μας πρέπει νά τήν δοῦμε μέσα ἀπό τόν οἰκουμενικό διάλογο γιά τά σημεῖα πού μᾶς χωρίζουν καί μέσα ἀπό τήν ἀληθινή ἀγάπη πού εἶναι δῶρο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι

 

Τό ὅραμα τοῦ Γεωργίου Τραπεζουντίου εἶναι παρόμοιο μέ ἄλλα σχέδια πού ἐκπονήθηκαν μέχρι τόν 19ο αἰώνα γιά μιά δημιουργία συνομοσπονδίας μεταξύ τοῦ «νεαροῦ τότε Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος μέ τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία σέ μιά δυαδική συνομοσπονδία ὑπό τόν σουλτάνο» καί «περί δημιουργίας ἑλληνοτουρκικῆς συνομοσπονδίας» τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου κατά τόν 20ό αἰώνα. Ὁ Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀφοῦ ἀναφέρεται στήν σύγχρονη ἔρευνα πάνω στό ὅραμα τοῦ Γεωργίου Τραπεζουντίου, καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι « Ἕλληνες ἐξωμότες Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὁσμίσθηκαν τό αἱμάσσον κουφάρι τῆς Ρωμανίας καί δέν ὁλιγώρησαν· ἔτσι, ὡσάν νά ἐπρόκειτο νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ παραξενιά τῆς Ἱστορίας, πού θέλει -ὅπως χρησμωδοῦν δύο κατοπινοί καί πιό ἐπιτυχημένοι "προφῆτες"- τά ἱστορικά γεγονότα νά λαμβάνουν χώρα δύο φορές: τήν πρώτη ὡς τραγωδία, καί τή δεύτερη ὡς φάρσα».

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός.Τό τρίτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ὁ Μάξιμος Γραικός καί τό Ἰσλάμ» ἀναφέρεται στήν ἐκπληκτική φυσιογνωμία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ, πού γεννήθηκε στήν Ἄρτα τό ἔτος 1470, σπούδασε στήν ἀναγεννησιακή Ἰταλία μεταξύ 1492-1504), ἔγινε ἁγιορείτης μοναχός στό Βατοπέδι μεταξύ 1505-1516 καί διέπρεψε στήν Ρωσία, ὅπου καί κοιμήθηκε.  Οὐσιαστικά τό κεφάλαιο αὐτό, μέ τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ, ἀναφέρεται στόν 16ο αἰώνα καί παρουσιάζει μέ αὐτήν τήν ἀφορμή τίς ἐπιδράσεις τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας στήν Ρωσία. Βέβαια, στό κείμενο αὐτό παρουσιάζεται κυρίως ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ-Γραικοῦ γιά τό Ἰσλάμ, τόν Μωάμεθ, καί τίς ἀπαντήσεις τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τῶν Ἀγαρηνῶν, πού διέβαλαν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη.  Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός-Βατοπεδινός ἀντιμετώπισε ἰσχυρές ἀντιδράσεις στήν Ρωσία καί φυλακίσθηκε μέ κατηγορίες γιά αἵρεση καί ἀσέβεια πρός τούς Ρώσους ἁγίους καί τήν Ρωσική Ἐκκλησία, γιά τήν ὑποστήριξη πρός τούς «ἀκτήμονες» μοναχούς τοῦ ἁγίου Νείλου τοῦ Σιόρσκ πού βρίσκονταν σέ ἀντίθεση μέ τούς «φιλοκτήμονες» ὁπαδούς τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ, ἀλλά καί γιά «προδοτική δραστηριότητα καί κατασκοπεία πρός ὄφελος τῶν Τούρκων».

Στό κείμενο γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορά στίς ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιά τό Ἰσλάμ καί παρουσιάζονται τά προβλήματα τῆς ἔρευνας καί διάφορα μεθοδολογικά θέματα τοῦ ἀντιισλαμικοῦ corpus τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἐπί πλέον ἐπισημαίνονται θέματα, ὅπως «ἡ παραδοχή τοῦ Εὐαγγελίου ὡς ἀληθινοῦ ἀπό τούς μουσουλμάνους» καί ἡ «πατερική θεμελίωση τῶν βασικῶν δογμάτων τῆς ὀρθόδοξης πίστης».
Τό συμπέρασμα τῆς ἔρευνας τοῦ Γεωργίου Παναγοπούλου εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός-Βατοπεδινός, ἁγιορείτης ὑπῆρξε σίγουρα «ὁ πρῶτος φιλόλογος τῶν Ρώσων», «ὁ πρῶτος φορέας στήν Ρωσία ἐκείνης τῆς κουλτούρας τοῦ βιβλίου, τῆς σύνταξης, τῆς κριτικῆς καί τῆς πρόσληψής του» καί συγχρόνως «εἶναι καί παραμένει βυζαντινός καί πατερικός, παρά τίς ἀναμφίρηστες ὀφειλές του στή Δύση, κυρίως στό χριστιανικό ἀνθρωπισμό ἑνός Σαβοναρόλα».

Τά κεφάλαια τέταρτο, πέμπτο καί ἕκτο ἀναφέρονται στόν 18ο αἰώνα καί ἀναλύουν ἀπόψεις τοῦ Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ.

Νεόφυτος ὁ ΚαυσοκαλυβίτηςὉ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πού γεννήθηκε στό Σοποτό τῶν Καλαβρύτων τό 1713, καταγόμενος ἀπό Ἑβραίους γονεῖς πού ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό, μαθήτευσε στήν Πατριαρχική Ἀκαδημία Κωνσταντινουπόλεως, χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος τό 1739 στήν Πάτμο, ἄκουσε μαθήματα τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως στά Γιάννενα τό 1744, μόνασε στήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων στό Ἅγιον Ὄρος καί δίδαξε ὡς πρῶτος Σχολάρχης στήν νεοϊδρυθεῖσα Ἀθωνιάδα Σχολή στό Βατοπέδι (1747-1760), ἔπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στήν ἔριδα περί τῶν κολλύβων, δίδαξε στήν Χίο (1760-1763), μετέβη στήν Ἀδριανούπολη, στό Βουκουρέστι τῆς Βλαχίας ὅπου δίδαξε στήν Αὐθεντική Ἀκαδημία, στήν Τρανσυλβανία καί πέθανε τό 1784 στό Βουκουρέστι.

Στό βιβλίο γίνεται ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου γιά τίς ἱερές εἰκόνες πού βασίζεται στά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθώς ἐπίσης καί στήν ἄποψή του γιά τίς Πνευματικές Ὁμιλίες ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου. Στό τελευταῖο αὐτό θέμα ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὑποστήριξε πρῶτος τήν ἄποψη ὅτι εἶναι ψευδεπίγραφες, δηλαδή οἱ ὁμιλίες αὐτές δέν προέρχονται ἀπό τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, ἀλλά ἀποδίδονται σέ ἕναν αἱρεσιάρχη ὀνόματι Συμεών, ἐκφράζουν τήν αἵρεση τῶν Μεσσαλιανῶν καί συσχετίζει αὐτόν τόν αἱρεσιάρχη Μεσσαλιανό μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο.

 

Οἱ ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἀσχέτως τῆς πατρότητάς τους, πού εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, εἶναι ὀρθόδοξες, ἐκφράζουν τήν διδασκαλία περί θεώσεως ψυχῆς καί σώματος, τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, καί ὅτι προϋποθέτουν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τά Μυστήρια.

 

Ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος ἀναλύει διεξοδικά τίς ἀπόψεις τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, δημοσιεύει καί τό ἀνέκδοτο πόνημά του, σέ κριτική ἔκδοση, γιά τίς πνευματικές ὁμιλίες τοῦ Νεοφύτου, καθώς ἐπίσης παραθέτει καί τά πορίσματα τῆς σύγχρονης ἔρευνας πάνω στό θέμα αὐτό. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ πατρότητα τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν δέν ἀνήκει στόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, ὅμως οὔτε ἀνήκουν στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, οὔτε ἐκφράζουν στό σύνολό τους μεσσαλιανικό περιεχόμενο. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἄποψη τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ Καθηγητής μέ δική του ἔκφραση ὅτι «οἱ ἀσκητικές ἀντιλήψεις τῶν Μεσσαλιανῶν ἦταν μᾶλλον μιά ἀκραία ἐξέλιξη μοτίβων τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης» καί ὅτι οἱ πνευματικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου «δέν εἶναι πραγματεῖες θεολογικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά ἐσωτερική ἐξομολόγηση ἑνός ἀσκητή πού διδάσκει ἐκ προσωπικῆς πείρας».

Ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὅπως φαίνεται στήν ἀνάλυση πού γίνεται στό παρόν βιβλίο, συνδέει παραδοσιοκρατία καί ὀρθολογισμό «πού τόν παροδήγησε τελικῶς στίς ἀτραπούς τῆς κακοδοξίας». Ἀποτελεῖ ἕνα «ἰδιόμορφο μείγμα ὀρθολογισμοῦ καί παραδοσιακότητας, κριτικῆς σκέψης καί προσήλωσης στήν ἐκκλησιαστική αὐθεντία». Mαζί μέ τήν ἐμμονή στήν παράδοση, μάλιστα δέ συγκαταριθμεῖ «τούς παπικούς στήν χορεία τῶν αἱρετικῶν, θά εἰσηγηθεῖ κατά συνέπεια τήν ἀνάγκη νά γίνονται δεκτοί στήν ὀρθοδοξία διά τοῦ βαπτίσματος», συγχρόνως στά κείμενά του διακρίνεται ἀπό «τόν σχολαστικό ὀρθολογισμό του».

Γιά τόν Δωρόθεο Βουλησμᾶ γίνεται λόγος σέ μιά ἀνέκδοτη ἐπιστολιμαία πραγματεία πού ἀποστέλλεται στόν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, καί ἀναφέρεται στήν γνησιότητα τῶν πενήντα (50) ὁμιλιῶν τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καί εἶναι ἀπάντηση στίς ἀπόψεις τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη.  Ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς γεννήθηκε στήν Ἰθάκη στά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος, ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς τῆς Σμύρνης ὑπηρέτησε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ, ἦταν Ἱεροκήρυκας τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στήν Κωνσταντινούπολη, περιόδευσε ἱεραποστολικά στήν Ἑλλάδα, πῆγε στήν Βιέννη καί τήν Ἁγία Πετρούπολη, ἐνδιέτριψε στήν Βενετία, πῆγε στήν Λειψία, καί στό Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας. Στήν Κωνσταντινούπολη ἔγινε Σχολάρχης στήν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἐπισκέφθηκε τήν Μόσχα καί τό Κίεβο καί πέθανε τό 1818 στό Ἰάσιο.

Τό πόνημα τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀμφισβητοῦσε τήν πατρότητα τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἀλλά καί τίς κατηγοροῦσε γιά μεσσαλιανισμό καί ἐμμέσως πλήν σαφῶς κατηγοροῦσε καί τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, στόν ὁποῖο τίς ἀπέδιδε, προκάλεσαν τούς Ὀρθοδόξους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί πιθανόν ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι κατέφυγε στόν Δωρόθεο Βουλησμᾶ. Ἐκεῖνος σέ ἐπιστολή πού τοῦ ἀπέστειλε, πού γιά πρώτη φορά δημοσιεύεται στήν ἑνότητα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀναγνώριζε ὅτι στά συγγράμματα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου ἀνιχνεύονται ἀπόψεις ὅμοιες μέ ἐκεῖνες πού ὑποδείχθηκαν ὡς μεσσαλιανικές, ἀλλά ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δοξασίες αὐτές «ἐνεσπάρησαν στίς ὁμιλίες ἀπό τούς αἱρετικούς». Πάντως, δεχόταν τήν πατρότητα τῶν ἔργων ἀπό τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο.

Ἡ προσωπική μου ἄποψη εἶναι ὅτι οἱ ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἀσχέτως τῆς πατρότητάς τους, πού εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, εἶναι ὀρθόδοξες, ἐκφράζουν τήν διδασκαλία περί θεώσεως ψυχῆς καί σώματος, τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, καί ὅτι προϋποθέτουν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τά Μυστήρια.

Ὁ συγγραφεύς τοῦ παρόντος βιβλίου ἀναφερόμενος στήν «Ἐπίκριση» τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, τοῦ Πελοποννησίου καί τήν «Ἐπιστολή» τοῦ Δωροθέου τοῦ Βουλησμᾶ, πού «ἐμφανίζονται ὡς μάρτυρες τοῦ ἐσωτερικοῦ διαλόγου μεταξύ νεοελλήνων λογίων τοῦ 18ου αἰώνα», ἐπισημαίνει συμπερασματικῶς ὅτι «καταγράφουν μιά ὅλως ἰδιαίτερη καί ἐξάπαντος ἐνδιαφέρουσα πτυχή τῆς διαδικασίας ἐκείνης πού προσφυῶς ἀποκλήθηκε "ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικός Διαφωτισμός", καί ἡ ὁποία βαίνοντας παράλληλα καί ἐν πολλοῖς ἀντιστικτικά πρός τό γνωστό διαφωτιστικό ρεῦμα "μετεκένωσης" τῶν ἐξ Ἑσπερίας νέων ἰδεῶν στόν χῶρο τῆς τουρκοκρατούμενης Ρωμηοσύνης, ὁδήγησε ἀφ’ ἑνός στήν νεοησυχαστική-φιλοκαλική ἀναγέννηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, ἀλλά καί ἐπισφράγισε ἀφ’ ἑτέρου, κατά τρόπο ὀδυνηρό, τό πολιτισμικό χάσμα πού ἀπό μακροῦ εἶχε ἀρχίσει νά διχάζει τόν ἑλληνικό κόσμο, καθώς ἡ ἀνάγκη γιά ἐθνική χειραφέτηση καί πνευματικό ἀναπροσανατολισμό παγίδευε ἀναπότρεπτα τό ὑπόδουλο καί ἐμπερίστατο γένος στή διαλεκτική μέγγενη μεταξύ παράδοσης καί ἐκσυγχρονισμοῦ».

Τά κεφάλαια ἕβδομο, ὄγδοο καί ἔνατο ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα, γιατί ἀναφέρονται στόν μεγάλο διδάσκαλο τοῦ Γένους Εὐγένιο Βούλγαρη καί καταγράφουν τίς δυτικές ἐπιδράσεις στό θεολογικό ἔργο του. Τό ἕνα ἀπό τά τρία αὐτά πονήματα εἶναι γραμμένο στήν Γερμανική γλώσσα.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό 1716, στήν Ἰταλία παρακολούθησε μαθήματα στίς κλασσικές γλῶσσες, ἐξεφώνησε κηρύγματα στόν Ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου στήν Βενετία καί δίδαξε στήν Ἑλληνική Σχολή τῆς πόλης αὐτῆς, ἐπίσης δίδαξε στήν Μαρουτσαία Σχολή Ἰωαννίνων, στήν Κοζάνη, στήν Ἀθωνιάδα Σχολή, στήν Κωνσταντινούπολη. Στήν συνέχεια μετέβη στήν Λειψία, στό Βερολίνο, στήν Πετρούπολη. Τό ἔτος 1775 μετέβη στήν Μόσχα, ὅπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος σέ ἡλικία 59 ἐτῶν, καί τό ἑπόμενο ἔτος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Σλαβινίου καί Χερσῶνος, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό ἔτος 1799, πού παραιτήθηκε. Μετά τήν παραίτησή του προσεκλήθη ἀπό τήν Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Β΄ στήν Πετρούπολη καί συγκαταριθμήθηκε μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ἀκαδημίας. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀποσύρθηκε στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ, ὅπου καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 1806.

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «δυτικές ἐπιδράσεις στό θεολογικό ἔργο τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως» τονίζονται δύο σημεῖα.

Εὐγένιος ΒούλγαρηςΤό πρῶτο ἀναφέρεται στήν ἀντιρρητική του θεολογία κατά τῶν Λατίνων, ὅσον ἀφορᾶ στό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, στό filioque, πού ἦταν ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος, καί στίς διάφορες λειτουργικές καί τελετουργικές ἀποκλίσεις. Ἡ ἀντιλατινική αὐτή δραστηριότητά του φαίνεται στά ἔργα του «Βιβλιάριον κατά Λατίνων, ἔχον ὄνομα ἐγκύκλιος ἐπιστολή», πού τό συνέγραψε ὅταν, ὡς διάκονος, ἦταν Καθηγητής στήν Ἀθωνιάδα Σχολή τό 1758, «Ἀπόκριση περί τοῦ τίνες εἰσίν οἱ σχῖσται καί οἱ σχισματικοί...» καί τό «Ὑπόμνημα πού διασώθηκε στά ρωσικά καί περιλαμβάνει τάς πρώτας ἐκδηλώσεις τῶν Οὐνιτῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης κρίνει μέ αὐστηρότητα τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, ἀλλά ὅμως φθάνει νά θεωρῆ ὅτι τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἀριστοκρατικό», οὐσιαστικά ὑποστηρίζοντας τήν ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Μεγάλου Πέτρου τῆς Ρωσίας.

 

Γίνεται συγκριτική ἀξιολόγηση τῶν δύο κυρίαρχων μοντέλων τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, δηλαδή «τό μεγαλοϊδεατικό», πού ἐκφράσθηκε ἀπό τήν μεγάλη ἰδέα καί κατέληξε στήν μικρασιατική καταστροφή καί στό «σύγχρονο μεταπολιτευτικό τοῦ ἀριστερογενοῦς ἐθνομηδενισμοῦ». Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσεται τό «βελλαϊτικό ἰδεῶδες» πού ἐμπνέεται ἀπό τήν οἰκουμενικότητα, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ρωμηοσύνη.

 

Τό δεύτερο σημεῖο ἀναφέρεται στίς ἐπιδράσεις τοῦ δυτικοῦ Σχολαστικισμοῦ στήν θεολογική σκέψη τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως. Πέρα τοῦ ὅτι εἶχε προσλάβει τήν φιλοσοφία τῶν Leibnitz καί Wolff στό βιβλίο του «θεολογικόν», φαίνονται οἱ ἐπιδράσεις πού δέχθηκε ἀπό τόν Καθηγητή τῆς Σορβόννης Honoré Tournely (Ὀνόριου Τουρνελύ) καί ὑπάρχουν ὁμοιότητες στήν διάρθρωση τῆς ὕλης καί τούς διαλεκτικούς συλλογισμούς ἀπό τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί τούς ἄλλους Σχολαστικούς. Συγχρόνως, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης δέχθηκε ἐπιδράσεις καί ἀπό τήν Προτεσταντική θεολογία, κυρίως στό θέμα τῆς ταύτισης τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τήν Ἀποκάλυψη.

Στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Τό θεολογικόν τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καί οἱ Praelectiones Theologiae τοῦ H. Tournely: κριτική πρόσληψη ἤ ἀντιγραφική μετακένωση;» γίνεται διεξοδική ἀνάλυση τοῦ διδασκαλικοῦ ἐγχειριδίου Ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως μέ τίτλο «Θεολογικόν», πού γράφηκε γιά τίς διδακτικές ἀνάγκες τῆς Μαρουτσαίας Σχολῆς, στό διάστημα μεταξύ τῶν ἐτῶν 1742-1753, μέ μιά ἐνδιάμεση διακοπή. Ὅμως, τό πόνημα αὐτό καί οἱ θεολογικές θέσεις του ἀπορρίφθηκαν ἀπό τόν ἴδιο ἀργότερα ὅταν βρισκόταν σέ μεγάλη ἡλικία, ὡς ἐξάμβλωμα «πού κατήσχυνε τό γῆρας του».

Πρόκειται γιά ἕνα πόνημα, μεταξύ ἄλλων βιβλίων πού γράφησαν ἀπό ἄλλους συγγραφεῖς, στά ὁποῖα τίθεται στήν προσπάθεια «νά μετακενώσουν στά καθ’ ἡμᾶς στοιχεῖα τῆς δυτικῆς, κυρίως σχολαστικῆς, θεολογικῆς σκέψης ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἀπό καθέδρας διδασκαλία», ἀλλά καί κατέστη πρότυπο γιά νά γραφοῦν ἄλλα παρόμοια κείμενα. Τό ἐγχειρίδιο αὐτό τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως ἦταν ἀνέκδοτο μέχρι τό 1872 καί τότε δημοσιεύθηκε «μέ ἐπιμέλεια τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Ἀγαθάγγελου Λοντόπουλου, ἐφημερίου τῆς Κοινότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Βιέννης».

Ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος στό πόνημά του αὐτό ὑποστηρίζει ὅτι τό «Θεολογικόν» τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως εἶχε ὡς βάση τό ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Σορβόνης Τουρνελύ, καθώς ἐπίσης παρατηροῦνται δάνεια πού προσέλαβε ἀπό τήν Σύνοψιν τῆς ἱερᾶς θεολογίας τοῦ ἐξωμότη Νικολάου Κούρσουλα, τοῦ Ν. Κορέσσιου, καί ἔχει συγγένεια μέ τά ἔργα τοῦ Σχολαστικοῦ θεολόγου Θωμᾶ Ἀκυνάτη.
Ἡ μελέτη διαιρεῖται σέ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται στήν διάρθρωση τῆς ὕλης τοῦ «Θεολογικοῦ» τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καί στήν ἐξάρτηση ἀπό τίς Praelectiones theologicae τοῦ Τουρνελύ, καί ἡ δεύτερη ἀναφέρεται σέ ἐπί μέρους ζητήματα, ὅπως οἱ περί Θεοῦ ἀποδείξεις, οἱ περί ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀποδείξεις, τά θεῖα ἰδιώματα, ἡ θεία ἁπλότητα.

Τελικά μεταξύ τῶν συμπερασμάτων ἀναφέρεται ὅτι μέ τό Ἐγχειρίδιο αὐτό «ἐπιχειρήθηκε ἡ εἰσαγωγή τῆς διδασκαλίας τῆς θεολογίας μέ δυτικούς ἀκαδημαϊκούς ὅρους στόν τουρκοκρατούμενο Ἑλλαδικό χῶρο». Συνετέλεσε καί αὐτό στήν λεγόμενη ἀπό τόν Φλωρόφσκι «ψευδομόρφωση», δηλαδή τήν «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» «τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στά ρωμαιοκαθολικά καί προτεσταντικά σχήματα θεολόγησης», πού παρατηρή-θηκε «μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους». Βέβαια, αὐτό δημιούργησε καί θετικά ἐρεθίσματα γιά νά καταγραφῆ ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία.

Τό κεφάλαιο μέ τίτλο «ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καί ἡ Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ὀρθόδοξη Νεοελληνική θεολογία: Ἡ περίπτωση τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως» εἶναι γραμμένο στήν γερμανική γλώσσα. Σέ αὐτό ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀφοῦ ἀναφέρεται στήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καί τήν σχέση του μέ τόν Διαφωτισμό καί τήν δυτική φιλοσοφία καί θεολογία, παρουσιάζει τήν ὁμιλία πού ἔκανε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης στήν Κωνσταντινούπολη, στόν Πατριαρχικό Ναό στήν θρονική ἑορτή τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα. Στήν ὁμιλία αὐτή ἐκτίθεται ἡ ἄποψη τοῦ Εὐγενίου γιά τήν ἀποστολικότητα τῆς Ἐπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσα στήν πρακτική τῆς Βυζαντινῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καθώς ἐπίσης καταγράφεται καί ἡ ἱστορική σημασία τῆς γνώμης του γιά τήν ἀποστολικότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπί πλέον στήν ὁμιλία αὐτή ἐκτίθεται καί ἡ ἀντιπαπική πολεμική τοῦ ὁμιλητοῦ.

Ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος, παρουσιάζοντας τήν βασική θέση τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως γιά τήν ἀποστολικότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί γιά τόν Παπισμό παρατηρεῖ ὅτι, κατά τόν Βούλγαρη, ἡ ἀποστολικότητα τοῦ Πατριαρχείου συνδέεται μέ τήν συνοδικότητα, στηρίζεται στήν χαρισματική καί ὄχι μόνο στήν ἱστορική βάση, εἶναι «ἡ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς ἀποστολικῆς πίστης», καί βλέπει τήν ἀποστολικότητα στήν προοπτική τῆς ὀρθόδοξης ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου· ὅτι ἡ κριτική του ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ συνδέεται μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν τότε ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία· ὅτι τήν ἀπόρριψη τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τοῦ Βουλγάρεως», στίς ἡμέρες μας πρέπει νά τήν δοῦμε μέσα ἀπό τόν οἰκουμενικό διάλογο γιά τά σημεῖα πού μᾶς χωρίζουν καί μέσα ἀπό τήν ἀληθινή ἀγάπη πού εἶναι δῶρο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι· ὅτι ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης ἐνῶ καταφέρεται ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, συγχρόνως δέχθηκε ἐπιρροή ἀπό τήν δυτική καί μάλιστα τήν σχολαστική-θωμιστική θεολογία. Μέ αὐτά τά σημεῖα παρατηρεῖ κανείς μιά ἀντιφατικότητα «στόν μεγαλύτερο λόγιο τῆς Τουρκοκρατίας».

Στό τέλος τοῦ βιβλίου παρατίθεται καί ἕνα παράρτημα στό ὁποῖο δημοσιεύονται δύο ὁμιλίες πού ἐνῶ φαίνεται ὅτι δέν ἔχουν ὀργανική σχέση μέ τό κύριο θέμα τοῦ βιβλίου, ἐν τούτοις ὑπάρχει μιά ἐσωτερική ἑνότητα, ἀφοῦ ἀναφέρονται στήν ἱστορία τῆς Σχολῆς Βελλᾶ, στήν ὁποία ὁ συγγραφεύς εἶναι Καθηγητής. Καί αὐτό ἔχει τήν σημασία του, γιατί ἡ Ἐκκλησιαστική Σχολή Βελλᾶ, πού ὑπάγεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἰωαννίνων, ἱδρύθηκε τό ἔτος 1911, δύο ἔτη πρίν τήν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, πού ἔγινε τό 1913, καί ἑπομένως εἶναι τό μεταίχμιο μεταξύ τῆς θεολογίας τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς θεολογίας στό Νεοελληνικό Κράτος. Αὐτό δείχνει πῶς πέρασε ἡ θεολογία μέ τίς δυτικές ἐπιρροές της στό ἐλεύθερο Κράτος καί πῶς ἔφθασε μέχρι σήμερα.

Τό πρῶτο κείμενο τοῦ Παραρτήματος φέρει τόν τίτλο «Ἀβέρκιος Παπαδόπουλος: Ἀπόπειρα κριτικῆς προσέγγισης μιᾶς πρωτοπόρου μορφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας γραμμάτων», καί ἀναφέρεται στόν Ἀρχιμ. Ἀβέρκιο Παπαδόπουλο πού ὑπῆρξε τέταρτος κατά σειρά Σχολάρχης τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου Βελλᾶς (1927-1932), τό ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Μητροπολίτης Βελλᾶς καί Κονίτσης καί μετέπειτα Ἰωαννίνων Σπυρίδων (Βλάχος) τό ἔτος 1911.  Ὁ Ἀρχιμ. Ἀβέρκιος γεννήθηκε στό ἐλεύθερο Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος τό ἔτος 1886, καί μάλιστα στά Συλιβαινιώτικα τῆς Ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Μετά τίς σπουδές του στό Ἐθνικό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ὑπηρέτησε ὡς θεολόγος Καθηγητής στήν Ἱερατική Σχολή Ἄρτας, πού ἦταν τότε κάτω ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό, καί στήν συνέχεια, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔγινε Σχολάρχης τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου Βελλᾶς. Ἔπειτα, ἔκανε εὐρύτερες σπουδές στήν Γερμανία καί μάλιστα στό Μόναχο, ὅπου ἐκπόνησε πρωτοποριακή γιά τήν ἐποχή του διατριβή στήν γερμανική γλώσσα μέ θέμα τήν Γενεαλογία τῶν Παλαιολόγων, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ δρ. Φράντς Ντέλγκερ (Dr. Franz Dölger) καί ἀργότερα στήν Θεσσαλονίκη ἐξέδωσε τό ἔργο ὁ ἅγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμμωνᾶς (1377-1452). Τό ἔργο πού ἀναφέρεται στόν πολύκλαδο βυζαντινό οἶκο τῶν Παλαιολόγων εἶναι πρωτοποριακό, ἀλλά μεταγενέστερες ἔρευνες ἔδειξαν τίς ἀδυναμίες του, πού δέν παύει νά εἶναι πρωτοποριακό.

Ἀργότερα ὁ Ἀβέρκιος Παπαδόπουλος ἐξελέγη Καθηγητής τῆς Γενικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στήν νεοϊδριθεῖσα Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἐπί Γερμανικῆς Κατοχῆς τό 1942, διορίσθηκε δέ καί πρῶτος Κοσμήτωρ τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Ἐκοιμήθη αἰφνιδίως στίς ἀρχές τοῦ 1943.  Πάντως, ὁ Ἀβέρκιος Παπαδόπουλος εἶναι ἐκφραστικό παράδειγμα, ἄν καί δέν ἔχουμε πολλά δείγματα, τῆς στροφῆς τῆς θεολογίας ἀπό τήν Τουρκοκρατία στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, στό Βόρειο τμῆμα της, καθώς ἐπίσης τῆς σχέσης τῶν Γερμανικῶν σπουδῶν μέ τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.

Τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ Παραρτήματος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔχει τόν τίτλο «Σχολή Βελλᾶς καί ἱστορικές προκλήσεις. Χθές-σήμερα», πού εἶναι διάλεξη τοῦ συγγραφέως στό πλαίσιο τοῦ ἐτησίου φιλολογικοῦ μνημοσύνου γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Σπυρίδωνα καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ἀναφέρεται δέ στά ἑκατό χρόνια ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Σχολῆς Βελλᾶ. Τό θέμα διαιρεῖται σέ δύο ἐνδιαφέροντα σημεῖα. 

Τό ἕνα ἀναφέρεται στά «παράλληλα καί ἀντιπαράλληλα» μεταξύ τοῦ ἔτους ἱδρύσεως τῆς Σχολῆς Βελλᾶ τό 1911 καί τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Ὁ συγγραφεύς κάνει συσχετίσεις καί διαφορές μεταξύ τῆς τότε ἐποχῆς καί τῆς σημερινῆς, στό θέμα τῆς παιδείας, στήν συνοίκηση τοῦ ἀλβανικοῦ στοιχείου μέ τό ἑλληνικό, στήν θέση τοῦ τουρκικοῦ παράγοντα «στήν εὐρύτερη γεωπολιτική σκακέρα», στήν γερμανική νοοτροπία τῆς τότε καί τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, καί τήν κατάσταση «τῆς Ἑλλάδος τοῦ τότε καί τοῦ σήμερα». Οἱ παρατηρήσεις τοῦ συγγραφέως εἶναι σημαντικές, διεισδυτικές, καίριες, γεωπολιτικές καί ἐνδιαφέρουσες ἀπό κάθε πλευρά.

Τό ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται «στά πολιτισμικά "παραδείγματα" καί στήν ἐκκλησιαστική παιδεία στό σταυροδρόμι τῆς ἱστορίας». Στό σημεῖο αὐτό γίνεται συγκριτική ἀξιολόγηση τῶν δύο κυρίαρχων μοντέλων τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, δηλαδή «τό μεγαλοϊδεατικό», πού ἐκφράσθηκε ἀπό τήν μεγάλη ἰδέα καί κατέληξε στήν μικρασιατική καταστροφή καί στό «σύγχρονο μεταπολιτευτικό τοῦ ἀριστερογενοῦς ἐθνομηδενισμοῦ».
Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσεται τό «βελλαϊτικό ἰδεῶδες» πού ἐμπνέεται ἀπό τήν οἰκουμενικότητα, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ρωμηοσύνη.

Κατά τόν συγγραφέα, ἡ ἑλληνικότητα δέν πρέπει νά περικλεισθῆ σέ ἕνα «νεοπαγανιστικό διονυσιασμό τῆς φυλῆς καί τοῦ αἵματος», ἀλλά νά ἀναπτυχθῆ στήν οἰκουμενικότητα. «Τοῦτο σημαίνει ὅτι καί ὁ Ἑλληνισμός σώζεται μέσω τοῦ ἀέναου ἐν Πνεύματι ἐγκαινισμοῦ του ἐντός τοῦ λαϊκοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας». «Ἡ Ρωμηοσύνη, ἑλληνόφωνη, σλαβόφωνη, ἀραβόφωνη, κάθε λαλιᾶς, ἔχει ἐγχαραγμένη στήν ἱστορική της σάρκα "τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ", ἄρα τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ ὄντως χειραφέτηση ἔγκειται στήν χαρισματική μεταμόρ-φωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τῆς κτίσης σύμπασας».

  • Προβολές: 4354