Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁρολογία καὶ Αἵρεση
Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι ἡ καταδίκη κάποιων αἱρετικῶν καί ἡ ἀποβολή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὀφειλόταν στήν ὕπαρξη πραγματικῆς αἱρέσεως, ἀλλά στήν μή ἐπαρκῆ διασάφιση τοῦ περιεχομένου τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας. Οἱ αἱρετικοί δέν κατανοοῦσαν τήν ὁρολογία τῶν Πατέρων. Ἡ διαφορά τούς δηλαδή ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη δέν ἦταν στήν οὐσία τοῦ δόγματος, ἀλλά στίς λέξεις. Ἔτσι, σέ σύγχρονες θεολογικές μελέτες, ἀλλά καί μέσα στά πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως, καταβάλλεται προσπάθεια νά ἀρθοῦν οἱ “παρεξηγήσεις”. Καταβάλλεται, γιά παράδειγμα, προσπάθεια νά ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ Διόσκορος Ἀλεξανδρείας δέν ἦταν μονοφυσίτης, ὁπότε, κατ’ ἐπέκταση, μέ τούς Κόπτες δέν ἔχουμε πραγματική διαφορά στό χριστολογικό δόγμα, ἄρα μποροῦμε νά προχωρήσουμε στήν ἕνωση μαζί τους.
Δέν θά ὑπεισέλθω στήν συζήτηση πού γίνεται πάνω στό θέμα αὐτό. Ἔχουν διατυπωθεῖ σοβαρές ἀντιρρήσεις γιά τήν παραπάνω ἄποψη μέ ἰσχυρή θεολογική ἐπιχειρηματολογία. Θέλω, ὅμως, νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ ὀρθή καί κοινῶς ἀποδεκτή ὁρολογία ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖται τελευταία το φαινόμενο, ἀπό κύκλους πού ἐκφράζουν τήν ἄποψη, ὅτι στό παρελθόν λόγω ὁρολογίας κάποιοι ἀποβλήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά διατυπώνουν θέσεις μέ ὁρολογία πού δημιουργεῖ προβληματισμούς. Διατυπώθηκε, γιά παράδειγμα, ἡ θέση ὅτι ὅλες οἱ “Ἐκκλησίες” μέ τήν “Ἔνωση” θά “ἐπανιδρύσουμε τήν ἀρχαία Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν”. Ἡ διατύπωση αὐτή δέν εἶναι ἁπλῶς ἀτυχής, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά λανθασμένη ὁρολογία, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς γνωστῆς αἱρετικῆς θεωρίας τῶν κλάδων, πού θεωρεῖ ὅτι οἱ διάφορες “Ἐκκλησίες”, ὡς “κλάδοι” τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατέχουν μέρος τῆς “καθολικής” ἀλήθειας. Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει μέσα της τά σπέρματα νέων ἀποσχίσεων, γιατί ἐπιδιώκει τήν “ἔνωση” τῶν “Ἐκκλησιών” σχετικοποιώντας τά δόγματα τῆς πίστεως.
Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ διακαής πόθος τῶν ἀληθινῶν ποιμένων ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς νά ἑνωθοῦν - καί νά σωθοῦν - στό ἕνα σῶμα τῆς Μίας Ἐκκλησίας πού ζῆ μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ αἴσθηση ὅτι ἀνήκουμε σέ ἐπιμέρους Ἐκκλησία, μέ παράδοση ἀνάλογη μέ τό πολιτιστικό μας περιβάλλον, ὁπότε γιά νά ἀποκτήσουμε τήν “καθολικότητα” τῆς ἀλήθειας πρέπει νά ἔλθουμε σέ “κοινωνία” μέ τίς ἄλλες ἐπιμέρους “Ἐκκλησίες”, πού ἔχουν διαφορετικές ἀπό ἐμᾶς παραδόσεις.
Θά ἐπισημάνω στή συνέχεια κάποιες συνέπειες τῆς διατύπωσης “ἐπανίδρυση τῆς Ἐκκλησίας”.
Ἡ διατύπωση αὐτή προϋποθέτει τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπό κάποια χρονική στιγμή καί πέρα ἔπαψε νά ὑπάρχη. Ἄν δεχόμαστε ὅτι ὑπάρχει, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά “ἐπανίδρυση”. Αὐτό, κατ’ ἐπέκταση, σημαίνει ὅτι ἔχουμε χάσει τήν ἀλήθεια, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πλέον δέν ἐνεργεῖ, δέν καθαίρει, δέν φωτίζει, δέν ὁδηγεῖ “εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν”. Καί ἐπειδή γιά τήν ἀποστολική πίστη ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο, ἀλλά εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶπε “ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια...”, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἐπανιδρυθῆ, ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Χριστός δέν βρίσκεται μαζί μέ τούς πιστούς, δέν “μορφώνεται” ἐντός τους, ἄρα θεωρεῖται ψευδής ὁ λόγος τοῦ “ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰώνος”. Ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ συνδέεται μέ τό βάπτισμα καί τήν διδασκαλία τῆς ἀληθινῆς πίστης, δηλαδή μέ τήν ὕπαρξη καί ἐξάπλωση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτή δέν ἔπαψε νά ὑπάρχη καί δέν θά πάψη νά ὑπάρχη “ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰώνος”.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὑπάρχει. Τό ἐρώτημα εἶναι ἄν ἐμεῖς ὑπάρχουμε μέσα σ’ αὐτήν, ἄν ἔχουμε γευθεῖ κάτι ἀπό τήν πληρότητα τῆς ζωῆς της, πού δέν ἀφήνει περιθώρια γιά ἀναζητήσεις σέ ἄλλους χώρους.
- Προβολές: 2941