Παρεμβάσεις - Στήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2014
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Εἶναι γνωστόν ὅτι κάθε Ὀκτώβριο γίνεται ἡ τακτική Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως προβλέπεται ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη. Τά θέματα τά ὁποῖα συζητοῦνται καθορίζονται ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία λήγει τόν Αὔγουστο. Καλοῦνται ὅμως οἱ Ἀρχιερεῖς νά προτείνουν θέματα πρός ἐπεξεργασία καί συζήτηση, ἀλλά τόν τελικό λόγο τόν ἔχει ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος.
Ἐπειδή μᾶς ἐστάλη ἔγγραφο γιά νά προτείνουμε θέματα, ἀπέστειλα σχετικό ἔγγραφο στήν Ἱερά Σύνοδο, τό ὁποῖο παραθέτω στήν συνέχεια:
«Ἀπαντώντας στήν ὑπ' ἀριθμ. 2947/2014 (ἀριθμ. Πρωτ. 545/5-2-2014) Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «Περί προτάσεως θεμάτων Ἡμερησίας Διατάξεως Τακτικῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἱεραρχίας 2014», εὐσεβάστως ἀναφέρω ὅτι ἕνα ἀπό τά βασικά θέματα πρέπει νά τεθῆ πρός συζήτηση καί λήψη ἀποφάσεων εἶναι ἡ θεματολογία τῆς Ἁγίας Μεγάλης Συνόδου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καθώς ἐπίσης καί ἡ προετοιμασία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν συμμετοχή της σέ αὐτό τό κορυφαῖο γεγονός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού θά γίνη τό ἔτος 2016, ἐκτός ἀπροόπτου. Ἄλλωστε, τέτοια ζητήματα εἶναι ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα μέ τήν παρ. (α) τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
1. Τό θέμα πού πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ εἶναι «Ἡ προετοιμασία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 2016». Προσδιορίζοντας τό θέμα αὐτό, θά πρέπει νά τονισθοῦν ἀπό ἕναν εἰσηγητή τά κάτωθι:
α) Ἀνάλυση καί παρουσίαση τῶν ἕως τώρα καταρτισθέντων κειμένων γιά τά δέκα (10) θέματα.
β) Ἡ Ἱερά Σύνοδος γιά τά ἐπιμέρους θέματα πού θά τεθοῦν πρός ἐπεξεργασία ἀπό τήν Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή πρέπει νά λάβη σαφῆ ἀπόφαση, τήν ὁποία θά ὑποστηρίξουν οἱ Ἀρχιερεῖς πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία στίς Προπαρασκευαστικές Ἐπιτροπές πού θά ἐπεξεργασθοῦν τά κείμενα. Δέν θά πρέπει νά ἐξουσιοδοτηθοῦν οἱ ἐκπρόσωποι νά χειρίζωνται ἐν λευκῷ τά ζητήματα αὐτά.
γ) Εἶναι εὐνόητον ὅτι τά θέματα πού εἶναι στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά πρέπει νά ἀποσταλοῦν στίς ἁρμόδιες Συνοδικές Ἐπιτροπές γιά νά εἰσηγηθοῦν τά δέοντα καί τήν τελική ἀπόφαση πρέπει νά λάβη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
δ) Ὅταν καταρτισθοῦν τά κείμενα ἀπό τίς Προπαρασκευαστικές Ἐπιτροπές, θά πρέπει νά τεθοῦν ὑπ' ὄψιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά ἐνημέρωση καί ἔγκριση.
- Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀντιμετωπίζη τά βιοηθικά θέματα μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία της, νά μή εἰσέρχεται σέ λεπτομέρειες, ὥστε νά παραμένη σέ ἕνα σοβαρό ἐπίπεδο καί νά ἐξασκῆται σοβαρή ποιμαντική τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τό βλέπουμε στήν πατερική διδασκαλία.
2. Νά ἀναγνωσθοῦν τελικά οἱ εἰσηγήσεις πού τέθηκαν στήν Ἡμερησία Διάταξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου καί ἀναβλήθηκαν γιά τήν ἑπόμενη Συνεδρίαση. Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 6, παρ. 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου 2011, ὅπως καλῶς ἐνθυμοῦμαι καί ὅπως διάβασα στά Πρακτικά, ἔπρεπε ἤδη νά εἶχαν διαβασθῆ στήν ἑπόμενη Ἱεραρχία. Αὐτή ἡ ἐκκρεμότητα πρέπει νά ἐπιλυθῆ, διότι τό analogia entis, analogia fidei καί τό actus purus ἔχουν σχέση μέ τό θέμα πού θά συζητηθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο μέ τόν τίτλο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον».
Πρέπει δέ νά σημειωθῆ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά παραθεωρῆται ἡ Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου (Η΄ Οἰκουμενική) τά ἔτη 879-880, ὅταν αὐτή ἀνεγνώρισε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οὔτε ἡ Σύνοδος ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) τό ἔτος 1351, τῆς ὁποίας οἱ ἀποφάσεις ἐντάχθηκαν στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας.
3. Πέρα ἀπό αὐτό, εὐσεβάστως παρακαλῶ τήν Ἱερά Σύνοδο νά μοῦ ἀποσταλοῦν τά κείμενα πού ἔχουν καταρτισθῆ ἕως τώρα γιά τά θέματα (10) πού θά συζητηθοῦν κατά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό ἔτος 2016, γιά νά ἐνημερωθῶ ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν».
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἔλαβε ὑπ' ὄψη της προφανῶς καί ἄλλες προτάσεις καί ἐπέλεξε τρία σοβαρά θέματα. Τό πρῶτο θέμα ἦταν «Ἐκκλησία καί νέος Ἑλληνισμός», τό δεύτερο θέμα «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἥτις θά συνέλθῃ κατά τό ἔτος 2016», καί τό τρίτο θέμα «Ὀρθόδοξος βιοηθικός προβληματισμός».
Στίς συζητήσεις μετά τίς εἰσηγήσεις συμμετεῖχα, ὅπως τό ἔκαναν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς, μέ εἰδικές παρατηρήσεις. Γενικά ἔγιναν συζητήσεις ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καί οἱ Μητροπολίτες, ἀνάλογα μέ τά ποικίλα χαρίσματα τά ὁποῖα διαθέτουν, ἐξέφρασαν τίς ἀπόψεις τους, πού καταγράφησαν στά Πρακτικά. Ἐκτιμῶ κάθε ἄποψη πού διατυπώνεται στήν Ἱεραρχία, ὅταν αὐτό γίνεται μέ νηφαλιότητα καί γνώση, γιατί οἱ Ἱεράρχες διαθέτουν γνώση, ποιμαντική πείρα καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία.
Στήν συνέχεια θά παραθέσω μέ συντομία τίς δικές μου τοποθετήσεις, λόγῳ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν θεμάτων αὐτῶν.
Τό πρῶτο θέμα μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί νέος Ἑλληνισμός» τό εἰσηγήθηκε ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος. Εἶχα τήν δυνατότητα νά διατυπώσω τήν ἄποψη ὅτι ἡ εἰσήγησή του ἦταν ἀπόσταγμα μιᾶς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς πείρας, τήν ὁποία διαθέτει καί κατά κάποιον τρόπο ἦταν μιά ὑποθήκη γιά ὅλους τούς νεώτερους Ἀρχιερεῖς.
Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό διάφορα σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς του ἔκανα μερικές ἐπισημάνσεις.
Ὁ ὅρος νεοελληνισμός εἶναι προβληματικός καί χρησιμοποιήθηκε κυρίως μετά τήν ἀπελευθέρωση τῶν ἐδαφῶν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς Ὀθωμανούς καί ἀφοῦ συγκροτεῖται τό νέο Ἑλληνικό Κράτος. Βεβαίως, ὁ ὅρος «νέοι Ἕλληνες» ἀναφέρθηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Ἱερέα Γεώργιο Κονταρῆ σέ βιβλίο του πού τυπώθηκε στήν Βενετία τό 1675 καί ἀργότερα ἀναφέρθηκε τό 1818.
- Ὁ διχασμός συνεχίσθηκε καί ἀργότερα μεταξύ τῶν λογίων πού ἐπηρεάζονταν ἀπό τόν δυτικό πολιτισμό καί τῶν λογοτεχνῶν πού ἐξέφραζαν τήν ρωμηοσύνη, τήν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ὁ καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης γράφει ὅτι ὁ ὅρος «νεοέλληνας» χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους γιά νά ἀντιδιαστείλη τούς σύγχρονους Ἕλληνες ἀπό τούς ἀρχαίους καί τούς Βυζαντινούς καί μέ μία τάση χειραφέτησης τῶν νέων Ἑλλήνων ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση καί προβολή τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ.
Στήν συνέχεια ἀναφέρθηκα στό ὅτι τό πρόβλημα πού ὑπάρχει σήμερα στόν ἑλληνικό χῶρο δέν εἶναι ἁπλῶς οἰκονομικό, ἀλλά εἶναι ὁ πολιτιστικός διχασμός. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα ὑπῆρχε ἡ διαφορά μεταξύ ἑνωτικῶν καί ἀνθενωτικῶν καί μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπῆρξε διχασμός μεταξύ Ἑλλήνων καί Ρωμηῶν. Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα, πού μελέτησε σέ βάθος τίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀπέδειξε ὅτι ἡ συγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, εἶχε τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ἤτοι τήν ἀποδέσμευση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν ἐπανασύνδεση τοῦ Κράτους πρός τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τόν προσανατολισμό τῶν νέων Ἑλλήνων στήν Εὐρώπη.
Αὐτό φαίνεται στίς δύο τάσεις πού ἐπικράτησαν μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἤτοι «ἡ Μεγάλη Ἰδέα», τήν ὁποία κήρυξε ὁ Πρωθυπουργός Ἰωάννης Κωλέτης μέ ἀγόρευσή του τήν 14η Ἰανουαρίου 1844 στήν Ἐθνοσυνέλευση πού συζητοῦσε τό ζήτημα τῶν ἑτεροχθόνων τό 1843, καί «τό Πρότυπο Βασίλειο», ὅπως βάπτισε τήν Ἑλλάδα ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ στά 1863 ὡς συνώνυμο τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ Κράτους.
Αὐτός ὁ διχασμός συνεχίσθηκε καί ἀργότερα μεταξύ τῶν λογίων πού ἐπηρεάζονταν ἀπό τόν δυτικό πολιτισμό καί τῶν λογοτεχνῶν πού ἐξέφραζαν τήν ρωμηοσύνη, τήν ζωή τοῦ λαοῦ, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος. Αὐτός ὁ πολιτιστικός διχασμός ὑπάρχει καί σήμερα καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζει ὁ λαός μας, γιατί αὐτό ἔχει σχέση μέ τό ἀνοσολογικό σύστημα τοῦ κοινωνικοῦ μας ἱστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία διασώζει τήν πολιτιστική ταυτότητα τῆς Ρωμηοσύνης (δόγμα, λατρεία, γλώσσα, ποίηση, μουσική, τέχνες) καί αὐτήν πρέπει νά καλλιεργοῦμε καί μέ αὐτήν νά καθοδηγοῦμε τόν λαό. Ἡ οἰκονομική κρίση κάποτε θά περάση, ἀλλά ἡ πολιτιστική εἶναι αὐτή πού ὑποβόσκει καί ἀλλοιώνει τήν ταυτότητά μας, ἡ ὁποία οὐσιαστικά νοηματοδοτεῖ τόν βίο μας.
Τό δεύτερο θέμα μέ τίτλο «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἥτις θά συνέλθῃ κατά τό ἔτος 2016» τό εἰσηγήθηκε ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος μέ πληρότητα.
Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς του διατύπωσα μερικές γενικές παρατηρήσεις μου. Κατ’ ἀρχάς συνεχάρην τήν Ἱερά Σύνοδο πού ἔθεσε αὐτό τό θέμα στήν Ἡμερήσια Διάταξη τῆς Ἱεραρχίας, γιατί θά πρέπει οἱ Ἱεράρχες νά ἔχουν γνώση ὅλων αὐτῶν τῶν σοβαρῶν θεμάτων πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κυρίως μέ τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο πού θά συνέλθη ἐκτός ἀπροόποτου τήν Πεντηκοστή τοῦ 2016, ὅπως καί τόν εἰσηγητή γιά τήν πληρότητα τῆς εἰσηγήσεως.
Ἔπειτα παρατήρησα ὅτι ἐκεῖνο πού μέ προβληματίζει περισσότερο εἶναι ἡ διγλωσσία πού παρατηρεῖται σέ παρόμοια θέματα, γιατί διάφοροι ἐκκλησιαστικοί ὑπεύθυνοι (Κληρικοί-θεολόγοι) χρησιμοποιοῦν διαφορετική γλώσσα ὅταν ὁμιλοῦν σέ διάφορα ἀκροατήρια.
Ἀκόμη, σημείωσα ὅτι ἐπειδή ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφαση τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κάθε Ἐκκλησία θά ἔχη «μιά φωνή-μιά ψῆφο» στήν μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, αὐτό σημαίνει ὅτι τά κείμενα πού θά ἑτοιμασθοῦν ἀπό τήν Προκαταρκτική Ἐπιτροπή θά ἔλθουν στήν Ἱεραρχία γιά συζήτηση καί ἔγκριση. Ἐπίσης, ἐπειδή οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ληφθοῦν μέ ὁμοφωνία καί αὐτό σημαίνει ὅτι ἐνδεχομένως θά χρειασθῆ νά γίνουν διορθωτικές ἀλλαγές στά κείμενα, γι’ αὐτό ὅσοι Ἀρχιερεῖς θά συνοδεύσουν τόν Ἀρχιεπίσκοπο πρέπει νά εἶναι γνῶστες τῶν θεμάτων καί νά ἔχουν θεολογική κατάρτιση καί ἐκκλησιαστική πείρα.
Ἀκόμη, διεπίστωσα ὅτι τελικά δέν θά συζητηθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τό σοβαρό ἐκκλησιολογικό θέμα τῆς Διασπορᾶς, πού συνιστᾶ «ἐκκλησιολογική αἵρεση», ἄν καί στήν Δ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού ἔγινε στό Σαμπεζύ (6-13 Ἰουνίου 2009) ἀποφασίσθηκε ὅτι οἱ Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις θά προετοίμαζαν τό ἔδαφος γιά τήν αὐστηρῶς κανονική λύση τοῦ προβλήματος, πού θά γινόταν ὁπωσδήποτε ἀπό τήν μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Τέλος, παρατήρησα ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία θέλει νά ὑπηρετήση ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δυστυχῶς ὑπονομεύεται ἀπό τίς ἐθνικιστικές πολιτικές μεταξύ τῶν δέκα τεσσάρων (14) Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ μιά ὁμάδα Ἐκκλησιῶν μέ πρωταγωνιστή τήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ἀντιτίθεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτό φαίνεται ἔντονα σέ ὅλες τίς πανορθόδοξες συναντήσεις, ὑπενθύμισα ὅμως ἰδιαίτερα τά ὅσα ἔγιναν στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή στό Σαμπεζύ (9-16 Δεκεμβρίου 2009), ὅπως παρατήρησε εὔστοχα ὁ μακαριστός Γραμματεύς τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν θεμάτων π. Στέφανος Ἀβραμίδης σέ σχετική ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο.
Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἐξέφρασα τόν προβληματισμό μου γιά τά ἀποτελέσματα τῆς μέλλουσας νά συγκληθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Τό τρίτο θέμα μέ τίτλο «Ὀρθόδοξος βιοηθικός προβληματισμός» τό εἰσηγήθηκε ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς γνωρίζει τά ζητήματα αὐτά καί ἐπιτελεῖ ἕνα σημαντικό ἔργο, ὅταν ἀναφύωνται διάφορα βιοηθικά θέματα.
Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό ὀρθές παρατηρήσεις τοῦ εἰσηγητοῦ, ἐπισήμανα ὅτι ὁ ὅρος καί τό ἔργο τῆς Βιοηθικῆς ἐκφράσθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐπιστήμη, ὅταν διαπιστώθηκε ὅτι μέ τό ἀνασυνδυασμένο DNA καί τίς δυνατότητες τῆς νέας τεχνολογίας, δηλαδή τόν συνδυασμό τῆς μοριακῆς βιολογίας μέ τήν γενετική μηχανική οἱ νέες ἐπιστῆμες μέ τόν χειρισμό τῶν γονιδίων ἀποκτοῦσαν μιά μορφή ἐξουσίας πάνω στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Καί ἐπειδή ἡ βιοηθική ἐκφράζει τίς δυτικές οὑμανιστικές ἀνθρωπολογικές ἀρχές, γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά πρέπει νά κάνη λόγο γιά βιοθεολογία, δηλαδή καλεῖται νά δώση τόν δικό της λόγο στά λεγόμενα βιοηθικά προβλήματα, γιατί σύμφωνα μέ τό Διεθνές Συνέδριο πού ἔγινε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 2000 «δέν δύναται νά ὑπάρξη βιοηθική χωρίς τήν βιοθεολογίαν».
Ἐπισήμανα δέ ὅτι τά κείμενα πού ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί ἔχουν σχέση μέ τήν ἀρχή τῆς ζωῆς, τήν συνέχιση τῆς ζωῆς καί τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς πρέπει νά εἶναι σύντομα, νά ἐκφράζουν τίς βασικές θεολογικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά μήν ἀσχολοῦνται μέ λεπτομέρειες καί περιπτωσιολογίες. Ἐνδεχομένως, αὐτό τό ἔργο νά γίνεται μέ ἄλλα κείμενα πού θά ἐκδίδη ἡ Ἐπιτροπή Βιοηθικῆς.
Στήν συνέχεια ἔδωσα τρία παραδείγματα-ὑποδείγματα γιά τό πῶς μποροῦν νά συντάσσωνται τέτοια κείμενα καί νά ἐγκρίνωνται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ἤτοι τό Μήνυμα τοῦ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου πού ἔγινε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό ἔτος 2000, τά πορίσματα τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου πού ἔγινε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 2002, καί τήν Διακήρυξη τῶν Βασικῶν Ἀρχῶν Βιοηθικῆς βασισμένη στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, πού ψηφίσθηκε ἀπό τήν Διακοινοβουλευτική Συνέλευση τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ἔτος 2002.
Κατέληξα ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀντιμετωπίζη τά βιοηθικά θέματα μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία της, νά μή εἰσέρχεται σέ λεπτομέρειες, ὥστε νά παραμένη σέ ἕνα σοβαρό ἐπίπεδο καί νά ἐξασκῆται σοβαρή ποιμαντική τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τό βλέπουμε στήν πατερική διδασκαλία.
Καί τά τρία αὐτά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σοβαρά, γιατί ἀναφέρονται στά δόγματα καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, στήν κοινωνία πού δέχεται πολλές ἐπιδράσεις καί ἀλλοιώσεις ἀπό διάφορα σύγχρονα ρεύματα, ἀλλά καί στίς σύγχρονες ἀνακαλύψεις τῶν βιοϊατρικῶν ἐρευνῶν. Ἡ ἐνημέρωση τῶν Ἱεραρχῶν πάνω στά θιέματα αὐτά καί ἡ ποιμανική καθοδήγηση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, εἶναι σήμερα ἀπαραίτητα, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά βοηθήση τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ μιά πνευματική καί κοινωνική σύγχυση.
Ὀκτώβριος 2014
- Προβολές: 2957