Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: «Ψήγματα» ἀπό συνομιλίες μέ τόν ὅσιο Παΐσιο

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Εἶναι ξεχωριστή τιμή νά ἔχης συνομιλήσει μέ ἕναν Ἅγιο, ὄχι σέ ὅραμα ἤ ὄνειρο, ἀλλά πρίν τελειωθῆ ὁ ἐπί γῆς βίος του, ὅταν ἦταν ἐνδεχόμενο νά στέκεσαι ἀπέναντί του μέ «κάλυμμα ἐν τῇ καρδίᾳ», στό ὁποῖο κάποιες φορές ἀνοίγονταν μικρές σχισμές, ἀπό ὅπου περνοῦσε λίγο φῶς.

Μαζί μέ φίλους μου συνομιλήσαμε πολλές φορές μέ τόν ὅσιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη, ὅταν τόν ἐπισκεπτόμασταν στόν Τίμιο Σταυρό καί τήν «Παναγούδα». Θά ἐπιχειρήσω στήν συνέχεια νά καταγράψω ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπό τίς συνομιλίες αὐτές, σάν μιά «περιφερειακή» μαρτυρία γιά τήν διάκριση, τήν ἐλευθερία, τήν ἀρχοντική ἀγάπη τοῦ ὁσίου Γέροντα, ἀλλά καί τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο «συνέτριβε σωτήρια» τόν συνομιλητή του, δηλαδή χωρίς νά τόν ἀπογοητεύη.

Δέν εἶναι, βέβαια, εὔκολο νά μεταφέρη κανείς σέ ἄλλους τούς λόγους ἑνός Ἁγίου. Θέλει διάκριση καί τόλμη ἡ ἐνέργεια αὐτή. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος ὑπέφερε πολύ ἀπό ἀδιάκριτες «μεταφορές» τῶν λόγων του.

Θυμᾶμαι ἕνα χαρακτηριστικό γεγονός. Κάποτε μέ τήν παρέα μου προβληματισμένοι ἀπό τήν ἐπίμονη προσευχή τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου, πού ἤθελε νά βγάλη ἀπό τήν κόλαση κάποιον μαθητή του, ὁ ὁποῖος πέθανε ἀμετανόητος, ρωτήσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο: Εἶναι δυνατόν ἕνας ἅγιος μέ τήν προσευχή του νά βγάλη ἄνθρωπο ἀπό τήν κόλαση; Στήν ἐρώτησή μας ἡ πρώτη του χαρακτηριστική ἀντίδραση ἦταν: Τί νά σᾶς πῶ; Ἀλλιῶς τά λέω, ἀλλιῶς τά ἀκοῦτε, ἀλλιῶς τά λέτε παρακάτω. Δέν ξέρω ἄν στήν ὁμήγυρη ἦταν κάποιος ἤ κάποιοι στούς ὁποίους ἤθελε νά πῆ: «πάψτε νά μεταφέρετε στόν ἔξω κόσμο τά λόγια μου τροποποιημένα κατά τίς ἀπόψεις σας» ἤ ἄν γενικά ἐξέφραζε τήν λύπη του γιά τό πῶς ἀλλοιώνονταν τά λόγια του «κατά τήν μεταφορά» τους στόν ἔξω κόσμο. Στήν συνέχεια, πάντως, μέ σύντομες περιεκτικές προτάσεις, πού δύσκολα μποροῦσαν νά ἀλλοιωθοῦν, μᾶς εἶπε: Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια. Αὐτοί (οἱ κεκοιμημένοι) δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά τόν ἑαυτό τους. Ἐμεῖς ὅμως μποροῦμε. Καί δέν ἔδωσε καμμία ἄλλη ἐξήγηση στά λόγια του, τά ὁποῖα διατύπωσε ὡς ἐπιβεβαιωμένο συμπέρασμα ἑνός πειράματος, τό ὁποῖο εἶχε πολλές φορές πραγματοποιήσει.

Τό πόσο τόν στενοχωροῦσε ἡ γνώμη πού εἶχε ὁ κόσμος γι’ αὐτόν, καί κυρίως ἡ ἄποψη πού εἶχαν πολλοί γιά τόν μοναχισμό τόν ὁποῖο ἐκπροσωποῦσε, ἦταν κάτι πού μοῦ τό ἐξέφρασε, ὅταν κάποτε τόν ἐπισκέφθηκα στήν «Παναγούδα» καί τοῦ ζήτησα νά μοῦ ξεδιαλύνη μιά κατάσταση πού μέ προβλημάτιζε. Τοῦ εἶπα ὅτι, ὅταν βρίσκομαι ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού κατηγοροῦν τόν μοναχισμό, παίρνω τήν θέση του, τόν ὑπερασπίζομαι. Ὅταν, ὅμως, βρίσκομαι μέ ἀνθρώπους πού μιλοῦν θαυμαστικά γιά τόν μοναχισμό, ἀντιδρῶ. Αὐτός ἀμέσως μοῦ εἶπε: Ἔμ, μ’ αὐτά πού λένε γιά τόν μοναχισμό… Εἴμασταν ἔξω ἀπό τό καλύβι του καί μοῦ λέει: Ἔρχονται κάποιοι καί καθόμαστε ἐδῶ ἔξω καί μιλᾶμε καί κάποια στιγμή μπαίνω μέσα γιά νά φέρω κάτι νά τούς κεράσω, καί ἀκούω τί λένε γιά μένα. Μοῦ ἔρχεται νά κάνω ἐμετό.

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι στήν συνάφεια πού μοῦ εἶπε αὐτόν τόν λόγο δέν ἦταν μόνον ἀπαύγασμα τῆς ταπείνωσής του, ἀλλά καί ἔκφραση τῆς θλίψης του γιά τό τί ἀντιλαμβανόταν πολύς κόσμος ὡς οὐσία τοῦ μοναχισμοῦ.

Τό «τυπικό» τῆς ἐπισκέψεώς μας στό Ἅγιον Ὄρος περιελάμβανε πάντα πέρασμα ἀπό τήν καλύβη τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Εἶναι γεγονός ὅτι πολλοί τόν ἐπισκέπτονταν ὡς «ἀξιοθέατο» καί κάποιοι ἀπό «εὐλαβῆ» συνήθεια. Ὅλοι αὐτοί σπαταλοῦσαν τόν πολύτιμο χρόνο του.

Κάποια φορά τόν ἐπισκεφθήκαμε καί ἐμεῖς, κατά τήν συνήθειά μας, χωρίς νά ἔχουμε κάποιο θέμα πού νά μᾶς καίη καί γιά τό ὁποῖο νά θέλουμε ὁπωσδήποτε τήν συμβουλή του. Ἐπίσκεψη στό Ἅγιον Ὄρος χωρίς νά περάσουμε ἀπό τό καλύβι του μᾶς ἦταν ἀδιανόητη. Δέν ἀρκεσθήκαμε ὅμως στό νά πάρουμε ἁπλῶς τήν εὐχή του μέ ὅποιον λόγο αὐτός θά ἤθελε νά τήν συνοδεύση. Γιά νά τόν προκαλέσουμε μάλιστα νά μᾶς μιλήση ὁπωσδήποτε, σκεφθήκαμε διάφορα θέματα, τά ὁποῖα μοιραστήκαμε μεταξύ μας, ὥστε νά τόν ρωτήσουμε ὅλοι ἀπό κάτι. Σέ μένα ἔλαχε ὡς θέμα μιά ἔνστασή μας σέ πρακτικές τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς.

Τότε ὁ Ὅσιος ἦταν στόν Τίμιο Σταυρό, κοντά στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα. Μᾶς ὑποδέχθηκε στήν αὐλή τῆς καλύβης του χαμογελαστός καί ἀφοῦ καθήσαμε στό ὑπαίθριο «σαλόνι» του, ἀπό τά πρῶτα πού μᾶς εἶπε ἦταν ὅτι κάποιοι τόν ἐπισκέπτονται γιά τουρισμό. «Νά», μᾶς εἶπε, σάν νά μᾶς ἔκανε τουριστική ξενάγηση, «ἐδῶ ἔχω κάποιους τοίχους ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα…». Ὡς «πνευματικοί ἄνθρωποι» θεωρήσαμε ὅτι αὐτά τά ἔλεγε γιά κάποιους ἄλλους «ἄσχετους», πού τόν ἐπισκέπτονταν χωρίς πνευματικά ἐνδιαφέροντα.

Ὁ διακριτικός ἔλεγχός του ὅμως ἔγινε σαφέστερος γιά μᾶς, ὅταν τοῦ ἔθεσα τό θέμα πού μοῦ ἔλαχε, δηλαδή τό περί ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς. Χωρίς νά ἀναφερθῆ καθόλου στήν οὐσία τοῦ προβλήματος, μοῦ λέει: Ἄν θά γίνη μιά ἱεραποστολή ὀρθόδοξη, ὅπως τήν θέλεις, θά γίνης ἱεραπόστολος; Μέ κάθε εἰλικρίνεια τοῦ ἀπάντησα, ὄχι. Κι αὐτός: Ἐ, τότε τί σέ ἐνδιαφέρει; Ἄφησέ τους αὐτούς πού ἀγωνίζονται ἐκεῖ κάτω νά κάνουν τό ἔργο τους, ὅπως γνωρίζουν.

Ὁ διακριτικός ἔλεγχός του, ἀλλά καί ἡ ἐλευθερία του ἀπό σχήματα τοῦ αἰῶνος τούτου, ὀρθόδοξες τέχνες καί εἰκονογραφικές παραδόσεις, ἔγιναν ἔντονα φανερά κάποια φορά πού μᾶς δέχθηκε μέσα στό κελλί του, στόν Τίμιο Σταυρό.

Καθόταν ὁ Ὅσιος πάνω στό ξύλινο κρεβάτι του, μέ τά πόδια μαζεμένα, μέ τά γόνατα σχεδόν ἀκουμπισμένα στό στῆθος, ὅπως περίπου εἰκονίζεται ὁ Προφήτης Ἠλίας προσευχόμενος ἔξω ἀπό τό σπήλαιο.

Δέν θυμᾶμαι τί προηγήθηκε, ἀλλά κάποια στιγμή βλέποντας στόν τοῖχο, πάνω ἀπό τό προσκεφάλι του, μιά εἰκόνα δυτικῆς τεχνοτροπίας, ὅμοια μέ αὐτές πού πωλοῦν πλανόδιοι ἔμποροι στά παζάρια, μέ τόν Χριστό γονατιστό προσευχόμενο στήν Γεθσημανῆ, τοῦ εἶπα μέ ἀρκετή ἀδιακρισία: Γέροντα, αὐτή ἡ εἰκόνα δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Ἀστραπιαῖα μοῦ λέει: Πάρ’ την. Ἀπό τόν ἄμεσο λόγο του ντράπηκα. Βλέποντάς με ἐκεῖνος ὅτι «συμμαζεύτηκα», μοῦ ἐξηγεῖ: Αὐτή τήν εἰκόνα μοῦ τήν ἔδωσε ἡ μητέρα μου, ὅταν πῆγα στόν στρατό. Τήν εἶχα στό προσκεφάλι μου ὡς στρατιώτης, τήν ἔχω καί ὡς μοναχός. Δέν ἔμεινε ὅμως στήν ἱστορία τοῦ κειμηλίου του. Γιά νά μοῦ ὑποδείξη νά βλέπω τά οὐσιώδη, συνέχισε: Ἐδῶ, σ’ αὐτό τό κελλί ζοῦσε ὁ παπα-Τύχων. Ἦταν Ρῶσος Ἱερομόναχος καί ἁγιογραφοῦσε. Καί ὡς Ρῶσος ἁγιογραφοῦσε ρωσικά, μέ τόν τρόπο τῶν δυτικῶν. Ἔφτιαχνε εἰκόνες δυτικές. Ὅταν ὅμως λειτουργοῦσε, λειτουργοῦσε μέ τούς Ἀγγέλους.

Φυσικά, δέν μποροῦσε νά ὑπάρχη καμμιά ἀντίρρηση σ’ αὐτόν τόν ἀφοπλιστικό λόγο του· καμμιά ἀντίρρηση ὑπερασπιστική τῆς μοναδικότητας τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας.

Τόν τρόπο του νά ταπεινώνη, χωρίς νἀ ἀπογοητεύη, ἀλλά ἀντίθετα νά ὠθῆ σέ κίνηση πρός τά ἐμπρός, τόν γεύτηκα ὅταν ἄρχισε νά μέ «ἐνοχλῆ» ὁ λογισμός τῆς Ἱερωσύνης καί τόν ἐπισκέφθηκα στήν «Παναγούδα» γιά νά τοῦ ἐκθέσω τά σχετικά μέ τόν «ἐνοχλητικό λογισμό».

Σέ κάποια στιγμή τοῦ εἶπα ὅτι δέν αἰσθάνομαι ἕτοιμος, ὅτι εἶναι νωρίς, ὅτι χρειάζεται νά ὡριμάσουν κάπως τά πράγματα. Αὐτός ἀπέναντι στίς ἀναστολές μου, μοῦ μίλησε μέ ἕναν ἁπλό, συμβολικό καί παραδειγματικό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μοῦ ἔδωσε, χωρίς πολλά λόγια, ἀπαντήσεις πολλῶν ἐπιπέδων. Μοῦ εἶπε: Κοίταξε νά δῆς, ὑπάρχουν κάποια σῦκα πού βγαίνουν νωρίς. Λέγονται ἀποστολιάτικα. Αὐτά εἶναι μεγάλα, ἔχουν θεωρία. Ἄν τά ἀνοίξης ὅμως μέσα δέν ἔχουν πολύ φαΐ. Ἐγώ πάντως «πορεύομαι» καί μέ αὐτά.

Μέ τό «Ἐγώ πάντως “πορεύομαι” καί μέ αὐτά» ἄνοιγε δρόμους, ὠθοῦσε σέ πορεία πρός τά ἐμπρός, χωρίς ἀναστολές, ἀλλά μέ σύνεση καί ταπεινό πνεῦμα, ἀφοῦ ὑποδείκνυε ταυτόχρονα ὅτι δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐπανάπαυση στήν «ἐξωτερική θεωρία», στά φανταχτερά λόγια, στό φαίνεσθαι. Γι’ αὐτά (τά ἐξωτερικά) πρέπει νά ὑπάρχη ἐσωτερικό ἀντίκρυσμα. Ὁ φανταχτερός λόγος νά εἶναι γεμᾶτος Πνεῦμα, χυμούς ζωῆς, τροφή τῆς ψυχῆς.

Δέν εἶχα τήν συνήθεια νά καταγράφω σημαντικούς λόγους καί γεγονότα στά ὁποῖα τύχαινε νά εἶμαι αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς. Ὅσα παραπάνω καταγράφηκαν (καί ἄλλα πολλά σημαντικά) συντηροῦνται ἀνεξίτηλα μόνο μέσα στήν μνήμη. Ἡ μερική καταγραφή τους ἐδῶ προσφέρεται, ὡς ἑορταστική μονωδία μέσα στήν πολυφωνία τῶν κειμένων πού γράφηκαν μέ ἀφορμή τήν κατάταξη τοῦ ὁσίου Παϊσίου στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὡς αἴτημα πρός τόν Ὅσιο, νά συμπληρώση τήν «ἐξωτερική θεωρία» τῶν «ἀποστολιάτικων σύκων» μέ ἐσωτερικούς χυμούς πνευματικῆς φιλοτιμίας καί πλούσια τροφή ἐμπειρικῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας∙ καί στόν γράφοντα καί στούς κατ’ αὐτόν.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 4179