Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Οἰκονομία καί Μ. Τεσσαρακοστή
τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Δημοσιογράφος, τοῦ οἰκονομικοῦ ρεπορτάζ σέ τηλεοπτικό σταθμό, σέ σχόλιό του γιά τίς διαπραγματεύσεις τῆς κυβέρνησης μέ τούς ἑταίρους μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, προβλέποντας ἐπερχόμενη περίοδο «ἐπιπλέον ἐγκρατείας» στήν κατανάλωση τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, λόγῳ παρατάσεως τῆς οἰκονομικῆς στενότητος τῶν περισσοτέρων, ἔκλεισε τόν σχολιασμό του λέγοντας: Ἄλλωστε ἔρχεται ἡ Τεσσαρακοστή...
Ὁ τρόπος πού ἔκλεισε τόν σχολιασμό του δήλωνε εἰρωνεία ἤ μᾶλλον πικρό χιούμορ. Ἡ στόχευσή του ἦταν καθαρά πολιτική μέ πολλές ὑπόρρητες ἀπόψεις, τῶν ὁποίων ἡ ἀνίχνευση ἔχει δημοσιογραφικό καί πολιτικό ἐνδιαφέρον, ἀλλά δέν μᾶς ἀφορᾶ, ὅπως δέν μᾶς ἀφορᾶ γενικά καί ἡ πολιτική ὡς κομματικός πολιτικαντισμός. Μᾶς ἀφορᾶ ὅμως ἡ χρήση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ὡς ἔννοιας ἀπό τό ἐννοιολογικό ὁπλοστάσιο τοῦ δημοσιογράφου, καθώς καί οἱ πολιτικές στά θέματα τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας, ὄχι βέβαια ὡς πρός τό στενό οἰκονομολογικό περιεχόμενό τους, ἀλλά ὡς πρός τίς ἀντιλήψεις περί τοῦ ἀνθρώπου πού προϋποθέτουν καί ὡς πρός τό συνακόλουθο νόημα τῆς ζωῆς πού προβάλλουν. Γιατί κάθε τι πού ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο, εἴτε εἶναι πολιτικές στήν οἰκονομία ἤ τήν παιδεία, εἴτε εἶναι διαφημίσεις προϊόντων ἤ ἰδεολογιῶν, εἴτε εἶναι γυμναστικές χαλάρωσης ἤ θεραπευτικές ὁμάδες γέλιου, ἔχουν ὡς θεμέλιο συγκεκριμένες ἀπόψεις γιά τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Στηρίζονται, δηλαδή, σέ μιά συγκεκριμένη ἀνθρωπολογία καί κάποιες φορές καί σέ μιά δική τους ἰδιόμορφη θεολογία (ὅπως οἱ «γυμναστικές» γιόγκα καί κάποιες περίεργες θεραπευτικές ὁμάδες).
Ἄς ξεκινήσουμε ὅμως ἀπό τήν Μ. Τεσσαρακοστή, ὅπως τήν «χρησιμοποίησε» ὁ δημοσιογράφος στούς σχολιασμούς του γιά τά οἰκονομικά προβλήματα τῆς πατρίδας μας, γιά νά δοῦμε κατόπιν συνοπτικά τό ἐκκλησιαστικό νόημά της, τό γνωστό στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως σέ ὅσα ὀρθοδόξως τήν ἀπολαμβάνουν. Καί μέσα ἀπό ἐκεῖ, περνώντας στόν κόσμο τῆς οἰκονομίας, νά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε δυό πραγματικότητες πού μοιάζουν ἀντιφατικές. Δηλαδή, τό πῶς θεραπεύονται τά οἰκονομικά προβλήματα, ἀλλά καί τό πόσο οὐτοπική εἶναι αὐτή ἡ θεραπεία, σέ μιά κοινωνία πού «ἀραίωσε» ἤ καί «ἔκοψε» τήν ἐπαφή της μέ τόν Θεό τῶν πατέρων της, ἀλλά καί τήν σχέση της μέ τούς πνευματικούς πατέρες της, ζῶντες καί κεκοιμημένους.
Ἡ ὑφέρπουσα ἀντίληψη γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή στόν σχολιασμό τοῦ δημοσιογράφου εἶναι σαφές ὅτι περιορίζει τό νόημά της, ἀφ’ ἑνός μέν στό «λιτό φαγητό» καί στήν συνακόλουθη φυσική πείνα ἀπό τήν «ὑπαλλαγή τῶν βρωμάτων», ὅταν βέβαια ὑπάρχη αὐτή ἡ δυνατότητα καί δέν ἔχουμε τήν ἔνδεια ἐκείνων πού καταρτίζουν τό καθημερινό τους διαιτολόγιο ἀπό τίς «προσφορές» πού βρίσκουν στούς κάδους τῶν σκουπιδιῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν δυσκολία ἤ καί στήν δυσανασχέτηση πού δημιουργεῖ σέ πολλούς ὁ θεσμοθετημένος κόπος τῆς νηστείας.
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουμε ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐμπειρία συγχρόνων ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ νηστεία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπο. Βάζει τόν νοῦ του πάνω ἀπό τόν θυμό καί τήν ἐπιθυμία καί τόν καθιστᾶ ἠνίοχο τῶν παθῶν του. Μεταμορφώνει τά πάθη του. Τόν ὡραΐζει. Τόν ἀποκαθιστᾶ σταδιακά στήν πρωτόκτιστη εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Τόν καθαρίζει ἀπό κάθε μολυσμό ἁμαρτίας. Εἶναι «μάχαιρα», «ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν», ὅμως τό περιεχόμενό της δέν ἐξαντλεῖται στήν ἀποχή ὁρισμένων τροφῶν. Ἔχει εὖρος καί βάθος. Εἶναι νηστεία γενικά ὅλων τῶν αἰσθήσεων, οἱ ὁποῖες πρέπει νά διατηροῦνται σέ ἁπλότητα καί καθαρότητα. Ἁπλοί, ὅμως, καί καθαροί πρέπει νά εἶναι καί οἱ «ἔνδοθεν λογισμοί». Ἡ νηστεία, δηλαδή, ἐκτείνεται καί στήν ἀποχή ἀπό τούς σύνθετους καί ἐμπαθεῖς λογισμούς. Εἶναι ἀκόμη ἀποχή ἀπό τίς χονδροειδεῖς ματαιοδοξίες καί τίς δυσκάθεκτες καί λεπτότατες ὑπερηφάνειες.
Ὅλες αὐτές οἱ ἀποχές εἶναι προφανές ὅτι ἀπαιτοῦν, μαζί μέ τήν ἀποχή τῶν λιπαρῶν καί ἡδονικῶν τροφῶν, ἐσωτερική προσοχή (νήψη) καί προσευχή, πού καθαρίζουν τόν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ καί ὁμαλοποιοῦν τίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς.
Αὐτή ἡ ἄσκηση βέβαια ἔχει κόπο, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ ἴσως σέ πολλούς πού ἀκολουθοῦν πιστά τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας κάποια σκυθρωπότητα. Ὅμως, ὁ Χριστός ἀνατρέπει αὐτήν τήν κατήφεια λέγοντας: «σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι». Καί ὁ Μ. Βασίλειος διεγείρει τό φιλότιμο τῶν Χριστιανῶν ὑποδεικνύοντας τήν θεραπευτική δύναμη τῆς νηστείας γιά τά πνευματικά νοσήματα. Λέει: «Μή σκυθρωπάσῃς θεραπευόμενος. Ἄτοπον μή χαίρειν ἐπί ὑγείᾳ ψυχῆς, ἀλλά λυπεῖσθαι ἐπί βρωμάτων ὑπαλλαγῇ». Καί στήν συνέχεια προτρέπει: «Εὐθύμησον ὅτι σοι δέδοται παρά τοῦ ἰατροῦ φάρμακον ἁμαρτίας ἀναιρετικόν».
Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ κόπος τῆς νηστείας εἶναι πηγή εὐθυμίας καί ὄχι κατήφειας. Σέ πολλούς, βέβαια, πού «ἀραίωσαν» τήν ἐπαφή τους μέ τόν Θεό τῶν πατέρων μας, ἡ νηστεία, ἰδιαιτέρως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, γίνεται ἀντιληπτή ὡς μιά ἐπιβολή ἀποχῆς ἀπό τροφές, ὄχι εὐχάριστη. Ἔτσι τήν κατανόησε ὁ δημοσιογράφος καί ἔτσι τήν χρησιμοποίησε γιά νά περιγράψη τήν προβλεπόμενη ἀπό αὐτόν παράταση τῆς «ἐπιβαλλόμενης ἀποχῆς» ἀπό παλαιές καταναλωτικές μας συνήθειες.
Ὅμως, ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, ὅπως σημειώθηκε, εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἀποκατάστασή του στήν ἐλευθερία καί τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κηρύττει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθῆ νά γίνη θεός, νά φθάση, δηλαδή, ἀπό τήν δωρεά τοῦ «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁμοίωση».
Ἄς προγειωθοῦμε ὅμως στό βραχῶδες τῆς καθημερινότητας τοῦ κόσμου.
Γιά ὅσους παρακολουθοῦν ἔστω καί λίγο τήν ἐπικαιρότητα καταλαβαίνουν ὅτι ἡ γῆ μας εἶναι μιά κόλαση σύγκρουσης συμφερόντων. Ἡ ἰδιοτέλεια ἔχει καταστῆ νόμος. Ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνεται σάν μιά φίλαυτη βιολογική μονάδα. Ὅλες οἱ προοπτικές του ἐξαντλοῦνται στόν παρόντα αἰώνα, στό ταραγμένο ἐντεῦθεν τοῦ θανάτου, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία καί ἡ ἀνισότητα. Πιό εἰδικά, στό πλαίσιο τῆς οἰκονομίας τοῦ χρήματος, ἡ ἀνισότητα στά εἰσοδήματα, ἡ ἀνισότητα στούς μισθούς τῶν ἐργατῶν καί τῶν ὑπαλλήλων, ἡ ἀνισότητα ὡς πρός τίς εὐκαιρίες ἤ δυνατότητες εὕρεσης ἐργασίας λειτουργοῦν ὡς αἰτίες κοινωνικῶν ἀναστατώσεων.
Ἐπίσης, συχνοί, σχεδόν μόνιμοι εἶναι οἱ κραδασμοί στίς σχέσεις αὐτῶν πού ἐπενδύουν κεφάλαια καί δημιουργοῦν θέσεις ἐργασίας καί τῶν ἐργαζομένων ὅλων τῶν κατηγοριῶν. Ἀναμεσά τους ὑπάρχει μιά μόνιμη συγκρουσιακή σχέση ἐξάρτησης. Ὑπάρχει ἐξάρτηση, λόγῳ κοινῶν συμφερόντων, διότι ὅσο πάει καλά μιά ἐπιχείρηση, τόσο δέν χάνονται θέσεις ἐργασίας καί οἱ μισθοί πληρώνονται μᾶλλον κανονικά, ἀλλά ὑπάρχει καί σύγκρουση, εἴτε λόγῳ πλεονεξίας τῶν ἐργοδοτῶν, πού πιέζουν τούς ἐργαζομένους γιά μεγαλύτερη παραγωγή, χωρίς τήν ἀνάλογη αὔξηση τῶν ἀποδοχῶν τους, εἴτε λόγῳ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων τῶν ἐργαζομένων, πού ἀπορρυθμίζουν πολλές φορές τίς ἐπιχειρήσεις.
Αὐτή τήν κόλαση τῶν συμφερόντων θέλει νά ἐκλογικεύση ἡ κάθε κρατική διοίκηση, ἡ ὁποία πρέπει νά λειτουργῆ γιά ὅλο τόν λαό καί γιά τίς δομές της σάν μιά γρηγοροῦσα ἠθική συνείδηση. Ἕνα τέτοιο νόημα, μέ τόν δικό του τρόπο, ἐξέφρασε στίς πρῶτες του δηλώσεις ὁ Ὑπουργός Οἰκονομικῶν. Εἶπε:
«Εἴμαστε ὑπέρ τοῦ λιτοῦ βίου…Οἱ Ἕλληνες δημιουργοῦσαν ὅταν ζοῦσαν λιτά, ὅταν ἦταν περήφανοι πού διέθεταν τά χρήματά τους γιά τίς σπουδές τῶν παιδιῶν τους. Εἶναι ἄλλο ὁ λιτός βίος καί ἄλλο αὐτό πού ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε πυραμιδική λιτότητα. Ἡ πυραμιδική λιτότητα ἀπό τή μία πετσοκόβει τούς ἀδύναμους καί ἀπό τήν ἄλλη ἐνισχύει τούς δυνατούς. Ὁ λιτός βίος θά συνδυαστῆ μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀλληλεγγύης». Πῶς ὅμως θά συνδυαστῆ; Μέ νόμους ἤ μέ παραινέσεις;
Σέ παλαιότερο ἄρθρο του ὁ νῦν Ὑπουργός σημείωνε: «Ἡ λιτότητα, ἰδίως σέ μιά ἐποχή πού (τουλάχιστον ἕως πρότινος) τείναμε νά ἀγοράζουμε πράγματα πού οὔτε ἀνάγκη εἴχαμε οὔτε καί ἱκανοποίηση διαρκείας μᾶς ἔδιναν (πέραν μιᾶς στιγμιαίας ρηχῆς χαρᾶς τήν στιγμή τῆς ἀγορᾶς), εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀρετή».
Ὁ περιορισμός στό ἀναγκαῖο εἶναι πράγματι ἀρετή. Αὐτό τό κατανοοῦν πολύ καλά ὅσοι προσέλαβαν τό πνεῦμα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Πῶς ὅμως ἀποκτᾶται αὐτή ἡ ἀρετή;
Μέ λόγια ἁπλά, ἡ οἰκονομία ἑνός Κράτους, γιά νά μπορέση νά διακονήση τήν ζωή τῶν πολιτῶν του, χρειάζεται ὅλοι οἱ παράγοντες πού τό συγκροτοῦν νά διαθέτουν «ἀρετήν καί τόλμην». Θέλει ἐνάρετους πολιτικούς, ἐνάρετους κρατικούς ὑπαλλήλους, ἐνάρετους ἐργοδότες καί ἐργαζομένους.
Στόν κόσμο τῆς ἰδιοτέλειας, στόν κόσμο πού «ἀραίωσε» ἤ καί «ἔκοψε» τήν ἐπαφή μέ τόν Θεό τῶν πατέρων του, στόν κόσμο πού μέ κάποια στόματά του κομπάζει «ὡς ἀθεράπευτα ἄθεος» εἶναι οὐτοπική αὐτή ἡ ἀρετολογία γιά τό Κράτος καί τίς δομές του.
Μᾶς ἀρκεῖ ἡ διοίκηση τοῦ Κράτους νά διαθέτη κάποιους ἐπικεφαλῆς μέ τήν ἀκεραιότητα τῆς περιστερᾶς, ἀλλά καί τήν φρονιμάδα τοῦ φιδιοῦ, ὥστε νά οἰκονομοῦν τίς περιστάσεις καί νά διασώζουν τό ἔθνος ἀπό μεγάλα δεινά.
- Προβολές: 3189