Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν
τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη
Εἶναι συχνή στόν τόπο μας ἡ θρηνητική κριτική, στήν ὁποία ἐπιδίδονται ὁρισμένα «ὀξυδερκῆ πνεύματα», γιά τήν αἰχμαλωσία τοῦ ἔθνους μας σέ ἀλλότριες παραδόσεις, γιά τήν σταδιακή ἀπώλεια τῆς ἑλληνικότητάς μας ἤ ἐπί τό τραγικότερον, γιά τό ὅτι «ἡ Ἑλλάδα τέλειωσε», δηλαδή πέθανε καί ὅτι φονιάδες της εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, «οἱ ἐπίγονοι νάνοι» τῶν γιγάντων τοῦ περελθόντος μας.
Σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτή ἡ κριτική, ἡ ὁποία σέ ἀρκετές ἐπιμέρους ἐπισημάνσεις εἶναι ὀρθή, χτυπᾶ αὐτοκαταστροφικά τά ἱερώτερα καί τιμιώτερα τῆς παραδόσεώς μας, ὅπως εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησία ζωή, ὅπως αὐτή διδάσκεται ἀπό τήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων. Μέ αὐτή τήν αὐτοκαταστροφική κριτική στάση δηλώνεται ὅτι ἡ ἑλληνικότητα γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος σ’ αὐτές τίς κριτικές δέν ἔχει ὡς περιεχόμενο τόν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, τόν βαπτισμένο στήν κολυμβήθρα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς Παραδόσεως, ἀλλά ἕναν ἄλλο ἑλληνισμό, τόν ὁποῖο συνέθεσε ἡ εὐφυΐα ὁρισμένων στοχαστῶν, μέ κομμάτια βίαια ἀποσπασμένα ἀπό τόν ζωντανό κορμό τῆς παραδόσεώς μας καί συναρμολογημένα σέ φαντασμαγορικές, ἀλλά ἀφύσικες συνθέσεις μέ τήν βοήθεια «συγκολλητικῶν ὑλικῶν» ἀπό τήν σύγχρονη φιλοσοφική καί κοινωνιολογική ἀγορά.
Δηλαδή, ὡς πρός τό θεολογικό ὑπόβαθρο τῆς σύνθεσης, δέν πρόκειται γιά ἐπαναδιατύπωση σέ σύγχρονη γλώσσα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς διδασκαλίας, δέν πρόκειται γιά ἑρμηνεία τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί ἀνάλυση τῶν θεμελίων τῆς εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως, ἀλλά γιά μιά ἄλλη διδασκαλία, ἡ ὁποία δέν κινεῖται μέσα στήν φυσική κοίτη καί ροή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Πρέπει νά ποῦμε, βέβαια, ὅτι στήν εὐρεία ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν ὑπάρχει, ὡς δομικό του στοιχεῖο, μόνον ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία, βέβαια, τῶν Ἑλλήνων ἦταν καί εἶναι ἐνταγμένη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ μειονότητες τῶν αἱρέσεων, ἀκόμη καί οἱ νοσταλγοί τοῦ Δωδεκαθέου, οἱ ὁποῖοι μάλιστα αὐτοθεωροῦνται, στίς μέρες μας, ὡς οἱ μόνοι ἐναπομείναντες Ἕλληνες. Τό νά βρεθῆ, λοιπόν, κάποιος σύγχρονος Ἕλληνας μέσα στήν νοοτροπία τῆς εἰδωλολατρίας δέν εἶναι πολύ δύσκολο πράγμα. Ἀρκεῖ νά παραθεωρήση ὁρισμένα ἀπό τά θεμελιώδη στοιχεῖα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεώς μας. Ὅταν, γιά παράδειγμα, παραθεωρεῖται ἡ φιλοκαλική πράξη καί θεωρία, μέ τήν ὁποία «ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται», ἀπαλλάσσεται δηλαδή ἀπό τήν ὑποδούλωση σέ αἰσθητά καί νοητά εἴδωλα, τότε ἀφήνεται ὁ ἄνθρωπος ἔκθετος σέ «πνεύματα πλάνης καί διδασκαλίες δαιμονίων», σέ εἰδωλοποιήσεις καί μονομέρειες, οἱ ὁποῖες συνειδητά ἤ ὑποσυνείδητα καθοδηγοῦνται ἀπό τά ἀμεταμόρφωτα πάθη του. Τότε καί ἡ Ἑλλάδα καί ἡ ἑλληνικότητα μποροῦν νά γίνουν καταθλιπτικά εἴδωλα.
Θά ἀναφερθοῦμε, σάν σέ παράδειγμα εἰδωλοποίησης, στήν ἄποψη σύγχρονου στοχαστῆ ὅτι ἡ «Ἑλλάδα πέθανε». Ὁ ἐν λόγῳ στοχαστής ἀποπτύει, βέβαια, μετά βδελυγμίας κάθε θρησκειοποίηση ἤ εἰδωλοποίηση, εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό ὅτι γιά τήν ἀναγγελία τοῦ «θανάτου τῆς Ἑλλάδος» δανείζεται τά λόγια καί τό ὅλο σκηνικό περιβάλλον ἀπό τό «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα» τοῦ Νίτσε. Ἐκεῖ ὁ Ζαρατούστρα μέ ἐωσφορική ἔπαρση ἀναγγέλλει τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Μέ τά ἴδια λόγια ἀναγγέλλεται ἀπό τόν σύγχρονο στοχαστή ὁ θάνατος τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Θεός τοῦ Νίτσε ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν Ἑλλάδα.
Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἑλλάδα, στήν νιτσεϊκή σκηνοθεσία, δηλώνει μέ σαφήνεια τήν συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη εἰδωλοποίηση τοῦ παρελθόντος μας καί τήν «ἐν φόβῳ» λατρεία τῆς «ἀρχαίας αἴγλης». Λατρεύουμε τό παρελθόν μας καί φοβόμαστε.
Πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι ὁ «φόβος» στήν λατρεία τοῦ παρελθόντος μας, ἐνῶ ἔχει τόν χαρακτήρα θρησκευτικοῦ φόβου, ἐντούτοις εἶναι τελείως ἄσχετος μέ τό ἱερό δέος τῶν Χριστιανῶν ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φόβος νοσηρός. Δέν ἔχει τήν ὑγεία καί τήν ζωοποιό δύναμη πού ἔχει ὁ φόβος ἐνώπιον τοῦ ζωντανοῦ Χριστιανικοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν εἰλικρινῆ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι φόβος ψυχολογικός, γέννημα πληγωμένης ὑπερηφάνειας, ἐνδεικτικός ἀνασφάλειας καί ἐξάρτησης ἀπό τίς γνῶμες τῶν ἀλλοεθνῶν, ὁ ὁποῖος συνυπάρχει μέ τόν διαρκῆ ἀνεκπλήρωτο πόθο νά μᾶς δοξάζουν οἱ πάντες γιά τό ἔνδοξο παρελθόν μας.
Φοβόμαστε μήν μᾶς ποῦν κακό λόγο, μή μᾶς ἀμφισβητήσουν, ὄχι τόσο γι’ αὐτό πού εἴμαστε τώρα, ὅσο γι’ αὐτό πού ἦταν οἱ μεγάλοι πρόγονοί μας. Γι’ αὐτό πολλοί ζητοῦν ἐρείσματα γιά τό ἀσταθές πολιτισμικό τους ἐποικοδόμημα, τό ἀθεμελίωτο, σέ ἐπαίνους καί δόξες γιά τόν ἑλληνισμό (τόν ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἀντιλαμβάνονται σέ φυλετικό πλαίσιο) ἀκόμη καί μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ὄχι μόνο καθαιρεῖ τά εἴδωλα, ἀλλά ὑπερβαίνει καί τό γράμμα τοῦ παλαιοῦ Νόμου, πού κι αὐτός πολεμοῦσε τά εἴδωλα.
Ἰδιαίτερη ἐθνική ὑπερηφάνεια δημιουργεῖ σέ ὁρισμένους ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς Ἕλληνες, λίγο πρίν ἀπό τό πάθος. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐξιστορώντας ὅσα συνέβησαν μετά τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα, μᾶς πληροφορεῖ: «Ἦσαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ». Αὐτοί, λοιπόν, πῆγαν στόν Φίλιππο, πού καταγόταν ἀπό τήν Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας, καί τόν παρακάλεσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν» (12,20-21). Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι οἱ ἐν λόγῳ Ἕλληνες κατοικοῦσαν στήν Γαλιλαία, γι’ αὐτό προσέγγισαν τόν Φίλιππο, ὡς συντοπίτη τους Γαλιλαῖο, προκειμένου νά τούς φέρη, στόν Ἰησοῦ. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἐνθυμούμενος τό «εἰς ὁδόν ἐθνῶν μή ἀπέλθητε» ἀπευθύνθηκε στόν Ἀνδρέα καί οἱ δύο μαζί μίλησαν γι’ αὐτούς στόν Ἰησοῦ. Ὁ ᾿Ιησοῦς τότε τούς ἀπάντησε: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπό πολλούς θεωρεῖται ὅτι ἀναφέρεται στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του ἀπό τήν διάδοση τῆς νέας πίστης στόν λαό τῶν Ἑλλήνων. Σέ λαό, δηλαδή, μέ ὑψηλό πολιτισμό, ἐκλεπτυσμένη καί ἐπεξεργασμένη γλώσσα καί ἀνεπτυγμένη φιλοσοφική σκέψη. Αὐτή ὅμως εἶναι μιά πολύ στενή καί λανθασμένη ἑρμηνεία. Ἀρκεῖ κανείς νά μελετήση τήν ἑρμηνεία τοῦ συγκεκριμένου εὐαγγελικοῦ κειμένου ἀπό δύο μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας), γιά νά καταλάβη, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τό πολύ διαφορετικό νόημά του, τό ἐξίσου ὅμως σημαντικό γιά τούς Ἕλληνες.
Καί οἱ δύο Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός. Πρίν ἀπό τόν Σταυρό ἴσχυε ἡ ἐντολή: «εἰς ὁδόν ἐθνῶν μή ἀπέλθητε», ἐνῶ μετά τόν Σταυρό τό: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Μετά τόν Σταυρό τό κήρυγμα γίνεται οἰκουμενικό, φεύγει ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ Ἰσραήλ καί μεταδίδει τήν ζωή καί τήν χαρά πού προῆλθε ἀπό τόν Σταυρό σέ ὅλο τόν κόσμο. Εὐεργετεῖ σύμπασα τήν Οἰκουμένη. Τό Εὐαγγέλιο αὐτῆς τῆς εὐεργεσίας κηρύσσεται «πάσῃ τῇ κτίσει». Καί αὐτή ἡ διά τοῦ Σταυροῦ εὐεργεσία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, εἶναι δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί δόξα τοῦ Θεοῦ Πατρός. «Τό γάρ εὐεργετεῖν ἀεί, τῷ Θεῷ δόξα». Ὁ Θεός εὐεργετεῖ, διαρκῶς ἐλεεῖ. Αὐτό εἶναι ἡ δόξα Του. Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ἐπίσης, σημειώνει, ὅτι ἐπειδή δέν γινόταν διαφορετικά νά σωθοῦμε, παρά μονάχα ἄν ὁ Χριστός, ἡ ζωή μας, ὑπέμεινε τόν θάνατον ὑπέρ ὅλων μας, «ἵνα οἱ πάντες ζήσωμεν ἐν αὐτῷ», γι’ αὐτό «δόξαν ἰδίαν ὀνομάζει τόν θάνατον, καί τό παθεῖν ἅπαντα τά δεινά ὑπέρ τῶν αὐτόν ἀτιμαζόντων ἁμαρτωλῶν».
Γι’ αὐτό τό: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδή λοιπόν ἐπρόκειτο μετά τήν σταύρωσή Του ν’ ἀφήση τούς μαθητές του νά μεταβοῦν πλέον στά ἔθνη, βλέπει ὅμως τούς ἐθνικούς [τούς Ἕλληνες] “προπηδῶντας”, νά προσέρχονται δηλαδή σ’ Αὐτόν πρίν οἱ μαθητές του μεταβοῦν πρός αὐτούς, λέει: “καιρός ἐπί τόν σταυρόν ἐλθεῖν”». Ὁμοίως ἑρμηνεύει τό γεγονός ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Ἐπειδή οὖν οἱ ἐξ ἐθνῶν ἐπείγονται πρός τό θέλειν αὐτόν [τόν Ἰησοῦν] ἰδεῖν ἤ ἐπιστρέψαι, διά τοῦτό φησιν· “Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα”· ὁ γάρ καιρός ἐγγύς ἦν τοῦ πάθους, μεθ’ ὄν εὐθύς ἡ τῶν ἐθνῶν κλῆσις».
Τό σημαντικό νόημα γιά τούς Ἕλληνες δέν βρίσκεται στό «ἵνα δοξασθῇ», ἀλλά στήν ἀναζήτηση: «Κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν». Κουρασμένοι ἀπό τήν εἰδωλολατρία καί θερμοί στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἐπεθύμησαν νά δοῦν τόν Χριστό. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία, διαχρονικά, εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας εἶναι ἡ δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Δόξα του, δηλαδή, εἶναι ἡ συνάντησή του μέ τό Χριστό μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν διδαχή τῶν Ἀποστόλων, τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τήν εὐαγγελική ἄσκηση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, τήν ζωή μέσα στήν Χάρη τῶν μυστηρίων, τήν συνοδικότητα καί ἱεραρχικότητα τῶν χαρισμάτων.
Αὐτή ἡ δόξα ὅμως εἶναι αἰσθητή σέ πολύ μικρό ποίμνιο.
- Προβολές: 3818