Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ὑάκινθος, 3 Ἰουλίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ὑάκινθος, 3 ἸουλίουὉ ἅγιος Ὑάκινθος ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ. Χ. στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό Παλάτι ὡς κουβικουλάριος (θαλαμηπόλος) τοῦ Αὐτοκράτορα. Ἦταν στολισμένος μέ τήν μακαρία ἁπλότητα, γι’ αὐτό καί εἶχε ἐξαιρετική συμπεριφορά πρός ὅλους. Ὄχι μόνον πρός τούς ἀνωτέρους του ἤ ἔστω πρός τούς ἴσους μέ αὐτόν, ἀλλά καί πρός τούς κατωτέρους του, γεγονός πού δημιουργοῦσε ἐντύπωση. Ἦταν δοσμένος στόν Θεό «ψυχῇ τε καί σώματι», γι’ αὐτό καί δέν ἐπηρεάσθηκε ἀρνητικά ἀπό τήν χλιδή τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν ὁ Τραϊανός διέταξε διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τότε ὁ Ὑάκινθος ὁμολόγησε εὐθαρσῶς τήν πίστη του μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθῆ καί νά ὑποστῆ φρικτά βασανιστήρια. Τόν ἔκλεισαν στήν φυλακή, δέν τοῦ ἔδιναν φαγητό, καί τόν ἐκβίαζαν νά φάγη εἰδωλόθυτα, δηλαδή κρέατα πού προέρχονταν ἀπό τίς θυσίες στά εἴδωλα. Τόν ἄφησαν νηστικό σαράντα ἡμέρες, ἀλλά συνηθισμένος ἀπό τήν νηστεία καί ἐνισχυμένος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄντεξε μέχρι τό τέλος. Τήν τεσσαρακοστή πρώτη ἡμέρα παρέδωσε τήν καθαρότατη ψυχή του στόν Κύριο, ἀπό τόν Ὁποῖο ἔλαβε τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ εὐγενής συμπεριφορά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι κάτι τό συνηθισμένο. Αὐτό πού συμβαίνει συνήθως εἶναι τό νά συμπεριφέρεται κανείς μέ εὐγένεια καί σεβασμό πρός τούς ἀνωτέρους του, ἀλλά νά μή προσέχη ἰδιαίτερα τήν συμπεριφορά του πρός τούς ἴσους μέ αὐτόν, καί ἰδιαίτερα πρός τούς κατωτέρους του. Τό ἦθος, ὅμως, ἑνός ἀνθρώπου καί τό πνευματικό του ἐπίπεδο ἀξιολογοῦνται ἀπό τήν συμπεριφορά του κυρίως πρός τούς κατωτέρους του, ἀπό τούς ὁποίους δέν προσδοκᾶ κάποια ἀπολαβή. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ἁπλότητα δέν κάνει διακρίσεις σέ πρόσωπα, δέν εἶναι ἰδιοτελής καί προσωπολήπτης. Ἀντίθετα, ὁ πονηρός ἔχει ἐπίπλαστη συμπεριφορά, ἡ ὁποία ποικίλει κατά περίσταση, καί συνήθως κολακεύει τούς ἀνωτέρους του, καθώς καί ἐκείνους πού κατέχουν ἀξιώματα ἤ ὑλικό πλοῦτο, ἐνῶ περιφρονεῖ ὅσους τά στεροῦνται.

Ἁπλότητα, ἑτυμολογικά, σημαίνει τήν ἰδιότητα, τήν κατάσταση, τό χαρακτηριστικό τοῦ νά εἶναι κανείς χωρίς πολυπλοκότητα. Ἡ λέξη ἁπλότητα δηλώνει συχνά τήν ὀμορφιά, τήν καθαρότητα ἤ τήν σαφήνεια. Ἐπίσης, ἡ ἁπλότητα εἶναι ἕνας ὅρος πού χρησιμοποιεῖται γιά νά ὑποδηλώση εἰλικρίνεια, ἀθωότητα, εὐθύτητα καί ἔλλειψη ὑποκρισίας. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς «Κλίμακος», ἡ ἁπλότητα εἶναι μία συνήθεια καί συμπεριφορά τῆς ψυχῆς «ἀποίκιλη», πού δέν κινεῖται σέ κανέναν κακό λογισμό. Ἁπλοῦς καί «ἀπονήρευτος ἄνθρωπος σημαίνει καθαρά φύση τῆς ψυχῆς, ὅπως ἀκριβῶς ἐπλάσθη, πού συνεργάζεται καί συνομιλεῖ εὔκολα μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους». Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι στολισμένος μέ τήν ἀρετή τῆς ἁπλότητας δέν ἀσχολεῖται μέ τά σφάλματα τῶν ἄλλων, ἀλλά βλέπει μόνον τά δικά του σφάλματα, τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά διορθώση. Ἐπιθυμεῖ πάντοτε τό καλό τῶν ἄλλων καί δέν ἔχει ὑπόνοια γιά κανέναν. Καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐπειδή ἡ ὑπόνοια, πού κατά τόν ἀββᾶ Δωρόθεο εἶναι τό κατά διάνοιαν ψεῦδος, δημιουργεῖ πολλά προβλήματα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης λέγει ὅτι «ἡ ἁπλότητα εἶναι τό πρῶτο παιδί τῆς ταπεινώσεως καί ὅταν ὑπάρχη στόν ἄνθρωπο ἡ ἁπλότητα, τότε ὑπάρχει καί ἡ ἀγάπη, ἡ θυσία, ἡ καλωσύνη, τό φιλότιμο, ἡ εὐλάβεια». Καί ὅτι «ἡ ἁπλότητα ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως, πού τά ἔβλεπε ὅλα ἁγνά καί καθαρά, γιατί ἦταν ντυμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἁπλός καί ἀπονήρευτος ἄνθρωπος ἔχει καθαρότητα ψυχῆς καί μία ἀπερίεργη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἐπειδή ἔχει ταπείνωση, γι’ αὐτό καί δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἁπλός καί φύσει ἀγαθός». Καί τονίζει χαρακτηριστικά ὅτι: «ὅποιος παριστάνει τόν ἁπλό γιά νά πετύχη κάτι, μέσα σέ αὐτήν τήν ἁπλότητα ὑπάρχει ἡ πιό χονδρή πονηριά. Εἶναι σάν νά φοράη ἕνας γέρος καλτσάκια μικροῦ παιδιοῦ, γιά νά τοῦ κάνουν τά χατήρια πού κάνουν σέ ἕνα παιδί! Ἐνῶ ὅποιος ἔχει πραγματική ἁπλότητα, ἔχει καί εὐθύτητα καί διάκριση».

Πονηρία, ἑτυμολογικά, σημαίνει ἐπιτηδειότητα στό νά ἐπινοῆ κάποιος τεχνάσματα γιά νά πετυχαίνη τούς σκοπούς του, νά ἐξαπατᾶ ἤ νά μήν ἐξαπατᾶται ὁ ἴδιος. Ἐπίσης, σημαίνει παραπλανητική ἐνέργεια ἤ συμπεριφορά γιά τήν ἐπιτυχία κάποιου σκοποῦ, καθώς ἐπίσης κατεργαριά, ζαβολιά, πανουργία. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη ἡ πονηρία εἶναι «μεταβολή τῆς εὐθύτητος, σκέψη πλάνης, ψεύδη πού λέγονται κατ’ οἰκονομίαν, ὅρκοι πού ἐν μέρει ἀληθεύουν, λόγοι πού ἔχουν περιπλακῆ, καρδία ὁμοία μέ τόν βυθό τῆς θαλάσσης, ἄβυσσος δολιότητος, ψευδολογία πού νομιμοποιήθηκε, οἴηση πού κατήντησε φυσική, ἀντίπαλος τῆς ταπεινώσεως, ὑποκριτική μετάνοια, ἀπομάκρυνση τοῦ πένθους, ἐχθρός τῆς ἐξομολογήσεως, τακτική ἐκείνων πού ἀκολουθοῦν τήν γνώμη τους, πρόξενος ἠθικῶν πτώσεων, ἐμπόδιο στήν ἀνέγερση τῶν πεσόντων, ἀντιμετώπιση τῶν ὕβρεων μέ φαινομενικό χαμόγελο, σκυθρωπότης ἀνόητη καί ἀφύσικη, εὐλάβεια ἐπίπλαστη, ζωή ὁμοία μέ τῶν δαιμόνων», ἐπειδή ὁ πονηρός εἶναι συνώνυμος τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε νά τόν ἀποκαλοῦμε πονηρό, λέγοντας: "Ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ" (Ματθ. στ΄, 13)». Καί στήν συνέχεια λέγει ὅτι «ἡ πονηρία εἶναι μία ἐπιστήμη ἤ καλύτερα ἀσχημοσύνη τῶν δαιμόνων, ἡ ὁποία ἐνῶ εἶναι ἐστερημένη ἀπό ἀλήθεια, προσπαθεῖ νά τό κρύπτη καί νά ἐξαπατᾶ πολλούς».

 

Ὁ πονηρός εἶναι ἀνόητος καί πραγματικά δυστυχής, ἐπειδή στό τέλος ἐγκαλείπεται ἀπό ὅλους καί βιώνει μιά ἀφόρητη μοναξιά.

 

Δεύτερον. Ὅποιος ἔχει ἁπλότητα εἶναι ὄντως μακάριος, ἀφοῦ δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν ἄλλων καί παραμένει ἤρεμος καί εἰρηνικός. Ἐπίσης, ἐπειδή ἀγαπᾶ ἀληθινά δέν αἰσθάνεται μοναξιά, γιατί καί ὅταν ἀκόμη δέν ἔχη ἀνθρώπους κοντά του, ἀξιώνεται τῆς μεγάλης εὐλογίας νά τόν διακονοῦν ἄγγελοι. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἐπαναλαμβάνοντας τόν λόγο τοῦ Στάρετς Ἀμβροσίου τῆς Ὄπτινα, λέγει: «Ὅπου κανείς εἶναι ἁπλός, ἔχει μαζί του ἀγγέλους κατά δεκάδες, ὅπου δέ εἶναι «σοφός», δέν ἔχει κανέναν· μένει μόνος».

Ὁ πονηρός εἶναι ἀνόητος καί πραγματικά δυστυχής, ἐπειδή στό τέλος ἐγκαλείπεται ἀπό ὅλους καί βιώνει μιά ἀφόρητη μοναξιά. Ἡ πονηρία, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, δέν εἶναι ἀθεράπευτη ἀσθένεια, ἀλλά δύσκολα θεραπεύεται. Ὡστόσο, ὅμως, ὅπως λέγει, πολλοί ἀπό τούς πονηρούς θεραπεύθηκαν καί συνετίσθηκαν μετά ἀπό κάποια πτώση, πού τούς ἔκανε νά ταπεινωθοῦν καί νά ἀποβάλουν τήν πονηρία.

Πολλές ἀπό τίς καθημερινές συγκρούσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ὀφείλονται στήν ἔλλειψη εὐθύτητας καί εἰλικρίνειας καί στόν ἀνάρμοστο τρόπο συμπεριφορᾶς, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν πονηρία.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3424