Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ πατερική πορεία πρός Ἐμμαούς
Ἡ θεοπτική ἐμπειρία, ἡ ἡσυχαστική-φιλοκαλική παράδοση καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἀναιροῦν τίς ἀπόψεις τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ὑπονομεύει καί τίς τρεῖς αὐτές διαστάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί οὐσιαστικά ἐκπροτεσταντίζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Γιά νά φανερωθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση καί ὅτι εἶναι ἀντίθετη μέ τήν μεταπατερική θεολογία –ἡ ὁποία στηρίζεται στόν πολιτισμό καί τήν φιλοσοφία–θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στούς δύο Μαθητές Του πού πορεύονταν πρός Ἐμμαούς.
Ἐνῶ οἱ δυό Μαθητές πορεύονταν, τήν πρώτη ἡμέρα τῶν Σαββάτων, πρός Ἐμμαούς καί συζητοῦσαν τά γεγονότα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἦταν θλιμμένοι, τούς πλησίασε ὁ ἄγνωστος γι’ αὐτούς Χριστός καί ἄρχισε νά τούς ἑρμηνεύη τά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἔπρεπε νά σταυρωθῆ. Ὅσο τούς μιλοῦσε, ἡ καρδιά τους καιγόταν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τόν παρεκάλεσαν νά μείνη μαζί τους καί κατά τήν διάρκεια τῆς κλάσεως τοῦ ἄρτου τούς ἀποκαλύφθηκε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναστάς Χριστός (Λουκ. κδ΄, 13-35).
Τό γεγονός αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Εἶναι μιά πορεία τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ γιά τήν θεία Λειτουργία. Σέ ὅλες τίς φάσεις εἶναι παρών ὁ Χριστός, ἀλλ’ ἀποκαλύπτεται προοδευτικά. Ἡ καύση τῆς καρδίας τῶν Μαθητῶν γίνεται μέ τήν ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἐνέργειά Του ἀγγίζει τόν ἐσωτερικό χῶρο τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ φωτίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀποκάλυψη-θεοπτία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ στήν θεία Εὐχαριστία. Ἔπειτα, ἡ χαρά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ φανερώνεται στούς Ἀποστόλους, σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Ἡ μεταπατερική θεολογία ἐπιδιώκει νά ἀναλύη τίς Γραφές, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανο τήν λογική, τήν φαντασία καί τόν στοχασμό καί ὄχι τήν καρδιά∙ θέλει θεία Ευχαριστία καί θεία Κοινωνία χωρίς καύση καρδίας, χωρίς καρδιακή προσευχή∙ ἀναφέρεται στήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί ὄχι σέ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση - τήν θέωση∙ κάνει λόγο γιά προεστώτα τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, καί ὄχι γιά προφήτη πού κηρύττει∙ ὁμιλεῖ γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, χωρίς βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ ἀσκητική- ἡσυχαστική παράδοση∙ ἐπιδιώκει νά ἀπαντήση στά θέματα πού θέτει ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί δέν ἀναφέρεται στήν νίκη τοῦ Χριστιανοῦ, μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου∙ θέλει νά λάβη ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήσεις τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ καί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν δόξα τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καί κάθε ἄλλης θεολογίας πού δέν εἶναι ἐκκλησιαστική. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στόν χαιρετισμό του στό γνωστό Συνέδριο στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Βόλου, ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στό ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἀγνοῆ τόν σύγχρονο πολιτισμό, γράφει: «Τό μέλλον ἀνήκει εἰς μίαν αὐθεντικήν "πατερικήν" θεολογίαν, πέραν ἀπό τόν νεοπατερισμόν καί τόν μεταπατερισμόν, εἰς μίαν ἐκκλησιαστικήν θεολογίαν, ἡ ὁποία ζωογονεῖται ἀπό τήν ἔντασιν μεταξύ τοῦ "ἤδη" καί τοῦ "ὄχι ἀκόμη" τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Ἑπομένως, στήν βάση της ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐκκλησιαστική, ὅπως περιγράφεται θαυμάσια στίς πρός Ἐφεσίους καί Κολασσαεῖς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί ὄχι μετα-αποστολική καί μετα-πατερική.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Μεταπατερική Θεολογία καί Ἐκκλησιαστική Πατερική ἐμπειρία σελ. 81
- Προβολές: 3009