Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μὲ ἀφορμὴ τὶς ἑορτὲς τοῦ Δωδεκαημέρου

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό ἑορταστικό δωδεκαήμερο πού ἀρχίζει μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί κλείνει μέ τά Θεοφάνεια ἤ Φῶτα μᾶς δείχνει τό μεγαλεῖο της Χριστιανικῆς πίστης καί μάλιστα τῆς Ὀρθόδοξης. Οἱ ἑορτές αὐτές γιορτάζονται πραγματικά, μόνο ὅταν συνδέονται μέ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἔξω ἀπό αὐτήν δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίση τό πραγματικό νόημά τους. Μένει στήν ἐπιφάνεια, στά εὐμετάβολα συναισθήματα καί ἀγνοεῖ τό σωτήριο βάθος, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλεῖ τήν ὕπαρξη καί τήν ζωή της ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ - ἡ μητρόπολη τῶν ἑορτῶν - εἶναι τό “ξένον μυστήριον” πού μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά γίνουμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ ὑπάρχει, ἐπειδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος.

Ἡ περιτομή πού δέχθηκε ὁ Χριστός ὑπακούοντας στό νόμο, ἐκφράζει τόν ἀσκητικό - νόμιμο - ἀγώνα πού εἶναι ἀπαραίτητος, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό “κάλυμμα τῶν παθών” μας. Ὁ Χριστός ὑπέμεινε τήν σαρκική περιτομή, γιά νά μποροῦμε ἐμεῖς νά φθάσουμε στήν περιτομή τῆς καρδιᾶς, δηλαδή στήν καθαρότητά της.

Ἡ βάπτιση, τέλος, τοῦ Χριστοῦ ἔφερε στά ὕδατα τόν ἁγιασμό καί τά μεταποίησε σέ “ψυχῶν καθάρσιον”. Ἔτσι, μέ τό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό ὁποῖο ἁγιάζονται τά νερά τῆς κολυμβήθρας καί ἀποκτοῦν τήν “εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου”, τό “ἀπειρόκακο” νήπιο ἤ ὁ ὀρθόδοξα κατηχημένος ἐνήλικας, δηλαδή αὐτός πού καθοδηγεῖται καί ἀγωνίζεται νά φθάση στήν “περιτομή τῆς καρδιάς” ἀνακαινίζεται καί φωτίζεται. Αὐτό γίνεται, γιατί σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, μέ τήν “εἰς Χριστόν” βάπτιση “ἐνδυόμαστε τόν Χριστό”, συνθαπτόμαστε καί συνανασταινόμαστε. Γινόμαστε μέλη τοῦ σώματός Του, μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.

Ἡ συναισθηματική προσέγγιση τῶν ἑορτῶν αὐτῶν εἶναι γνώρισμα μιᾶς ρηχῆς πνευματικότητας, ἀλλά καί ἀπόρροια τῶν ἀνθρωποκεντρικῶν ἀντιλήψεων πού κυριαρχοῦν στίς μέρες μας. Συνέπεια αὐτῆς τῆς συναισθηματικῆς καί ἀνθρωποκεντρικῆς προσέγγισης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἑορτῶν τῆς εἶναι ἡ ἀδυναμία ὁρισμένων νά κατανοήσουν κάποιες λειτουργικές καί ποιμαντικές πρακτικές της. Τό συναίσθημα καλύπτει καί τρέφει τά πάθη, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τά θεραπεύει, γι’ αὐτό προκαλεῖ τόν θυμό καί τήν ἐμπαθῆ κριτική ὁρισμένων “ἐλευθέρων πνευμάτων”. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν φοβᾶται τήν κριτική τοῦ “κόσμου”, πού κυριαρχεῖται ἀπό τήν σαρκική λογική καί ἀγνοεῖ τήν λογική της πίστεως. Θέτει πάντα καί προβάλλη τίς προϋποθέσεις πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά νά φθάση κανείς στήν ἀληθινή ἐλευθερία καί τήν αὐθεντική ἀγάπη.

Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά ἐπισημάνω τό μεγάλο πρόβλημα πού δημιουργεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη νοοτροπία κάποιων ἀνθρώπων πού ἔχουν βαπτισθῆ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί θέλουν νά βαπτίσουν καί τά παιδιά τούς ὀρθοδόξους Χριαστιανούς, μέ ἀναδόχους της ἐπιλογῆς τους, ἀγνοώντας τίς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις πού πρέπει νά ἐκπληρώνη ὁ ἀνάδοχος. Πρέπει νά σημειώσω ὅτι ὁ ἀνάδοχος, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἕνας ἁπλός οἰκογενειακός φίλος, εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό πρόσωπο ἱκανό καί ἔμπειρο στήν διδασκαλία τῆς πίστεως, πού ἐκπροσωπεῖ τόν Ἱερέα στήν ἐκκλησιαστική κατήχηση καί ἀγωγή τοῦ νεοφωτίστου. Κανονικά, σύμφωνα μέ τήν ἔγκυρη γνώμη τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ὁ ἀνάδοχος πρέπει νά εἶναι πρόσωπο τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης τοῦ Ἱερέως πού τελεῖ τό μυστήριο.

Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, στηριγμένη στούς Ἱερούς Κανόνες της, ἀποκλείει κάποιους ἀπό τό ρόλο τοῦ ἀναδόχου, σηκώνει συνήθως ἐναντίον τῆς τήν κριτική μιᾶς μερίδας τοῦ κόσμου γιά σκοταδισμό καί μεσαιωνική νοοτροπία. Αὐτό πού κάνει ὅμως εἶναι νά λέη τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους. Λέει τήν ἀλήθεια καί δέν τήν συσκοτίζει. Ἀγαπᾶ καί δέν θέλει νά παραπλανήση. Προσπαθεῖ νά διασώζη τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦν οἱ κατηχούμενοι καί οἱ “φωτισθέντες” νά ζήσουν προσωπικά τα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Τά γεγονότα πού δωρίζουν στήν ὕπαρξη τῶν ἀγωνιζομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀληθινή ἐλευθερία καί αὐθεντική ἀγάπη.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3051