Ἐπετειακή δημοσίευση: Χειροτονητήριος λόγος Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Μητροπολιτικός Ναός Ἀθηνῶν, 20 Ἰουλίου 1995)
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Σεραφείμ,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ἰωαννίνων κ. Θεόκλητε,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, κ. Θεόκλητε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Εὐλαβέστατοι Διάκονοι,
Εὐσεβές ἐκκλησίασμα,
Δόξα καί εὐχαριστία ἀναπέμπω στόν Τριαδικό Θεό γιά τήν μεγάλη δωρεά πού ἐπιδαψίλευσε σέ μένα τόν ἐλάχιστο ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου στόν Οἶκο τοῦ Πατρός μου, μέ τό νά μέ ἀνυψώση, διά τῆς τιμίας ψήφου τῶν Ἐπισκόπων πού συγκροτοῦν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στόν ὑπερμέγιστο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης, δηλαδή στόν ἐπισκοπικό βαθμό, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα εἶναι κενωτικός, ἀφοῦ προϋποθέτει κένωση, σταύρωση, ὁλοκληρωτική θυσία καί προσφορά. Καί μάλιστα μέ εὐλογεῖ μέ τό νά μέ ἀναδείξη Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη τῆς παλαιφάτου καί ἱστορικῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
1. Ὑπάρχουν γεγονότα στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου τά ὁποῖα πρέπει νά ἀντιμετωπίζη μέσα σέ βαθυτάτη σιγή καί εὔλαλη σιωπή, πού εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Γιατί, ὅσο τραγικός εἶναι ὁ ἄλογος πληθωρικός λόγος, τόσο εὐλογημένη εἶναι ἡ ἔλλογη σιωπή. Ἔτσι, μόνον ἡ σιωπή, ἡ ἀσίγητη δοξολογία πρός τόν Θεό, ἡ ταπείνωση καί ἡ μετάνοια, ἡ παράκληση καί ἡ εὐχαριστία, πού ἐνεργοῦνται μέσα στήν καρδιά, εἶναι ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα αὐτήν τήν ἱερή καί εὐλογημένη στιγμή.
Πράγματι, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «κρείττων δέ σιωπή λόγου», ἰδίως σέ αὐτήν τήν περίπτωση. Ἄν ὑπάρξη ἕνας μικρός λόγος πρέπει νά συνδεθῆ μέ τήν σιωπή, καί νά εἶναι ἔκφρασή της, νά εἶναι λόγος ὁμολογιακός.
Γνωρίζω ὅτι ἡ ἐκφώνηση λόγου πρό τῆς χειροτονίας καί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι δύσκολη ὑπόθεση. Τό αἰσθά νομαι αὐτήν τήν στιγμή. Τί νά πῆ κανείς; Νά ὑπογραμμίση τήν ἀξία τῆς ἀρχιερωσύνης; Ἀλλά τότε, ἄν θέλη νά εἶναι εἰλικρινής μέ τόν ἑαυτό του καί νά μήν εἶναι ὑποκριτής, πρέπει νά ἐφαρμόση τήν διαγωγή τῶν Πατέρων, πού ἀπέφευγαν τήν ἱερωσύνη, ἐπειδή ἔβλεπαν καί τό μεγαλεῖο της, ἀλλά καί τήν δική τους κατάσταση. Νά παρουσιάση κανείς τήν ἀναξιότητά του καί τό ἀκατάλληλο τῆς εἰσόδου του στήν χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης; Τότε δέν ἐξηγεῖται τό ὅτι δέχεται μέ προθυμία αὐτήν τήν εὐλογία καί τήν κλήση. Νά ἐκθέση κανείς τήν ἀξία καί τήν θέση τοῦ Ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία; Ἀλλά ἕνα τέτοιο ἔργο δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά γίνη ἀπό τόν ἴδιο. Γιατί τότε ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά τό βλέπη μέσα ἀπό τήν δύναμη τῆς ἐξουσίας καί ὄχι ἀπό τήν ὑπευθυνότητα πού ἔχει αὐτή ἡ ἐξουσία, εἶναι ἐνδεχόμενο νά βλέπη τό πνεῦμα τῆς δυνάμεως καί ὄχι τήν δύναμη τοῦ πνεύματος.
Ὅλα αὐτά λέγονται γιά νά δικαιολογήσω τήν ἀδυναμία μου νά διατυπώσω οὐσιαστικό λόγο. Τό μόνο πού αἰσθάνομαι αὐτήν τήν στιγμή νά πῶ εἶναι νά ἐπαναλάβω τόν λόγο τοῦ Θεολόγου Πατρός Γρηγορίου: «ἠγάπησά τε ὁμοῦ τό Πνεῦμα καί ἐφοβήθην».
2. Μή δυνάμενος νά ἀρθρώσω ἄλλον λόγο, πρέπει ἡ ὁμιλία μου αὐτήν τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία βρίσκομαι ἐνώπιόν Σας, ἀναμένοντας τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, νά εἶναι ὁμολογιακή. Αὐτό, ἄλλωστε, προϋποθέτει καί ἡ ὅλη ἀκολουθία τῆς χειροτονίας ἑνός ἀρχιερέως. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ, λοιπόν, νά ἐκθέσω τά τρία βασικά σημεῖα τῆς ὁμολογίας, πού ἔδωσα προηγουμένως, εὑρισκόμενος πρό τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Πρῶτον, ἀποδέχομαι τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα εἶναι ἔκφραση καί διατύπωση τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία δόθηκε στούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους, πού βίωσαν κατά διαφόρους βαθμούς τήν Πεντηκοστή. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο γιατί ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταῦτα φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσι, πᾶσιν ἁπλῶς, δι’ ὧν τό ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ». Θεωρῶ ὅτι τό μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι νά φυλάττη τούς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διασώζοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων, καί ὁδηγώντας τό ποίμνιό του στήν βίωση τῶν δογμάτων.
Δεύτερον, ὑπακούω στό συνοδικό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα ἰδεολόγημα, οὔτε ἕνας κατεστημένος θεσμός, μέ ἁπλή νομική συγκρότηση, ἀλλά τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν πρόκειται ἀκόμη γιά μιά ἀόρατη καί μυστική Ἐκκλησία, ἀλλά γιά μιά συγκεκριμένη κοινότητα πού ζῆ μυστηριακά καί συντονίζεται συνοδικά, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα λειτουργίας της, κυρίως στήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ἀποδοχή τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ εἶναι «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, γιατί, ὅταν αὐ τό κλονίζεται, τότε διαλύονται τά θεμέλια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ αὐτονομία, ἡ ἀτομοκρατία, οἱ διασπάσεις καί οἱ διαιρέσεις σέ σχίσματα καί παρασυναγωγές, οἱ παραθεωρήσεις τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ἡ ἀνυπακοή στήν «γνώμη τῶν πλειόνων», ἀποτελοῦν βαρύτατα ἐκκλησιαστικά παραπτώματα, ἀφοῦ σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἀτομική ἠθικότητα προηγεῖται καί προτάσσεται τοῦ καθολικοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας.
Τρίτον, θεωρῶ ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί εἶναι αὐτή πού κάνει τήν Ἐκκλησία νά εἶναι καί νά ἐκφράζεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλα τά Μυστήρια, καθώς ἐπίσης καί τό Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, συνδέονται στενά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τελεσιουργοῦνται μέσα στήν δική της ἀτμόσφαιρα. Ἡ θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀφ’ ἑνός μέν ὁδηγεῖ τήν ψυχή στήν τελείωση διά τῆς γνώσεως, ἀφοῦ ὑποδεικνύει τήν ἀπομάκρυνσή της «ἀπό τῆς ἔξωθεν τῶν ὑλικῶν πλάνης καί ταραχῆς» καί τήν ὁδηγεῖ στήν θέα τοῦ Λόγου καί στήν γνώση τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ εἶναι εἰκόνα καί προτύπωση τῶν ἐσχάτων, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί τό οὐσιαστικό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω ἡ ὑπό τόν ἐπίσκοπον οὖσα ἤ ᾧ ἄν αὐτός ἐπιτρέψῃ», ἀλλά καί ἡ ἐργώδης προσπάθεια νά μυηθῆ ὁ ἴδιος καί νά μυήση τούς πιστούς στό πνεῦμα τῆς θείας Λειτουργίας, πού εἶναι ἡ θυσία, ἡ κένωση καί ἡ προσφορά.
Σέ αὐτά τά τρία συγκεκριμένα σημεῖα ἔδωσα καί δίδω τήν μαρτυρική μου ὁμολογία, ἤτοι: ἀποδοχή καί βίωση τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὑπακοή στόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, καί τέλεση καί βίωση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέσα στά πλαίσια αὐτά κινεῖται τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ἄλλωστε, οἱ πιστοί πολιτεύονται «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», ὅπως λέγεται στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας.
῎Αν προσέξη κανείς θά ἀντιληφθῆ ὅτι μέ τά τρία αὐτά ὁμολογιακά σημεῖα ἐκφράζονται οἱ τρεῖς βασικοί ἄξονες τῆς ᾿Ορθοδόξου Παραδόσεως, ἤτοι: ἡ ᾿Εκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾿Ορθοδοξία πού εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἡ θεία Εὐχαριστία πού εἶναι ἡ ἀληθινή πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν νοεῖται τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα δύο, ὅπως τό συναντοῦμε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου ᾿Επισκόπου Λυῶνος. ᾿Ορθοδοξία χωρίς ᾿Εκκλησία καί θεία Εὐχαριστία εἶναι αἱρετικό διδασκαλεῖο. ᾿Εκκλησία χωρίς ᾿Ορθοδοξία καί θεία Εὐχαριστία εἶναι παρασυναγωγή. Καί θεία Εὐχαριστία χωρίς ᾿Ορθοδοξία καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀνύπαρκτη, μιά συμβολική πράξη. Αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά γίνεται ἡ ποιμαντική. Γι᾿ αὐτό Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως παρακαλοῦσε καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «ταύτην μέ διδάξατε τήν ποιμαντικήν, ὦ φίλοι, λοιπόν ἐμοί ποιμένες καί συμποιμένες».
3. Ἐξετάζοντας τήν ζωή μου μέχρι αὐτήν τήν ὥρα διαπιστώνω ὅτι ἦταν ἕνα θαῦμα, ἀφοῦ ἔβλεπα διαρκῶς τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὁσιολογιώτατος Μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης πρόσφατα μοῦ ἔγραψε: «εἶχες τήν σκανδαλώδη εὔνοια τοῦ Θεοῦ». Πράγματι, παρά τήν ἀναξιότητά μου, «σκανδαλωδῶς» μέ ἠγάπησε καί μέ εὐεργέτησε ὁ Θεός. Τί νά πρωτοθυμηθῶ καί πῶς νά ἐκφράσω τήν βαθυτάτη μου εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία στόν Τριαδικό Θεό, τήν Κυρία Θεοτόκο καί τούς θεοπνεύστους ἁγίους; Τήν ζωή μου χαρακτηρίζουν πολλά γεγονότα, τά ὁποῖα συνιστοῦν τήν βαθυτάτη μου πνευματική κληρονομιά. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ αὐτήν τήν ἱερά καί μονα δική στιγμή τῆς ζωῆς μου νά ἀναμνησθῶ τηλεγραφικῶς μερικά ἀπό αὐτά.
Ἡ παραδοσιακή καί ἐκκλησιαστική ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογενείας μου καί τό ὀρθόδοξο καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα τῶν γονέων μου, τοῦ ἀειμνήστου ἥρωος πατέρα μου, ὁ ὁποῖος εἶμαι βέβαιος ὅτι παρακολουθεῖ τά γεγονότα αὐτήν τήν ὥρα μέ χαρά ἀπό τόν οὐρανό, καί τῆς μητέρας μου πού ὑπομένει μέ καρτερία καί ὑποδειγματικό ἦθος τήν μαρτυρική ἀσθένεια· ἡ πίστη, ἡ ὑπομονή καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη τῶν κατά καιρούς πνευματικῶν μου πατέρων· ἡ σπουδή μου στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία μέ ὁδήγησε στήν μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων, κυρίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ μου Παναγιώτη Χρήστου καί ἡ ρωμαλέα καί ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ π. ᾿Ιωάννου Ρωμανίδου· ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀρρενωπή τρυφερότητα τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων· ἡ κένωση καί ἡ θυσιαστική ἀγάπη τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου ᾿Εδέσσης κυροῦ Καλλινίκου, πού μοῦ μετέδωσε τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καί μοῦ δίδαξε τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί μάλιστα «ὁποῖον δεῖ εἶναι τόν ἐπίσκοπον»· ἡ θεολογική, μυσταγωγική καί ἡσυχαστική ἀτμόσφαιρα τοῦ μεγάλου Γέροντος, μακαρίου καί ἁγίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ᾿Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, τοῦ Essex· ἡ ποικίλη συμπαράσταση πολλῶν ἀδελφῶν, φίλων, πνευματικῶν τέκνων σέ σκληρές δοκιμασίες τῆς ζωῆς μου· τά ποικίλα χαρίσματα καί ἡ ἀγάπη πρός τήν ᾿Εκκλησία καί σέ μένα πολλῶν ᾿Επισκόπων πού σημάδευσαν τήν ζωή μου, ὅπως ἡ θεολογική παιδεία καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ Μητροπολίτου Κοζάνης κ. Διονυσίου, τό φιλοκαλικό καί νηπτικό φρόνημα τοῦ Μητροπολίτου Κορίνθου κ. Παντελεήμονος, ἡ πολυετής ἀγάπη πρός τό πρόσωπό μου τοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί ᾿Ακαρνανίας κ. Θεοκλήτου καί ἡ ἀφοσίωσή του στήν ᾿Εκκλησία, ἡ θεολογική σκέψη, ἡ ὀξύνοια καί τό βαθύτατο ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ Μητροπολίτου ᾿Ιωαννίνων κ. Θεοκλήτου, ἡ θυσία, ἡ εὐστροφία καί ἡ ποιμαντική εὐαισθησία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. ῾Ιερωνύμου, καί τά ποικίλα χαρίσματα ὅλων τῶν ᾿Επισκόπων πού συγκροτοῦν τήν σεπτή Σύνοδο τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἀπετέλεσαν τήν πνευματική μου κληρονομιά, μέ τήν ὁποία σκανδαλωδῶς μέ εὐεργέτησε ἡ ἀγάπη καί ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Μαζί μέ ὅλα αὐτά δέν μπορῶ ποτέ νά ξεχάσω στήν ζωή μου τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη καί φροντίδα Σας, Μακαριώτατε Δέσποτα, πού Σᾶς γνώρισα ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. Ἤμουν μαθητής τῶν πρώτων τάξεων τοῦ Γυμνασίου, ὅταν παρευρέθηκα στήν ἐνθρόνισή Σας στήν Μητρόπολη τῶν Ἰωαννίνων καί ἔκτοτε Σᾶς χαιρόμουν κατά τίς Λειτουργίες καί τίς χοροστασίες Σας στά Γιάννενα, ὅταν βρισκόσασταν στόν Δεσποτικό θρόνο καί ἐγώ στό ψαλτήρι τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων Ἱερῶν Ναῶν τῶν Ἰωαννίνων. Πάντοτε ἐκτιμοῦσα τήν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρος Σας, τήν ὀξύνοια καί τό ἐκκλησιαστικό Σας φρόνημα, καθώς ἐπίσης καί τά διοικητικά Σας προσόντα. Τά τελευταῖα χρόνια, πού μέ προσλάβατε στό ἐπιτελεῖο Σας ὡς Ἱεροκήρυκα καί Διευθυντή Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, μοῦ δείξατε ἰδιαίτερη ἀγάπη καί τελικά μέ προτείνατε γιά τήν Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Κοντά Σας βρῆκα στοργικό πατέρα καί προστάτη πού διοικεῖ συνετά, ἔξυπνα, μέ ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν.
Σᾶς εὐχαριστῶ θερμότατα, καθώς ἐπίσης εὐχαριστῶ ὁλοκαρδίως καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού μέ ἐξέλεξε Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου καί μοῦ ἐμπιστεύθηκε αὐτήν τήν ὑψηλή διακονία. Πολλοί συνήργησαν σέ αὐτήν τήν ἐκλογή τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἐγράφησαν στήν καρδιά μου.
Σέ Σᾶς, Σεβασμιώτατε ἅγιε Ἰωαννίνων, εἶμαι βαθύτατα ὑποχρεωμένος, γιατί πολλά μέ διδάξατε κατά τήν πολυετῆ γνωριμία μας, γιατί μέ ἐμπιστευθήκατε καί γιατί, ἰδίως τόν τελευταῖο καιρό, διέγνωσα περισσότερο τό βαθύ σας ἐκκλησιαστικό φρόνημα.
Στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο ἕνα εὐχαριστῶ εἶναι πάρα πολύ μικρό.
Καί πρός ὅλα αὐτά τά «σκανδαλώδη» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πῶς θά ἀνταποκριθῶ; Τί νά ἀνταποδώσω; Ὅλοι μοῦ προσέφεραν ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ζωή τους. Νομίζω ἡ δική μου ἀνταπόκριση εἶναι ἡ δοξολογία πρός τόν Τριαδικό Θεό «ἐξ οὗ καί δι’ οὗ καί εἰς ὅν τά πάντα», ἡ ἀένναη εὐγνωμοσύνη πρός τήν μνήμη τῶν εὐεργετῶν μου καί ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία. Ἀνήκω στήν Ἐκκλησία, ζῶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, γιά νά ἔχω καλή ἀπολογία στό φοβερό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ.
Εὐχαριστῶ ὅλους ὅσους παρευρίσκονται αὐτήν τήν ὥρα στόν Ἱερό Ναό, τούς ἀγαπητούς μου Ἐδεσσαίους, ἀλλά καί τούς ἀγαπητούς Χριστιανούς τῆς εὐλογημένης Ναυπάκτου πού ἦλθαν γιά νά συμμετάσχουν στήν χαρά αὐτή. Παρακαλῶ νά εὔχωνται νά ἀποδειχθῶ ἄξιος τῶν προσδοκιῶν τους καί τῶν προσδοκιῶν τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
4. Ἀνέρχομαι γιά τρίτη φορά τίς βαθμίδες τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου γιά νά λάβω τήν Χάρη τοῦ τρίτου βαθμοῦ τῆς Ἱερωσύνης, καί νά ποιμάνω ἀπό ἄλλη θέση καί σκοπιά, ὡς Ἐπίσκοπος, τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀρχιποίμενος στόν Ἀπόστολο Πέτρο: «βόσκε τά ἀρνία μου... ποίμαινε τά πρόβατά μου...» (Ἰω. κα΄, 15-16) καί κατά τήν διακήρυξη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός, καί γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν... καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι΄, 14-15).
Διάπυρη εἶναι ἡ κραυγή μου πρός τόν Θεό: «Κύριε, κυβέρνησον τήν ζωήν μου, καί γνώρισόν μοι ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι. Πνεῦμα σοφίας σου τοῖς ἐμοῖς παράσχου διαλογισμοῖς, Πνεῦμα συνέσεως τῇ ἀφροσύνῃ μου δωρούμενος• Πνεῦμα φόβου σου τοῖς ἐμοῖς ἐπισκίασον ἔργοις• καί Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου• καί Πνεύματι ἡγεμονικῷ τό τῆς διανοίας μου στήριξον ὀλισθηρόν. Ἵνα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, τῷ Πνεύματί σου τῷ ἀγαθῷ πρός τό συμφέρον ὁδηγούμενος, καταξιωθῶ ποιεῖν τάς ἐντολάς σου, καί τῆς σῆς ἀεί μνημονεύειν ἐνδόξου καί ἐρευνητικῆς τῶν πεπραγμένων ἡμῖν παρουσίας• καί μή παρίδῃς με τοῖς φθειρομένοις τοῦ κόσμου ἐναπατᾶσθαι τερπνοῖς, ἀλλά τῶν μελλόντων ὀρέγεσθαι τῆς ἀπολαύσεως ἐνίσχυσον θησαυρῶν».
«Πρέσβεις φέρω σοι πάντας ἡγιασμένους,
τάς ταξιαρχίας τε τῶν Ἀσωμάτων,
τόν Πρόδρομόν σου, τούς σοφούς Ἀποστόλους,
(Γρηγόριον τῆς Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶν,
καί Γεώργιον τόν ἐν Ἰωαννίνοις ἀθλήσαντα),
πρός τοῖς δε, σήν ἄχραν τον ἁγνήν Μητέρα∙
ὧν τάς λιτάς, εὔσπλαγχνε, δέξαι, Χριστέ μου,
καί φωτός παῖδα τόν σόν ἔργασαι λάτριν».
Σεβασμιώτατε, Εὑρισκόμενος πρό τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁμολογῶ:
«Ὑπετάγην τῷ Κυρίῳ καί ἱκέτευσα αὐτόν».
«Ἔχεις τήν εὐπείθειαν, ἀπόδος τήν εὐλογίαν» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
- Προβολές: 3639