π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ: Ἡ Ὀρθόδοξη Νηπτικὴ Παράδοση ὡς θεμέλιο τῆς Ρωμηοσύνης
Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμ. Καθηγητοῦ Ἐ.Κ. Πανεπιστημίου
Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θεολογία καί Ποιμαντική». (Παρουσίαση τοῦ Συνεδρίου ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε. Π στὸ youtube)
Ἡ εἰσήγηση ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε.Π στὸ youtube
Στό πλαίσιο τῆς ἐμψυχούμενης ἀπό τίς ἡσυχαστικές πρακτικές παράδοσης εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευθεῖ ἒγκυρα ἡ ἐθνική, κοινωνική, πολιτιστική, ἀλλά καί πολιτική ἱστορία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἡ «Βυζαντινή» καί «Μεταβυζαντινή» διάρκεια δέν μπορεῖ νά ἀποτιμηθεῖ σωστά χωρίς γνώση τῆς πατερικῆς Θεολογίας, πού δέν εἶναι ἂσαρκη, στοχαστική-διανοητική θεολόγηση, ἀλλά καρπός εὒχυμος τῆς ἡσυχαστικῆς πράξης, ὡς ἂσκησης.
1. Ὁ Ἡσυχασμός συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς ρωμαίικης (ὀρθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόμενος μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὃρος Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Ἡ Ἡσυχαστική, ἐξ ἂλλου, πράξη εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιά τήν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητος.
Δέν ὑπάρχει Ἃγιος ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική πράξη, ὃπως περίτρανα ἀποδεικνύει ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει δέ νά ἀποσαφηνισθεῖ, ὃτι ὁ Ἡσυχασμός νοεῖται κυρίως ὡς πορεία πρός τήν θέωση καί ἐμπειρία θεώσεως καί δευτερευόντως ὡς (θεολογική) καταγραφή αὐτῆς τῆς μεθόδου καί ἐμπειρίας. Τά κείμενα, ἐξ ἂλλου, στήν Ὀρθοδοξία, τήν αὐθεντική χριστιανικότητα, ἀκολουθοῦν τήν πράξη καί τήν περιγράφουν, ἀλλά ποτέ δέν τήν ὑποκαθιστοῦν. Οἱ «διάδοχοι» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ δέν βρίσκονται στήν ἀκαδημαϊκή θεολόγηση, ἀλλά στήν ἀσκητική συνέχειά του.
«Ὁ Ἡσυχασμός, ὡς ἀσκητική θεραπευτική ἀγωγή, ἦτο ἡ καρδία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν ἐποχήν τῶν Ἀποστόλων καί ἐκυριάρχει εἰς ὃλην τήν Ρωμαϊκήν βασιλείαν, Ἀνατολήν καί Δύσιν». Αὐτή εἶναι ἡ ὑπεύθυνη διαπίστωση ἑνός ἐκ τῶν ἐγκυροτέρων ἐρευνητῶν τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πλαίσιο, μπορεῖ νά ἀποτιμηθεῖ ὀρθά καί ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀποτελῶν συνέχειαν τῶν ἀρχαίων Πατέρων, τῆς ἑνιαίας καί ἀδιάτμητης πατερικῆς παραδόσεως, «ἐξέφρασε –κατά τόν σεβαστόν Γέροντα π. Θεόκλητον Διονυσιάτην- τό αἰώνιον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνανεώνων τάς ἑμπειρίας της, τά βιώματά της, τήν διδασκαλίαν της καί τάς ἐπαγγελίας της». Συνέβαλε, ἒτσι, ἀποφασιστικά στή διάσωση τῆς καθόλου ταυτότητός της.
2. Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὃτι οἱ συνέπειες τῶν ἰδεολογικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰῶνος, πνευματικῶν καί κοινωνικῶν, ἀποδυνάμωσαν αἰσθητά τήν συρρικνωμένη ἢδη ἀπό τόν 130 αἰ. αὐτοκρατορία, ἀφήνοντάς την ἀθωράκιστη στίς ἐπεκτατικές διαθέσεις τῶν γειτόνων της καί κυρίως τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία βάδιζε νομοτελειακά πρός τήν δύση της, καταντώντας βαθμιαῖα ἓνα θλιβερό λείψανο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της.
Ἐνῶ ὃμως οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί, τά κοινωνικά ρήγματα καί οἱ ἐχθρικές προσβολές ἐξασθένιζαν προοδευτικά τήν αὐτοκρατορία, οἱ πνευματικές δυνάμεις τοῦ Γένους, ἀναβαπτιζόμενες διαρκῶς στήν ἡσυχαστική πατερική παράδοση, ἀπέτρεψαν τόν κίνδυνο νά μεταβληθεῖ ἡ Ρωμανία (Βυζάντιο) σέ φραγκικό προτεκτοράτο, ἐνῶ παράλληλα διέσωσαν τήν ἀνεξάντλητη πηγή τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, τῆς ρωμαλαιότητας καί τοῦ ψυχικοῦ δυναμισμοῦ της μέσα στήν μακρόσυρτη δουλεία. Μετά τή λατινική (1204) καί τήν ὀθωμανική (1453) ἃλωση, αὐτό πού ἐθίγη ἦταν, κυρίως, τό πολιτικό μέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὂχι ὃμως καί τό πνευματικό. Ἀπόλυτο κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης παρέμεινε ὁ θεούμενος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά φθάσει στήν θέωση «εἰς ὁποιανδήποτε ἐποχήν ἢ κατάστασιν, κρατικήν ἢ πολιτικήν». Οἱ Ἃγιοι τῆς περιόδου τῆς δουλείας καί τά ἱερά λείψανα, ὃπως τῶν ἁγίων Γερασίμου καί Διονυσίου, στίς ἑνετοκρατούμενες μάλιστα περιοχές, εἶναι ἡ ἰσχυροτέρα –καί κατά τόν Εὐγένιο τόν Βούλγαρη – διαβεβαίωση, ὃτι ἡ πνευματική ἀκμή τοῦ Γένους δέν ἒσβησε κατά τήν δουλεία, οὒτε ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀλλοτρίωσή του, καί μάλιστα σέ περιοχές πολύ εὐνοϊκές πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, ὃπως οἱ λατινοκρατούμενες. Ἡ ἡσυχαστική πνευματικότητα μέ κέντρο τό Ἃγιον Ὂρος διαπότιζε τή συλλογική συνείδηση τοῦ Γένους, ἀφήνοντας ἐδῶ καί ἐκεῖ τούς εὐχύμους καρπούς τῆς παρουσίας, λειτουργικότητας καί δυνάμεώς της. «Ἡ ἡσυχαστική πατερική παράδοσις παρέμεινεν [...] ἡ μεγαλυτέρα πνευματική δύναμις τοῦ Γένους».
Ἒτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός, ὃτι ἓνας ἀκαδημαϊκός -μέ τά σημερινά κριτήρια-θεολόγος, ὁ Ληξουριώτης Βικέντιος Δαμοδός (1700-1754) ζώντας στήν παράδοση, πού εἰσήγαγε στήν Κεφαλονιά (1560) ὁ ἃγιος Γεράσιμος, στήν ὀγκώδη ἐπιστημονική δογματική του ὑποστηρίζει, ἒναντι δυτικῶν καί ἡμετέρων δυτικοφρόνων, τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θεωρώντας την αὐθεντική Ὀρθοδοξία. Ὁ Δαμοδός ὁδήγησε ἒτσι, στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τούς ὁμόφρονές του καί ὂχι στίς σχολαστικές «αὐθεντίες» τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν μας.
Συμφωνῶ πλήρως μέ τόν Ἃγιον Ναυπάκτου, ὃταν ὑποστηρίζει ὃτι, «ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς κράτησε τό Γένος μέ τήν ἐθνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση καί ἀνέδειξε τούς μάρτυρας καί ὁμολογητάς τῆς πίστεως’ αὐτός δημιούργησε τίς ὀργανωμένες Κοινότητες καί τούς Συνεταιρισμούς, αὐτός διεφύλαξε τήν ἐσωτερική ψυχική ἐλευθερία καί αὐτός δημιούργησε τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εἶναι γνωστόν, ὃπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό μελετητές, ὃτι ὃλοι οἱ ἣρωες τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν διαμορφωμένοι βάσει τῆς Ρωμαίικης παραδόσεως καί δέν διαπνέονταν ἀπό τόν δυτικό διαφωτισμό. Στήν παράδοση τοῦ Γένους εἲχαμε δικό μας φωτισμό,τόν φωτισμό τοῦ νοός, ὃπως τόν εἶπε καί ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὁ Μακρυγιάννης κ.ἂ.». Ὁ Ἡσυχασμός, ὡς ὑπαρκτή Ὀρθοδοξία, διαμόρφωσε τή συνείδηση τοῦ Γένους, τό φρόνημά του, πραγματούμενο δημιουργικά σ’ ὂλη τήν ἰστορική διάρκειά του. Τό Γένος ἐπέζησε μέ τή διάσωση τῆς πατερικῆς θεραπευτικῆς, πού σωζόμενη στήν πληρότητά της στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων, ἂρδευε ἀκατάπαυστα τή συλλογική συνείδηση στήν πλατειά λαϊκή βάση, μέσω τῶν συλλογικά ἀποδεκτῶν, ἒστω καί πλημμελῶς, πρακτικῶν της.
3. Ἡ ἐμμονή ὃμως στήν ἡσυχαστική παράδοση καθόρισε, περαιτέρω, τίς στάσεις ἀπέναντι στή χριστιανική, ἀλλ’ ὂχι πλέον ὀρθόδοξη, Δύση, ἀλλά καί στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἢ μᾶλλον στά ἀνησυχητικά φαινόμενα στροφῆς σ’ αὐτήν, ὡς ἀρχαιολατρίας. Μέσω τῆς ἀντιπαραβολῆς τῆς ἀνατολικῆς παραδόσεως μέ τήν δυτική ἒγινε κατανοητό ὃτι ἡ Δύση ὂχι μόνο δέν ἦταν πλέον ὁμόψυχη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ἀπειλοῦσε καί αὐτή τήν ἱστορική ὓπαρξή της. Τόν 14ο αἰώνα ἒλαβε χώρα ἡ πρώτη σέ βάθος ἀντιπαράθεση Ἀνατολῆς-Δύσεως στό χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς-θεολογικῆς παραδόσεως. Γιά πρώτη φορά δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τεκμηριωθεῖ ἡ ριζική διαφοροποίησή τους καί τό ἀσύμπωτο μεταξύ τους. Ἀπεδείχθη, ὃτι εἶχε διαμορφωθεῖ στή Δύση μιά ἀλλοτριωμένη χριστιανοσύνη, ὑποστασιοποιούμενη σέ ἓνα πολιτισμό στούς ἀντίποδες τῆς ρωμαίικης Ἀνατολῆς. Ἡ νοοτροπία, πού ἐνσάρκωνε ὁ Βαρλαάμ, κορυφώθηκε στόν ἂγγλο ἱστορικό Γίββωνα (1737-1794), πού ἐξέφρασε μέ κλασικό τρόπο τή συνείδηση τῆς Δύσεως γιά τή Ρωμαίικη Ἀνατολή καί προετοίμασε, μαζί μέ τόν ρατσιοναλιστή παπικό ἐκκλησιαστικό ἱστορικό Mosheim (18ος αἰ.), τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ ὡς πατριάρχη τῶν ἡμετέρων δυτικιζόντων. Τό ἐσωτερικό φῶς τῶν Ἡσυχαστῶν ἦταν γιά τόν Γίββωνα «προϊόν μιᾶς κακόγουστης ἰδιοτροπίας΄ δημιουργία ἑνός κενοῦ στομάχου καί ἑνός κούφιου μυαλοῦ». Ὁ Ἡσυχασμός εἶναι γι’ αὐτόν ἡ κορύφωση «τῶν θρησκευτικῶν ἀνοησιῶν τῶν Γραικῶν». Αὐτές οἱ προκαταλήψεις , παγιωμένες στήν εὐρωπαϊκή συλλογική συνείδηση μέσω τῆς παιδείας διαμορφώνουν ἒκτοτε τή δυτική στάση ἒναντι τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ἰδιαίτερα ἒναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὣς σήμερα.
Ἀπό τήν ἂλλη πλευρά, ἡ ἑλληνικότητα, πού ἐνσάρκωναν οἱ σχολαστικοί τοῦ Βυζαντίου, ὃπως ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς (διεκήρυττε ἀπροκάλυπτα ὃτι εἶναι «Ἓλλην»), διαφοροποιόταν διαμετρικά ἀπό τήν ἑλληνικότητα, ὃπως αὐτή ἀφομοιώθηκε μέσα στήν πατερικότητα καί συνιστᾶ τήν φυσική συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, μέσα ὃμως ἀπό τήν πατερική σύνθεση ἑλληνικότητας καί χριστιανικότητας, πού ὁδήγησε στήν πολιτιστική πραγματικότητα τῆς Ρωμηοσύνης.
4. Ὁ Ἡσυχασμός θά διαδραματίσει, ἐξ ἂλλου, σημαντικό ἑνωτικό ρόλο στά ταραγμένα πολιτιστικά καί διασπασμένα λόγω τῶν περιπετειῶν τους Βαλκάνια. Οἱ Ἡσυχαστές θά μετακινοῦνται ἐλεύθερα σ’ ὃλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τόπο σέ τόπο, ὑπερβαίνοντας τίς ἐθνικές διαφορές, πού μετά τό 1204 ἂρχισαν νά τονίζονται εἰς βάρος τῆς ἑνότητας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἁπό τόν μεγάλο ρωμαιοκαθολικό ἁγιολόγο Fr. Halkin ἒγινε λόγος γιά μία «Διεθνῆ τοῦ Ἡσυχασμοῦ».
Ἡ ἑνότητα τοῦ Γένους, στή βαλκανική διάθλασή της, ἀπειλήθηκε, ἀλλά καί περιστασιακά καταλύθηκε, ἀπό τήν παράταξη τῶν ἀντιησυχαστῶν, «λατινελλήνων» (κατά τόν ἃγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ) καί «γραικολατίνων» (κατά τόν ἃγιο Μάρκο Εὐγενικό), οἱ ὁποῖοι ταυτίσθηκαν μέ τήν φραγκολατινική μεταφυσική, συνεχίζοντας τόν πνευματικό δυϊσμό τῆς «βυζαντινῆς» λογιοσύνης, πού ἐνσάρκωσαν προγραμματικά ὁ Ψελλός καί ὁ Ἰταλός. Οἱ δυτικίζοντες ἀντιησυχαστές θεωροῦσαν παρακμή τό γεγονός, ὃτι ἡ Ἀνατολή δέν εἶχε σχολαστική θεολογία καί ἐμερίμνησαν γιά τήν εἰσαγωγή της στή ζωή καί τήν παιδεία τοῦ Γένους.
Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί ἡ στροφή στή μεταφυσική θεολόγηση ἀλλοτρίωσε προοδευτικά τήν ταυτότητα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο μετά τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελευθερώθηκε μέν ἀπό τή δουλεία τῆς «Τουρκίας», ἀλλά ὂχι καί ἀπό ἐκείνη τῆς «Φραγκίας». Κατά τόν π. Ρωμανίδη «μέ τήν ἐκδίωξιν τῶν ἡσυχαστῶν ἀπό τήν ἰδεολογίαν τοῦ Νεοελληνισμοῦ καί τήν ἐπικράτησιν τοῦ Κοραϊσμοῦ, ἡ κάθαρσις ἀντικατεστάθη μέ τήν ἠθικήν καί ὁ φωτισμός μέ τήν κατήχησιν». Ἒτσι, «οἱ ἡσυχασταί πνευματικοί Πατέρες ἀντικατεστάθησαν ἀπό ἠθικολογοῦντες ὀργανωτές κατηχητικῶν σχολείων, πού ἐφόρτωσαν τήν νεολαίαν μέ ἠθικόν σύστημα, πού μόνον ὑποκριτής ἠμπορεῖ νά δώση τήν ἐντύπωσιν ὃτι ἐφαρμόζεται. Ἒτσι καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων κατήντησαν ἐν πολλοῖς εἶδος μυθολογίας». Ὁ Ἡσυχασμός ἐκτοπίσθηκε ἀπό τόν μεταφυσικό στοχασμό καί τόν δογματισμό στό χῶρο τ[ς θεολογήσεως, ἀλλά καί ἀπό τόν εὐσεβισμό στό χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητος. Τά μοναστήρια ἒχασαν, ἒτσι, τό ἀληθινό θεραπευτικό νόημά τους, ὑποκαθιστάμενα ἀπό κοσμικά ἱεραποστολικά σχήματα, μέ τό αἲτημα νά μεταβληθοῦν καί αὐτά σέ κέντρα δράσεως διά κοινωφελεῖς σκοπούς.
Ἡ ἒκδοση τῶν ἒργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παν. Χρήστου, καί ἡ ἐπιστημονική, ἀλλά καί βαθύτατα παραδοσιακή προσέγγιση τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἀπό ἁγιορεῖτες, ὃπως ὁ μακαριστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης καί Θεολόγους, μέ πρωτοπόρους τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, συνέβαλαν στήν ἐπανανακάλυψη τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῶν πατερικῶν δηλαδή θεμελίων μας. «Σήμερα περισσότεερο ἀπό κάθε ἂλλη φορά, συνειδητοποιοῦμε τή μεγάλη ἀξία τῆς Ρωμαίικης-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως». Ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος ἀναζητεῖ θεραπεία ἀπό τά ψυχολογικά καί ὑπαρξιακά προβλήματά του. Ἡ προσφορά, συνεπῶς, μιᾶς ἰδεολογικοποιημένης ἢ θρησκειοποιημένης «Ὀρθοδοξίας» περιπλέκει μᾶλλον τά προβλήματα, ἀντί νά τά ἐπιλύει, καθιστώντας τήν Ὀρθοδοξία ἀποκρουστική καί ἂχρηστη. «Ἡ ἡσυχαστική μας παράδοση θεραπεύει, ἀντίθετα, τόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου». Καταλήγω, συνεπῶς, ταυτιζόμενος καί στό σημεῖο αὐτό μέ τόν Ἃγιο Ναυπάκτου: «Ὁ Ἡσυχασμός, ὃπως τόν ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τόν διεφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ζωή τοῦ σύγχρονου κόσμου».
Συγχαρητήρια γιά τήν συμπλήρωση εἰκοσαετίας θεοφιλοῦς ποιμαντορίας, Ἃγιε Ναυπάκτου. Εἰς πολλά ἒτη, Δέσποτα!
- Προβολές: 3865