Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης (Α΄)
Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνος
Ὁμιλία κατά τήν ὀργανωθεῖσα ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ἡμερίδα ἐπί τῇ συμπληρώσει δεκαετίας ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγιορείτου μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου (24 Ἰανουαρίου 2016, βλ. Κύριο Θέμα: Δεκαετές Μνημόσυνο καί Ἐκδήλωση Μνήμης γιά τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη)
Παρακολουθεῖστε τὴν ὁμιλία ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε.Π
*
Σεβασμιώτατε καί τιμιώτατε ἀδελφέ ἅγιε Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κύριε Ἱερόθεε, Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν,
Πατέρες καί ἀδελφοί ἐν Κυρίῳ,
Ὅταν μοῦ ἀπηυθύνατε ἀδελφικήν καί τιμητικήν πρόσκλησιν, Σεβασμιώτατε ἅγιε Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, νά εἶμαι κύριος ὁμιλητής εἰς τήν συγκεκριμένην Ἡμερίδα, ὅπως θά διαπιστώσατε, με κατέλαβε δέος καί δισταγμός καί ἀπορία, πῶς θά ἠδυνάμην προσωπικῶς νά ὁμιλήσω διά μίαν πνευματικήν προσωπικότητα τῆς περιωπῆς Θεοκλήτου τοῦ Διονυσιάτου, τοῦ πνευματικοῦ υἱοῦ τοῦ ὁσίου ἀνδρός Γαβριήλ τοῦ Διονυσιάτου καί ὑποτακτικοῦ τοῦ ὁσίου ἐπίσης Καθηγουμένου Χαραλάμπους. Τόν δισταγμόν ὅμως ἐνίκησεν ὁ πόθος καί ἡ ἐπί τεσσαρακονταετίαν καί πλέον συναναστροφή μου μέ τούς πολιστάς τοῦ Ἱεροῦ Ἄθω, ἐκ τῶν ὁποίων ὠφελήθην πνευματικῶς ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ζωῇ καί σταδιοδρομίᾳ μου. Ὀφείλω νά ὁμολογήσω Χάριτας εἰς συγχρόνους πνευματικάς μορφάς, ἄλλων ἐν ζωῇ καί ἄλλων μεταστάντων εἰς τάς οὐρανίους μονάς. Μνημονευτέοι, λοιπόν, ὁ ἐν κλίνῃ ἀσθενείας Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ὁ Προηγούμενος Γέρων Βασίλειος Γοντικάκης, ὁ μακαριστός Γέρων Γεώργιος Καψάνης καί ὁ πολιός ἡγούμενος τῆς Ἁγίου Παύλου, Γέρων Παρθένιος, καί πολλοί ἄλλοι, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι ἁπλοϊκοί μοναχοί, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα Κύριος οἶδε καί τούς ὁποίους ἀναπαύσαι ὁ Κύριος ἐν χώρᾳ ζώντων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων.
Βεβαίως, διά τούς πατέρας τοῦ Ἄθω ἔγραψαν πολλοί, μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος εἰς τό πεντάτομον ἔργον του «Πόθος καί Χάρις στόν Ἄθωνα» καί ὁ Ἱερομόναχος Εὐθύμιος εἰς τό ἔργον του «Ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική Ἁγιορειτική Παράδοση», ἐπί πλέον δέ βιωματικά μᾶς περιέγραψαν τήν πολιτείαν τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι, Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καί Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἀλλά καί οἱ Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης καί ἄλλοι πολλοί, τῶν ὁποίων ἐπιλήψει με ὁ χρόνος ἀναφέρων.
***
Τό Ἅγιον Ὄρος προσωπικά τό ἐγνώρισα βιωματικά καί ἐμπειρικά ὡς τούς πατέρας ἐκείνους πού εὑρίσκονται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐπάνω ἀπό τούς ἀνθρώπους∙ τούς δεμένους καί συγχρόνως ἐλευθέρους∙ τούς κρατουμένους καί ἀσυγκρατήτους∙ αὐτούς εἰς τούς ὁποίους δέν ἀνήκει τίποτε ἀπό τά ἐγκόσμια, ἀνήκουν ὅμως ὅλα τά ὑπερκόσμια∙ αὐτούς τῶν ὁποίων ἡ ζωή εἶναι διπλῆ, ἡ μία πού τήν περιφρονοῦν καί ἡ ἄλλη πού τήν σπουδάζουν∙ αὐτούς πού ἐξ αἰτίας τῆς νεκρώσεως εἶναι ἀθάνατοι καί ἔχουν ἑνωθῆ μέ τόν Θεό∙ αὐτούς πού εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό κάθε πόθο καί διακατέχονται μόνον ἀπό τόν θεῖο καί ἀπαθῆ ἔρωτα∙ αὐτούς εἰς τούς ὁποίους ἀνήκει ἡ πηγή τοῦ φωτός καί αἱ ἀκτινοβολίαι .. αὐτούς εἰς τούς ὁποίους ἀνήκουν ἡ ὁλονύκτια ἀκολουθία καί ἡ ἀνάτασις τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό∙....αὐτούς τῶν ὁποίων τό δάκρυ εἶναι καθαρτικόν καί καθαρίζει τόν κόσμο∙ αὐτούς τῶν ὁποίων ἡ ἔκτασις τῶν χεριῶν σβύνει τήν φλόγα, ἀποκοιμίζει τά θηρία τῶν παθῶν, ἀμβλύνει τά ξίφη τῶν δαιμόνων, τρέπει τίς φάλαγγές των σε φυγή... αὐτούς πού εἶναι πιό σοφοί ἀπό τούς πολλούς∙ αὐτούς πού χώρισαν τόν ἑαυτό τους ἀπό τόν κόσμο καί δέ περιφέρονται στόν κόσμο, ἀλλά ἀφιέρωσαν τόν ἑαυτό τους στόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί σπανιώτατα ἐξῆλθον τοῦ Ἁγίου Ὄρους... ἐνίους ἐκ τῶν ὁποίων προσωπικά ἐγνώρισα.
Ὅταν, λοιπόν, ἔχει κανείς αὐτά τά βιώματα, εἶναι δυσχερές ἀσφαλῶς διά τόν εὐλαβῶς ὁμιλοῦντα, «ἄμοιρον πνευματικῆς ζωῆς καί ἀσκήσεως», νά ὁμιλήσῃ δι᾽ ἕνα Ἁγιορείτην μοναχόν, τόν ὁποῖον εἶχον τήν εὐλογίαν νά γνωρίσω προσωπικῶς, ἔστω καί εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου του, καί νά μελετήσω πολλά τῶν συγγραμμάτων του, ὄχι ὅμως καί νά τόν ζήσω εἰς βάθος καί νά ὠφεληθῶ ἐκ τῆς ἐμπειρικῆς προσωπικῆς διδαχῆς του.
Ὅμως, προβαίνει ἡ ἐλαχιστότης μου εἰς τό τόλμημα καί ἐγχείρημα τοῦτο, τοῦ πόθου νικῶντος τήν ἀπορίαν καί τήν δειλίαν, ἀνταποκρινόμενος εἰς εὐγενῆ καί φιλάδελφον πρόσκλησιν τῆς φίλης Σεβασμιότητός σας, ἅγιε Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, καί διά δύο κυρίως λόγους: πρῶτον, λόγῳ ὑπακοῆς εἰς τήν πρόσκλησιν καί ὡς βιώσας ἐμπειρικῶς τό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἐπί μίαν τεσσαρακονταετίαν καί πλέον, ὡς ἀνέφερα καί ἀνωτέρω, ὠφεληθείς πολύ ἐξ αὐτοῦ, καί, δεύτερον, κινούμενος ἐκ τῆς μεγάλης ἀγάπης καί τοῦ σεβασμοῦ, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς ἐνισχύσεώς μου ἀπό τό Ὄρος τό Ἅγιον καί τούς εὐλαβῶς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῷ, παλαιούς ἀλλά καί συγχρόνους Ἁγιορείτας, σοφούς καί συγχρόνως ἁπλοϊκούς, ὄχι μόνον εἰς Ἱεράς Μονάς, κοινοβιακάς πάσας πλέον, ἀλλά καί εἰς Καλύβας καί εἰς Σκήτας καί Κελλία καί ἐν τοῖς σπηλαίοις καί ταῖς ἀποκρήμνοις φωλεαῖς τοῦ Ἱεροῦ Ἄθω. Τούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτοντο τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τά ὀστᾶ τῶν νεκρῶν, τά προσεφώνουν μέ τό «Χριστός ἀνέστη» καί ἤκουον ἐναργῶς καί ζωηρῶς τό «ἀληθῶς ἀνέστη». Νά εἴπω ὀλίγους καρδιακούς λόγους διά τό Ὄρος τῆς Παναγίας, τό ὁποῖον Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης διηκόνησε θυσιαστικῶς, ἀφιερώσας εἰς αὐτό ἅπασαν τήν ζωήν του, μέ ὡρισμένας ἐνίοτε ἐξάρσεις ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν ὀπτικήν γωνίαν ὑπό τήν ὁποίαν ἐθεώρει τά διάφορα γεγονότα, ἐκκλησιαστικά, θεολογικά καί γενικώτερον ἀνθρώπινα.
***
Τό πρῶτον στοιχεῖον, τό ὁποῖον μέ προκαλεῖ συγκίνησιν, ἀλλά καί θαυμασμόν, εἶναι ἡ περίοδος, τήν ὁποίαν ἐπέλεξε διά νά ἐγκαταβιώσῃ εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετά τόν Ἑλληνοϊταλικόν πόλεμον, κατά τήν θλιβεράν περίοδον τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τόν Ἰούνιον τοῦ ἔτους 1941. Ἡ περίοδος αὐτή ἀσφαλῶς δέν ηὐνόει τήν ἀνάπτυξιν τοῦ μοναχισμοῦ, καθώς ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως φυσικῶς καί οἱ λοιποί κοινωνικοί φορεῖς, ἠσχολοῦντο μέ τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ἐπειγόντων κοινωνικῶν προβλημάτων καί ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ μας, τήν διατροφήν καί ἔνδυσιν τῶν πενήτων, τήν περίθαλψιν τῶν ὀρφανῶν καί τῶν τραυματιῶν τοῦ πολέμου καί τόσας ἄλλας ἀνάγκας. Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἀρχίσει μία κατάστασις «παρακμῆς», ἐπιτραπήτω ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου, ἡ ὁποία ὡδηγήθη σύν τῷ χρόνῳ, ἰδίως μετά τό ἔτος 1974, εἰς ἀκμήν οὐ τήν τυχοῦσαν καί εἰς τόπον ἀναπαύσεως καί καταπαύσεως πιστῶν.
Τά κοινόβια ἀρχίζουν τότε ἕν πρός ἕν νά ἀντιμετωπίζουν προβλήματα λειψανδρίας καί ἐγκαταλείψεως. Οἱ παλαιοί σοφοί καί ἔμπειροι Γέροντες μεθίστανται εἰς τήν «ἀγήρω ζωήν», νέοι ὅμως δέν προσέρχονται, μέ ἀποτέλεσμα ἡ γνησία παράδοσις τοῦ Ὄρους νά ἀμβλύνεται μέ νεωτερισμούς ὡρισμένων νεήλυδων. Τά ἰδιόρρυθμα αὐξάνονται καί τά κοινόβια μειώνονται. Ἐντός μιᾶς τοιαύτης περιόδου ἡ ἐγκαταβίωσις εἰς τό Ὄρος δέν ἦτο σύνηθες τι καί εὔκολον. Ἀπῃτεῖτο γενναιότης καί αὐταπάρνησις. Ὁ πατήρ Θεόκλητος ὑπῆρξε πρωτοπόρος. Ἀψήφησε τήν κοινωνικήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὁλοκληρωτικῶς εἰς τόν Θεόν, ὅπως ἀργότερα καί οἱ μνημονευθέντες ἀνωτέρω Γέροντες, Βασίλειος Γοντικάκης, Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Γεώργιος Καψάνης κ.ἄ.. Ὁ ἴδιος ὁ π. Θεόκλητος περιγράφει γλαφυρῶς τήν ἀπόφασίν του αὐτήν: «Ἐκεῖνο πού ἀποφασιστικά ἐπέδρασε στήν ἀναχώρησή μου ἀπό τόν κόσμο ἦταν μιά ὑπόσχεση, ἕνα τάμα, μιά δέσμευση πού ἀνέλαβα ἀπέναντι τῆς Παναγίας Μαρίας. Ἀντί γιά τά ἀλβανικά βουνά, μέ τοποθέτησε ὁ στρατός στά βουλγαρικά σύνορα... Μέ τήν ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν τήν 6ην Ἀπριλίου τοῦ 1941, φεύγαμε γιά τά μετόπισθεν. Κοντά σέ μιά ξύλινη γέφυρα καθήσαμε νά ξεκουραστοῦμε. Δέν προφθάσαμε νά πάρουμε ἀνάσα καί ἀκούστηκε συριγμός ὀβίδων. Φωνάζω, «πέστε γρήγορα κάτω». Ἀλλεπάλληλες ἐκρήξεις ὀβίδων γύρω μου σκόρπισαν τόν θάνατο. Ἐγώ μόνο ἐπέζησα μέ ἕνα ἐλάχιστο τραῦμα στό ἱερολαγόνιον, ἀπό θραῦσμα 2-3 χιλιοστῶν, πού ἔγινε αἰτία νά μέ ἀποστείλουν στήν Αἰδηψό. Τά μέτωπα ὑποχωροῦσαν. Ἐπειδή ἐβομβαρδίσθη ἡ Αἰδηψός, μᾶς διέταξαν νά φύγουμε γιά τήν Ἀθήνα. Ἔξω ἀπό τήν Μαλακάσα, ὅταν τό τραῖνο ἦταν σταματημένο στόν ἐκεῖ σταθμό, ἕνα ἀεροπλάνο μέ σβυσμένη τήν μηχανή, ἔρριξε ἐπάνω στόν συρμό, γεμᾶτο μέ στρατιῶτες, 3-4 βόμβες: ἐνῷ δέν εἶχα ἀκόμη ἐπιβιβασθῆ. Βλέποντας νά πέφτουν κατ᾽ εὐθείαν ἐπάνω μας οἱ βόμβες, φοβισμένος κι ἐνῷ ἔπεφτα κάτω νά φυλάξω τό κεφάλι μου σέ μιά ἐξέχουσα πέτρα, ἀφήνω μιά φωνή πρός τόν ἑαυτό μου: «Παναγία μου, θά γίνω μοναχός!» (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης», Ἀθῆναι, ἐκδ. Ἀστήρ, 1989, σελ. 54-56).
Ἡ ἐγκαταβίωσίς του εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἐγένετο ἀσφαλῶς μετά μεγάλων πειρασμῶν. Πολλάκις διῆλθε ἐκ τῆς καμίνου τῶν θλίψεων. Ὁ ἴδιος περιγράφει ἕνα πειρασμόν του, τόν ὁποῖον ἀντιμετώπισεν κατά τήν ἔναρξιν τῆς μοναχικῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ ἔχει βάλει μετάνοιαν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Διονυσίου ὡς δόκιμος, ἀποστέλλεται διά μικρόν διάστημα εἰς τό Ἀντιπροσωπεῖον τῶν Καρυῶν, προκειμένου νά διακονήσῃ ἐκεῖ, ὑπό τόν τότε Ἀντιπρόσωπον τῆς Μονῆς, Γέροντα Δαυΐδ Διονυσιάτην. Ἐκεῖ, εἰς τό ἐκκλησίδιον τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, εἰς τό Ἀντιπροσωπεῖον, μετά ἀπό ἕνα μῆνα, θά γίνῃ καί ἡ ρασοφορία του. Ἐν συνεχείᾳ μετακαλεῖται εἰς τήν Μονήν τῆς Μετανοίας του, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ὁ Γέροντάς μου μοῦ ἀνέθεσε τό μαγειρεῖο, παρ᾽ ὅτι ἐλάχιστα πράγματα εἶχα μάθει ἀπό τή διακονία μου στό ἀντιπροσωπεῖο. Ἀκόμα καί τή φωτιά ἐρχόταν ὁ ἴδιος, μετά τόν ἱερόν Ἑξάψαλμον καί μοῦ ἄναβε, λέγοντάς μου ὅτι ὁ φιλόσοφος λέγει ὅτι ἡ φωτιά θέλει μελέτη. Πάντως στή νέα διακονία μου εἶχα πολλούς πειρασμούς, ἐξουδενώσεις καί θλίψεις, ὥστε νά νομίζω ὅτι οἱ μοναχοί ἦσαν βάρβαροι. Κάποτε, ὅταν ἐνετάθησαν οἱ πειρασμοί, πῆρα τήν ἀπόφαση νά φύγω ἀπό τήν Μονή. Χωρίς νά ἀνακοινώσω τήν βουλή μου σέ κανένα, μετά δίωρον ἔρχεται ἕνας παλαιότερος μοναχός καί μοῦ δίνει τόν Εὐεργετινόν, δακτυλοδείχνοντας νά διαβάσω ἕνα κείμενο τοῦ Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ «περί τῶν αἰτίων τῶν πειρασμῶν». Διάβασα καί ἐπείσθην, ὅτι αἴτιος εἶναι τά πάθη μου καί ὄχι οἱ ἀδελφοί, ὁπότε ἄλλαξα γνώμη καί τό ἐξομολογήθηκα στόν Γέροντά μου» (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης», ἔ.ἀ., σελ. 77-78).
Τό δεύτερον χαρακτηριστικόν στοιχεῖον, τό ὁποῖον τυγχάνει ἄξιον θαυμασμοῦ, εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, τήν Παναγίαν μας. Ὁ ἴδιος ὁ πατήρ Θεόκλητος ἐσυνήθιζε νά λέγῃ μετά δακρύων, ὅτι εἰς τό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦλθε μέ τήν βοήθειαν Ἐκείνης, ἡ Ὁποία τόν ἐθεράπευσε καί τόν ἔσωσεν. Ἔτρεφεν ἰδιαιτέραν εὐλάβειαν εἰς τήν Παναγίαν τοῦ Ἀκαθίστου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν τοῦ Γένους μας. Γράφει, ὅτι τόν ἐπερίμενεν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν της. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ τοῦ ἐχάρισε ἕν ἀποκαλυπτικόν καί ἀποφασιστικόν διά τήν μετέπειτα μοναχικήν του πορείαν ὅραμα: «Τή νύχτα, σέ ἕνα ζωντανό ὄνειρο, βλέπω ὅτι βρέθηκα ἔξω ἀπό τό παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκαθίστου καί παρατηροῦσα τό ἐσωτερικό τοῦ ναΐσκου πίσω ἀπό ἕνα διαχώρισμα ὑαλόφρακτο −ἐνῷ στήν πραγματικότητα εἶναι τοῖχος. Στή θέση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος καθόταν μία νέα σεμνή μοναχή. Τό βλέμμα της ἦταν στηριγμένο πρός τό ἔδαφος. Ὅπως ἔβλεπα μέ ἀπορία τήν μοναχή, ἐστράφη καί μοῦ λέγει: «Παιδί μου, βλέπεις; Ἔτσι θά γίνης», δείχνοντάς μου μέ τό χέρι της τό ἔδαφος, πού ἦταν ὅλο καλυμμένο μέ φέρετρα, μέσα στά ὁποῖα ἦσαν νεκροί, πού μιά ἐλαφρά καί ἀνεπαίσθητη κίνησή τους ἔδινε μιά ὑποψία ζωῆς, ὅτι δέν ἦσαν ἐντελῶς νεκροί. Ξύπνησα, ἀπορῶντας γιά τό περίεργον ὄνειρον. Ὅταν ὅμως τό πρωΐ βρέθηκα στή Θεία Λειτουργία τοῦ παρεκκλησίου, βλέποντας τίς ἀναλογίες πού εἶδα στό ὄνειρο, τότε κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἀληθινή ἀποκάλυψη, ὅτι ἡ μοναχή ἦταν ἡ ἴδια ἡ Παναγία καί μοῦ δίδαξε τήν ζωοποιό νέκρωση» (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης», ἔ.ἀ., σελ. 57-58).
Ὁ πατήρ Θεόκλητος συνεγράψε πολλά ἔργα διά τήν Κυρίαν Θεοτόκον, τήν θαυματουργικήν παρουσίαν της εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί εἰς τούς μοναχούς της. Εἰς τήν ἀλληλογραφίαν του μέ τόν Γέροντα Ἀθανάσιον τόν Ἰβηρίτην ἀποκαλύπτεται ἡ ἀγάπη καί εὐλάβειά του πρός τήν Παναγίαν. Τοῦ γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: «Χαίρομαι διότι σέ ʺἐτσάκωσεʺ τό Θεοτοκάριον καί ὑμνεῖς τήν Δέσποιναν ὄχι μόνος σου εἰς ἕκαστον κανόνα, ἀλλά μαζί μέ τόν ὑμνωδόν τῆς ἡμέρας καί τόν Ἅγιον Νικόδημον» (Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, «Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης (1885-1973)», Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, σελ. 47). Ὁ πατήρ Θεόκλητος ζοῦσε μέ τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου εἰς τά χείλη του, ὡς ἄλλην νοεράν προσευχήν, τήν πρεσβείαν τῆς ὁποίας συνεχῶς ἐπεκαλεῖτο. Ὄχι μόνον εἰς τά συγγράμματά του, ἀλλά καί εἰς τούς ἐπισκέπτας του, ὡμίλει μέ ἔντονον μέθεξιν ψυχῆς διά τήν χάριν καί τήν δύναμιν τῶν πρεσβειῶν τῆς Παναγίας, τό θεῖον καί ἄρρητον κάλλος τῶν ἀρετῶν Της καί τήν ἄπειρον εὐσπλαγχνίαν καί ἀνοχήν καί ἀγαθότητά Της διά τόν κόσμον καί τούς ὀρθοδόξους πιστούς, τιμῶν οὕτως τήν Μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ὡς εὐγνώμων υἱός καί ἄξιον τέκνον τοῦ Περιβολίου Της. Τήν ἐτίμα ὡς «φαεινήν λαμπάδα καί ἀρίζηλον δόξαν καί ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων» τοῦ Θεοῦ.
Τρίτον καί λίαν βασικόν χαρακτηριστικόν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Θεοκλήτου, ἦταν ἡ ἀγαπητική καί υἱική σχέσις αὐτοῦ μέ τόν πνευματικόν πατέρα καί Γέροντά του ἀείμνηστον Γαβριήλ τόν Διονυσιάτην, τήν ἐξέχουσαν αὐτήν, ἡγετικήν πνευματικήν φυσιογνωμίαν καί μορφήν τοῦ Ὄρους, τήν ὁποίαν ἀνέδειξεν ἡ Δέσποινα Θεοτόκος εἰς τόν κλῆρον αὐτῆς, τήν κληρουχίαν τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, εἰς τούς ἐσχάτους καιρούς μας διά τό πολυπαθές Γένος μας, καί συγκεκριμένως κατά τόν πολυτάραχον εἰκοστόν αἰῶνα, τόν αἰῶνα τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων, τόν αἰῶνα τοῦ μακεδονικοῦ ἀγῶνος, τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καί τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ηὐτύχησε νά μαθητεύσῃ ἐπί τεσσαράκοντα καί δύο ἔτη πλησίον ἑνός «μεγάλου ἱερωμένου, σπουδαίου ἁγιορείτου, σπανίου πατριώτου, ὀρθοδόξου ἡγέτου, ἐναρέτου Πνευματικοῦ, μιᾶς μεγάλης μορφῆς τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως εὐστόχως τόν περιγράφει εἰς τήν πρώτην παράγραφον τοῦ Προλόγου τοῦ κλασικοῦ βιβλίου του: «Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης» (Ἀθῆναι, ἐκδ. Ἀστήρ, 1989, σελ. 9) καί ὅπως τόν ἐχαρακτήρισε ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ὅπως ὁ φυσικός πατήρ μεταδίδει εἰς τά τέκνα του τά ἰδικά του φυσικά ἤ ἐπίκτητα χαρίσματα, τοιουτοτρόπως καί ὁ γνήσιος πνευματικός πατήρ μεταδίδει –καί ὀφείλει νά μεταδίδῃ− ταῦτα εἰς τά πνευματικά του τέκνα. Δύναται νά λεχθῇ, ὅτι τά χαρίσματα, τά ὁποῖα ὁ πατήρ Θεόκλητος ἀποδίδει εἰς τόν Γέροντά του, ἐκόσμησαν ἐν τέλει καί τόν ἴδιον, ὡς φυσική πατρώα κληρονομία γνησίου πνευματικοῦ πατρός πρός φιλόστοργον πνευμτικόν τέκνον: «δύναμις καί εὐρύτης νοός, γόνιμος φαντασία, λεβέντικη καρδία, ἀγαθή προαίρεσις, καθαρότης τοῦ ἁγίου βαπτίσματος».
Ἐπίσης δέν θά ἦτο ἀσφαλῶς ὑπερβολή νά λεχθῇ, ὅτι καί διά τόν πνευματικόν υἱόν ἰσχύουν ὅσα ἐκεῖνος ἔγραψε διά τόν Γέροντα Γαβριήλ τόν Διονυσιάτην: «Πέρασε ὁλόκληρο τόν βίο του μέσα στούς ἀγῶνες τοῦ καλοῦ γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, ἔχοντας πάντοτε γιά σύμμαχον τόν Κύριόν του Ἰησοῦν, τήν Παναγίαν Μητέρα Του Θεοτόκον Μαρίαν, τόν Τίμιον Πρόδρομον καί τούς ἁγίους τοῦ μοναστηριοῦ. Γι᾽ αὐτό μέχρι βαθυτάτου γήρατος δροῦσε ἀκαμάτως μέ τόν θερμό λόγο καί τήν κοπιώδη πράξη, μέ μια καταπληκτική λεβεντιά, πού τή διατήρησε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του». Ὅπως ὁ Γέρων Γαβριήλ, τοιουτοτρόπως καί ὁ Γέρων Θεόκλητος, «γέμισε τό Ἅγιον Ὄρος μέ τό ὄνομά του καί ἄφησε καί ἔντονη τήν μνήμη τῆς διαβάσεώς του καί ἀνεξάλειπτα τά ἴχνη τῆς ἡρωϊκῆς πορείας του πρός τόν ποθούμενον Χριστόν, διακονῶντας τούς ἀδελφούς του, τούς «ἐλαχίστους» («Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης», ἔ.ἀ., σελ. 9, 11, 12).
***
Δέν εἶναι ὅμως δυνατόν ὁ εὐλαβῶς ἐνώπιόν σας ἱστάμενος, προερχόμενος ἐκ Φαναρίου, ἐκ τῶν αὐλῶν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, νά μή ὁμιλήσῃ περί τοῦ πατρός Θεοκλήτου, παραλείπων νά ἀναφερθῇ εἰς τήν ἀγάπην του, τόν ἀληθῆ ἔρωτά του, τόν ὁποῖον ἔτρεφε διά τό Βυζάντιον καί τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κενωτική ἀγάπη ἡ ὁποία ἐχαρακτήριζε κατά ἕνα ἐκπληκτικῶς ὅμοιον τρόπον καί τόν πνευματικόν του πατέρα Γέροντα Γαβριήλ. Νά εἶναι ἄραγε καί τοῦτο κληρονομία τοῦ Γέροντός του ἤ ὁ Θεός ὡδήγησε τά βήματά του πλησίον ὁμόφρονος πνευματικοῦ πατρός; Μᾶλλον τό συναμφότερον. Τό Βυζάντιον καί ἡ μήτρα του, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, δέν ἦτο διά τόν Γέροντα Θεόκλητον ἁπλῶς ἡ ἀνάμνησις ἑνός ἐνδόξου παρελθόντος, ὅπως εἶναι διά πολλούς σήμερον δῆθεν βυζαντινολογοῦντας, ἀλλά κάτι τό ζωντανόν, μοναδικόν, ἀνεπανάληπτον, «ἀεί ζῶν» καί «χάριτι ζῶν», κατέχον δύναμιν βιολογικῆς ἀνάγκης, ὅπως χαρακτηριστικῶς ἔγραφε: «Ἐν τούτοις, εἰς τήν ψυχήν μας [τό Βυζάντιον] ἐξακολουθεῖ νά ζῇ, ὄχι μόνον ὡς ἁπλοῦν συγκλονιστικόν ὅραμα μιᾶς τόσον μεγάλης, τόσον ὡραίας καί τόσον ποθεινῆς πατρίδος πού ἐχάσαμεν. Ὄχι μόνον ὡς αἱματωμένη ἀνάμνησις δόξης πού ἔδυσε, καί πόνων πού κατέτρωσαν τήν καρδίαν μας. Ὄχι μόνον ὡς φλογερά θεοσέβεια, περιπλακεῖσα ἐρωτικῶς εἰς ἀδιάστατον ἕνωσιν μέ τήν ἰδέαν τῆς πατρίδος –πού ἀπέδωσε τό πέραν πάσης προσδοκίας ἐγκόσμιον πλάσμα θρησκευούσης Πολιτείας. Ἀλλά ζῇ ἐντός μας, μέ τήν δύναμιν βιολογικῆς ἀνάγκης, ὡς περιβάλλον πνευματικόν, «ἐν ᾧ ζῶμεν καί κινούμεθα», ὡς πόθος ἐπιστροφῆς ἄσβεστος καί ὡς ψυχή τοῦ εἶναι μας. Ζῇ εἰς τήν ψυχήν μας, ὡς πραγματικότης ἐπέκεινα τῶν γηΐνων ὅρων, καί ὡς ἀπαύγασμα μυχίων ὀνειροπολημάτων, τόσον εὐαρέστων καί τόσον ἐναργῶν! Τό Βυζάντιον, ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, δι᾽ ἡμᾶς τούς ἐξ ἀγχιστείας κληρονόμους, «τούς κοινωνήσαντας σαρκός καί αἵματος» καί πνεύματος ἑλληνικοῦ καί ἱστορικῶν ἀξιώσεων, τό Βυζάντιόν μας εἶναι ὁ διαπρύσιος ἔρως μας, τό πρός ὅ τείνομεν, ὡς λαός καί ὡς Ἔθνος, ἰδεῶδες μας. Εἶναι ὁ ἀστραβής κανών τῆς Ὀρθοδοξίας μας, καί ὁ ἀκτινοβόλος φάρος καί ἡ πολυπαθής ψυχή ἑνός θείου λαοῦ, αἴροντος προνομιακῶς ἀπό συστάσεώς του, τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου καί τόν μαρτυρικόν σταυρόν του...» (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, Ἄρθρα καί μελετήματα ἐπί τῇ χιλιετηρίδι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθῆναι, ἐκδ. Ἀστήρ, 1962, σελ. 329).
Τήν ἰδίαν ἀγάπην καί τόν ἴδιον σεβασμόν καί τήν ἰδίαν ἀφοσίωσιν και τήν αὐτήν λατρείαν ἔτρεφεν ὁ Γέρων Θεόκλητος καί διά τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, «τό Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, περί τό ὁποῖον ἐστρέφετο καί ἐφωταγωγεῖτο ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία, ἡ κατά Ἀνατολάς προκαθημένη τῆς ἀληθείας, μέ τό παγκόσμιον κῦρος, τό ὁποῖον ἐθεμελιώθη διά κανόνων Οἰκουμενικῆς Συνόδου ʺδιά τό ἔχειν τήν Κωνσταντινούπολιν Βασιλείαν καί Σύγκλητονʺ» (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι, ἐκδ. Ἀστήρ, 1996, σελ. 143). Πολύ εὐστόχως παρατηρεῖ οὗτος, ὅτι ἡ οἰκουμενικότης τοῦ Πατριαρχείου μας δέν ἀπορρέει ἀπό κοσμικόν ὑπόβαθρον, ὡς μερικοί ὄψιμοι «θεολογοῦντες» νεοσσοί ἰσχυρίζονται ἀτεκμηριώτως: «Ἡ Βυζαντινή βασιλεία κατελύθη. Ἀλλά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, καί χωρίς τό ἐγκόσμιον ὑπόβαθρον ʺβασιλείας καί συγκλήτουʺ, διετήρησεν ἀμείωτον τήν οἰκουμενικότητά του. Οὐδείς ἐσκέφθη νά τήν ἀμφισβητήσῃ. Διατί; Διότι, ἄν καί διά λόγους ἐγκοσμίου ἀκτινοβολίας ἀπενεμήθη εἰς τοῦτο, ὑπό τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ἰδιαιτέρα δευτερόθρονος μετά τόν Θρόνον τῆς ἐκπεσούσης Ρώμης τιμή, ὡς καί ὁ τίτλος τῆς Νέας Ρώμης, ἐν τούτοις ἡ Οἰκουμενικότης του ἀπορρέει ἀπό τήν λαμπράν ἱστορίαν του, ἀπό τούς ἀγῶνας του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τήν ὑφ᾽ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν ἀναγνώρισίν του ὡς Μητρός Ἐκκλησίας, συντηρούσης τό δόγμα ἀλώβητον καί τήν Ἱεράν Παράδοσιν ἀπαραχάρακτον. Ἀείποτε ἐθεωρεῖτο καί θεωρεῖται −καί εἶναι− ὑπό τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἡ ἐγγύησις διατηρήσεως ἀνοθεύτου τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος καί τῶν Πατερικῶν δογμάτων, ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, πρῶτος μεταξύ ἴσων Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ τόν κανόνα τῆς Ὀρθοδόξου κανονικῆς ἀκριβείας καί ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου πίστεως» (Ἀθωνικά Ἄνθη, ἔ.ἀ., σελ. 143).
Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἀπαραμίλλως περιγράφει τήν σημασίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά κάθε Ἁγιορείτην μοναχόν: «Χωρίς πάσης ἀντιλογίας, τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξεν ἀείποτε τό φυσικόν κλῖμα ἡμῶν τῶν Ἁγιορειτῶν. Καί ἔκειτο ἀνέκαθεν ὡς τηλαυγές σημεῖον προσανατολισμοῦ, ἔνθα αἰώνων βιώματα, τιμίων καί ἀχράντων ἐπιποθήσεων, συναντῶνται ἐπί τό αὐτό. Καί ἦτο ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ μας, ἡ ἐλπίς, ὧν οἱ ὀφθαλμοί ἐξέλιπον τοῦ ἐλπίζειν, καί ἡ παρηγορία. Καί εἰς αὐτόν τόν «ἐπίφθονον καί ἐπικίνδυνον» Θρόνον τοῦ τεθλιμμένου Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐξεκένου ὁ Ἁγιορείτης τάς ἅσπερ ἔζη ὀνειροπολήσεις καί τήν λυγμώδη νοσταλγίαν καί τό πάννυχον μαρτύριον τῶν ἐναργῶν ὁραματισμῶν του. Καί ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἡμεῖς φύλακες ἀκαταίσχυντοι τοῦ ἀμολύντου θυρεοῦ του, τοῦ δικεφάλου ἀετοῦ του, ἐλαμβάνομεν χάριν ἀντί χάριτος καί δύναμιν τοῦ βαστάσαι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐναντίον καί ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων...» (Ἀθωνικά Ἄνθη, ἔ.ἀ., σελ. 292).
(συνεχίζεται στό Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης (Β΄))
- Προβολές: 3624