Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τὸ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: "Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756" σὲ pdf μορφὴ.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς προσερχομένους σέ αὐτήν ἀπό ἄλλες Χριστιανικές παραδόσεις (Λατίνους-Προτεστάντες) τήν ἀπασχόλησε πολλές φορές, καί αὐτό τό ἔκανε ἤ κατ’ ἀκρίβεια μέ ἀναβαπτισμό ἤ κατ’ οἰκονομία μέ Χρίσμα καί λίβελλο. Αὐτό ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπό τόν «παπικό προσηλυτισμό» καί ἀπό τήν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων στίς προκλήσεις τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά δοῦμε τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων) τοῦ ἔτους 1756. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς ἔχει δημοσιευθῆ ἐπισήμως σέ βιβλίο πού τυπώθηκε στό Τυπογραφεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών μέ τίτλο «Κανονικαί Διατάξεις».
Θά ἀναλύσω τό θέμα αὐτό μέσα ἀπό τίς ἀπόψεις δύο συγχρόνων σημαντικῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
1. Ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία, κατά τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη
Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν προετοιμασία γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, σέ ἕνα βιβλίο του μέ τίτλο: «Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ» ἀναπτύσσει δύο μεγάλα θέματα, ἤτοι «Μυστηριολογικές συγκλίσεις καί διαφορές» καί «Ἀκρίβεια, οἰκονομία καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων».
Στό βιβλίο αὐτό διαβάζει κανείς διάφορες ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθῆ διαχρονικῶς γιά τό θέμα τῶν Μυστηρίων, τῶν Ὀρθοδόξων καί «Ρωμαιοκαθολικῶν», ἀλλά στό κείμενο αὐτό μέ ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Κατ’ ἀρχήν ὁρίζεται τί εἶναι ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως καί τῶν Μυστηρίων. Γράφεται:
«Ἀκρίβεια εἶναι ἡ αὐστηρή τήρηση, τόσο τῆς οὐσίας, ὅσο καί τοῦ γράμματος, μιᾶς σαφῶς ἐκφρασμένης, μιᾶς ἐπίσημα διατυπωμένης καί κανονικά καί ἔγκυρα ἀπό τήν ἐκκλησία θεσμοθετημένης ἀλήθειας ἤ διδασκαλίας ἤ ἔννοιας ἤ διάταξης, πού ἀνάγεται εἴτε στήν ὀρθή πίστη, εἴτε στήν ὀρθή πράξη τῆς ἐκκλησίας, δηλ. μέ ἄλλα λόγια, στήν ἐκκλησιαστική "ὀρθοδοξία" καί στήν ἀντίστοιχη "ὀρθοπραξία".
Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ ἀκρίβεια γιά τήν ἐκκλησία καί, φυσικά, καί γι’ αὐτούς πού ζοῦν συνειδητά μέσα στήν ἐκκλησία, εἶναι ἡ αὐστηρά ὁριοθετημένη γραμμή, ἡ ὁποία προσδιορίζει τό βαθμό τῆς πιστότητας, τήν ὁποία κάθε μέλος τῆς ἐκκλησίας πρέπει νά ἔχει καί νά ὁμολογεῖ γιά ὅ,τι εἶναι αὐστηρά καί καθοριστικά θεσπισμένο ἀπ’ αὐτήν καί πού ἡ κάθε ἀπόκλιση ἀπ’ αὐτό συνεπάγεται διάφορες βαθμίδες καί κατηγορίες ἀπόκλισης ἀπό τό ἴδιο τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόκλιση αὐτή δημιουργεῖ εὐθῦνες καί ἑπομένως καί κυρώσεις-ποινές σέ ὅποιον τολμᾷ τήν ἀπόκλιση αὐτή, μέ τό φυσικό καί ἀναπότρεπτο σκεπτικό, ὅτι ὁ τοιοῦτος παραβιάζει αὐτό πού εἶναι καί πρέπει νά μένει "ἐξ ἑαυτοῦ" ἀπαραβίαστο καί ἀπαράβατο μέσα στό σῶμα τῆς ἐκκλησίας καί στό εὐρύτερο σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Ἡ ἀκρίβεια ἐπεκτείνεται κατά συνέπεια καί στά Μυστήρια.
«Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν μυστηρίων, αὐτῶν πού τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού "θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται" στίς μή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι μιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά».
Ἀναφέρεται ὡς πρός τό θέμα τῆς ἀκρίβειας στόν Α΄ κανόνα τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος περιεβλήθηκε μέ οἰκουμενικό κύρος ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας∙ ἑνός ὄντος βαπτίσματος, καί ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησία ὑπάρχοντος... Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τό τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν βάπτισμα, τό συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γάρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν∙ εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι∙ εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνός ὄντος βαπτίσματος, καί ἑνός ὄντος ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν... Τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα. Οὐ γάρ δύναταί τι δεκτόν καί αἱρετόν εἶναι παρά τῷ Θεῷ, τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὑπάρχει ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως, ἔτσι ἀκρίβεια ὑπάρχει καί στό θέμα τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὑπάρχει σαφέστατη σχέση μεταξύ πίστεως καί Μυστηρίων. Γράφει ὁ Σεβασμιώτατος:
«Ἑπομένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασμό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά μυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγματα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσμα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση μέ "μυστήρια" πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας.
Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν "μυστήριο" ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόμενα "ἐκκλησιαστικά" ὅρια, δέν εἶναι μυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν μυστήριο σωστό καί σωστικό».
Ἐκτός ἀπό τήν ἀκρίβεια στήν Ἐκκλησία ἰσχύει καί ἡ οἰκονομία. Ἀναλύοντας τό θέμα αὐτό ὁ Σεβασμιώτατος προσδιορίζει: «α. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς οἰκονομίας σέ ἀντιπαραβολή πρός τήν ἀκρίβεια, β. ποῦ καί πῶς ἐφαρμόζεται αὐτή, καί γ. πῶς καί κατά πόσο μπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ αὐτή καί στό χῶρο τῶν μυστηρίων».
Ἀναφέρει τήν διδασκαλία διαφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικῶν κανονολόγων. Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πού προσδιορίζει χρονικά τήν οἰκονομία, μέ τήν διατύπωση «ἔργον ὄντως οἰκονομίας ἐστι τό δοκεῖν ἔσθ’ ὅτε βραχύ τι τοῦ πρέποντος ἐξίστασθαι λόγου...»∙ τοῦ Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας πού κάνει λόγο γιά τόν πρόσκαιρο μόνο χαρακτήρα τῆς οἰκονομίας∙ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου πού ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐπί τινα χρόνον» ἄσκηση τῆς οἰκονομίας∙ καί τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πού κάνει λόγο γιά τήν «διπλῆ οἰκονομία», τήν «πρός καιρόν» καί στό «διηνεκές» γιά τίς εἰδικές συνθῆκες πού ἀντιμετώπισε στήν ζωή του. Γενικά, οἱ Πατέρες ἀποφεύγουν «τήν μονιμότητα τῆς οἰκονομίας».
Πάντοτε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία εἶναι «δύο συνάλληλες δομικές ἀρχές στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας» μέχρι τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο καί μετά ἀπό αὐτήν μέχρι σήμερα.
Πάντως, ἡ ἀρχή τῆς οἰκονομίας δέν καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀκρίβειας, ἀλλά τήν προϋποθέτει, ἀφοῦ κατά τόν Μέγα Φώτιο εἶναι «τῶν ἀκριβεστέρων νόμων ἡ ἐπί τινα χρόνον ὑποστολή». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει «νά ἔχει προσδιορίσει τό περιεχόμενο καί τά πλαίσια τῶν "ἀκριβεστέρων νόμων" πού ἰσχύουν στούς κόλπους της», καί στήν συνέχεια «πρέπει καί αὐτοί πρός τούς ὁποίους μέλλει νά ἐφαρμοσθεῖ ἡ οἰκονομία νά ἔχουν γνώση καί συνείδηση τοῦ πῶς καί σέ ποιά ἔκταση λειτουργεῖ γι’ αὐτούς ἡ οἰκονομία ἀπό τήν ὀρθόδοξη πλευρά μέσα στήν ὅλη διδασκαλία της περί ἀκριβείας».
Ἔτσι, ἡ οἰκονομία εἶναι «μιά παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια» ∙ ἡ οἰκονομία στίς περισσότερες φορές «εἶναι κατάσταση στήν ὁποία προσέφευγε αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) ἀκούσια καί "ἐξ ἀνάγκης"»∙ ὁ παράγων τῆς οἰκονομίας εἶναι ἡ ἀγάπη∙ ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά κάνη «χρήση τῆς οἰκονομίας, ὅπως πρέπει, ὅσο πρέπει καί ὅπου πρέπει» ∙ καί γενικά γιά τήν Ἐκκλησία «οὔτε ἄλογη, οὔτε ἀπεριόριστη χρήση καί ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας ἐπιτρέπεται νά γίνεται». Καί ὅλα αὐτά ἐννοοῦνται ὅτι «γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική καί καθολικά καθιερωμένη καί ἀποδεκτή ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονομία μέσα στήν ἐκκλησία, χρειάζεται νά ὑπάρχει ἐξασφαλισμένη ἡ καθολική συναίνεση καί ἀποδοχή τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ πού καλοῦμε "ἐπιμαρτυρία τοῦ πληρώματος", "consensus fidelium"». Καί, βέβαια, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ οἰκονομία εἶναι πρόσκαιρη, οἱ ἐνδιαφερόμενοι «πρέπει νά ἀναγνωρίζουν καί τό ὅτι θά πρέπει, τό ταχύτερο δυνατόν, νά ἀποκατασταθῆ τό καθεστώς τῆς θεολογικῆς ἀκρίβειας καί τῆς κανονικῆς τάξεως».
Ἀφοῦ ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀναλύει διεξοδικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τό θέμα τῆς ἀκρίβειας καί τῆς οἰκονομίας, ἀναπτύσσει, μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, τό θέμα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων καί μάλιστα τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σέ ἕνα κεφάλαιο μέ τίτλο «ἡ διττή θεώρηση τῶν ἔξω τῆς ὀρθοδοξίας μυστηρίων: ἐξεταζομένων καθ’ ἑαυτά ἤ κρινομένων στίς περιπτώσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν ὀρθοδοξία», ἀπό τήν ἀρχή κάνει τήν σαφέστατη διάκριση, ὅτι ἄλλο εἶναι τό θέμα «πῶς δεῖ εἰσδέχεσθαι τούς προσιόντας τῇ ὀρθοδοξίᾳ ἑτεροδόξους» καί ἄλλο εἶναι «τό παράλληλο πρός αὐτό θέμα» «πῶς δεῖ ἀποδέχεσθαι (καί ἀναγνωρίζειν) τά αὐτῶν μυστήρια». Αὐτά τά δύο θέματα εἶναι «ξέχωρα, ὑπαρκτά μέσα στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰώνας τῆς ἀρχέγονης ἐκκλησίας». Καί ὅπως γράφει ὁ Σεβασμιώτατος, συζητοῦνται αὐτά τά θέματα «μέ εὐαισθησία καί ὑπευθυνότητα», ἀλλά «ὄχι πάντοτε ὁμοιόμορφα καί μέ ἀπολυτότητα ὡς πρός τήν ἐφαρμογή τῆς ἀκρίβειας ἤ τῆς οἰκονομίας». «Καί φυσικά, τά θέματα αὐτά ἔχουν ἄλλη διάσταση ἀπό τό κατ’ ἀρχήν θέμα τῆς ἀναγνώρισης τῶν "μυστηρίων" πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας καί μένουν ἐκεῖ, στό χῶρο δηλ. τῆς αἱρέσεως ἤ τοῦ σχίσματος, καί τά ὁποῖα, κατά τρόπο αὐτονόητο, μπαίνουν στήν κατηγορία τῶν περιπτώσεων ἐκείνων, πού ἀντιμετωπίζονται μέ μεγαλύτερη καί πιό ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἡ δέ ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη ἀκριβολογία καί ὁπωσδήποτε προσεκτικότερη ἀξιολόγηση τῶν λόγων καί τῶν προϋποθέσεων πού θά συνέτρεχαν γιά τή χρήση της».
Σέ ἕνα σημεῖο τῆς μελέτης του γράφει ὁ Σεβασμιώτατος:
«Τά μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων, ἐκλαμβανόμενα ὁριστικῶς καθ’ ἑαυτά καί μέσα στήν ἀποσχισμένη ἑτερόδοξη ἐκκλησία, στήν ὁποία τελεσιουργοῦνται καί παραμένουν σ’ αὐτήν, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν ἀποδεκτά κατ’ ἀκρίβειαν. Αὐτό εἶναι καί μένει ἔξω ἀπό κάθε ἀμφισβήτηση».
Βεβαίως, σέ ἄλλο σημεῖο φαίνεται ὅτι ἀποδέχεται τά μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων καί μάλιστα τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» κατ' οἰκονομίαν καί γράφει ὅτι «μόνο σέ εἰδικές περιπτώσεις, στίς ὁποῖες διαπιστοῦνται οἱ ἀπαραίτητες μυστηριολογικές συγκλίσεις τῶν ἑτεροδόξων πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, παράδοση καί πράξη», «μποροῦν τά μυστήριά τους νά ἀναγνωρισθοῦν, κατ’ οἰκονομίαν, βεβαίως, καί οὐδέποτε κατ’ ἀκρίβειαν». Προσδιορίζοντας δέ αὐτό τό θέμα γράφει: «Μέ τήν οἰκονομία δέν καθίσταται ἁπλά καί μόνο ἔγκυρο τό "θέσει" ἄκυρο στό χῶρο τῶν μυστηρίων, ἀλλά παρέχεται καί ἡ δυνατότης μιᾶς πιό στενῆς καί οἰκοδομητικῆς ἐπαφῆς μεταξύ τῶν ἀναφερομένων ἤ καί ἀντιμαχομένων πλευρῶν καί παρατάξεων μέσα στήν ἐκκλησία -κάτι πού συμβαίνει συνήθως ἀναπόφευκτα στίς σχέσεις τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα».
Ἀπό ὅλη τήν ἀνάλυση φαίνεται καθαρά ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως καί τῶν μυστηρίων ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια, ἐνῶ μερικές φορές στό θέμα τοῦ τρόπου εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἐφαρμοσθῆ ἡ οἰκονομία, μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις «κατά περίπτωση καί κατά χώρους καί πρόσωπα καί καταστάσεις, ἔτσι ὥστε τό "κατ’ οἰκονομίαν" νά μή εἶναι κάτι τό ρευστό ἤ ἀπροσδιόριστο καί ἐλαστικό, πού προσδιορίζεται ἤ καί πού καλύπτει τίς πάσης φύσεως καταστάσεις ἤ ἀνωμαλίες μέσα στήν ἐκκλησία». Ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας δέν καταργεῖ, οὔτε ὑποτιμᾶ τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά τήν ἐξαίρει ἀκόμη περισσότερο. Ἀπό αὐτά συνεπάγεται ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνη λόγος γιά τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό».
Αὐτές οἱ ἀπόψεις θά φανοῦν πολύ χρήσιμες γιά τά ἑπόμενα.
2. Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756, κατά τόν Μητροπολίτη Γέροντα Δέρκων Ἀπόστολο Δανιηλίδη
Κατά τόν Καθηγητή Ἰωάννη Καρμίρη, μετά τό Σχίσμα τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἐπικράτησε νά δέχωνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς Λατίνους καί αὐτούς πού ἀργότερα ὀνομάσθηκαν «Λατινόφρονες καί Οὐνῖτες» μέ ἁπλῆ ἀποκήρυξη καί ἀπόπτυση τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν καί μέ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνηθέστερα μέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου, σύμφωνα μέ τόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν 95ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν καί ἀπό τίς ἑνωτικές λατινικές Συνόδους στήν Λυών τό 1274 καί στήν Φλωρεντία τό 1439, κατά τίς ὁποῖες οἱ Πάπες προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν στούς Ὀρθοδόξους τίς πληθυνόμενες λατινικές κακοδοξίες καί νά τούς καθυποτάξουν, ἄρχισε νά μεταβάλλεται ὁ τρόπος εἰσδοχῆς τῶν Λατίνων ἐπί τό αὐστηρότερον, δηλαδή ἐνῶ πρῶτα γινόταν μέ ὁμολογία ὀρθοδόξου πίστεως, μετά γινόταν μέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ 1484, στήν ὁποία συμμετεῖχαν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Συμεών, Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας Δωρόθεος καί Ἱεροσολύμων Ἰωακείμ, ἐψήφισε τό νά δέχωνται «μύρῳ μόνῳ χρίειν τούς προσιόντας τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Λατίνους, ἐπιδόντας τόν λίβελλον τῆς πίστεως καί ἀποταξαμένους τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως δογμάτων καί ἐθῶν τῶν λατινικῶν». Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἡ ὁποία ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό της ὡς οἰκουμενική, ἀκύρωσε καί τήν ἑνωτική Σύνοδο στήν Φλωρεντία, πού ἔγινε τό 1439.
Ὅμως, τό ἔτος 1756 Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν, ἤτοι Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε΄, Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί Ἱεροσολύμων Παρθενίου, ἀπέρριψε τό βάπτισμα τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν» καί τῶν Διαμαρτυρομένων πού ἐτελεῖτο διά τοῦ ραντισμοῦ καί ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισμό. Μάλιστα, γιά τήν ἀπόφαση αὐτή στηρίχθηκε στόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἑρμήνευσε κατά γράμμα. Ἡ ἀπόφαση γιά τόν ἀναβαπτισμό ἔγινε ἀπό περιστατικούς λόγους καί μέ τήν πίεση τοῦ λαοῦ, καί δέν ἐπικράτησε πολύ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία ἐπανῆλθε στήν ἀπόφαση τοῦ 1484.
Ὁ Μητροπολίτης Γέρων Δέρκων Ἀπόστολος Δανιηλίδης σέ ἕνα πρόσφατο ἐνδιαφέρον κείμενό του μέ τίτλο: «Τό ζήτημα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισμός» παρουσιάζει ἐνδιαφέρουσες πλευρές τόσο γιά τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 ὅσο καί γενικότερα γιά τόν τρόπο τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων πού ἐπικρατεῖ σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τό κείμενο διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο μέρος γίνεται λόγος γιά τό «ζήτημα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισμός: Ἱστορική ἐπισκόπηση», ὅπου ἀναπτύσσονται τά θέματα: ἡ «ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας»∙ ἡ «διαφύλαξη τῆς ἑνότητας καί εἰρήνης στήν Ἐκκλησία»∙ καί ἡ «διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας καί "λόγοι ἐκκλησιαστικῆς σκοπιμότητας"». Στό δεύτερο μέρος ἀναπτύσσεται τό θέμα «"Ἀβεβαιότης καί ἀστάθεια ἐν τῆ πράξει": Συνοπτική εἰκόνα τῆς σημερινῆς καταστάσεως», στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στό Ἅγιον Ὄρος. Στό τρίτο μέρος κατατίθενται «δύο προτάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος», γιά τήν «ἀποσαφήνιση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ θέματος» καί τήν «ἀκρίβεια καί οἰκονομία».
Διαβάζοντας κανείς τήν μελέτη αὐτή διαπιστώνει καί τήν ἱστορική διαδρομή τοῦ θέματος τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν διαφορετική ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ἀπό διάφορες Ἐκκλησίες, πού σημαίνει ὅτι στήν πράξη ἰσχύει καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484 καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756.
Γιά τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756 γράφεται ὅτι ἦταν «συνέπεια τῆς μεγάλης ἀγανακτήσεως τοῦ λαοῦ ἐναντίον τῆς παπικῆς προπαγάνδας καί τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν προτεσταντῶν μισσιοναρίων», «εἶναι μιά ἀπόφαση πού δικαιολογεῖται ἀπόλυτα ἄν ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ἐκκλησιαστικά καί ποιμαντικά συμφέροντα, ἤ μᾶλλον αὐτή ταύτη ἡ ἱστορική ὑπόσταση καί συνέχιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς». Συγχρόνως, εἶναι μιά ἀπόφαση πού «ἀνατρέπει ὅλη τήν μακραίωνη κατ’ οἰκονομία παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγεῖ στό γράμμα τῆς ἀκρίβειας κατ’ αὐτό», ἀλλά καί «δημιουργεῖ ἕνα προηγούμενο, τό ὁποῖο οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν μπόρεσαν ἀκόμη νά ἀναιρέσουν συνοδικά, ἔστω καί ἄν πολλές ἀπό τίς ἱστορικές συνθῆκες ἄλλαξαν ἐν τῷ μεταξύ».
Στήν μελέτη αὐτή, μέ γνώση τοῦ ἀντικειμένου, καταγράφεται ὅτι ὑπάρχει στό θέμα αὐτό διαφορετική πράξη καί στούς κόλπους τῆς εὐρύτερης δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐπισημαίνεται χαρακτηριστικά ὅτι στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς πρός τό θέμα αὐτό «ἐκ πρώτης ὄψεως δέν ὑπάρχει οὔτε ἀστάθεια, οὔτε ἀσάφεια». Συγχρόνως ἐπισημαίνεται:
«Δυστυχῶς, ὅμως, τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἁπλᾶ. Παρατηρεῖται, δηλαδή, μία σοβαρή ἀσυνέπεια ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί λαμβάνοντας προφανῶς ὑπ’ ὄψη νεώτερες ἐξελίξεις στίς διαχριστιανικές σχέσεις, δέν ἐφαρμόζει πλέον τόν Ὅρο τῆς συνόδου τοῦ 1756. Ἐπιστρέφει ἀμέσως μέν στό γράμμα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου τοῦ 1484, ἐμμέσως δέ στό πνεῦμα τοῦ 95ου κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τοῦτο, βέβαια, δέν θά δημιουργοῦσε μεγάλες δυσκολίες καί ἀντιθέσεις, ἄν εἶχε προηγουμένως ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 1756. Πολλοί εἶναι σήμερα ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τήν ἀπόφαση τῆς συνόδου αὐτῆς καί, κατά συνέπεια, δημιουργοῦνται νέες ἔριδες καί ἐντάσεις μέσα στούς κόλπους τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατ’ ἐπέκταση δέ καί στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ἐκεῖνον τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων».
Στήν συνέχεια τῆς μελέτης γράφεται:
«Τέλος, θά μπορούσαμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά δικαιολογήσουμε εὐκολώτερα τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐάν δέν ὑπῆρχε ἤδη ἡ διαφορά πράξεως μέ μία ἄλλη ἀδελφή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀλλά καί διαφορά πράξεως μέσα στούς ἴδιους τούς κόλπους τῆς εὐρύτερης κανονικῆς καί πνευματικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου. Ἄς ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἡ πνευματική καί κανονική αὐτή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκτείνεται ὄχι μόνο στήν παλαιότερη καί νεώτερη διασπορά, ἀλλά καί σέ νέες ἱεραποστολικές περιοχές ὅπως ἡ Κορέα ἤ ἡ Ἰνδονησία, ὅπου μοιραῖα ἀναφύεται τό ζήτημα».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑφίσταται ἀκόμη σέ μερικούς κύκλους ἡ ἰσχύς τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1756, τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι δέν ἀναιρέθηκε ποτέ συνοδικά μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἀποφασίσθηκε. Γι’ αὐτό στήν μελέτη γράφεται ὅτι αὐτήν τήν ἀπόφαση «οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν μπόρεσαν ἀκόμη νά τήν ἀναιρέσουν συνοδικά» καί ἀλλοῦ ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη «ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τοῦ 1756». Γι’ αὐτό στόν ἐπίλογο συμπεραίνει:
«Συμπερασματικῶς, θεωρῶ ὅτι μία πανορθόδοξος μελέτη καί ἀπόφαση περί τοῦ ζητήματος εἶναι ἀπαραίτητη. Τό θέμα εἶναι ὄχι μόνον πολύπλοκο ἀλλά καί σοβαρό. Δέν μπορεῖ νά ἐκτεθεῖ καί νά ἐπιλυθεῖ μέ ἀτομικές ἐπιστημονικές προσπάθειες ἤ περιορισμένου χαρακτῆρος ποιμαντικές πρωτοβουλίες».
Τό σημαντικό τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι ὅταν συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη ἡ Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἕνα ἀπό τά ἕξη κείμενά της ἦταν ἀφιερωμένο στό θέμα "Ἡ Οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ"», τοῦ ὁποίου ἕνα μεγάλο μέρος ἐκάλυπτε τό θέμα τῶν «μυστηρίων» πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, καί τῆς ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν. Ὅπως ἐπισημαίνεται, ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου (τότε ὡς Μύρων) Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του ἀπό τοῦ ἄμβωνος στό ἐκκλησίασμα, κατά τήν διάρκεια τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (1971), τῆς ὁποίας προήδρευε, εἶπε ὅτι «δέν εἶναι σχολαῖον τό θέμα τῆς οἰκονομίας καί ἀκριβείας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Καί τόνισε ὅτι πρέπει νά ἐξετασθοῦν συναφῆ καί σοβαρά ζητήματα, ὅπως: «Τί εἶναι ἐν τῇ οὐσίᾳ τό κατ’ οἰκονομίαν αὐτό; Μέχρι ποίου σημείου ἐκτείνεται; Πότε γίνεται χρῆσις καί πότε κατάχρησις τούτου; Καί διά τούς ἔξω; Ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ "κατ’ οἰκονομίαν", ὅπερ διά τούς πολλούς ἰσοδυναμεῖ πρός ἐκκλησιαστικόν compomis. Εἶναι ὅμως τοῦτο ἀκριβές;».
Τελικά, ὅμως, ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Δέρκων Ἀπόστολος, «οἱ ἐξελίξεις στήν πορεία πρός τή Σύνοδο ἐπέφεραν ἀλλαγές στήν θεματολογία. Ἔτσι τό ζήτημα τῆς οἰκονομίας ἐξέπεσε ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων, παρά τήν πρόοδο πού εἶχε σημειωθεῖ».
Ὁ ἴδιος δέ ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστομος συνοψίζει τό θέμα αὐτό:
«Ὅταν εἰς τήν πρώτην φάσιν τῆς ἐξετάσεως τῶν πρώτων τεθέντων θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐξῃτάζετο εἰς τήν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν ἐν Γενεύῃ τό θέμα τῆς οἰκονομίας, ἐκ τῶν πρώτων καί περισσότερον θεμελιωδῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἐτέθησαν καί εἰς τά ὁποῖα ἐκλήθημεν νά δώσωμεν μίαν πανορθόδοξον ἀπάντησιν, ἦτο ἡ χρῆσις τῆς οἰκονομίας εἰς τό θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσματος τῶν μή ὀρθοδόξων. Τῆς δυναμένης νά χρησιμοποιηθῇ ἐν προκειμένῳ οἰκονομίας ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, τῶν ὁρίων τῆς οἰκονομίας ταύτης καί, ἀκόμη, μέχρι ποίου σημείου ἡ οἰκονομία αὕτη χρησιμοποιουμένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναστέλλει τήν ἀκρίβειαν, δεδομένου ὅτι ἡ θεολογία τοῦ βαπτίσματος, ὡς κατ’ ἐξοχήν μυστηρίου τῆς χριστιανικῆς μυήσεως, πρέπει νά ἑδράζεται καί νά θεμελιοῦται ἐπί τῆς ἀκριβοῦς ἐκκλησιολογίας. Ἦτο τότε μία καλή προσπάθεια καθορισμοῦ τῶν γενικῶν κριτηρίων διά τήν θεολογίαν τοῦ βαπτίσματος. Ἀλλ’ ὡς γνωστόν, τό θέμα ἐκεῖνο ἐξέπεσεν ἀπό τήν ἡμερησίαν διάταξιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί οὕτω ἐχάθη μία καλή εὐκαιρία».
Ἔμεινε, ὅμως, τό βιβλίο του πού ἀναφέρθηκε στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ.
Ὁ Μητροπολίτης Γέρων Δέρκων Ἀπόστολος στό τέλος τῆς μελέτης του παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήματος τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων «εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τήν ἐκκλησιολογία καί τήν θεολογία τοῦ βαπτίσματος. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτή δέν μπορεῖ παρά νά ἐπιτευχθεῖ μέ ἀναφορά στά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἑνός, αὐτό ἄλλωστε ἔπραξαν καί οἱ συνοδικοί Πατέρες, καί, ἀφ’ ἑτέρου, σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἔκφραση συνοδικότητος».
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ Σύνοδοι τοῦ 1484 καί τοῦ 1756 ἔχουν ἰσχύ, καί ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀκρίβειας στήν Ἐκκλησία, ἀντίστοιχα. Ἄλλωστε, ἡ οἰκονομία εἶναι πρόσκαιρη, καί δέν μπορεῖ νά καταργήση τήν ἀκρίβεια πού ἔχει μονιμότητα.
Ἐδῶ πρέπει νά ὑπενθυμίσω ὅτι ἡ ἀπόφαση μιᾶς μεταγενέστερης Συνόδου, δηλαδή ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 κάνει λόγο γιά τήν ὁρολογία καί τήν ταυτότητα τόσο «τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῶν αἱρέσεων καί τοῦ "Παπισμοῦ"». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν «πρός τήν ἀναλλοίωτον καθολικήν ὀρθόδοξον πίστιν τῶν κοινῶν Πατέρων ἡμῶν» θά πρέπει νά γίνη μέ τό νά ἀπορριφθοῦν «τά σημερινά παπικά δόγματά τε καί μυστήρια», διότι εἶναι «ἐντάλματα ἀνθρώπων».
Αὐτό σημαίνει ὅτι διατηρήθηκε ἡ παράδοση τῆς ἀκρίβειας στήν πίστη καί στά Μυστήρια, ἀφοῦ μάλιστα ποτέ δέν καταργήθηκε συνοδικά ὄχι μόνον ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756, ἀλλά καί ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848.
Ἑπομένως, ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 καί τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 μόνον συνοδικά μπορεῖ νά καταργηθῆ καί μάλιστα μέ σαφέστατες θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Ὅμως, δέν τέθηκε στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί φυσικά δέν πρέπει νά παραθεωρηθῆ ἐμμέσως καί μυστικῶς.
Στό κείμενό μου αὐτό προτίμησα νά ἀναφερθῶ σέ δύο σημαίνοντας Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τό θέμα αὐτό καί ὡς πρός τήν θεωρία καί ὡς πρός τήν πρακτική του ἐφαρμογή. Καί αὐτό δείχνει τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος, τό ὁποῖο δέν λύνεται μέ ἀκαδημαϊκές μελέτες ἐπιστημόνων καί ἐπιλεκτικές ἀναφορές, ἀλλά μέ συνοδικές πράξεις καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.–
ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (2016)
- Προβολές: 6264