Ὁμιλία Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: “Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ὡς Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη”
Ὁ ΜητροπολίτηςΝαυπάκτου καὶ Ἁγίου ΒλασίουἹ ε ρ ό θ ε ο ς |
(Ὁμιλία κατά τήν ἀνακήρυξη σέ ἐπίτιμο Διδάκτορα τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, τήν 13η Μαΐου 2016)
Ἡ ὁμιλία σὲ ἀρχεῖο pdf: «Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὡς ἰατρική ἐπιστήμη»
Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω θερμότατα τόν Πρύτανη κ. Γεώργιο Καψάλη γιά τό ἐνδιαφέρον του γιά τό πρόσωπό μου, τόν Ἀντιπρύτανη κ. Ἀνδρέα Φωτόπουλο, πού εἰσηγήθηκε τήν πρόταση στό Τμῆμα Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, γιά τήν ἀναγόρευσή μου καί τήν παρουσίαση, ἀλλά καί ὅλα τά μέλη τῆς Σχολῆς πού ὁμοφώνως τήν ἀποδέχθηκαν, τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος καί σεβαστό σέ ὅλους μας κ. Ἱερώνυμο, πού μοῦ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη ἐδῶ καί τριάντα χρόνια καί τιμᾶ τήν ἐκδήλωση αὐτή μέ τήν ὑψηλή παρουσία του, παρά τίς πολλές εὐθύνες πού ἔχει, τούς Σεβ. Μητροπολίτες, ἐξαιρέτως τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κ. Μάξιμο, τά μέλη τῆς Ἀκαδημαϊκῆς Κοινότητας, τόν Περιφερειάρχη τῆς Ἠπείρου κ. Ἀλέξανδρο Καχριμάνη, τόν Δήμαρχο Ἰωαννίνων κ. Θωμᾶ Μπέγκα καί ὅλους τούς παρόντες πού μέ τιμοῦν μέ τήν παρουσία τους.
Αἰσθάνομαι ὅτι πρέπει νά ἐκφωνήσω λόγο κατάλληλο γιά τήν παροῦσα περίσταση. Ἡ παρουσία μου μεταξύ τόσων ἐκλεκτῶν ἐπιστημόνων τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, μοῦ προκαλεῖ ἀναστολή καί δισταγμό. Τί θά μποροῦσα νά προσφέρω στήν παροῦσα ἐκλεκτή ὁμήγυρη πού νά προσεγγίζη τήν πραγματικότητα;
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὅλο τό ἔργο, προφορικό καί γραπτό, πού ἀνέπτυξα ὅλα τά χρόνια τῆς δραστηριότητός μου εἶναι θεολογικό καί συγχρόνως ἰατρικό, δηλαδή συνέδεσα στενότατα τήν θεολογία μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη.
Πρῶτον, γιατί ἡ θεολογία, ὅπως ἔλεγε ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τοῦ ὁποίου τήν πνευματική κληρονομιά ἀκολουθῶ, δέν εἶναι μεταφυσική οὔτε μπορεῖ νά συμπεριληφθῆ στίς θεωρητικές ἐπιστῆμες, ἀλλά στίς πρακτικές, κυρίως στήν Ἰατρική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι φιλοσοφία ἤ θρησκεία, ἀλλά Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν τετραυματισμένο ψυχικά ἄνθρωπο καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ διευθυντής τῆς πνευματικῆς Κλινικῆς.
Δεύτερον, γιατί ἀσχολήθηκα ἐπισταμένως μέ τά σύγχρονα βιοηθικά ζητήματα, ἐπειδή δίδαξα τήν βιοηθική στό Πανεπιστήμιο τοῦ Λιβάνου καί κλήθηκα νά ὁμιλήσω σέ πολυπληθῆ ἀκροατήρια ἐπιστημονικά, ἀκόμη καί σέ ἰατρικά Συνέδρια στήν Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό. Ὅμως, διέγνωσα ὅτι δέν θά μποροῦσα νά ὁμιλήσω γιά βιοηθικά ζητήματα, ἐάν δέν κατεῖχα στοιχειώδεις γνώσεις βιολογίας καί κυρίως τῆς μοριακῆς βιολογίας. Ἔτσι, μελέτησα πολλά ἰατρικά συγγράμματα μέ τόν ζῆλο ἑνός φιλοτίμου φοιτητοῦ τῆς Ἰατρικῆς καί διαπίστωσα ὅτι ἡ συνδέεται ἡ σύγχρονη μοριακή βιολογία μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία.
Τρίτον, γιατί ἀσχολήθηκα μέ τήν νηπτική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἀπεκάλεσα «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» καί ὁ ὅρος αὐτός ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τήν Ἀμερικανική Ψυχολογική Ἑταιρεία, ἐπειδή ἐκφράζει μιά μέθοδο, κατ' αὐτούς, θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν μέθοδος θεραπείας τῶν πνευματικῶν νοσημάτων τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, πράγμα πού δημιουργεῖ ἔντονα προβλήματα, γι' αὐτό ἐπιδόθηκα στήν μελέτη τῆς ψυχολογίας καί ἐξέτασα πῶς ἡ ψυχολογία κατ' ἀρχάς συνδεόταν μέ τήν φιλοσοφία καί στήν συνέχεια συνδέθηκε μέ τήν νευροεπιστήμη. Ἡ δέ ὀρθόδοξη θεολογία ἀναφέρεται στήν θεραπεία τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου πού κινεῖται κάτω ἀπό τήν λογική καί τήν συνείδηση.
Μερικά ἀπό τά πορίσματα αὐτῶν τῶν ἐρευνῶν μου θά ἐκθέσω στήν συνέχεια.
1. Θεολογία καί ἰατρική ἐπιστήμη
Τό θέμα περί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει ψυχή καί σῶμα, ἀπησχόλησε πολύ τήν θεολογία καί τήν ἐπιστήμη. Τά ἐρωτήματαπού τέθηκαν εἶναι: Τί εἶναι ζωή, ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς, ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ζωῆς στόν ἄνθρωπο καί στά ἄλογα ζῶα, ὅπως καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν καί τῆς ἄψυχης ὕλης.
Εἶναι φυσικό ὅτι δόθηκαν πολλές ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά, ἀπό τούς φυσικαλιστές, τούς βιταλιστές καί τούς ὀργανικιστές.
Πολλοί βιολόγοι καί γενετιστές καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τίς λεγόμενες ἐναλλακτικές θεραπεῖες κάνουν λόγο γιά τήν λεγομένη Vis Vitalis ἤ ζωτική ἐνέργεια ἤ ζωϊκή ἐνέργεια, καθώς ἐπίσης οἱ βιταλιστές κάνουν λόγο γιά αἰθερική ἐνέργεια ἤ βιοενέργεια.
Ὁ βιταλισμός εἶναι ἡ θεωρία ἐκείνη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ ζωή καί οἱ ζωϊκές λειτουργίες εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἰδιαίτερης καί ἄϋλης δύναμης (τῆς vis vitalis, ζωτικῆς δύναμης) πού βρίσκεται καί δρᾶ μέσα στούς ὀργανισμούς. Ἡ vis vitalis εἶναι βιολογική καί ταυτόχρονα ψυχική δύναμη (ψυχοβιταλισμός), πού ἀπορρέει ἀπό μιά ψυχική οὐσία… Ἀπό μερικούς ἡ ζωτική δύναμη θεωρεῖται θεϊκῆς προέλευσης, κάτι πού ἐμφυτεύεται στούς ὀργανισμούς ἀπό μιά ὑπερβατική ζωτική ἀρχή, πού δέν εἶναι παρά ὁ θεός (ὑπερβατικός βιταλισμός)». Στήν οὐσία ὁ βιταλισμός «εἶναι ἕνα εἶδος "βιολογικοῦ ἰδεαλισμοῦ", ἀφοῦ μιλᾶ γιά μή ὑλικές καί μή φυσικές βιολογικές δυνάμεις πού ὑπηρετοῦν ὁρισμένους σκοπούς, κινοῦνται τελολογικά καί ἔχουν τοποθετηθεῖ στούς ὀργανισμούς ἀπό κάποιον Θεό. Ὁ βιταλισμός θέλησε νά μᾶς προστατέψει ἀπό τόν βιολογικό ὑλισμό».
Γενικά, πολλοί βιολόγοι καί γενετιστές πού διακρίνονται γιά τόν ἀγνωστικισμό ἤ τόν δεϊσμό κάνουν λόγο γιά μιά ζωτική δύναμη καί ἐνέργεια πού ὑπάρχει μέσα στόν ὀργανισμό, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν κτίση, πού «δέν εἶναι ἰδιότητα τῆς ἀνόργανης ὕλης, οὔτε ἀποτέλεσμα μηχανιστικῶν ἤ χημικῶν μεταβολῶν». Καί σ’ αὐτήν τήν ζωτική ἐνέργεια ὀφείλεται τό φαινόμενο τῆς ζωῆς.
Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι τί εἶναι αὐτή ἡ ζωτική ἐνέργεια, ἀπό ποῦ προέρχεται καί τελικά ποῦ ἐντοπίζουν τήν ζωή καί πῶς τήν ὁριοθετοῦν. Καί εἶναι γεγονός ὅτι εἶναι δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατο, νά ὁρισθῆ ἀπό τήν ἐπιστήμη ἡ ζωή, καί νά ἐντοπισθῆ ποῦ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀρχή της. Τό μακρομόριο τοῦ DNA ἀποτελεῖται ἀπό χημικές ἑνώσεις, τά γονίδια παράγουν πρωτεΐνες πού συγκροτοῦν καί δομοῦν τό κύτταρο, ἡ βάση τῶν πρωτεϊνῶν εἶναι τά ἀμινοξέα κλπ.
Μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ DNA καί τῶν γονιδίων ἄρχισε ἡ ἐποχή τῆς «δικτατορίας» τῶν γονιδίων καί εἶχε ἀρχικά θεωρηθεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὅλο τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀργότερα ἔγινε φανερόν ὅτι τά γονίδια ὑπόκεινται καί αὐτά σέ σημαντική ἐπίδραση ἀπό τό περιβάλλον καί περάσαμε στήν ἐποχή τῆς ἐπιγενετικῆς καί ἄρχισαν νά ἀνακαλύπτωνται οἱ βιολογικοί μηχανισμοί αὐτῆς τῆς ἐπίδρασης, ὅμως τό τί εἶναι ἡ ζωή παρέμεινε ἀναπάντητο.
Ὁ Ernst Mayr ἀναλύει ὅτι ὑπῆρξαν συζητήσεις μεταξύ τῶν φυσικαλιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν «ὅτι δέν ὑπάρχει μεταφυσική συνιστῶσα τῆς ζωῆς», ἀλλά ἡ ζωή μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ «στό μοριακό ἐπίπεδο» «μέ τίς ἀρχές τῆς φυσικῆς καί τῆς χημείας», καί τῶν βιταλιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι «οἱ ζωντανοί ὀργανισμοί διαφέρουν ἀπό τήν ἀδρανῆ ὕλη ἔχοντας πολυάριθμα αὐτόνομα χαρακτηριστικά –ἰδιαίτερα τά γενετικά τους προγράμματα πού ἀπέκτησαν κατά τό παρελθόν– τά ὁποῖα εἶναι ἄγνωστα στά μή ζωντανά ὑλικά». Ὡστόσο, στήν ἐποχή μας ἀναπτύχθηκε ἡ θεωρία τοῦ ὀργανικισμοῦ, ἡ ὁποία προσέλαβε τίς καλύτερες ἀρχές ἀπό τόν φυσικαλισμό καί τόν βιταλισμό, ἀπορρίπτοντας τίς ὑπερβολές τους. Τελικά, οἱ ὀργανικιστές θεωροῦν ὅτι στούς ζωντανούς ὀργανισμούς δέν ὑπάρχει ἕνας δυϊσμός μεταξύ σώματος καί φύσεως, ἤ σώματος καί πνεύματος, ἀλλά δυϊσμός μεταξύ γονότυπου (νουκλεϊκά ὀξέα) καί φαινότυπου (πληροφορίες πού παρέχονται ἀπό τόν γονότυπο). Οἱ ὀργανικιστές ὁμιλοῦν γιά τούς ζωντανούς ὀργανισμούς πού «ἀποτελοῦν μιά ἱεραρχία ἀπό ὁλοένα καί πιό πολύπλοκα συστήματα –ἀπό μόρια, κύττταρα, ἱστούς, μέχρι ὁλόκληρους ὀργανισμούς, πληθυσμούς καί εἴδη».
Παρά ταῦτα, τό ἐρώτημα παραμένει γιά τό τί ἡ ἐπιστήμη θεωρεῖ ὡς ζωή. Δέν μπορεῖ κανείς νά δώση ἕναν ἀκριβῆ ὁρισμό γιά τήν ζωή, γι’ αὐτό καί κάνουν λόγο γιά τήν ζωτική ἐνέργεια.
Ὅπως εἶναι δύσκολο νά ἀπαντηθῆ τό ἐρώτημα τί εἶναι ἡ ζωή, ἔτσι εἶναι δύσκολη ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ θάνατος, ἤ καλύτερα τί εἶναι τό φαινόμενο τῆς γήρανσης. Μάλιστα, ἔχουν διατυπωθῆ περίπου 300 θεωρίες γιά τό φαινόμενο τῆς γήρανσης τῶν ὀργανισμῶν καί ἐξακολουθεῖ αὐτό τό γεγονός νά εἶναι αἴνιγμα γιά τούς Ἐπιστήμονες. Ἄλλες θεωρίες ὑποστήριξαν ὅτι τό φαινόμενο τῆς γήρανσης ἀφορᾶ γενετικούς παράγοντες, ἄλλες ὅτι ἀφορᾶ περιβαλλοντικούς παράγοντες καί ἄλλες κάνουν συνδυασμό μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο παραγόντων.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Αὐτός ἔδωσε τήν ζωή σέ ὅλα τά ὄντα καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν οἱ μικροί «λόγοι», δηλαδή ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού δίνει τήν ζωή σέ ὅλη τήν κτίση.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ μεγάλος ἐρευνητής βιολόγος Francis Collins ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν John Craig Venter ἔφθασαν στήν ἀποκωδικοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, καίτοι εἶχε ἀρχίσει ἀπό τόν ἀγνωστικισμό καί τήν ἀθεΐα, ἔφθασε στό συμπέρασμα νά πῆ ὅτι «ὁ Θεός τῆς Βίβλου εἶναι ἐπίσης ὁ Θεός τοῦ γονιδιώματος. Μπορεῖ νά λατρεύεται στήν Ἐκκλησία ἤ στό Ἐργαστήριο. Ἡ δημιουργία Του εἶναι μεγαλοπρεπής, ἐπιβλητική, περίπλοκη καί ὄμορφη –καί δέν μπορεῖ νά μπεῖ σέ πόλεμο μέ τόν ἑαυτό της. Μόνο ἐμεῖς οἱ ἀτελεῖς ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀνοίγουμε τέτοιες διαμάχες. Καί μόνο ἐμεῖς μποροῦμε νά τίς πάψουμε».
Ἐπί πλέον, κατά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται στενότατα μέ τό σῶμα, εἶναι ἑνιαία καί πολυδύναμη. Μέ τήν νοερή της ἐνέργεια ἔχει ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, μέ τήν λογική της ἐνέργεια ἐπικοινωνεῖ μέ τό περιβάλλον, διά τῆς λειτουργίας τοῦ ἐγκεφάλου, μέ τήν λειτουργία τῶν νευροκυττάρων, μέ τήν ἄλογη ἐνέργειά της, ἤτοι τήν γεννητική, τήν αὐξητική, τήν φυτική θρεπτική, διευθύνει ὅλο τό σῶμα, ὁπότε ἡ ψυχή «πανταχοῦ τοῦ σώματος ἐστί» καί τό ζωοποιεῖ ποικιλοτρόπως.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κάνει λόγο γιά τίς ἄκτιστες οὐσιοποιές, ζωοποιές, σοφοποιές καί θεοποιές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Μία εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετέχεται ἀναλόγως τῆς καταστάσεως τῶν κτισμάτων· ἔτσι, ὅλα τά κτίσματα μετέχουν τῆς οὐσιοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί τῆς ζωοποιοῦ, ὅπως ἡ μή ἔμβια ὕλη, ἄλλα πάλι, ὅπως τά φυτά καί τά ζῶα, μετέχουν τῆς οὐσιοποιοῦ καί τῆς ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί τῆς σοφοποιοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν καί τῶν προηγουμένων, ἀλλά καί τῆς σοφοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως τῆς θεοποιοῦ. Καί τέλος οἱ ἄγγελοι πού κράτησαν τήν τάξη τους, καί ὅσοι ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐπανῆλθαν στό ὑπερφυές ἀξίωμα, δηλαδή οἱ ἅγιοι, μετέχουν, ἐκτός τῶν προηγουμένων, καί τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας καί Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς οὐσιοποιοῦ, ζωοποιοῦ καί σοφοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτό δέν ἀρκεῖ, ἀφοῦ ἀπαιτεῖται νά μεθέξη καί τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε θά ἔχη νόημα στήν ζωή του καί θά καταξιώση τήν ὕπαρξή του. Αὐτή δέ ἡ μέθεξη τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μετέχεται ποικιλοτρόπως καί ἀναλόγως, γι' αὐτό καί λέγεται καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν καθαρίζει, φωτίζει καί θεώνει τόν ἄνθρωπο.
Ἡ διδασκαλία ἐξ ἄλλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας στόν Θεό καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος καί ἡ κτίση μετέχει, κατά διαφόρους βαθμούς, τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, εἶναι σημαντική, γιατί μᾶς βοηθᾶ νά ξεφύγουμε τόσο ἀπό τόν ἀγνωστικισμό, ὅσο καί ἀπό τόν πανθεϊσμό.
Ἐπίσης, εἶναι σημαντική, γιατί μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά κάνουμε λόγο γιά τούς πνευματικούς λόγους ἤ τούς λεγομένους «λόγους τῶν ὄντων». Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν διδασκαλία ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν κόσμο καί ἔβαλε μέσα του μερικούς νόμους καί τόν ἐγκατέλειψε, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ δεϊσμός, ἀλλά μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ὁ Θεός διευθύνει τόν κόσμο προσωπικά. Ὁ Χριστός ἔλεγε: «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄, 17) καί «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. στ΄, 26).
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κάνει εὐρύτατο λόγο γιά τούς λεγομένους λόγους τῶν ὄντων πού εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό μέσα στήν κτίση κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν ὑπάρχουν σταθερές ἀρχές, ἀλλά ἄκτιστοι λόγοι, καί ὅπου φαίνεται ὅτι ὑπάρχουν σταθερές ἀρχές, αὐτό ὀφείλεται στήν πιστότητα τῆς θείας ἐνεργείας.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική φιλοσοφία, ὅπως ἐκφραζόταν ἀπό τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, τούς Νεοπλατωνικούς καί τούς συγχρόνους ἰδεαλιστές, ἀκόμη καί τούς ὑπαρξιστές φιλοσόφους, ἀλλά συνδέεται μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ἀφοῦ κάνει λόγο γιά ἀσθένεια τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀσθένεια ἐπηρεάζει ἐν πολλοῖς καί τίς σωματικές ἀσθένειες, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος.
Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία καί τό ἔργο της ἑρμηνεύεται μέ ἰατρικούς ὅρους, ὅπως θεραπευτήριο, οἱ Κληρικοί θεωροῦνται ἰατροί ψυχῆς καί σώματος, ἡ θεολογία ἀποδίδεται ὡς ἰατρική ἐπιστήμη, ἡ ὁποία θεραπεύει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τά δόγματα καί οἱ ἱεροί Κανόνες παρουσιάζονται ὡς φάρμακα. Φυσικά, ὑπάρχουν ὅρια συγκεκριμένα μεταξύ ἰατρικῆς τῆς ψυχῆς καί ἰατρικῆς τοῦ σώματος, ὥστε νά ὑπάρχη ἀλληλοσεβασμός μεταξύ τους. Πάντως, στήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν ὑφίσταται διαφορά μεταξύ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καί φύσει θνητοῦ σώματος, ὅπως γίνεται στήν μεταφυσική φιλοσοφία, ἀλλ΄α ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, χωρίς νά ὑπάρχη μεταξύ αὐτῶν ἀπόλυτη ταυτότητα, γι' αὐτό καί δέν συγκρούεται ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ἰατρική μέ τήν σωματική ἰατρική, ἀλλά συνεργάζονται μεταξύ τους.
Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος βλέπει τίς σωματικές ἀσθένειες τοῦ ἀνθρώπου, γιά τίς ὁποῖες ἐνδιαφέρεται ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, καί ὁ ἰατρός τοῦ σώματος βλέπει ἕναν ἄρρωστο ἄνθρωπο, πού ὑποφέρει ἀπό τό σωματικό ἄλγος, ἀλλά συγχρόνως διακατέχεται ἀπό τόν ψυχολογικό, ψυχικό, ὑπαρξιακό καί πνευματικό πόνο. Ἔτσι, ὑπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ἀφοῦ καί οἱ δύο ἀσχολοῦνται μέ τήν ζωή καί τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.
2. Θεολογία καί Ἀλγονία
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ βιολογία διαιρεῖται σέ κλάδους. Ἕνας κλάδος τῆς βιολογίας εἶναι ἡ γενετική, πού εἶναι ἡ ἐπιστήμη «πού εἶναι ἀφιερωμένη στήν μελέτη τῶν γονιδίων».
Μιλώντας γιά τήν γενετική μποροῦμε νά κάνουμε μιά διάκριση γιά τούς διαφόρους τύπους γενετικῆς. Εἶναι ἡ κλασική γενετική, πού «ἀφορᾶ τήν μελέτη τῶν προτύπων κληρονομικῆς μεταβίβασης χαρακτήρων ἀπό τούς γονεῖς στούς ἀπογόνους γιά τήν ἀνάδειξη γενετικῶν ἀρχῶν καί μηχανισμῶν»· ἡ μοριακή γενετική, πού «ἀφορᾶ τήν μελέτη τῶν γονιδίων πού γίνεται στό ἐπίπεδο τῆς δομῆς καί τῆς λειτουργίας τους»· καί ἡ γενετική μηχανική πού εἶναι «ἡ τεχνική τροποποίηση τῆς γενετικῆς σύστασης ἑνός κυττάρου ἤ ὀργανισμοῦ μέ τήν μεθοδολογία τοῦ ἀνασυνδυασμένου DNA».
Εἶναι φανερό ὅτι οἱ ἐπιστήμονες ἀπό τήν γενική βιολογία προχώρησαν στήν κλασική γενετική μέ τήν ὁποία μελέτησαν τόν τρόπο μεταβίβασης τῆς κληρονομικότητας ἀπό τούς γονεῖς στούς ἀπογόνους, ταυτόχρονα προχώρησαν στήν βιοχημεία, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μέ τήν λειτουργική ἔκφραση τῶν γονιδίων πού εἶναι οἱ πρωτεΐνες καί ἔπειτα, μέ τόν συνδυασμό τῶν ἐπιτευγμάτων τους, ἀνέπτυξαν τήν γενετική μηχανική, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν τήν σύγχρονη τεχνολογία γιά νά μελετήσουν καλύτερα τήν γενετική σύσταση τοῦ κυττάρου καί νά ἐπιτύχουν τήν τροποποίησή της.
Σήμερα ἡ βιολογία συνδέεται στενά μέ τήν γενετική καί τήν τεχνολογία, γι' αὐτό μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά μοριακή βιολογία καί γιά γενετική μηχανική.
Παρατηρεῖ κανείς μερικά βασικά στάδια ἐξέλιξης τῆς σύγχρονης βιολογίας. Πρόκειται γιά ἱστορικές ἐπαναστάσεις στήν σύγχρονη βιολογία, ὅπως ἀναλύονται ἀπό τόν Καθηγητή Βιολογίας στό Πανεπιστήμιο Κρήτης Νικόλαο Μοσχονᾶ.
Ἡ πρώτη «ἐπανάσταση» στήν σύγχρονη Βιολογία ξεκίνησε ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1950. Πρόκειται γιά τήν διαλεύκανση τοῦ DNA, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἄνθρακα, ὀξυγόνο, ὑδρογόνο, ἄζωτο καί φώσφορο. Σημαντικό ρόλο σέ αὐτήν τήν διαλεύκανση ἔπαιξαν δύο ἐπιστήμονες, ὁ J. Watson καί ὁ F. Crick. Σέ αὐτήν τήν ἐπανάσταση κατατάσσεται ὁ τρόπος μεταφράσεως τῆς γενετικῆς πληροφορίας καί ἡ μεταφορά τῆς γενετικῆς πληροφορίας ἀπό τό DNA στό RNA καί ἀπό τό RNA στίς πρωτεΐνες.
Ἡ δεύτερη «ἐπανάσταση» σημειώθηκε τήν δεκαετία τοῦ 1970 καί συνδέεται μέ τόν ἀνασυνδυασμό τοῦ DNA. Μέ εἰδική μέθοδο ἀπομονώνονται τμήματα τοῦ DNA, καί μέ τήν βοήθεια τῶν βακτηριδίων-ξενιστῶν τά πολλαπλασιάζονται σέ μεγάλες ποσότητες. Μέ τόν τρόπο αὐτό προσδιορίζονται μερικά γονίδια πού ὑπάρχουν στό γονιδίωμα καί ἐξετάζεται ἡ πρωτογενής δομή καί ἡ ὀργάνωση ὁρισμένων ἀπό αὐτά.
Ἡ τρίτη «ἐπανάσταση» στήν σύγχρονη βιολογία παρατηρήθηκε τήν δεκαετία τοῦ 1980 καί προσεγγίζονται τά γενετικά ὑλικά στήν ὁλότητά τους, ὥστε μελετᾶται ὁ «συσχετισμός τῶν γονιδίων μέ τίς ἀσθένειες, τήν δομή τους, τήν λειτουργία τους, καί τό πῶς οἱ πρωτεΐνες, τά παράγωγα τῶν γονιδίων, ἀλληλεπιδροῦν μεταξύ τους». Μέ τήν βοήθεια τῆς τεχνολογίας προχώρησαν σημαντικά, μελετήθηκε τό γονιδίωμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπιτεύχθηκε πρόσφατα στήν χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος. Ἔκτοτε, μέ ραγδαίους καί ἰλιγγιώδεις ρυθμούς, ἐξελίσσονται οἱ ἐπιστῆμες τῆς βιολογίας, τῆς γενετικῆς, τῆς γονιδιωματικῆς, τῆς ἐπιγενετικῆς, τῆς πρωτεομικῆς, τῆς μεταβολομικῆς, τῆς συγκριτικῆς γονιδιωματικῆς, τῆς μεταγονιδιωματικῆς, τῆς βιοπληροφορικῆς.
Εἶναι φανερόν ὅτι ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία ἀναπτύχθηκε ἡ ἐπιστήμη τῆς μοριακῆς γενετικῆς-βιολογίας καί τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, μέ διάφορες συνέπειες στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ περιβάλλοντος. Ἀπό τήν βιομηχανική ἐποχή περάσαμε στήν βιοτεχνολογική ἐποχή. Ἡ πρώτη εἶχε ὡς κέντρο τήν φωτιά καί ἡ δεύτερη ἔχει ὡς κέντρο τήν σύγχρονη τεχνολογία - ὑπολογιστή.
Ἐδῶ πρέπει νά ὑπενθυμίσω ὅτι ἀπό τήν ἀρχαιότητα, ἰδίως κατά τόν Μεσαίωνα, ἀναπτύχθηκε ἡ ἀλχημεία, ἡ ὁποία ἦταν μιά «γενικωτέρα φυσική φιλοσοφία», ἡ ὁποία εἶχε ὡς νόμο ὅτι ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή καί ἡ λειτουργία τῶν διαφόρων εἰδῶν τῆς κτίσεως, ἀπό τά οὐράνια σώματα μέχρι τίς διάφορες οὐσίες καί ἀπό τόν ἄνθρωπο μέχρι τά φυτά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνάλογη σέ κάθε εἶδος ἐπιρροή ἀπό ἕνα «ζωτικό ρευστό»· ἔτσι, παρατηρεῖται μιά διατάραξη τῆς ἰσορροπίας μεταξύ τῶν εἰδῶν ἀπό τήν ἐπίδραση ἄλλων εἰδῶν.
Οι ἀλχημιστές, μεταξύ τῶν ἄλλων, προσπαθοῦσαν νά μεταβάλλουν διάφορα ἀγενῆ μέταλλα (μόλυβδος) σέ εὐγενῆ (χρυσός), διότι εἶχαν τήν ἄποψη ὅτι ὅλα τά μέταλλα ἀνῆκαν σέ ἕνα εἶδος· ἔτσι, ἀναζητοῦσαν μιά οὐσία ἡ ὁποία θά ἐπέφερε ἀλλοιώσεις στά ἀγενῆ μέταλλα καί θά τά μεταμόρφωνε σέ εὐγενῆ καί αὐτήν τήν οὐσία τήν ὀνόμαζαν «φιλοσοφική λίθο». Ἀκόμη, προσπαθοῦσαν νά βροῦν μιά ἀντίστοιχη οὐσία γιά τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ὥστε νά παρατείνουν τόν ἀνθρώπινο βίο, τήν ὁποία οὐσία ὀνόμαζαν «ἐλιξήριον τῆς μακροζωΐας».
Σέ ὅλη αὐτήν τήν προσπάθεια οἱ ἀλχημιστές ἔκαναν διάφορα πειράματα, ἀλλά μερικοί ἀπό αὐτούς χρησιμοποιοῦσαν καί τήν μαγεία. Ὁπότε, ἡ ἀλχημεία ἦταν μιά τάση πού εἶχε στοιχεῖα ἐπιστημονικά, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διακρινόταν γιά μιά ἰδιαίτερη φιλοσοφική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς καί ἀκόμη εἶχε διάφορες μαγικές ἐκδηλώσεις.
Ἑπομένως, ἡ Ἀλχημεία παρατηρήθηκε στόν Μεσαίωνα καί στήν συνέχεια κατά τήν Βιομηχανική περίοδο τῆς ἀνθρωπότητος, ὅταν οἱ ἀλχημιστές προσπαθοῦσαν νά μετατρέψουν τόν μόλυβδο σέ χρυσάφι.
Τό φαινόμενο τῆς Ἀλχημείας πού εἶχε εὐρύτατη διάδοση κατά τήν Βιομηχανική περίοδο, παρατηρεῖται καί σήμερα κατά τήν περίοδο τῆς Βιοτεχνολογίας, μέ ἄλλη μορφή, ὡς Ἀλ-γονία.
Ὁ ὅρος Ἀλ-γονία χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν βιολόγο δρ. Τζόσουα Λάντεμπεργκ πού βραβεύθηκε μέ τό Νόμπελ, ἀλλά ὁ Ρίφκιν ἦταν ἐκεῖνος πού ἀνέπτυξε περισσότερο αὐτόν τόν ὅρο σέ ἀντιστοιχία μέ τόν ὅρο πού εἴδαμε προηγουμένως ἀλ-χημεία καί ἔδωσε τό περιεχόμενό του.
Σύμφωνα μέ τόν Ρίφκιν, «Ἀλ-γονεία σημαίνει τό ν’ ἀλλάξεις τήν οὐσία ἑνός ζωντανοῦ ὄντος. Οἱ τέχνες τῆς ἀλ-γονείας ἀφιερώνονται στήν "βελτίωση" τῶν ὑπαρχόντων ὀργανισμῶν καί στόν ἐξ ὁλοκλήρου σχεδιασμό νέων ὀργανισμῶν μέ πρόθεση νά "τελειοποιήσουν" τίς ἐπιδόσεις τους. Ὅμως ἀλ-γονεία σημαίνει κάτι περισσότερο. Σημαίνει τήν προσπάθεια τῆς ἀνθρωπότητας νά δώσει μεταφυσικό νόημα στήν ἀναδυόμενη τεχνολογική της σχέση μέ τή φύση. Ἀλ-γονεία εἶναι ἕνας τρόπος νά σκεπτόμαστε γιά τή φύση, καί αὐτός ὁ νέος τρόπος σκέψης εἶναι πού ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν ἑπόμενη ἱστορική ἐποχή».
Ὅ,τι παρατηρήθηκε μέ τήν μέθοδο τῆς Ἀλχημείας, δηλαδή ἡ προσπάθεια μετατροπῆς τοῦ μολύβδου σέ χρυσό, ἐπιδιώκεται καί σήμερα μέ τήν μετατροπή τοῦ γονιδίου σέ «χρυσό».
Γενικά, οἱ σύγχρονες ἐπιστημονικές ἔρευνες, στήν πραγματικότητα ἐκλαμβάνουν ὅτι τά γονίδια εἶναι ὁ «πράσινος χρυσός» τῆς βιοτεχνολογικῆς ἐποχῆς.
Ὁ Καθηγητής βιολογίας Τόμας Ἄισνερ γράφει ὅτι μέ τίς σύγχρονες προόδους τῆς γενετικῆς μηχανικῆς ἕνα βιολογικό εἶδος «πρέπει νά θεωρεῖται σάν μιά ἀποθήκη γονιδίων πού εἶναι δυνητικά μεταθέσιμα. Ἕνα εἶδος δέν εἶναι ἕνας ἄκαμπτος τόμος τῆς βιβλιοθήκης τῆς φύσης. Εἶναι ἐπίσης ἕνα βιβλίο μέ κινητά φύλλα τοῦ ὁποίου οἱ ξεχωριστές σελίδες, τά γονίδια, θά ἔπρεπε νά εἶναι διαθέσιμα γιά ἐπιλεκτική μεταφορά καί τροποποίηση ἄλλων εἰδῶν».
Σύμφωνα μέ τούς ἀλγονιστές, τό DNA μπορεῖ νά ἀποσπασθῆ, «νά ἀνασυνδυασθεῖ καί νά προγραμματιστεῖ σ’ ἕναν ἀτέλειωτο ἀριθμό συνδυασμῶν, μέσω μιᾶς σειρᾶς ἐπεξεργασμένων ἐργαστηριακῶν διαδικασιῶν. Κατασκευάζοντας βιολογικό ὑλικό, οἱ ἀλγονιστές μποροῦν νά δημιουργήσουν "ἀπομιμήσεις" τῶν ὑπαρχόντων βιολογικῶν ὀργανισμῶν, πού, σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού σκέπτονται, εἶναι ἀνώτερης φύσης ἀπό τούς αὐθεντικούς ὀργανισμούς πού ἀντιγράφουν». «Ὁ τελικός σκοπός τοῦ ὁπαδοῦ τῆς ἀλ-γονείας εἶναι νά κατασκευάσει τόν τέλειο ὀργανισμό». Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι «ἡ ἀλ-γονεία εἶναι καί φιλοσοφία καί διαδικασία. Εἶναι ἕνας τρόπος πρόσληψης τῆς φύσης καί ἕνας τρόπος δράσης πάνω στή φύση, ταυτόχρονα».
Βέβαια, πολλοί βλέπουν σέ αὐτήν τήν προσπάθεια, ἐκτός ἀπό τά θετικά στοιχεῖα, καί ἕναν μεγάλο κίνδυνο, δηλαδή τό τίμημα πού θά ἀναγκασθοῦμε νά πληρώσουμε γιά τήν ἀποδιοργάνωση καί τήν καταστροφή πού μπορεῖ νά ξεσπάση στά οἰκοσυστήματα καί τά κοινωνικά συστήματα πού στηρίζουν τήν ζωή.
Οἱ βιολόγοι ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀγνωστικιστές προκειμένου νά προσδιορίσουν τήν ἀρχή τῆς ζωῆς κάνουν λόγο γιά ἕνα πρωτοκύτταρο, ἀπό τό ὁποῖο δημιουργήθηκαν ὅλα τά ἑπόμενα κύτταρα, οἱ ἱστοί, τά ὄργανα, οἱ ὀργανισμοί, ἡ ποικιλομορφία τῶν εἰδῶν καί ὅλος αὐτός ὁ αἰσθητός κόσμος. Πολλοί ἀπό αὐτούς κάνουν λόγο γιά μιά τυχαία ἐξέλιξη στήν δημιουργία.
Ἄν καί διαπιστώνεται ἀπό τούς ἐπιστήμονας ὅτι δέν γνωρίζουν ἀκόμη πῶς ἐξελίχθηκε ἡ ζωή καί πῶς δημιουργήθηκαν τά εἴδη, ἐν τούτοις κάνουν λόγο γιά τήν γένεση πρίν ἀπό 3,5 καί πέρα δισεκατομμύρια χρόνια ἑνός «πρωτοκύτταρου». Αὐτό τό «πρωτοκύτταρο» ἐμφανίσθηκε στίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού ἡ γῆ ἦταν παγωμένη, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶχε φωτεινότητα κατά 30% λιγότερη ἀπό τήν σημερινή. Αὐτό τό «πρωτοκύτταρο» «σύμφωνα μέ τίς ἰσχύουσες ἐνδείξεις, δέν ἔφερε DNA, ἀλλά RNA». Τό DNA, ὡς δίκλωνο, εἶναι «πιό σταθερό χημικά καί μπορεῖ νά αὐτοπεριορίζει τόν ἀριθμό τῶν ἀντιγράφων του», ἐνῶ τό RNA πού ἔχει μία ἁλυσίδα ἀντί γιά δύο πού ἔχει τό DNA, ἔχει μεγάλο μεταλλακτικό ρυθμό. Φαίνεται ὅτι μερικοί ἐπιστήμονες θεωροῦν ὅτι τό RNA καί ὄχι τό DNA ἦταν τό ἀρχικό μόριο πού ἐναποθήκευσε «τήν γενετική ταυτότητα ἑνός κυττάρου ἤ ἑνός ὀργανισμοῦ».
Ὅμως τίθενται καί τά ἐρωτήματα: «Πῶς καί πότε τό RNA ἐξελίχθηκε σέ DNA; Θά εἶχε ἐμφανισθεῖ ἡ ζωή στήν Γῆ καί θά ἐπιβίωνε ἄν τό πρωτοκύτταρο βασιζόταν στό DNA;». «Εἶχε τό πρωτοκύτταρο DNA; Θά ἐπιβίωνε τότε στίς συνθῆκες μιᾶς παγωμένης γῆς;». Καί ἐπειδή οἱ ἰοί, ὅπως π.χ. ὁ ἰός τῆς γρίπης καί τοῦ AIDS, ἔχουν RNA καί μεταβαίνουν ἀπό τό RNA, πού βρίσκεται στό κυτταρόπλασμα, στό χρωματικό DNA πού βρίσκεται στόν πυρήνα τοῦ κυττάρου, τότε «μήπως οἱ ἰοί ἦταν ἐκεῖνοι πού μᾶς "χάρισαν" τήν διπλῆ ἕλικα;». Μήπως, δηλαδή, «εἴμαστε ὅλοι ἀπόγονοι ἰῶν;». Ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τούς ἐπιστήμονες.
Ὅμως στήν Ὀρθόδοξη θεολογία πιστεύουμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν γνωστή φράση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου «Ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα». Ἐπίσης, εἶναι βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης καί τόν διευθύνει ὁ Θεός μέ τήν ἄκτιστη πρόνοιά Του. Πρόκειται γιά τά δύο βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν δημιουργία, ἤτοι τήν ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης δημιουργία τῆς κτίσεως καί τήν διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ διεύθυνση τοῦ κόσμου. Στήν συνέχεια κάθε νέα δημιουργία, κάθε σύλληψη ἑνός ἐμβρύου, γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀπό τό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχει ἤδη ἡ οὐσιοποιός καί ζωοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Πάντως, στά γονίδια ὑπάρχει ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, οἱ «λόγοι τῶν ὄντων», γι' αὐτό μποροῦν νά συζητοῦν οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι μέ τούς γενετιστές.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά παρατεθῆ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου πού νομίζω εἶναι χαρακτηριστική.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό ἔργο του «Ἀπολογητικός περί τῆς ἑξαημέρου», πού γράφηκε κατά παράκληση του ἀδελφοῦ του Πέτρου γιά νά ἐπεξηγήση ὡρισμένες ἀπόψεις τοῦ Μ. Βασιλείου στήν ἑρμηνεία του στήν Ἑξαήμερο, ἀναπτύσσει μερικές ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις.
Στήν ἀρχή τοῦ ἔργου του θεωρεῖ ὅτι ὅσα γράφει σέ σχέση μέ ὅσα ἔγραψε ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι σχολικά γυμνάσματα καί ὅτι δέν δογματίζει γιά νά μή δώση ἀφορμή σέ μερικούς νά διαβάλλουν.
Ἀναφερόμενος στήν οὐσία τῶν ὄντων καί τήν ὕλη καί μάλιστα ἀπό τό ποῦ καί πῶς προῆλθε, γράφει ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι σχετικές μέ τήν κτίση, ἤτοι τό θέλημα, ἡ δύναμη καί ἡ οὐσία τῶν ὄντων, νοοῦνται μαζί, διότι δέν θεωροῦμε ἀδύνατη τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἄσοφη τήν δύναμή Του.
Στό ἔργο του αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀπορρίπτει, ὅπως τό κάνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, τήν αὐτόματη δημιουργία τοῦ κόσμου, γιατί ὅλα ἔγιναν μέ τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί προῆλθαν ἐκ τοῦ μή ὄντος. Τά πάντα δημιουργήθηκαν «οὐκ αὐτομάτῳ τινί συντυχία, κατά τινα ἄτακτον καί τυχαίαν φοράν».
Ἐκτός ἀπό τήν ἀρχή τῆς μή «αὐτομάτου συντυχίας» γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο γιά τήν «ἀθρόαν καταβολήν». Ἔτσι ἐξηγεῖ τόν λόγο τοῦ Μωϋσέως «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν». Γράφει: «Ἡ οὖν ἀθρόα τῶν ὄντων παρά τῆς ἀφράστου δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καταβολή ἀρχή παρά τοῦ Μωϋσέως, ἤγουν "κεφάλαιον" κατενομάσθη». Ἡ σύσταση τῶν ὄντων ἔγινεν ἀθρόως: «Ὅτι ἀθρόον τῆς τῶν ὄντων συστάσεως…».
Μιά ἄλλη βασική ἀρχή πού συνδέεται μέ τό προηγούμενο εἶναι ὅτι στήν κτίση ὑπάρχει ὁ λεγόμενος «ἐγκείμενος τῆς κτίσεως λόγος». Ἀκόμη καί ὅταν δημιουργήθηκε τό σύμπαν, πρίν ἐμφανισθῆ κάθε μέρος, ὅλο τό σύμπαν βρισκόταν στό σκοτάδι, γιατί «οὕπω γάρ ἐξεφάνη τοῦ πυρός ἡ αὐγή ὑποκεκρυμμένη τοῖς μορίοις τῆς ὕλης» καί ἔτσι ὅλα ἦταν ἀόρατα, ἀφανῆ καί ἀνακατεμμένα. Ὅταν ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή γιά τήν γένεση τοῦ κόσμου, τότε αὐτό τό πῦρ πού ἐπισκιαζόταν ἀπό τά μόρια τῆς ὕλης ἐπρόβαλε καί ἀμέσως «τῷ φωτί τά πάντα περιηυγάζετο».
Μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο γιά τόν «ἐγκείμενον τῆς κτίσεως λόγον». Σέ κάθε ὄν ἐνυπάρχει κάποιος σοφός καί τεχνικός λόγος, ἔστω κι ἄν ἐμεῖς δέν τόν βλέπουμε· ἔτσι, «πᾶν τό γινόμενον, λόγῳ γίνεται» καί τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεόν δέν νοεῖται «ἄλογον τι καί συντυχικόν καί αὐτόματον». Ὅταν ὁ Θεός εἶπε «γεννηθήτω φῶς», ἑρμηνεύεται ὅτι αὐτό ἀναφέρεται «εἰς τόν ἐγκείμενον τῆς κτίσεως λόγον».
Αὐτός ὁ λόγος πού ἐνυπάρχει σέ ὅλα τά ὄντα χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης «οἰωνεί σπερματική δύναμις». Πρόκειται γιά τήν πρώτη ὁρμή τοῦ Θεοῦ πρός δημιουργία, πού ὑπῆρχε «δυνάμει» στήν κτίση, ὄχι ὅμως καί ἐνεργείᾳ, διότι ἡ γῆ ἦταν ἀκόμη ἀόρατη καί ἀκατασκεύαστη. Ἡ ἀριστοτελική ἀρχή τοῦ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης γιά νά ἑρμηνεύση τό πῶς δημιουργήθηκε ἡ κτίση. Αὐτή ἡ σπερματική δύναμη στά ὄντα, τήν ὁποία ἔβαλε ὁ Θεός, ἐνεργοποιήθηκε μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου Του. Γράφει: «τῇ μέν δυνάμει τά πάντα ἦν ἐν πρώτῃ τοῦ Θεοῦ περί τήν κτίσιν ὁρμῇ, οἰονεί σπερματικῆς τινος δυνάμεως πρός τήν τοῦ παντός γένεσιν καταβληθείσης, ἐνεργείᾳ δέ τά καθ' ἕκαστον οὕπω ἦν» · ἔτσι, τά διάφορα εἴδη τῶν ὄντων ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς σπερματικῆς δυνάμεως καί τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀρχή ὁ Θεός δημιούργησε τήν ἄμορφη ὕλη πού δέν ἦταν ἄκτιστη καί στήν συνέχεια μέ τόν δημιουργικό Του λόγο δημιούργησε τίς ποιότητες καί ἔτσι δημιουργήθηκαν τά ἐπί μέρους εἴδη.
Μέ αὐτήν τήν δύναμη καί σοφία πού καταβλήθηκαν στήν κτίση γιά τήν τελείωση κάθε μορίου τοῦ κόσμου, «εἱρμός τις ἀναγκαῖος κατά τινα τάξιν ἐπηκολούθησεν». Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ὅλα ἔχουν προκατανοηθῆ ἀπό τήν σοφία τοῦ Θεοῦ «τά διά τινος ἀναγκαίας τάξεως κατά τό ἀκόλουθον ἐκβησόμενα».
Γίνεται φανερό ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου «ἐν ἀρχῇ» καί ἡ ἐπί μέρους δημιουργία τῶν ὄντων, ἤτοι τό δυνάμει καί ἐνεργείᾳ, ἡ ἄμορφος ὕλη, τά μόρια καί ἡ ἐξέλιξή τους, οἱ ποιότητες ἔγιναν μέ τήν προσωπική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τόν δημιουργικό Του λόγο, πού εἰσῆλθε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἀθρόως στήν οὐσία τῶν ὄντων. Ἀπό ἐκεῖ μέ τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προῆλθε αὐτή ἡ ὁρμή καί τό φῶς πού περιέλουσε τήν κτίση καί δημιούργησε τίς ποιότητες τῶν εἰδῶν. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐπιστήμη διερευνᾶ τήν κτίση, τά ὄντα, καί ἡ θεολογία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν Θεό. Τότε δέν συγκρούονται.
3. Θεολογία καί γνωσιακή νευροεπιστήμη
Στίς ἡμέρες μας γίνεται εὐρύτατος λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ βιολογίας καί ψυχολογίας. Ἄλλοτε ξεχωρίζονται αὐτές οἱ δύο ἐπιστῆμες καί ἄλλοτε συνδέονται μεταξύ τους. Ὅταν ἡ ψυχολογία θεωρῆται ὡς μία αὐτόνομη ἐπιστήμη, κάνουμε λόγο γιά ψυχολογισμό, καί ὅταν ἡ βιολογία ἀντιμετωπίζεται καί ἐκφράζεται αὐτόνομα, τότε ὁμιλοῦμε γιά βιολογισμό. Μάλιστα δέ παρατηροῦνται ποικιλότροπες ἀναλύσεις μεταξύ τῶν ἐπιστημόνων γιά τά θέματα αὐτά.
Ἡ ἐξέλιξη, ὅμως, καί τῶν δύο ἐπιστημῶν, ὅπως αὐτή ἔχει γίνει μέ τήν προσθήκη τῶν διαφόρων εἰδικοτήτων τῆς κάθε μιᾶς, τῶν ὁποίων μάλιστα εἰδικοτήτων τό γνωστικό ἀντικείμενο εἶναι πολλές φορές τό ἴδιο ἤ πολύ κοντινό, ἔχει κάνει ἀπαραίτητη τήν ἐπιστημονική ἔρευνα γιά τήν χρησιμοποίηση τῶν μεθόδων καί ἀποτελεσμάτων τῆς μιᾶς ἀπό τήν ἄλλη. Εἰδικότερα στήν παροῦσα δεκαετία, ἡ ὁποία ἀπό τήν UNESCO ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς ἡ "δεκαετία τοῦ ἐγκεφάλου", ἡ ἀνάγκη γιά μιά διεπιστημονική προσέγγιση στήν μελέτη τοῦ ἐγκεφάλου, τῆς συμπεριφορᾶς καί τῆς γνωστικῆς λειτουργίας γίνεται ὅλο καί περισσότερο ἔκδηλη.
Αὐτή ἡ ἀνάγκη γιά μιά διεπιστημονική προσέγγιση φαίνεται στούς νέους κλάδους πού ἀναπτύσσονται –γεγονός πού ἐπισημαίνεται καί ἀπό εἰδικούς ἐρευνητές ἐπιστήμονες– ὅπως ἡ ἐξελικτική ψυχολογία καί ἡ γνωσιακή νευροεπιστήμη, οἱ ὁποῖες προσπαθοῦν νά γεφυρώσουν τό χάσμα μεταξύ ψυχολογίας, γνωστικῆς ψυχολογίας, ἐξελικτικῆς βιολογίας καί νευροεπιστήμης.
Μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος ἡ ψυχολογία συμπορευόταν, κυρίως, μέ τήν φιλοσοφία, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχολογία νά ἐκφράζη τίς διάφορες τάσεις καί ἐκφράσεις τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν ρευμάτων. Ὅμως, στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μερικοί ψυχολόγοι, καίτοι εἶχαν σπουδάσει τήν ἰατρική, ἐν τούτοις προσπάθησαν νά ὁρίσουν τήν ψυχολογία ὡς μιά ἐπιστήμη ἀνεξάρτητη ἀπό τήν φιλοσοφία καί τήν φυσιολογία-βιολογία καί πρότειναν «μιά μεθοδολογία γιά τήν πειραματική διερεύνησή της»· ἔτσι, ἡ ψυχολογία ἀποδεσμεύθηκε τόσο ἀπό τήν φιλοσοφία ὅσο καί ἀπό τήν βιολογία καί ἐξεταζόταν ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτές. Στήν πορεία αὐτή ἀναπτύχθηκαν καί οἱ διάφορες ψυχαναλυτικές σχολές.
Στήν συνέχεια, ὅμως, ἀναπτύχθηκε ὁ λεγόμενος συμπεριφορισμός πού ἀπέβλεπε στόν ἔλεγχο τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ἀποσύνδεσή της τόσο ἀπό τά «νοητικά φαινόμενα», δηλαδή τήν νοητική διεργασία, ὅσο καί ἀπό τήν συνείδηση. Οἱ συμπεριφοριστές ψυχολόγοι προσπάθησαν νά ἐξηγήσουν μόνον τά ἐξωτερικά αἴτια πού προκαλοῦν τήν συμπεριφορά, χωρίς νά ἀσχολοῦνται μέ τά ἐσωτερικά αἴτια πού συνδέονται μέ τίς λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου. Ὁ συμπεριφορισμός ἦταν μιά ἀντίδραση στήν ψυχανάλυση.
Ἀκολούθως, παρατηρήθηκε ἡ λεγόμενη γνωσιακή ἐπανάσταση ἡ ὁποία θεωροῦσε ὅτι ἡ ψυχολογία θά μποροῦσε νά ἐρευνήση τήν λειτουργία τοῦ γνωστικοῦ συστήματος μέ τήν βοήθεια τῆς πληροφορικῆς, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς νευροεπιστῆμες. Ἡ γνωσιακή ψυχολογία θεώρησε ὅτι ἡ νόηση εἶναι μιά ὑπολογιστική διαδικασία, ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Γιά τήν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ θέματος χρησιμοποιήθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ ὑπολογιστῆ, στόν ὁποῖο διακρίνουμε τό ὑλικό στοιχεῖο ἀπό τό πρόγραμμα, δηλαδή διακρίνεται ἡ μηχανή τοῦ ὑπολογιστῆ ἀπό τό λογισμικό, δηλαδή τό πρόγραμμα πού χρησιμοποιοῦμε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο οἱ γνωσιακοί ἐπιστήμονες ψυχολόγοι θεωροῦσαν ὅτι στά νοητικά φαινόμενα μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τόν ἐγκέφαλο ἀπό τίς ὑπολογιστικές του διαδικασίες, γιατί οἱ σκέψεις εἶναι «λογικός χειρισμός συμβόλων».
Ὅμως, στίς ἡμέρες μας πολλοί ψυχολόγοι προχώρησαν πιό πέρα ἀπό τήν αὐτόνομη ψυχολογία, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναπτυχθῆ ὁ γνωστικός συμπεριφορισμός καί ἡ γνωσιακή ψυχολογία· ἔτσι, ἡ γνωσιακή ψυχολογία στρέφεται πρός τήν νευροεπιστήμη καί προσπαθεῖ νά συνδέση «τίς ἀνώτερες συμβολικές λειτουργίες τῆς νόησης μέ τίς κατώτερες ἀντιληπτικές λειτουργίες πού εἶναι κοντύτερα στό νευροφυσιολογικό ὑπόστρωμα» καί ἀναπτύσσεται ἡ λεγόμενη γνωσιακή νευροεπιστήμη.
Εἶναι ἐμφανές ὅτι σήμερα διεξάγεται μιά διεπιστημονική ἔρευνα πού συνδέει τήν γενετική, τήν ἐξελικτική καί τήν ἀναπτυξιακή ψυχολογία. Ἄλλωστε, στίς ἡμέρες μας ἡ νευροεπιστήμη ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀπεικονίση τίς γνωστικές διαδικασίες τήν ὥρα πού διαδραματίζονται. Ἔτσι, ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῆς γνωστικῆς νευροεπιστήμης συνιστᾶ τήν συνεργασία μεταξύ τῆς γνωσιακῆς ψυχολογίας καί τῆς νευροεπιστήμης. Αὐτό εἶναι ἐπανάσταση στόν χῶρο τῆς γνωσιακῆς ψυχολογίας, ἀφοῦ γίνεται ἀντιληπτό ὅτι οἱ ὑπολογιστικές λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου δέν κατανοοῦνται ἀνεξάρτητα ἀπό τό νευρολογικό ὑπόστρωμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπανάσταση στόν χῶρο τῆς νευροεπιστήμης, ἡ ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ κυτταρική προσέγγιση δέν εἶναι ἀπό μόνη της ἀρκετή γιά τήν κατανόηση τοῦ τρόπου λειτουργίας τοῦ ἐγκεφάλου.
Ἡ σύνδεση τῆς ψυχολογίας μέ τήν βιολογία δέν σημαίνει ὅτι ἡ βιολογία θέλει νά ὑποκαταστήση καί νά ἀντικαταστήση τήν ψυχολογία, ἀλλά βοηθᾶ τήν ψυχολογία στόν σχηματισμό καλύτερων ψυχολογικῶν θεωριῶν καί στήν καλύτερη κατανόηση τῶν ψυχολογικῶν φαινομένων. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μιά ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων κάθε μιᾶς ἀπό αὐτές, ὁπότε ἡ ψυχολογία θά ὠφεληθῆ ἀπό τήν μελέτη τῆς λειτουργίας τοῦ ἐγκεφάλου πού τόν ἐρευνᾶ ἡ νευροεπιστήμη, καθώς ἐπίσης θά βοηθήση τήν νευρολογία στόν τομέα τῆς παραγωγῆς καί ἐφαρμογῆς τῶν θεωριῶν της.
Αὐτή ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση καί ἀλληλοβοήθεια φαίνεται στό γεγονός ὅτι θά γίνεται καλύτερη ἀνάλυση διαφόρων φαινομένων πού ἅπτονται βιολογικῶν καί ψυχολογικῶν διεργασιῶν, ὅπως ἡ μνήμη, ἡ ἀντίληψη, ἡ γλώσσα, ὁ αὐτοματισμός, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ βούληση, ἡ ψυχονευροανοσολογία.
Μέ τίς σύγχρονες ἔρευνες ἔχει διαπιστωθῆ ὅτι μερικές ἀπό τίς διεργασίες αὐτές χρειάζονται τά πορίσματα καί τῆς ψυχολογίας καί τῆς νευροεπιστήμης. Αὐτό γιά παράδειγμα παρατηρεῖται στήν μνήμη, ἀφοῦ δέν φαίνεται νά «ὑπάρχει (μόνον) μιά συγκεκριμένη περιοχή τοῦ ἐγκεφάλου ὅπου ἀποθηκεύονται ἔννοιες», ἀλλά συγχρόνως «καί ἕνα σύμπλεγμα συστημάτων ἀλληλεπιδρᾶ καί μεταβάλλει τόν ἑαυτό του κατά τήν ἐπεξεργασία τῶν πληροφοριῶν». Τά πράγματα δέν ἐξελίσσονται μόνον βιολογικά οὔτε μόνον ψυχολογικά, ἀλλά τόσο ἡ βιολογία ὅσο καί ἡ ψυχολογία «εἶναι ἐπιστῆμες συμπληρωματικές, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται μέ διαφορετικά ἐπίπεδα ἀνάλυσης τῶν ἀνθρώπινων λειτουργιῶν καί τῆς συμπεριφορᾶς».
Αὐτή ἡ διεπιστημονική προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν προσφορά τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Βέβαια ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στήν πνευματική νοηματοδοτόση τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ἀλλ' ὅμως λόγῳ τῆς ἑνότητος ψυχῆς καί σώματος προσφέρει πολλά καί στόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Στό σημεῖο αὐτό παίζει σπουδαῖο ρόλο ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού λέγεται καί ἡσυχαστική ζωή, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἠρεμιστικά καί θεραπευτικά καί ἀποκαλεῖται ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία.
Πρόκειται γιά μιά παράδοση πού ἑνώνει δημιουργικά τήν συμπεριφοριστική, τήν γνωσιακή καί τήν ὑπαρξιακή ψυχοθεραπεία, ἀλλά καί τίς ὑπερβαίνει, γιατί πέρα τῶν ἄλλων ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό.
Θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι στήν νηπτική ἤ ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶμε ἀρκετά σημεῖα, τά ὁποῖα ἐάν γνώριζε ἡ σύγχρονη ψυχολογία-ψυχοθεραπεία θά ἀξιολογοῦσαν πολύ περισσότερο αὐτήν τήν παράδοση.
Συνοπτικῶς νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι γίνεται λόγος γιά τήν διάκριση μεταξύ λογικῆς ἐνέργειας καί νοερᾶς ἐνέργειας, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι πολύ σημαντικό, γιά τήν θεραπεία τοῦ λογιστικοῦ, ἀλλά καί τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμητικό-θυμικό), γιά τήν δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, γιά τήν φιλαυτία καί τήν ὑπέρβασή της μέ τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία κλπ. Πρόκειται γιά ἐμπειρική γνώση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποβλέπει στήν κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν κίνησιν τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς καί τήν παράλληλη θεραπεία τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν.
Πάντως, μέ τήν νηπτική αὐτή θεολογία θεραπεύονται οἱ ἀρνητικοί λογισμοί, οἱ ἐξάψεις τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς μέ ἀπώτερες συνέπειες στό σῶμα καί τίς λειτουργίες τους. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ νόημα ζωῆς, εἰρήνη ἐσωτερική, ἡσυχία τοῦ νοῦ καί τῶν αἰσθήσεων, ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ἐλευθερία πνευματική. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη καί εἰδικότερα ἡ νευροεπιστήμη δέχεται τήν εὐεργετική δράση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Ἀγαπητοί παρόντες,
Εἶμαι ἀπό τούς πρώτους φοιτητές πού ἐπέτυχαν στήν πρώτη Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, στήν Φιλοσοφική Σχολή, τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 1964-1965. Μετά τήν ἐγγραφή μου καί πρίν ἀρχίσουν παραδόσεις πού γίνονταν τότε στήν μεγάλη αἴθουσα τῆς Ζωσιμαίας Ἀκαδημίας, πληροφορήθηκα ὅτι ἐπέτυχα καί στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί προτίμησα νά σπουδάσω τήν θεολογική ἐπιστήμη τήν ὁποία ἀγαποῦσα. Πάντοτε, ὅμως, θεωροῦσα τιμή πού ἤμουν ἀπό τούς πρώτους φοιτητές αὐτοῦ τοῦ Πανεπιστημίου καί ἔκτοτε παρακολουθοῦσα τήν ἐξέλιξή του.
Ἡ ἐκμάθηση τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί ἡ ἐνασχόλησή μου μέ τά πατερικά κείμενα καί μάλιστα μέσα στήν φυσική τους θέση, πού εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ ἔδωσαν τό ἔναυσμα νά ἀσχοληθῶ καί μέ σύγχρονα φιλοσοφικά, ἐπιστημονικά, κοινωνικά, ψυχο-θεραπευτικά προβλήματα. Ἡ θεολογία δέν μέ περιόρισε σέ στεγανά θρησκευτικά διαμερίσματα, ἀλλά μοῦ ἔδωσε ἀνοίγματα στόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἄλλωστε, ἕνα ἀπό τά θέματα μέ τά ὁποῖα πρέπει νά ἀσχοληθῆ ἡ θεολογία σήμερα εἶναι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, ὄχι γιά νά συγκρουσθῆ μαζί της, ὅπως ἔγινε κατά τό παρελθόν στόν δυτικό χῶρο, ἀλλά γιά νά διαλεχθῆ μαζί της στά λεγόμενα ἀνθρωπολογικά θέματα.
Τελικά, ἡ πολυχρόνια μελέτη τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ὡς πνευματικῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, καί ὁ συνεχής διάλογός μου μέ ἐπιστημονικά ἰατρικά ζητήματα, μέ ὁδήγησαν σήμερα στήν θέση αὐτή νά μοῦ ἀπονεμηθῆ ὁ τίτλος τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. Ἔτσι, ὁ πρωτοετής φοιτητής τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων τοῦ ἔτους 1964-1965, ἀφοῦ πλοηγήθηκε στήν ὠκεανό τῆς θεολογίας καί τῆς ἐπιστήμης, φθάνει σήμερα σέ αὐτό τό Ἀνώτατο Ἵδρυμα τῆς γενέτειράς του, πού εἶναι πηγή ἀκαδημαϊκῆς σοφίας καί γνώσεως. Σέ σᾶς πού ἐπιβλέψατε σέ αὐτόν τόν κόπο μου καί τήν συγκομιδή μου εἶμαι εὐγνώμων διά βίου.
Ἐπιτρέψτε μου, ὅμως, κατά τήν παροῦσα αὐτή ἐκδήλωση νά διατυπώσω τήν ἐσωτερική μου διάθεση νά ἀφιερώσω τόσο τήν ὁμιλία μου αὐτή ὅσο καί τήν ἀναγόρευσή μου σέ Ἐπίτιμο Διδάκτορα αὐτῆς τῆς Σχολῆς στόν ἀείμνηστο Καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε μέ πάθος καί ἐπιστημονική ἀνάλυση γιά νά πείση ἐπιστήμονες, Κληρικούς, θεολόγους καί λαϊκούς ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται μέ τήν ἰατρική ἐπιστήμη καί ὄχι μέ τήν φιλοσοφία, εἶναι ἰατρική ἐπιστήμη καί θά πρέπει νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Δικαιώνεται σήμερα αὐτή ἡ πολυχρόνια ἔρευνά του ἀπό τήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. Αἰωνία του νά εἶναι ἡ μνήμη.
Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή, τήν παρουσία καί τήν προσοχή σας.
Ἐπίτιμος Καθηγητὴς Ἰατρικὴ Σχολὴ Ἰωαννίνων
- Προβολές: 5805