Μαρίας Γεωργακοπούλου: Τά Μετέωρα τῆς Δωδεκανήσου: Ἡ Παναγία Σπηλιανή
Μαρίας Γεωργακοπούλου
(Ἡ κ. Μαρία Γεωργακοπούλου εἶναι δικηγόρος Ἀθηνῶν. Ζῆ στήν Νίσυρο μέ τόν σύζυγό της, ἀξιωματικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Κατάγεται ἀπό τήν Ναύπακτο καί εἶναι ἀπόφοιτος τοῦ 1ου Γ.Ε.Λ. Ναυπάκτου)
Στό μέσο τοῦ Δωδεκανησιακοῦ συμπλέγματος, στό νοτιοανατολικό Αἰγαῖο, συναντᾶμε τό νησί Νίσυρος. Μέ ἔκταση περίπου 42 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ἐντυπωσιάζει τόν ἐπισκέπτη μέ τίς φυσικές ὀμορφιές, τήν πυκνή βλάστηση, τό ἀπίθανο σέ θέα ἡφαίστειο καί τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα, πού σάν ἀδιάψευστοι μάρτυρες διαλαλοῦν τήν ἱστορία καί τόν πολιτισμό της.
Σ’ αὐτό, λοιπόν, τό νησί βρίσκεται τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Σπηλιανῆς. Τό πρῶτο πού ἀντικρύζει ὁ ἐπισκέπτης, φθάνοντας στό νησί ἀπό τή θάλασσα, εἶναι ἡ πρωτεύουσα, τό Μανδράκι, καί στήν κορυφή του τό δεσπόζον μοναστήρι. Ἡ ἄποψη αὐτή ἀπό τό πέλαγος, ἀφήνει τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ Μονή σάν νά ἐπικάθεται, σχεδόν μετέωρα καί ἐπικίνδυνα, πάνω σέ ἀπόκρημνο βράχο. Τό ἐπιβλητικό καί μεγαλειῶδες αὐτό θέαμα, δικαιολογεῖ καί τήν ὀνομασία «Μετέωρα τῆς Δωδεκανήσου».
Τοποθεσία καί ὀνομασία τῆς Μονῆς
Ὁ βράχος ἐπί τοῦ ὁποίου εἶναι κτισμένο τό μοναστήρι, εἶναι πορώδης, ἡφαιστειακού ἱζηματογενούς πετρώματος, τοποθετημένος γεωγραφικά στό βορειοδυτικό ἀκρωτήριο τῆς νήσου καί σέ ὕψος 35 μέτρων ἀπό τή στάθμη τῆς θάλασσας. Οἱ ντόπιοι τόν ὀνομάζουν «ὀξό τῆς Παναγιᾶς».
Ἡ ἄνοδος πρός τό μοναστήρι γίνεται ἀπό τήν τοποθεσία «Λαγκάδι», ἀκολουθώντας μιά λιθόστρωτη κλίμακα μέ 130 σκαλοπάτια. Τά 81 ἀπό αὐτά εἶναι ἔξω ἀπό τό «Κάστρο», τό παλιό ἐνετικό φρούριο, τά δέ ὑπόλοιπα 49, μέσα σέ αὐτό. Ἀπό τήν ἐξωτερική αὐλή τῆς μονῆς, ὁ ἐπισκέπτης θά κατεβεῖ ἄλλα 41 σκαλοπάτια, τά 36 μέχρι τόν πρόναο καί τά ὑπόλοιπα 5 μέχρι τό ναό.
Ὁλόκληρο τό μοναστηριακό συγκρότημα, πού δεσπόζει τῆς πρωτεύουσας τοῦ νησιοῦ, προσφέρει μαγευτική θέα. Τόσο τό Μανδράκι, ὅσο καί τά γύρω μικρά νησιά, Παχειά, Περγούσσα, Κανδελιούσσα, Γυαλί, Στρογγυλή, καθώς καί ἡ Κῶς, ἀλλά καί οἱ ἀπέναντι μικρασιατικές ἀκτές, εἶναι ὁρατές ἀπό τό ὕψος τῆς μονῆς.
Ἡ ἐτυμολογία τῆς ὀνομασίας τῆς Μονῆς εἶναι προφανής. Ἐπειδή ὁ ναός εἶναι κτισμένος ἐντός σπηλαίου, γιά τό λόγο αὐτό ἔλαβε τό προσωνύμιο Σπηλιανή.
Ἵδρυση τῆς Μονῆς
Γύρω ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς ὑπάρχει ἡ ἑξῆς παράδοση:
Σέ παραλιακή ὁδό, σέ ἀπόσταση 200 μέτρα ἀπό τό χωριό Λουτρά πρός τό Μανδράκι, οἱ κάτοικοι ἔβλεπαν ἕνα μικρό φῶς νά τρεμοφέγγει κάθε βράδυ, πάνω σέ γκρεμό. Ἕνας γεωργός ξεκίνησε μιά μέρα, μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει ἀπό ποῦ προέρχεται τό φῶς αὐτό. Δέν ἄργησε νά ἀνακαλύψει μέσα σέ μιά κοιλότητα τοῦ βράχου ἕνα μικρό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Ἡ τοποθεσία αὐτή μέχρι καί σήμερα ὀνομάζεται «βρετού» δηλαδή τόπος εὑρέσεως. Μόλις ἔγινε γνωστό τό περιστατικό, ξεσηκώθηκε ὅλο τό χωριό καί μέ εὐλάβεια μετέφερε τό εἰκόνισμα στήν Ποταμίτισσα, ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ὅμως τήν ἑπομένη, μέ ἔκπληξή τους οἱ κάτοικοι ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπό τή θέση της. Λίγες μέρες μετά, ὁ κύριος τοῦ σπηλαίου, πού χρησίμευε γιά ἀχυρώνας, ἐνημέρωσε ἔντρομος τούς κατοίκους ὅτι ἡ εἰκόνα βρέθηκε πάνω σέ ἕνα δεμάτι ἄχυρα, ἐντός τοῦ σπηλαίου! Μεταφέρθηκε γιά δεύτερη φορά στήν Ποταμίτισσα, ἀλλά καί πάλι τό εἰκόνισμα βρέθηκε στή σπηλιά. Τρεῖς φορές ἐπαναλήφθηκε τό συμβάν, ὁπότε οἱ κάτοικοι κατάλαβαν ὅτι θέλημα τῆς Παναγιᾶς ἦταν νά κτισθεῖ στό σημεῖο ἐκεῖνο ναός, πού πῆρε καί τό ὄνομα Σπηλιανή.
Περιγραφή τῆς Μονῆς
Τό κτιριακό συγκρότημα ἀποτελεῖται ἀπό δυό μέρη. Τό ἐξωτερικό, ὅπου βρίσκονται οἱ βοηθητικοί χῶροι (μαγειρεῖο, ἀποθῆκες κλπ), τό κωδωνοστάσιο καί ἐννέα κελλιά, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων φιλοξενεῖ τόν Ἡγούμενο, καταλύματα γιά τίς ἐννιαμερίτισσες καί τούς προσκυνητές καί τό ἐσωτερικό, πού ἀποτελεῖ καί τό κύριο συγκρότημα.
Ἀπό τήν ἐξωτερική πόρτα τῆς μονῆς, ἕνας μακρόστενος διάδρομος ὁδηγεῖ σέ μιά εὐρεία σάλα πού καταλήγει στή βιβλιοθήκη, μέ πλούσιο ἀρχεῖο ἐγγράφων καί πλῆθος βιβλίων, χρονολογημένα καί ταξινομημένα ἀπό τό 1718, πολύτιμο θησαυρό γιά τήν ἱστορία τῆς Νισύρου καί τῆς μονῆς, καί σέ μιά ἔξοδο πρός μιά φυσική ἐξέδρα, πάνω ἀπό τήν παραλία «Χοχλάκους», ἀπό τήν ὁποία ὁ ἐπισκέπτης ἀπολαμβάνει ἕνα ἀξέχαστο ἡλιοβασίλεμα. Μόλις προχωρήσουμε λίγα βήματα ἀπό τήν ἐξωτερική πόρτα, μιά κάθοδος 17 σκαλοπατιῶν ὁδηγεῖ σέ μακρόστενο διάδρομο πού καταλήγει στό Σκευοφυλάκιο. Στή βόρεια πλευρά τοῦ διαδρόμου ἀρχίζει ἡ κάθοδος πρός τό Ναό. Ὁ ἐπισκέπτης θά κατέβει 19 σκαλοπάτια γιά νά φτάσει στόν πρόναο καί, ὡς προείπαμε, ἄλλα 5 γιά νά βρεθεῖ μέσα στόν κυρίως ναό.
Ὁ εἰσερχόμενος στό ναό ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι βρίσκεται ἐντός κατακόμβης. Ὁ ναός εἶναι ρυθμοῦ βασιλικῆς, καί στό κέντρο τῆς σκεπῆς βρίσκεται ὁ Παντοκράτωρ, εἰκόνα ἰδιαιτέρως παλαιά. Ὁ κυρίως ναός χωρίζεται ἀπό τό βῆμα μέ ξυλόγλυπτο τέμπλο, τό ὁποῖο ἀναπαριστᾶ ἀμπέλι, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου «ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος...». Τό περίτεχνο τέμπλο πλαισιώνει τίς ἐπιβλητικές παλιές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, ντυμένες μέ λεπτοσκαλισμένο ἀσήμι καί στολισμένες ἀπό πλῆθος ἀναθημάτων. Ἐπί τοῦ τέμπλου διακρίνουμε τούς Ἀποστόλους, καθέναν ἐντός ξυλόγλυπτου στεφάνου, καί πάνω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν Παναγία Μητέρα, σέ ἴδιο σχῆμα καί μέγεθος μέ αὐτό τῶν Ἀποστόλων. Στήν πλαϊνή θύρα, καί ἐντός πλαισίου ὑπάρχουν τά ψηφία « ΑΨΚΕ=1725». Προφανῶς εἶναι τό ἔτος κατασκευῆς τοῦ τέμπλου.
Προσκυνώντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ( δεξιοκρατοῦσα), ὅσοι γνωρίζουν τήν τοπική παράδοση ἀσπάζονται τό ἀριστερό χέρι τῆς Θεοτόκου, γιατί κάτω ἀπό τήν ἀσημένια ἐπένδυση πού ἔγινε τό 1785, βρίσκεται τό εἰκονισματάκι τῆς Παναγίας, τό ὁποῖο ἔγινε καί ἡ αἰτία νά χτιστεῖ τό μοναστήρι στήν τοποθεσία ἐκείνη.
Ἡ εἰκόνα εἶναι τοποθετημένη δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης, ἀντικανονικά, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξη, στή θέση πού κανονικά θά ἔπρεπε νά βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι ἀμφιπρόσωπη, καθώς στήν πίσω ὄψη της εἰκονίζεται ὁ Ἅγιος Νικόλαος.
Ὁ ναός αὐτός, πού τιμᾶται στό ὄνομα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἑορτή τῆς ὁποίας κάθε χρόνο συγκεντρώνεται πλῆθος κόσμου, ἔχει στό βάθος του παραρτηματικό ἅγιο βῆμα, στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, πού λειτουργιέται κάθε χρόνο στίς 10 Φεβρουαρίου, ἑορτή τοῦ Ἁγίου. Εὑρισκόμενοι ἐντός τοῦ ναοῦ, δύσκολα ἀντιλαμβανόμαστε τό διαχωρισμό. Τό ἱερό βῆμα ὅμως εἶναι σαφῶς χωρισμένο σέ δυό μέρη, καθένα ἐκ τῶν ὁποίων ἔχει τήν ὡραία πύλη καί μία πλαϊνή θύρα. Ἐπίσης ἡ στέγη τοῦ κυρίως ναοῦ εἶναι ὑψηλότερη τῆς στέγης τοῦ παρεκκλησίου. Στό τέμπλο τοῦ παρεκκλησίου, τό ὁποῖο εἶναι τοποθετημένο λίγο ἐσωτερικότερα τοῦ ὑπολοίπου τέμπλου, ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους ἐπαργυρωμένη καί ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἐπίσης ἐπαργυρωμένη.
Ἡλικία τῆς Μονῆς
Πότε ἀκριβῶς κτίστηκε ἡ Μονή εἶναι ἄγνωστο. Οἱ ἐκτιμήσεις ὅλων τῶν ἀρχαιολόγων, πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα αὐτό, κατατείνουν στό ὅτι ἡ Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς, κτίστηκε τόν 14ο αἰῶνα καί μάλιστα ἐκτιμοῦν ὅτι εἶναι πολύ πιθανόν στόν ἴδιο χῶρο νά προϋπῆρχε παλαιότερος ναός.
Παραθέτουμε σχετικές ἐπιστημονικές ἀπόψεις:
1. «Εἶναι σχεδόν βέβαιο ὅτι τό σπουδαιότερο προσκύνημα τῆς Νισύρου, τό σπηλαιῶδες ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς στό ἐσωτερικό τοῦ κάστρου τοῦ Μανδρακίου ὑπῆρχε κατά τήν ἱπποτοκρατία. Ἐνισχυτικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης εἶναι ἡ πρόσφατη ἀποκάλυψη τῆς ἡμίσωμης μορφῆς τοῦ Ἄγ. Νικολάου, στήν ὀπίσθια ἐπιφάνεια τῆς λατρευτικῆς φορητῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς, πού χρονολογεῖται στό τέλος τοῦ 18ου ἢ στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἱ. Ἡ νεοαποκαλυφθεῖσα μορφή τοῦ Ἁγ. Νικολάου εἶναι ἔργο ἐξαίρετου ζωγράφου καί ἔχει φιλοτεχνηθεῖ στά τέλη τοῦ 14ου ἢ στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἱ. Στήν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἐντοιχισμένα τμήματα μαρμαρίνου τέμπλου τοῦ τέλους τοῦ 11ου αἱ. πού μεταθέτουν πιθανῶς τή λατρεία σ’ αὐτόν τό χῶρο στήν μεσοβυζαντινή περίοδο». (Ἠλία Ε. Κόλλια, Ἐπιτίμου Ἐφόρου τῶν Ἀρχαιοτήτων, «Ἱπποτοκρατία-Τουρκοκρατία» ἔνθετο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ «Ἑπτά Ἡμέρες», 22-7-2001).
2. «Στήν εἴσοδο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς, εἶναι ἐντοιχισμένα τμήματα μαρμάρινου μεσοβυζαντινοῦ τέμπλου πού κοσμοῦνται μέ γεωμετρικά καί φυτικά μοτίβα, ὅπως ρόδακες, σηρικούς τροχούς, συνεχῆ τοξύλλια πού περικλείουν ἀκανθοειδῆ ἀνθέμια καί ἔξεργα κομβία πού παρεμβάλλονται. Τά θέματα αὐτά εἶναι κοινότατα στά τέμπλα τοῦ 10ου καί 11ου αἰ. -στά τέλη τοῦ ὁποίου θά πρέπει νά χρονολογηθεῖ αὐτό τῆς Νισύρου- τόσο στήν κυρίως Ἑλλάδα, ὅσο καί στή Μικρά Ἀσία καί στά νησιά. Ἡ προσαρμογή τῶν μαρμάρινων αὐτῶν τμημάτων στή σημερινή τους θέση ἔγινε μέ γνώση καί ἐπιμέλεια, πράγμα πού κατά τή γνώμη μας δέν εὐνοεῖ τήν ὑπόθεση τῆς μεταφορᾶς τους ἀπό πολύ μακρύτερα. Τό γεγονός αὐτό, σέ συνδυασμό μέ τίς κατά προσέγγιση διαστάσεις του (περίπου ἕξι μέτρα), μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι τό τέμπλο πιθανόν νά προέρχεται ἀπό παλαιότερη οἰκοδομική φάση τοῦ καθολικοῦ τῆς Σπηλιανῆς…». (Ἀγγ. Κατσιώτη, Ἔλ. Παπαβασιλείου Ἀρχαιολόγοι, «Παλαιοχριστιανική καί βυζαντινή Νίσυρος», στό ἀνωτέρω ἔνθετο τῆς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ).
3. «Ἡ μονή τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς, ...εἶναι ἀδιευκρίνιστο ἂν εἶναι παλαιότερη τοῦ τέλους τοῦ 14ου ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰῶνα, ὁπότε, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, βρέθηκε τό παλλάδιο τῆς μονῆς, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, χάριν τῆς ὁποίας κτίστηκε τό μοναστήρι μέσα στό ἱπποτικό κάστρο. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀμφισβητηθεῖ ὁ πυρήνας τῆς παράδοσης αὐτῆς, πού ἀποτελεῖ πιθανότατα τή συνέχεια κάποιας ἱστορικῆς μνήμης, τή στιγμή μάλιστα πού –πράγματι- ἡ ἐξαίρετη ἀμφίγραπτη εἰκόνα τῆς δεξιοκρατούσας Παναγίας χρονολογεῖται γύρω στό 1400. Παραμένει ὅμως ἀδιευκρίνιστο ἂν τό ὑπάρχον καθολικό κτίστηκε στή θέση παλαιοτέρου ναοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο πιθανόν νά προῆλθαν τά τμήματα τοῦ τέμπλου ἢ ἂν αὐτά προῆλθαν ἀπό κάποια ἄλλη ἐκκλησία στήν εὐρύτερη περιφέρεια τοῦ Μανδρακίου... Ἀντιμετωπίζουμε μέ σκεπτικισμό τήν περίπτωση νά μεταφέρθηκαν τά τμήματα αὐτά ἀπό ἄλλη ἐκκλησία... Πιθανολογοῦμε λοιπόν μία οἰκοδομική φάση τῆς ἐκκλησίας πρίν ἀπό τά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνα, ἐποχή, πού σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἱδρύθηκε ἡ μονή μέσα στό ἱπποτικό κάστρο». (Ἀγγελική Κατσιώτη, Ἑλένη Παπαβασιλείου Ἀρχαιολόγοι, «Μεσοβυζαντινή γλυπτική στή Λέρο καί στή Νίσυρο». Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας τόμος ΚΓ΄2002).
4. Μέ τό ἴδιο σκεπτικό, ἡ ἰδία ἀρχαιολόγος, Ἀγγελική Κατσιώτη, καταλήγει στό ἴδιο συμπέρασμα ὡς πρός τήν χρονολογία κτίσεως τῆς μονῆς καί στό πόνημά της «Ἀμφίγραπτη Παλαιολόγεια εἰκόνα στή Νίσυρο», Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας τόμος ΚΕ΄2004 σελ. ἀπό 63 ἕως 75. Ἡ ἀνωτέρω ἐπιστήμων, «συνοψίζει τά συμπεράσματά της ὡς ἑξῆς: Ἡ ἀμφίγραπτη εἰκόνα τῆς Σπηλιανῆς Νισύρου, τό παλλάδιο τῆς μονῆς, μέ θέμα τήν Παναγία δεξιοκρατοῦσα ὁδηγήτρια καί τόν ἅγιο Νικόλαο, μπορεῖ νά χρονολογηθεῖ στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 14ου αἰῶνα. Ἡ ἔλευση τῆς εἰκόνας στό νησί συνδέεται, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μέ τήν ἵδρυση τῆς μονῆς τῆς Σπηλιανῆς, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά σχετίζεται μέ ἐκτεταμένη ἀνακαίνισή της. Ἡ εἰκόνα πιθανῶς ὑπῆρξε δωρεά πρός τούς κατοίκους-ὑποτελεῖς τοῦ νησιοῦ ἀπό τόν τότε πανίσχυρο ἐνοικιαστή τῆς Νισύρου ροδίτη ἄρχοντα Δραγονίνο Κλαβέλλη, ὁ ὁποῖος λίγα χρόνια νωρίτερα ἴσως παρήγγειλε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τήν ἀμφίγραπτη εἰκόνα τοῦ ναοῦ τῶν Εἰσοδίων (σήμερα στό παλάτι τοῦ Μεγάλου Μαγίστρου στή Ρόδο) μέ τό ἴδιο, σχετικά σπάνιο θέμα, γιά τό ἰδιωτικό του παρεκκλήσι στή μεσαιωνική πόλη τῆς Ρόδου, ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Νικόλαο…».
5. «Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν περιοχή, ...τό παλαιό φυσικό σπήλαιο διαμορφώθηκε σέ χριστιανικό ναό τῆς Παναγίας, ὅπως μαρτυρεῖται, μεταξύ ἄλλων καί ἀπό τήν ὕπαρξη μαρμαρίνων ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν, τῶν παλαιοχριστιανικῶν χρόνων. Περί τά τέλη τοῦ 11ου ἢ τίς ἀρχές τοῦ 12ου αἱ. ὁ ναός αὐτός ἀνακαινίστηκε. Σχηματίσθησαν δυό κλίτη... Τότε κατασκευάσθηκε μαρμάρινο τέμπλο, μέ περίτεχνο ἀνάγλυφο διάκοσμο, τό ὁποῖο ἐτοποθετήθη στό κλίτος τῆς Παναγίας. Τοῦτο παρέμεινε στή θέση αὐτή μέχρι τό ἔτος 1725, ὁπότε ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό καί σήμερα διατηρούμενο ἀρίστης ποιότητας ξυλόγλυπτο τέμπλο, ἐνῶ τό παλαιό μαρμάρινο τοποθετήθηκε μεταξύ τοῦ κυρίως ναοῦ καί τοῦ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ. Κατά τό 1400 ἱδρύθηκε στή θέση αὐτή ἡ Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς, ὡς Καθολικό τῆς ὁποίας ἐχρησίμευσε ὁ προϋπάρχων ναός τῆς Παναγίας». (Ὁμιλία τοῦ Δρος Ἰωάν. Βολανάκη, Ἀρχαιολόγου, Διευθυντοῦ τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Ἡρακλείου Κρήτης, ἐνώπιον τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἐπίσκεψή του στή Νίσυρο τόν Αὔγουστο τοῦ 2001).
6. «Οἱ μέχρι σήμερα λοιπόν δημοσιευθεῖσες πληροφορίες, μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς εἶναι κτίσμα τοῦ 14ου αἰῶνα. Τό μέχρι τώρα σκεπτικό καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα μας ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα αὐτό εἶναι γνωστά καί δέν χρειάζεται νά τά ἐπαναλάβουμε. Νέο στοιχεῖο ἔρχεται τώρα νά ἐπιβεβαιώσει τίς ἐκπεφρασμένες ἀπόψεις μας. Ὁ Μ. Γεδεών (Μέγας Χαρτοφύλαξ καί χρονογράφος) στό ἄρθρο τοῦ «Παλαιά ἀκμή τῆς Νισύρου» στήν ἐφημερίδα «Φωνή τῆς Δωδεκανήσου», ἀναφέρει τα ἑξῆς: «...Προηγουμένως ὅμως ἀναγράφεται τή 27 Ἰουλίου 1674. Ἐκ ταξιδιωτικοῦ καταστίχου καλογήρων ἁγιοταφιτῶν, γραφέντος ἀπό τῶν μέσων σχεδόν τῆς ΙΖ΄ ἑκατονταετηρίδος, μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΗ΄ ἐκλέγω ὅσα ἠδυνήθην νά κρίνω χρήσιμα διά τό παρελθόν τῆς νήσου Νισύρου... εἶχε λοιπόν Μονήν ἀνδρείαν ἡ Νίσυρος πρό πενήντα καί διακοσίων ἐτῶν εἶχε καί ἐρημητήριον ...». Ἐάν λοιπόν ἀπό τήν χρονολογίαν 1674 ἀφαιρέσουμε τά 250 ἔτη πού ἀναφέρονται στό κατάστιχο, τότε φθάνουμε στά 1424. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς προϋπῆρχε τοῦ 1424 καί διευκρινίζεται ἐδῶ ὅτι ἡ παρατήρησή μας στήν ἐργασία μας «Τά Μετέωρα τῆς Δωδεκανήσου» ὅτι σέ ἔγγραφο τοῦ 1600 βρίσκουμε σφραγίδα τῆς Μονῆς, οὐδόλως ἀναφέρεται στό χρόνο ἔναρξης τῆς ζωῆς τοῦ κτίσματος αὐτοῦ». (Σταῦρος Κέντρης, Λυκειάρχης-Θεολόγος, ἐμβριθής μελετητής τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχείων πού ἔχουν σχέση μέ τή Νίσυρο, σέ ἄρθρο του στήν ἐφημερίδα ΝΙΣΥΡΙΑΚΑ ΝΕΑ.)
7. Τελευταῖα, προβάλλεται ἀπό μή εἰδικούς, τό αἴολο ἐπιχείρημα, ὅτι, ἐπειδή σέ κάποιο παλαιό ἔγγραφο, (ὡς ἀνωτέρω σχόλιο τοῦ Σ. Κέντρη), λέγεται ὅτι ὑπῆρχε σφραγίδα μέ τήν ἔνδειξη «Ἱ. Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς 1600», αὐτό ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ μονή «κτίστηκε» τό ἔτος ἐκεῖνο. Τό ἀβάσιμο καί ἀντιεπιστημονικό τοῦ ἰσχυρισμοῦ εἶναι τόσο ὀφθαλμοφανές ὥστε νά μήν χρειάζεται ἐπιχειρηματολογία γιά τήν ἀντίκρουσή του. Ἀρκεῖ μόνο ἡ παράθεση τριῶν ἐγγράφων (ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς Παναγίας Σπηλιανῆς), μέ σφραγίδες, Μητροπόλεως Ρόδου 1910, ἄλλο ἔγγραφο πάλι Μητροπόλεως Ρόδου 1913 καί τρίτο, Μητροπόλεως Κῶ 1900. Θά ἦταν ἀστεῖο νά ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι ἡ Μητρόπολη Ρόδου ἱδρύθηκε τό 1910 ἢ 1913 καί ἡ Μητρόπολη Κῶ τό 1900 ἐπειδή αὐτό ἀναγράφεται στίς σφραγίδες τῶν ἐγγράφων.
Τοιχογραφίες τῆς Μονῆς
Σήμερα ἐκτός τοῦ Παντοκράτορα καί τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ στήν κόγχη τῆς ἱερᾶς προθέσεως, δέν διασώζεται καμιά ἄλλη εἰκονογραφία.
Τό 1925 ἀποφασίσθηκε ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ. Κατά τήν ἀπόξεση τῶν τοιχωμάτων βρέθηκαν σέ δυό ἀλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφίες, καθώς ἐπίσης καί ἡ προαναφερθεῖσα εἰκόνα τῆς προθέσεως. Ἐπειδή ὅμως οἱ εἰκόνες ἦταν φθαρμένες, καλύφθηκαν μέ ἀσβέστη, γιά νά λάβει χώρα νέα ἁγιογράφηση, ἡ ὁποία δέν ἔγινε ποτέ.
Στόν πρόναο, σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ὑπῆρχε τοιχογραφία, πού παρουσίαζε τή Θεοτόκο σέ θρόνο καί ἕναν μοναχό γονυπετῆ, ὁ ὁποῖος προσέφερε στήν Παναγία τό ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ.
Ἡ καταστροφή τῶν τοιχογραφιῶν ὀφείλεται μᾶλλον ἀφενός στήν ἄγνοια τῆς ἀξίας τῶν εἰκονογραφιῶν καί ἀφετέρου στήν ἐπιθυμία γιά περαιτέρω καλλωπισμό τοῦ ναοῦ, πράγμα πού συνέβη καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας.
Τό πανηγύρι τῆς Παναγιᾶς
Μέ τό πανηγύρι τῆς Παναγιᾶς τῆς Σπηλιανῆς, ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολλοί λαογράφοι καί ἱστορικοί πού κατέγραψαν στοιχεῖα τῆς ἑορτῆς, μοναδικά γιά τό νησί καί τό Δωδεκανησιακό χῶρο, καθώς καί τή θρησκευτικότητα τῆς περιοχῆς.
Τό πανηγύρι διαρκεῖ ἐννέα μέρες, 6-15 Αὐγούστου. Τήν πρώτη μέρα, ἀρχίζει τό «Νιάμερο». Οἱ γυναῖκες τῆς Νισύρου, καθώς καί γυναῖκες ἀπό τά γύρω νησιά καί ἰδιαίτερα τήν Κῶ, πού ἔκαναν τάμα νά κάνουν τό «νιάμερο», ἀποτελοῦν τίς ἐννιαμερίτισσες. Φροντίζουν νά βρίσκονται στή Νίσυρο ἔγκαιρα γιά νά μή λείψουν ἀπό τόν ἑσπερινό καί τήν ἀκολουθία τοῦ παρακλητικοῦ κανόνα τό βράδυ τῆς 6ης Αὐγούστου, πού εἶναι καί ἡ ἀρχή τοῦ νιάμερου. Γιά τό λόγο αὐτό ὅλη τή μέρα τά πλοῖα πηγαινοέρχονται ἀπό τήν Κῶ. Κάθε πλοῖο πού πλησιάζει στό λιμάνι, περνᾶ πρῶτα κάτω ἀπό τό μοναστήρι γιά νά λάβει τήν εὐλογία τῆς Παναγιᾶς, καί οἱ καμπάνες τῆς Σπηλιανῆς κτυποῦν χαρμόσυνα, γιά νά χαιρετίσουν τόν ἐρχομό τῶν ἐννιαμεριτισσῶν καί τῶν προσκυνητῶν. Ἀρκετές ἀπό τίς γυναῖκες φιλοξενοῦνται σέ φιλικά σπίτια, οἱ ὑπόλοιπες περνοῦν ἐννιά μερόνυκτα προσευχῆς στά κελλιά τῆς μονῆς. Οἱ γυναῖκες αὐτές ἔχουν τάμα νά κάνουν 300 μετάνοιες κάθε μέρα ἐπί ἐννέᾳ μέρες. Οἱ μετάνοιες μποροῦν νά γίνονται καί στό σπίτι, ἀλλά συνηθίζεται νά γίνονται στήν ἐκκλησία, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης. Τίς μετάνοιες συνοδεύουν μέ ἕνα εἶδος ψαλμωδίας, «τό μοιρολόι τῆς Παναγιᾶς». Τό στοιχεῖο αὐτό, εἰσαγόμενο πιθανῶς ἀπό τήν Ἱερά μονή τῆς Πάτμου ἢ τά Ἱεροσόλυμα, θυμίζει ἔντονα Μ. Παρασκευή καί στήν οὐσία ἀναπαριστᾶ τήν ἐκφορά τῆς Παναγίας.
Παραθέτουμε τό «μοιρολόι» :
Καλόν ‘ νεν τ’ ἅγιος ὁ θεός
καλό ‘νεν κι ἄς τό ποῦμε,
Ὁποῦ τό λέει σώνεται
κι ὁποῦ τό ‘κούει ‘γιάζει
Κι ὁποῦ θά τό καλοφκρασθῆ
παράδεισο λαβαίνει,
Παράδεισον καί λειτουργιά
μέσ’ τ’ ἅγιο μοναστῆρι.
Ἐκεῖ Ἀγγέλοι λουτρουοῦν
κ’ οἱ Ἀποστόλοι ψάλλουν
Στή μέση στέκει ἀσώματος
καί τό χαρτί νεγνώνει.
Ποιός ἔχει πόδια νά σταθῆ
καί χέρια νά τανύση
Καί στόμα ν’ ἀπηλοηθῆ
στήν φοβερά τήν κρίση.
Μέγα καί ταξιάρχη μου.
Μέγα καί φοβερέ μου,
Ἀντάς σέ στείλ’ ἀφέντης μου
νά πάρης τήν ψυχή μου
Μήν ἔρτης μ’ ἄγριον τάραμα
μήν ἔρτης μ’ ἄγριον πνέμα,
Ἔλα μέ τήν ταπείνωση
νά σοῦ τήν παραδώσω,
Νά τήν ἐπᾶς στ’ ἀφέντη μου
ὡς θέλει νά τήν κρίνη.
Τά εἶδεν καί τά ἔπαθεν
καί τάχει καωμένα
Ἄγγελέ μου βλοημένε
μύριε καί χαριτωμένε,
Ἀκριβοπερικαλῶ σε
μέ τά δάκρυα προσκυνῶ σε
Νά ξορκίζης τό κακό μου
νά ‘γκαλιάζης τό καλό μου
Νά μήν ἠμπορ’ ὁ ἐχτρός μου
νά περνᾶ ποτ’ ἀπό μπρός μου.
Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς καί σχεδόν ὅλη τήν ἡμέρα χτυποῦν οἱ καμπάνες, γιά νά χαιρετίσουν τούς προσκυνητές, οἱ δέ γυναῖκες τῆς Νισύρου, συγκεντρώνουν τά ρεβίθια γιά τήν περίφημη «ρεβιθάδα», πού προσφέρεται στό νηστίσιμο δεῖπνο πού προσφέρει ἡ ἐκκλησία, ἀμέσως μετά τήν ἑσπερινή ἀκολουθία. Τό δεῖπνο αὐτό συσχετίζεται μέ τά νεκρόδειπνα, πού προβλέποντο κατά τίς ἑορτές τῶν Ἁγίων, καί, στήν περίπτωση τοῦ πανηγυριοῦ τῆς Νισύρου, φαίνεται φυσικό, καθώς κατά τίς 15 Αὐγούστου ἑορτάζουμε τό θάνατο τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Στό δεῖπνο παίρνουν μέρος ὅλοι ὅσοι βρίσκονται στό νησί, πλήν ὅσων ἔχουν πρόσφατο πένθος, στούς ὁποίους ἡ Ἐπιτροπή στέλνει στό σπίτι τους τό πιάτο πού δικαιοῦνται.
Ὁ κατανυκτικός ἑσπερινός, πού ψάλλεται μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια δίνει τή θέση του στό στόλισμα τοῦ κόλλυβου τῆς Παναγιᾶς, τό ὁποῖο οἱ ἐννιαμερίτισσες διεκπεραιώνουν μέ κάθε φροντίδα καί ἐπιμέλεια, μέ τή συνοδεία μοιρολογίων καί μέ τά ὑλικά πού φέρνουν ὡς τάμα στήν Παναγιά.
Ξημερώνει χαρμόσυνη ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς. Ἀπό νωρίς ἡ καμπάνα τῆς Σπηλιανῆς καλεῖ τούς κατοίκους καί τούς προσκυνητές νά παρακολουθήσουν τή μεγαλόπρεπη Θεία Λειτουργία. Ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ μοναστηριοῦ καταλαμβάνονται ἀπό τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, πού περιμένουν νά παρακολουθήσουν τή λιτάνευση τῆς εἰκόνας. Μέ τό πέρας τῆς λειτουργίας, σχηματίζεται πομπή μέ τήν Εἰκόνα περιστοιχισμένη ἀπό ἱερεῖς καί ψάλτες καί ἀκολούθως τό ἐκκλησίασμα. Συνήθης εἶναι καί ἡ παρουσία τοῦ μητροπολίτη Κώου καί Νισύρου, στή μητρόπολη τοῦ ὁποίου ὑπάγεται διοικητικά καί τό νησί. Ἡ πομπή καταλήγει στήν «τράπεζα», ὁμαδικό τραπέζι, πού λαμβάνει χώρα στό παλιό δημοτικό σχολεῖο, ὅπου στό μαγειρεῖο, γίνεται ἡ σχετική δέηση. Μετά τό πέρας τοῦ γεύματος, κάθε συνδαιτυμόνας - προσκυνητής πού ἐξέρχεται ἀπό τήν τραπεζαρία ἀσπάζεται τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί δέχεται ἀπό τόν ἱερέα κόλλυβα, τά ὁποῖα ἔχουν μεταφερθεῖ κατά τήν πομπή, ἀκολουθώντας τήν εἰκόνα, ἀφήνοντας τόν ὀβολόν του γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐξόδων τοῦ γεύματος καί τῆς ἐκκλησίας.
Τό μεσημεριανό τραπέζι ἀρχίζει νωρίς, γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν. Τό φαγητό πού προσφέρεται εἶναι κρέας μέ πατάτες, μαγειρεμένο καί σερβιρισμένο ἀπό τούς ντόπιους τοῦ Μανδρακίου.
Τό βράδυ, τό γλέντι θά ἀρχίσει μέ τό χορό τῆς «κούππας». Κούππα, εἶναι τό γνωστό οἰκιακό σκεῦος, τό ὁποῖο μετατρέπεται σέ οἰονεί ἐκκλησιαστικό σκεῦος γιά τό σκοπό τῆς ἡμέρας. Στό χορό αὐτό, οἱ κοπέλες χορεύουν τό νισύρικο χορό «Ἐμπρός». Οἱ ἄντρες, τιμώντας τή γυναίκα πού ἐπέλεξαν νά κρατήσει τό μπροστάρι τοῦ χοροῦ, ρίχνουν τόν ὀβολό τούς στήν κούππα, τήν ὁποία κρατᾶ ἡ μπροστάρισσα. Ἀποτέλεσμα, κυρίως τά παλαιότερα χρόνια, ἦταν νά κρατᾶ ὁ χορός πολλές ὧρες, ὥστε νά ἔρθει γιά ὅλες ἡ σειρά.
Μέ τόν πρωτότυπο αὐτό τρόπο συγκεντρώνεται ἀκόμα καί σήμερα, ἱκανό χρηματικό ποσό, τό ὁποῖο προστιθέμενο στίς ὑπόλοιπες εἰσπράξεις, χρησιμοποιεῖται γιά τούς σκοπούς τῆς μονῆς.
Ὕστερα ἀπό τό χορό τῆς κούππας, τό γλέντι συνεχίζεται μέχρι τίς πρωινές ὧρες, ὁπότε οἱ κάτοικοι συνοδεύουν «μέ τά βιολιά» τίς ἐννιαμερίτισσες καί τούς προσκυνητές στό λιμάνι καί τούς κατευοδώνουν.
Παραδόσεις καί δοξασίες
Κατάμεστη εἶναι ἡ ἐκκλησία ἀπό χρυσᾶ καί ἀσημένια μονοκάντηλα καί πολυκάντηλα, δείγματα τῆς εὐλάβειας τῶν κατοίκων καί τῶν ξενιτεμένων Νισυρίων. Γιά τά πολλά μονοκάντηλα σέ σχῆμα ποτηριοῦ, ἡ παράδοση λέει πώς ὅταν οἱ ἡγούμενοι φιλοξενοῦσαν ἐπισκέπτες καί τούς ἔκαναν τραπέζια, πάνω στό κέφι τους, ἔριχναν ἀπό ὕψος 35-40 μέτρων τά ποτήρια τους, γεμάτα κρασί, ὑποσχόμενοι πώς, ἂν τά ποτήρια δέν σπάσουν, θά φέρουν ἕνα παρόμοιο ἀσημένιο στήν Παναγιά. Καί τά ποτήρια ὄχι μόνο ἔμεναν ἄθραυστα, ἀλλά καί τό περιεχόμενό τους δέ χυνόταν.
Ἀνάμεσα στά κρεμαστά καντήλια, βρίσκεται καί ἕνα ἰδιόρρυθμο, μαλαματοκαπνισμένο, πού παριστάνει περιστέρι μέ τό καντήλι στό ράμφος του. Ἡ παράδοση ἀναφέρει πώς, πρίν χρόνια, δυό κλέφτες σκαρφάλωσαν στό βράχο ἀπό τήν παραλία τῶν «Χοχλάκων» κι ἀνέβηκαν στό μοναστήρι, μέ πρόθεση νά κλέψουν τά ἀφιερώματα. Ἀφοῦ τά μάζεψαν καί ἑτοιμάστηκαν νά φύγουν, ἔκλεισε ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς καί ἦταν ἀδύνατο νά βγοῦν. Κατατρομαγμένοι, ἀπέδωσαν τό γεγονός σέ θαῦμα τῆς Παναγιᾶς καί ἄρχισαν νά τοποθετοῦν πίσω στή θέση τους ὅσα εἶχαν πάρει, ζητώντας συγχώρεση ἀπό τή Μεγαλόχαρη. Εἶδαν τότε ἕνα περιστέρι πού κτύπησε τήν πόρτα μέ τό ράμφος του καί ἡ πόρτα ἄνοιξε διάπλατα. Οἱ μετανιωμένοι κλέφτες ἔφυγαν, τάζοντας στήν Παναγιά ἕνα καντήλι μέ τό θαυματουργό περιστέρι.
Παρόμοια εἶναι καί ἡ παράδοση γιά τό ἀσημένιο καραβάκι, πού βρίσκεται μεταξύ τῶν ἀναθημάτων. Στά ἐπαναστατικά χρόνια, ἕνας πειρατής τοῦ Αἰγαίου, πῆγε νά λεηλατήσει τό μοναστήρι καί τήν ἐκκλησιά. Ὅταν ὅμως ξεκινοῦσε, φορτωμένος μέ λάφυρα, ἔβρισκε μπροστά του τοίχους ψηλούς καί ἀδιαπέραστους. Τότε ἄρχισε νά ζητᾶ βοήθεια καί ἡ καλόγρια πού τόν ἄκουσε τοῦ εἶπε: « Νά πᾶς νά ἀφήσεις στή Χάρη της ὅσα τῆς ἔκλεψες καί τότε Ἐκείνη θά σοῦ ἀνοίξει». Ὁ πειρατής ἀκολούθησε τή συμβουλή τῆς καλόγριας καί σάν εἶδε τό θαῦμα, προσκύνησε τήν Παναγιά , τάζοντάς της ἀσημένιο τό καράβι του.
Πολλά εἶναι τά περιστατικά πού μαρτυροῦν τή θαυματουργή δύναμη τῆς Σπηλιανῆς. Ἕνα σύγχρονο θαῦμα, ὅπως τό διηγήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀρχιμανδρίτης Κύριλλος Ρωμανός, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὅταν ὕστερα ἀπό τή συνθηκολόγηση τῆς Ἰταλίας κατά τό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἦρθαν στή Νίσυρο οἱ Γερμανοί, ἀνέβηκαν στό μοναστήρι καί εἶπαν στόν ἡγούμενο πώς θά ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ, γιά νά προφυλάξουν τή μονή ἀπό τυχόν ἐπιδρομές τῶν Ἄγγλων. Καί ἄρχισαν ἀμέσως νά τακτοποιοῦν τά ἔπιπλα. Τότε ὁ ἡγούμενος τούς ἀπάντησε : «Ἐγώ κύριοι, δέν εἶμαι νοικοκύρης ἐδῶ. Εἶμαι φιλοξενούμενος τῆς Κυρίας πού κατοικεῖ στό κάτω διαμέρισμα. Πηγαίνετε νά τήν δεῖτε». Οἱ Γερμανοί κατέβηκαν καί βρέθηκαν μέσα στήν ἐκκλησιά, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης. Τί συνέβη, μόνο αὐτοί τό γνωρίζουν. Ἐκεῖνο πού ξέρουμε εἶναι ὅτι ἀνέβηκαν τρέχοντας ἀπό τή σπηλιά τῆς ἐκκλησίας καί πηδώντας πέντε- πέντε τά σκαλιά τοῦ κάστρου ἔφυγαν πανικόβλητοι, χωρίς νά ξαναγυρίσουν.
Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς ἔχει ἀναδειχθεῖ σέ ἕνα ἀπό τά ἱερά προσκυνήματα τῆς Δωδεκανήσου. Ἡ μονή ἀναδεικνύεται ὄχι μόνο ὡς τόπος ἡσυχασμοῦ καί πνευματικῆς ἄσκησης, ἀλλά καί ὡς τόπος κοινωνικῆς δράσης καί ἔντονης χριστιανικῆς παρουσίας. Ἡ ζωή τῶν Νισυρίων ὑφαίνεται γύρω ἀπό τή μονή. Σέ αὐτή γίνονται οἱ γάμοι καί οἱ βαπτίσεις καί, παλαιόθεν, τό μοναστήρι πρωταγωνιστεῖ μέ τό κοινωνικό του ἔργο στή ζωή τῶν ντόπιων καί σέ ὅσους προσφεύγουν σέ αὐτό. Εὐχή μας, ἡ Παναγιά νά εὐλογεῖ καί νά προστατεύει τό μικρό ἀκριτικό νησί.–
Βιβλιογραφία
- Ἀρχιμανδρίτου Στέφανου Καλλιστή, Ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς Νισύρου, Γ΄ Ἔκδοση συμπληρωμένη, Ρόδος 2007
- Βεργώτης Γεώργιος, Τό πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιανῆς. Μιά θρησκευτική προσέγγιση τῆς ζωντανῆς παράδοσης, Ἐκδόσεις Ἑταιρείας Νισυριακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 1994
- Κέντρης Σταῦρος, Οἱ ἀπαρχές τοῦ μοναχισμοῦ στή Νίσυρο καί ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Σπηλιανῆς, Ἀθήνα 2006
- Κέντρης Σταῦρος, Τά μετέωρα τῆς Δωδεκανήσου, Ἀθήνα 1970
- Κέντρης Σταῦρος, Ἡ Ἐκκλησιαστική καί λατρευτική ζωή τῆς Νισύρου, Ἐκδόσεις Ἑταιρείας Νισυριακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2000
- Κουμέντος Νικήτας, Τοπική ἱστορία τῆς Νισύρου, Βιβλίο τρίτο, Ἔκδοση Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Δωδ/νήσου, Ἐπαρχεῖο Κῶ- Νισύρου, 2000
- Σακελλαρίδης Νικήτας, Παναγιά Σπηλιανή, Ἐκδόσεις Ἑταιρείας Νισυριακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 1978
Ἱστότοποι
- http://www.nisyriakesmeletes.gr/spiliani.html
- http://www.nisyros.gr
- Προβολές: 4335