Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου: «Περί τοῦ ἐν Ναυπάκτῳ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου»
Ἱστορικές ἀναδρομές
τοῦ Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου
Μιά ἐδιαφέρουσα ἀλληλογραφία μεταξύ τῶν Ὑπουργείων Οἰκονομικῶν καί Ἐκκλησιαστικῶν τόν Μάϊο καί Ἰούνιο τοῦ 1840 μᾶς δίνει ἀρκετές πληροφορίες γιά τόν ἐνοριακό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου. Τά ἔγγραφα αὐτά βρίσκονται στά Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους (Γραμματεία- Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν, φ. 247).
Ἡ ἀλληλογραφία προέκυψε ἀπό αἴτηση τοῦ Δημάρχου Ναυπάκτου Ἀντωνίου Ἀναγνωστοπούλου πρός τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν νά ἀποδοθοῦν στόν Δῆμο οἱ ἑπτά θόλοι - καμάρες πού ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στήν νότια πλευρά τοῦ Ναοῦ, δεδομένου ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι δημοτική.
Τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν ἀπευθύνεται στό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν καί ζητεῖ τήν ἄποψή του. Ταυτόχρονα ἐκφράζει καί τή δική του γνώμη ἡ ὁποία εἶναι ἀρνητική.
Ἀλλ’ ἂς δοῦμε τό ἒγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν (8.708/15 Μαΐου 1840).
Ὁ ἐν Ναυπάκτῳ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, χρησιμεύων ὡς Τσαμίον ἐπί Τουρκοκρατίας μετεβλήθη εἰς ἐκκλησίαν ὅτι ἡ Ναύπακτος μετέβη εἰς τήν ἐξουσίαν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἐπιδιορθωθείς πρός αὐτόν τόν σκοπόν παρ’ αὐτῆς τῆς Κυβερνήσεως. Ἡ μία πλευρά τοῦ ἐδάφους τοῦ Ναοῦ τούτου κεῖται εἰς θέσιν κατωφερῆ, ὥστε τό ἔδαφος στηρίζεται ἐπί τῶν θεμελίων, τά ὁποία εἶναι πολύ χαμηλότερα, ἀπό ἑπτά θόλους, τῶν ὁποίων τά κουφώματα μετασχηματισθέντα εἰς ἐργαστήρια παρελήφθησαν ἔκτοτε εἰς τήν κατοχήν τοῦ Δημοσίου καί ἐνοικιάζονται μέχρι τοῦδε ὡς ἐργαστήρια διά λογαριασμόν αὐτοῦ. Ἤδη ὁ δῆμος Ναυπάκτου θεωρῶν τήν ἐκκλησίαν ὡς δημοτικήν, ἐξαιτεῖται νά παραχωρηθῶσιν εἰς αὐτόν ὡς ἰδιοκτησία καί τά ἑπτά εἰρημένα ἐργαστήρια. Ἡ ἀπαίτησις αὕτη δέν δύναται βεβαίως νά στηρίζεται εἰ μή ἐπί τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ ὑπό 20 Μαΐου/1 Ἰουνίου 1836 Β. Διατάγματος, κατά τό ὁποῖον τά ἐρείπια καί γήπεδα θέλουν πωληθῆ, τό δέ ἐκ τῆς πωλήσεως προκῦπτον θέλει χρησημεύση εἰς ἀνέγερσιν διαφόρων καταστημάτων ἐντός τοῦ δήμου. Ἀλλ’ ἐνταῦθα παρατηρεῖτε κύριε Γραμματεῦ [Ὑπουργέ], ὃτι δέν πρόκειται οὕτω περί ἐρειπίων οὔτε περί γηπέδου ναοῦ, ἀλλά περί ἐργαστηρίων ἀποτελούντων, οὕτως εἰπεῖν, μέρος σωζομένου καί διατηρουμένου ναοῦ. Ἔπειτα δέν βλέπομεν πῶς ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀνήκει εἰς τόν Δῆμον, ἐνῶ ὡς Τσαμί μετέβη εἰς τήν ἰδιοκτησίαν τοῦ Δημοσίου, ἡ δέ Κυβέρνησις ἐπεσκεύασεν αὐτόν, διά νά τελεῖται ἐν αὐτῷ ἡ θεία λατρεία, δέν εἶχε βέβαια ἄλλον σκοπόν παρά νά προσφέρῃ εἰς τούς ἐν Ναυπάκτῳ χριστιανούς εὐκτήριον οἶκον, δέν εχορήγησε δέ διά ταῦτα εἰς τόν δῆμον κανέν δικαίωμα καί ἐπί τῶν ἐργαστηρίων, τά ὁποῖα καίτοι ἀποτελοῦν σχεδόν μέρος τῆς οἰκοδομῆς, δέν ἔχουν ὅμως καμμίαν σχέσιν μέ τόν Ναόν, ἀλλά χρησιμεύουν εἰς σκοπόν ὠφελείας ὑλικῆς, τήν ὁποίαν, νομίζομεν, πρέπει νά ἀπολαμβάνῃ τό Δημόσιον, ὡς ἰδιοκτήτης ὅλων τῶν Τουρκικῶν κτημάτων, οὐχί δέ ὁ δῆμος ὅστις δέν ἔχει καθ’ ἡμᾶς τουλάχιστον, κανέν ἐπ’αὐτῶν δικαίωμα.
Τό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν μέ ἔγγραφό του(1191/1171/19 Μαΐου 1840) ἀπαντᾶ.
Εἰς τό ὑμέτερον ἔγγραφον 15 τοῦ παρόντος μηνός ἀπαντῶμεν ὡς ἑξῆς. Ἐνοριακοί ναοί ἦσαν ἀρχῆθεν καί εἶναι οἱ δαπάνῃ κοινότητός τινος ἤ ἐνορίας κοινοτικῆς ἐκ βάθρων ἀνεγερθέντες καί συντηρούμενοι. Οἱ ἀπό Τσαμίων εἰς Ἱερούς ναούς μεταβληθέντες δέν δύνανται ν’ ἀνήκουν εἰς κοινότητά τινα ἀλλ’ εἰς τήν Κυβέρνησιν ἀπ’ εὐθείας ἐκτός ἐάν διά εἰδικῆς τινος πράξεως παρεχωρήθησάν ποτε εἴς τινα κοινότητα.
Τό ἀπό 20 Μαΐου (1 Ἰουνίου) 1836 Βασιλικόν Διάταγμα (Βασιλ. ἐφημ. Σελ. 89) μνημονεῦσαν τρεῖς μόνο τάξεις ἐκκλησιῶν δέν ἀνέφερέ τι περί τῶν ἀπό Τσαμίου μετασχηματισθεισῶν, διότι ἡ μεταβολή αὐτῶν εἰς Ἱερούς Ναούς δέν ἦταν ἱκανή νά παρέξῃ δίκαια ἰδιοκτησίας εἰς ἄλλον ἤ τό Δημόσιον.
Ἐκ τῶν ἀρχῶν τούτων ὁρμώμενοι νομίζομεν καί ἡμεῖς σύμφωνα μέ Ὑμᾶς ὅτι αἱ τοῦ Δήμου Ναυπάκτου ἀντιποιήσεις ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Δημητρίου δέν εἶναι βάσιμοι.
Ἐπειδή ὅμως τό Δημόσιον δέν δύναται νά ἐφορᾶ εἰς τήν συντήρησιν, τήν εὐπρέπειαν καί τήν κατά τό πρέπον Ἱεροῖς Ναοῖς ἀπαιτουμένην φωταγωγίαν τῆς περί ἧς ὁ λόγος Ἐκκλησίας νομίζομεν, ἐάν εἶσθε καί Ὑμεῖς ταύτης τῆς γνώμης, νά γένῃ περί τοῦ προκειμένου Ἱεροῦ Ναοῦ ὅ,τι ἔγινε διά τούς ναούς τῶν διαλυθέντων μοναστηρίων (Ἴδε Β.Δ. τῆς 24 Ἀπριλίου (6 Μαΐου)1835- ἐφημ. τῆς Κυβερν. ἄρθ. 15 σελ. 95), νά ἐφαρμοσθῶσι τουτέστι ἐπί αὐτοῦ ἡ διάταξις τῶν ἄρθρων 2,4, καί 5 τοῦ εἰρημένου Βασιλικοῦ Διατάγματος χωρίς μολοντοῦτο νά παύσῃ ποτέ νά εἶναι περιουσία Δημόσιος, ἐκτός μόνον ἐάν ἡ Βασιλική Κυβέρνησις εὐαρεστῆται νά χαρισθῆ εἰς τόν Δῆμον καθόσον μόνον ἀφορᾶ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας.
Τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν ( 13456/12 Ἰουνίου 1840) ἐπανέρχεται καί ζητεῖ διευκρινίσεις. Τό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν ἑρμηνεῦον τίς διατάξεις τοῦ Β. Δ. τοῦ 1835 ἀπαριθμεῖ τίς ὑποχρεώσεις τοῦ Δήμου, ἀρνούμενο βεβαίως τήν μεταβίβαση τοῦ Ναοῦ σ’αὐτόν. Ἡ νέα ἀπάντηση πρός τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν ἔχει ὡς ἑξῆς.
Νά παραδοθῆ ἡ κλείς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἰς τόν Ἐπίσκοπον καί οὗτος νά διορίσῃ ἐφημέριον Ἱερέα καθ’ ἥν τάξιν διορίζονται οἱ ἐφημέριοι εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Να ὑποχρεωθῆ ἡ Δημοτική ἀρχή νά φροντίζῃ περί τῆς διατηρήσεως τῆς εὐταξίας ὁσάκις ἀνοίγεται ὁ Ναός διά νά ψάλλωνται ἑσπερινός ἤ νά τελεῖται ἡ Ἱερά μυσταγωγία καί νά ὑποχρεωθῆ ἐπίσης ἡ Δημοτική ἀρχή νά φροντίζῃ περί τῆς προσηκούσης ἐσωτερικῆς διακοσμήσεως, τῆς φωταγωγίας καί τῆς ἄλλης τοῦ Ναοῦ ὑπηρεσίας καθώς καί περί τῆς ἀναγκαίας ἐπισκευῆς, συνάγουσα τά καθ’ὅλον τό ἔτος γινόμενα εἰς τήν ἐκκλησίαν ἀφιερώματα καί ἐπαρκοῦσα δι’αὐτῶν εἰς τάς κυριοτέρας ἀνάγκας. Ὁ τρόπος δέ διαχειρήσεως τῶν εἰσοδημάτων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τούτου καταστήματος νά εἶναι ὁ αὐτός μετά τῶν λοιπῶν ἀγαθοεργῶν καταστημάτων, τόν ἐξηγούμενον διά τῶν ἄρθρων 114 -116 τοῦ περί δήμων νόμου, διοριζομένων τουτέστιν εἰς τρόπον κατά τό σύνηθες, καί ἐφορῶντος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου.
Ἀπό τήν περιδιάβαση στά ὡς ἄνω ἔγγραφα προκύπτουν τά παρακάτω συμπεράσματα.
1. Τό Ὀθωνικό κράτος εἶχε δημιουργήσει γύρω ἀπό τά ἐκκλησιαστικά μιά αὐταρχική νομοθεσία ἡ ὁποία θεωροῦσε τά ἐκκλησιαστικά καθιδρύματα ὡς πηγή κρατικῶν ἐσόδων, γι’αὐτό καί ἡ ἐμμονή στά τότε κρατοῦντα.
2. Ὁ Δῆμος ἐξ ἄλλου βλέποντας ὅτι τό δημόσιο ἀπολαμβάνει κέρδη ἀπό τήν διαχείριση τῶν τοπικῶν Ναῶν καί Μονῶν διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό του τή διαχείριση τῶν θόλων τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Δημητρίου . Ὅτι στό κτίριο τοῦ Ναοῦ δέν μποροῦν νά συστεγάζονται «Ἐργαστήρια» δέν πέρασε ἀπό τό νοῦ κανενός.
3. Ἡ Ὀθωνική ἐξουσία, πού ἀποξένωσε τήν Ἐκκλησία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατεσκεύασε νομοθετικά δεσμά σ’ αὐτήν, πού κράτησαν γιά πολλά χρόνια γιά νά ἀποτιναχθοῦν κατά μεγάλο μέρος στή μεταπολίτευση.
- Προβολές: 3030