Γιά τούς θεολόγους καί τήν ποιμαντική τῆς νεότητος
Δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Δημοσιεύθηκε στήν ἱστοσελίδα Ο ΠΟΙΜΗΝ, 22-10-2016)
ΠΟΙΜΗΝ: Θεολόγοι πού δέν ἐπέλεξαν νά εἶναι θεολόγοι ἀλλά ἔγιναν δημόσιοι ὑπάλληλοι ἀπό τό πτυχίο τους, "νεοορθόδοξοι" ἀκόμα καί ἄθεοι διδάσκουν τόσα χρόνια θρησκευτικά. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει λόγο στήν ἐπιλογή τους. Τό Ὑπουργεῖο δέν ἀκούει τήν γνώμη της. Τί μπορεῖ νά γίνη; Μέ ποιό τρόπο μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μιλήση στούς νέους καί πόσο εἶναι ἐφικτό οἱ σημερινοί νέοι νά προσεγγίσουν ἢ ἀποδεχθοῦν τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀπό ἀκοές καί μόνο ταυτίζουν μέ τήν διοίκησή της;
Ἀπάντηση Σεβασμιωτάτου: Αὐτό πού θέτετε στήν ἀρχή ἔχει μερικές ἀλήθειες, ἀλλά νομίζω δέν ἐκφράζει τήν μεγαλύτερη ὁμάδα τῶν θεολόγων, πού ἐργάζονται ἀποδοτικά στήν Πρωτοβάθμια καί Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα προσδιορίζεται ἀπό τρεῖς παράγοντες, ἤτοι ἀπό τούς διδάσκοντες, τά ἐγχειρίδια-βιβλία, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων γίνεται τό μάθημα καί ἀνταποκρίνονται στό ἀναλυτικό πρόγραμμα, καί τούς μαθητές πού θά διδαχθοῦν τό μάθημα.
Ἔτσι, ὁ παράγοντας ποιός διδάσκει τό μάθημα εἶναι ὁ οὐσιαστικότερος. Καί αὐτός προσδιορίζεται ἀπό τήν δική του ἀνάπτυξη, τήν παιδεία πού ἔλαβε, κυρίως στίς Θεολογικές Σχολές καί τήν ὅλη φιλοσοφία τῆς ζωῆς του.
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά καθορίση τόν τρόπο εἰσαγωγῆς τῶν φοιτητῶν στίς Θεολογικές Σχολές, οὔτε καί νά προσδιορίση τό περιεχόμενο τῶν Σπουδῶν στά Ἀνώτατα αὐτά Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα. Ἔτσι, ὑπάρχουν διάφορες κατηγορίες θεολόγων καί αὐτοί ἐπηρεάζουν, κατά ποικίλους βαθμούς, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον θά γίνη τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Κανένας δέν μπορεῖ νά παραγνωρίση τόν φορέα τῆς ἀγωγῆς.
Νομίζω ὅτι οἱ κατά τόπους Μητροπόλεις θά πρέπει νά ἔχουν μιά διαρκῆ σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τούς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἀντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα στίς τάξεις τους καί δέχονται ὅλους τούς κραδασμούς τῆς κοινωνίας πρός τήν Ἐκκλησία.
Ἀπό τήν πείρα πού ἔχω σχηματίσει στήν Μητρόπολή μου, παρατηρῶ ὅτι οἱ θεολόγοι καθηγητές γενικά εἶναι καλοί, ἔχουν ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί κάνουν εὐσυνείδητα τήν ἐργασία τους. Ἐξαιρέσεις ὑπάρχουν παντοῦ. Πολλές φορές οἱ Κληρικοί δέν τούς προσεγγίζουν μέ θετικό τρόπο. Ἐδῶ στήν Μητρόπολή μας ἔχουμε πολύ καλή συνεργασία.
Φυσικά πρέπει νά καταρτισθοῦν τά πιό κατάλληλα Προγράμματα, τά ὁποῖα θά ἐκφράζουν καί τήν παράδοση τοῦ τόπου, ἀλλά θά ἀνταποκρίνωνται καί στήν φιλαλληλία, τόν κάθε ἄλλον συνάνθρωπό μας. Γιατί, οὔτε ἐξ ὀνόματος τῆς παραδόσεώς μας πρέπει νά ἀπορρίψουμε τούς ἄλλους, οὔτε χάριν τῶν ἄλλων πρέπει νά ὑπονομεύσουμε τήν δική μας παράδοση. Αὐτός ὁ συνδυασμός πρέπει νά γίνη μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καί ὄχι ἰδεολογικά καί πειραματικά. Γι' αὐτό χρειάζεται νά συνεργασθοῦν ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ τόπου.
Βρίσκω ἐδῶ τήν εὐκαιρία νά πῶ ὅτι μέ τήν εἰσήγησή μου στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί στήν Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή, ἔκανα δημιουργική κριτική καί τοῦ παλαιοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος καί τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, βάσει ἐπιστημονικῶν δεδομένων, χωρίς νά κρίνω συγκεκριμένους ἀνθρώπους. Ἡ δέ πρότασή μου ἦταν νά βελτιωθῆ τό παλαιό πρόγραμμα καί νά προσαρμοσθῆ στά σύγχρονα δεδομένα, χρησιμοποιώντας τά καλά στοιχεῖα τοῦ νέου προγράμματος. Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ πρόταση ἦταν συνθετική καί ἑνωτική ὅλων τῶν δυνάμεων, ἡ ὁποία ὅμως δυστυχῶς δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Πολιτεία.
Ὡς πρός τό δεύτερο μέρος τῆς ἐρωτήσεώς σας θέλω νά πῶ ὅτι ὅπου ὑπάρχουν δραστήριοι καί εὐαίσθητοι Κληρικοί, καταρτίζουν προγράμματα ἐκκλησιαστικῆς προσφορᾶς στούς νέους, χρησιμοποιώντας σέ διάφορες Μητροπόλεις καί Ἐνορίες τήν ἐκκλησιαστική κατήχηση, τήν ἐκμάθηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν, τήν ἔνταξη στήν ἐνοριακή κοινωνία, ἀλλά καί προγράμματα συνεργασίας μέ τά Σχολεῖα, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τῶν καθηγητῶν.
Ἔτσι, ἔχουν συσταθῆ κατηχητικές σχολές, φροντιστηριακά μαθήματα, σχολές ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί ἁγιογραφίας, κατασκηνώσεις, ψυχαγωγικές ἐκδηλώσεις καί πολλά ἄλλα.
Ὅπου ὑπάρχουν εὐαίσθητοι Κληρικοί παρατηρεῖται ἔντονη δραστηριότητα μεταξύ τῶν νέων, ἡ ὁποία προσφέρει ὄχι ἁπλῶς γνώσεις, ἀλλά νόημα ζωῆς.
Πάντως, ἡ Πολιτεία, ἐπίσης, πρέπει νά καταλάβη ὅτι ὁ σχολικός χῶρος δέν πρέπει νά αὐτονομηθῆ, ἀλλά νά ἐνταχθῆ μέσα στούς ἄλλους θεσμούς τῆς Πολιτείας καί τῆς κοινωνίας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία, διότι διαφορετικά ἡ λογικοκρατία, πού δέν ἐπιλύει τά οὐσιαστικά ψυχολογικά, ὑπαρξιακά καί πνευματικά προβλήματα τῶν νέων, θά δημιουργήση ἀνάπηρους ψυχικά πολίτες καί ἕναν «μονοδιάστατο ἄνθρωπο», πού θά εἶναι ἀπειλή καί τῆς ἴδιας τῆς κοινωνίας.
Γι' αὐτό χρειάζεται συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στόν τόπο μας εἶναι ὁ «ἀρχαιότερος θεσμός» καί προηγήθηκε τοῦ Κράτους.
- Προβολές: 2813