Ἀρχ. Ἐφραίμ Βατοπαιδινοῦ: Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν - Ὡς προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας
Ἀρχιμ. Ἐφραίμ, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Μονῆς Βατοπαιδίου
Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θέματα Ἐκκλησιολογίας» πού πραγματοποιήθηκε στήν Ναύπακτο τήν 1 Ὀκτωβρίου 2016 (βλ. Θεολογικό Συνέδριο στήν Ναύπακτο: «Θέματα Ἐκκλησιολογίας» - Παρακολουθεῖστε τὸ Συνέδριο (Video)).
Τὸ θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μας, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶναι Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν ὡς προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ὁ ὅρος ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἴσως νὰ ξενίζει κάποιους, εἰδικὰ τοὺς συγχρόνους. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἐννοοῦμε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ εἶναι ὁ μόνος τρόπος ζωῆς ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνια Ζωή, ὄλοι οἱ ἄλλοι τρόποι ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ ὑποδεέστεροι. Θὰ ποῦμε εἰσαγωγικὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ Φιλοκαλία, ποιοί εἶναι οἱ Ἱεροὶ Νηπτικοὶ καὶ γιατί θεωροῦμε τὴν Φιλοκαλία τόσο σημαντική, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ κατόπιν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις μέσα ἀπὸ ἐνδεικτικὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας.
Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν εἶναι ἕνα συλλογικὸ ἔργο 36 διαφορετικῶν συγγραφέων, ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὸν 4ο ἕως τὸν 15ο αἰώνα. Ὅλοι οἱ συγγραφεῖς εἶναι Ἕλληνες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανό. Οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου ὁ Νοταρᾶς (1731-1805), οἱ δύο δηλαδὴ πρωτεργάτες τοῦ Κολλυβαδικοῦ κινήματος. Οἱ Κολλυβάδες Πατέρες ἦταν αὐτοὶ ποὺ τὸν 18ο αἰώνα πρότειναν καὶ πρόβαλλαν τὴν ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Τὰ κύρια στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας τους ἀφοροῦσαν τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὸν ἡσυχασμό, τὴν συχνὴ Θεία Κοινωνία καὶ τὴν μελέτη τῶν Πατερικῶν κειμένων.
Τὸ ὑλικὸ ποὺ ἐπέλεξε ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ νὰ συγκροτήσει τὸν τόμο τῆς Φιλοκαλίας προερχόταν ἀπὸ χειρόγραφα μὲ ἀνθολογίες Πατερικῶν ἀσκητικῶν, ἡσυχαστικῶν, θεολογικῶν κειμένων ἀπὸ τὶς βιβλιοθῆκες Ἁγιορειτικῶν Μονῶν. Ὡς κύρια βάση τῆς Φιλοκαλίας θεωροῦνται οἱ κώδικες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου, ὁ 472 τοῦ 12ου αἰώνα, ὁ 605 τοῦ 13ου αἰώνα, ὁ 476 καὶ ὁ 628 τοῦ 14ου αἰώνα καὶ ὁ 629 τοῦ 15ου αἰώνα. Τὸ 1777 παραδίδει ὁ ἅγιος Μακάριος τὰ χειρόγραφα αὐτὰ πρὸς ἐπεξεργασία στὸν ἅγιο Νικόδημο ὅταν συναντήθηκε μαζί του στὶς Καρυές. Ἡ ἔκδοση τελικὰ γίνεται τὸ 1782 στὴν Βενετία σὲ ἕνα ὀγκωδέστατο τόμο μὲ τίτλο «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν ἐν ᾗ διὰ τῆς κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καὶ τελειοῦται».
Δηλαδὴ ἡ Φιλοκαλία ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ ζωή, στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, στὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ ζεῖ κάποιος, ὥστε νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς του, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, νὰ ζεῖ ἀληθινὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ μπορεῖ νὰ θεολογεῖ ἀκραιφνῶς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει στὸ Προοίμιό του τὴν Φιλοκαλία ὡς «τὸ τῆς νήψεως ταμιεῖον• τὸ τοῦ νοὸς φυλακτήριον• τὸ μυστικὸν διδασκαλεῖον τῆς νοερᾶς προσευχῆς• τῆς πρακτικῆς τὴν ἐξαίρετον ὑποτύπωσιν• τῆς θεωρίας τὴν ἀπλανῆ ὁδηγίαν• τὸ τῶν Πατέρων Παράδεισον• τῶν ἀρετῶν τὴν χρυσὴν σειράν• τὸ πυκνὸν τοῦ Ἰησοῦ ἀδολέσχημα• τὴν ἀνακλητικὴν τῆς Χάριτος σάλπιγγα• τὸ τῆς θεώσεως ὄργανον».
Ἡ Φιλοκαλία βρῆκε τεράστια ἀπήχηση καὶ μεταξὺ τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν λαϊκῶν, ὄχι μόνο ἐντὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ. Ἐξάλλου ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ στὴν σελίδα τοῦ τίτλου προοριζόταν «εἰς κοινὴν τῶν Ὀρθοδόξων ὠφέλειαν». Τὸ 1793, δηλαδὴ μόλις 11 χρόνια μετὰ τὴν ἑλληνικὴ ἔκδοσή της, ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) τὴν μεταφράζει καὶ τὴν ἐκδίδει στὰ σλαβονικά. Ἔκτοτε ἔχουν γίνει πάρα πολλὲς μεταφράσεις καὶ ἐκδόσεις στὰ ρωσικά, ρουμανικὰ ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας στὰ ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ἰταλικά, ἱσπανικά, φινλανδικά, σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ὁπότε μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν ἐπίδρασή της σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἴσως εἶναι τὸ πιὸ πολυδιαβασμένο χριστιανικὸ βιβλίο μετὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Αὐτὸ φανερώνει τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἐπικαιρότητά της.
Ἡ ἀξία της αὐτὴ προῆλθε κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενα ποὺ περιλαμβάνει προέρχονται ἀπὸ τὴν γραφίδα τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ὅπως δηλώνεται καὶ στὸν τίτλο της Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. «Οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας ὑπῆρξαν πάντοτε τὸ ἐντρύφημα καὶ οἱ αὐθεντικοὶ ὁδηγοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς γιὰ γενεὲς γενεῶν, καὶ διέπλασαν τὸ ἦθος τῶν θεουμένων, ὑποδεικνύοντάς τους τὶς πρακτικὲς μεθόδους καὶ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ φτάσουν στὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἀτενίσουν τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θείας δόξας. Καὶ ἐθεολόγησαν ἔτσι, ὄχι μία στείρα σχολαστικὴ θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα καὶ γι’ αὐτὸ νεκρή, ἀλλὰ μία θεολογία πυρπολούμενη ἀπὸ τὴν ζωή, μία θεολογία νήψεως καὶ προσευχῆς». Ἦταν οἱ Πατέρες ποὺ ἔπαθαν τὰ θεῖα, οἱ ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τους εἶχε καὶ ἔχει αὐτὴν τὴν πνευματικὴ δύναμη καὶ διαχρονικότητα. Καὶ βέβαια ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν νηπτικοί. Δὲν ἰσχύει αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς μεταξὺ νηπτικῶν καὶ κοινωνικῶν Πατέρων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ ἔκαναν τεράστιο κοινωνικό, ἱεραποστολικὸ ἔργο ἦταν νηπτικοὶ καὶ φορεῖς τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἀσκοῦσαν καὶ σύστηναν τὴν νήψη, καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τους. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἐπέδειξε τέτοια ἱεραποστολικὴ δράση ποὺ μένει κάποιος ἔκθαμβος ἀπὸ τὶς περιοδεῖες καὶ τὸ ἔργο του, εἶχε τέλειο ἡσυχαστικό, νηπτικὸ φρόνημα γι’ αὐτὸ σύστηνε τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς σὲ κάθε διδαχή του.
Ἡ Φιλοκαλία κατέστη ἀπλανὴς ὁδηγὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ θεολογία. Μέσα στὴν Φιλοκαλία μποροῦμε νὰ βροῦμε τὶς προϋποθέσεις γιὰ μία σωστὴ ἔνταξή μας στὴν Ἐκκλησία καὶ μετοχὴ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν τρόπο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ θεολογία, γι’ αὐτὸ εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ Φιλοκαλία.
Ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ βάπτισμα δὲν μᾶς ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία, οὔτε κἂν τὴν συμμετοχή μας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, δίχως τὴν παράλληλη τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς τονίζει: «Ἰδοὺ χριστιανοί ἐσμέν ἅπαντες καὶ βάπτισμα φοροῦμεν· ὁ πιστεύσας, φησί, καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται· τί λοιπὸν χρήζομεν; Ἡμεῖς δέ, ἐὰν τούτῳ πεισθῶμεν καὶ οὕτω μείνωμεν, ἔρημοι πάντως ἐσόμεθα, ὄνομα μόνον ἔχοντες Χριστιανοῦ· ἀγνοοῦντες, ὅτι ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς ὀφείλει πάσας τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ τηρεῖν καὶ ὅταν πάντα κατορθώσῃ, λέγειν, ἀχρεῖος δοῦλός εἰμι, ὡς ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ἔφη». Μόνο αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ διατηρήσει τὴν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, διαφορετικὰ τὸ Βάπτισμα δὲν ἐνεργοποιεῖται.
Ἡ ἐπιμέλεια στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν ὁδηγεῖ στὴν ἀπάθεια. Λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Διὰ τῶν ἐντολῶν ὁ Κύριος ἀπαθεῖς τοὺς ἐργαζομένους ἀποτελεῖ». Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὅσιος Θαλάσσιος: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει ἀπάθειαν». Μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν ὁδηγούμαστε σὲ μετάνοια, καθαρίζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ ἴδιος ὅσιος Θαλάσσιος γράφει στὰ κεφάλαιά του: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν• ἡ δὲ ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν». Ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐπιμελεῖται τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν σκανδαλίζει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ γίνεται «φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἅλας τῆς γῆς». Φῶς γιὰ τοὺς ἄλλους μὲ τὸν ἐνάρετο βίο του καὶ ἅλας γιὰ τοὺς ἄλλους μὲ τὴν θεία γνώση καὶ σοφία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει.
Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ κάποιος στὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Οἱ ὅσιοι Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι γράφουν ἀποκαλυπτικά: «Ἔχεις μίαν ὁδὸν ἀπάγουσα πρὸς ζωήν, τὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ τήρησιν». Ὅλος ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Σωτῆρος, γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἶναι γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὰ πάθη καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴν ἀκρασία καὶ τὸ μίσος, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν ἀπόκτηση ἀλλὰ καὶ στὴν αὔξηση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητὴς ἐπισημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ζητοῦμε τὶς ἐνέργειες, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίχως νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἐπιμέλειά μας στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τονίζει ὁ ἴδιος Ἅγιος, ὅτι εἶναι κρυμμένος στὶς ἐντολές Του. «Ὁ Κύριος εἰς τὰς ἰδίας ἐγκέκρυπται ἐντολὰς καὶ τοῖς ζητοῦσιν Αὐτόν, κατὰ ἀναλογίαν εὑρίσκεται». Δηλαδὴ κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, κατὰ πόσον δείχνουμε ἐμεῖς τὴν δική μας προαίρεση καὶ πρόθεση στὸ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, βιώνουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν θεία Χάρη Του στὴν ζωή μας.
Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κατὰ Χριστὸν ζωή, δηλαδὴ χριστιανικὴ ζωή, χωρὶς ἐν Χριστῷ ζωή, δηλαδὴ χωρὶς βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης ἡ πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πραγματικὴ ἱεραποστολὴ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ: «Οἱ χωρὶς Πνεύματος γράφοντές τε καὶ λέγοντες καὶ τὴν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖν βουλόμενοι, ψυχικοί εἰσιν, ὣς που φησὶν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, πνεῦμα μὴ ἔχοντες...». Ψυχικοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς διανοήσεως, οἱ ἠθικιστές, αὐτοὶ ποὺ προσέχουν τὸν τύπο, «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος» καὶ δὲν δίνουν βαρύτητα στὰ ἔσωθεν, ποὺ εἶναι καὶ πιὸ σημαντικά.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνιστᾶ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἔχουν πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται τὰ ἁμαρτήματα καὶ τοὺς λογισμούς τους: «Σπεύσεις δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου πνευματικὸν πατέρα ἔχειν καὶ ἐξαγγέλλειν αὐτῷ πᾶν ἁμάρτημα καὶ πάντα λογισμὸν καὶ λαμβάνειν παρ’ αὐτοῦ τὴν ἰατρείαν καὶ τὴν ἄφεσιν. Αὐτοῖς γὰρ ἐδόθη λύειν καὶ δεσμεῖν τὰς ψυχάς». Ἀναφερόμενος στὴν γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Σπορέως ὁ Παλαμᾶς λέει: Ὅπως τὸ ὄργωμα τῶν γεωργῶν ξεριζώνει τὰ ἀγριόχορτα καὶ καθιστᾶ τὴν γῆ κατάλληλη γιὰ σπορὰ καὶ καρποφορία, ἔτσι καὶ ἡ ἐξομολόγηση ξεριζώνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὴν ἑτοιμάζει γιὰ ὑποδοχὴ καὶ καρποφορία τοῦ πνευματικοῦ σπόρου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅμως χωρὶς τὴν προϋπόθεση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὑποδεχθεῖ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, τότε πῶς θὰ ὑποδεχθεῖ μέσα του τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει προηγουμένως καθαρισθεῖ μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση τῶν πταισμάτων του; Εἶναι προφανὲς ὅτι πολὺ περισσότερο χρειάζεται ἡ προετοιμασία αὐτή, προκειμένου νὰ προσέλθει κάποιος στὴν Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ τὸ ἀναμάρτητο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρεται μὲ αὐτήν, δὲν εὐδοκεῖ νὰ κατοικεῖ σὲ σῶμα βουτηγμένο στὴν ἁμαρτία.
Ὁ ὅσιος Κάλιστος Ξανθόπουλος τονίζει τὴν ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς καθαρότητας γιὰ τὴν προσέλευση στὴν Θεία Κοινωνία. Γράφει: «Οἱ μετέχοντες τοῦ παναγίου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου Αἵματος, μετὰ Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων καὶ τῶν ἄνω δυνάμεων ἑστήκασιν, αὐτὴν περικείμενοι τοῦ Χριστοῦ τὴν βασιλικὴν στολήν... ἂν μετὰ καθαρότητος προσέλθῃς, εἰς σωτηρίαν προσῆλθες· ἂν δὲ μετὰ πονηροῦ συνειδότος, εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν προσῆλθες». Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος θεωρεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία ἂν ἔχουμε κάτι μέσα μας, ἔστω καὶ ἕναν λογισμὸ μνησικακίας, ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ. Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μετανοήσουμε, νὰ διαλαγοῦμε μὲ αὐτὸν καὶ μετὰ νὰ προσέλθουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Βλέπουμε ὅτι οἱ Φιλοκαλικοὶ Πατέρες δηλαδὴ οἱ Ἱεροὶ Νηπτικοὶ δὲν θεωροῦν δεδομένη τὴν προσέλευσή μας στὴν Κοινωνία τοῦ Τιμίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλουμε. Ὑπάρχουν προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ τηροῦνται, ὅπως ἡ καθαρὰ συνείδηση, ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ ἄσκηση. Μὲ αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχει ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ἐκδηλώνει τὴν προαίρεσή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐπανεύρει τὴν σχέση μαζί Του, νὰ κάμψει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐκχύσει τὴν Χάρη Του πλούσια στὴν καρδιά του. Αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα εἶναι ποὺ μᾶς διαφοροποιεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες. Ἔλεγε ἕνας σύγχρονος φιλοκαλικὸς Πατέρας, ὁ μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Τρία πράγματα δὲν μπορῶ νὰ κατανοήσω: α) πίστη χωρὶς δόγμα β) χριστιανισμὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία και γ) χριστιανισμὸ χωρὶς ἄσκηση. Καὶ τὰ τρία αὐτά, Ἐκκλησία, δόγμα καὶ ἀσκητική, δηλαδὴ χριστιανικὴ ἄσκηση συνιστοῦν ἑνιαία ζωή».
Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πραγματικὴ συμμετοχὴ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία βέβαια «σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις», δίχως ἄσκηση. Ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου, φιλοκαλικὸς καὶ Πατερικὸς ὅπως πάντοτε, πολὺ εὔστοχα ἔχει ἐπισημάνει: «Στὶς ἡμέρες μας τονίζεται καθ’ ὑπερβολήν, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Φυσικά, ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δὲν τὸ ἀρνεῖται κανεὶς αὐτό, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποξενώσει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ἔτσι ἀποκτᾶ κανεὶς ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα».
Ἐπιπλέον ἡ ἄσκηση, ἡ «νόμιμη ἄθληση», στὴν ὁποία ὀφείλει νὰ ἐπιδίδεται κάθε ὀρθόδοξος χριστιανὸς θὰ τὸν διαφυλάξει ἀπὸ κάθε κίνδυνο πλάνης, ἀπὸ κάθε μεθοδεία τοῦ πονηροῦ. Ὁ μακάριος Γέροντας Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης στὴν Εἰσαγωγὴ ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας στὴν δημοτικὴ γλώσσα τονίζει: «Ἡ μεγάλη καὶ παντοτεινὴ πληγὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ λανθάνων ὀρθολογισμός, οἱ αὐθαίρετες φαντασίες, οἱ ψυχικοὶ συλλογισμοί, ποὺ δὲν προῆλθαν ἀπὸ τὴν “νόμιμη ἄθληση”, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν “πράξη”, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς “ἐπιβάσεως” στὴν θεωρία».
Οἱ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας δίνουν βαρύτητα καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν θεωρία. Ἡ θεωρία, ἡ θεολογία θὰ προέλθει ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τῆς πρακτικῆς ζωῆς. Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ μακάριος Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης: «Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ γεννᾶται ἡ προσευχὴ καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἡ θεολογία». Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς χαρακτηρίζει τὴν θεολογία ὡς μέγιστο χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεολογία εἶναι τὸ χάρισμα ποὺ προκύπτει καὶ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν προσευχή. Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς τὸ ἀποδίδει πολὺ εὔστοχα μὲ τὸ παρακάτω χωρίο: «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς• καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ».
Ὁ ὅσιος Θεόγνωστος ἐφιστώντας τὴν προσοχὴ ἐκείνου ποὺ θέλει νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν θεολογία γράφει: «Εἰ βούλει θεολόγος γενέσθαι ὁμοῦ καὶ θεωρητικός, διὰ πολιτείας ἄνελθε, καὶ διὰ καθάρσεως κτῆσαι τὸ καθαρόν». Ἡ θεολογία προϋποθέτει κάθαρση καὶ ἁγνότητα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης τὸ τονίζει στὴν Κλίμακά του: «Ἁγνεία μαθητὴν θεολογίαν εἰργάσατο»καὶ «τέλος ἁγνείας ὑπόθεσις θεολογίας».
Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς γράφει ὅτι δὲν ὑπάρχει κάποιο ἄλλο χάρισμα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τῆς θεολογίας ποὺ νὰ φλέγει τὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τῆς θείας ἀγαθότητος. Ὁ ἄνθρωπος χάριν αὐτῆς πολὺ εὔκολα καταφρονεῖ τὶς φθαρτὲς ἐπιθυμίες καὶ γίνεται κοινωνὸς τῶν ἀγγέλων. Τὴν χαρακτηρίζει «εὐπρεπῆ, πανθέωρον, πάσης ἀμεριμνίας πρόξενον», αὐτὴ ποὺ τρέφει τὸν νοῦ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἄρρητο φῶς, νυμφαγωγὸ γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἡ θεολογία εἶναι μία ἐμπειρικὴ καὶ ὄχι διανοητικὴ κατάσταση. Μπορεῖ καὶ κάποιος ποὺ δὲν ἔχει τὴν στοιχειώδη κατὰ κόσμον μόρφωση νὰ εἶναι κάτοχος αὐτοῦ τοῦ μεγίστου χαρίσματος. Ὅπως ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἕνας ἄλλος σύγχρονος φιλοκαλικὸς Πατέρας, ὁ ὁποῖος δὲν τελείωσε κἂν τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο. Ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ βιώνεται κυρίως στὰ μοναστήρια ἀπὸ μοναχοὺς καὶ ὄχι στὰ πανεπιστήμια τοῦ κόσμου. Γράφει σχετικῶς ὁ Γέροντας σὲ μία ἐπιστολή του: «Ὁ ἀληθὴς μοναχὸς εἶναι προϊὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἐν ὑπακοῇ καὶ ἡσυχίᾳ καθαγνίσῃ τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάσῃ ὁ νοῦς καὶ καθαρισθῇ ἡ καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν καὶ γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια καὶ βρύει θεολογίαν, ὅπου ἂν γράφουν τρεῖς δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα ποὺ βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα. Φλογίζεται ἡ καρδία ἀπὸ θείαν ἀγάπην καὶ φωνάζει “κράτει Ἰησοῦ μου, τὰ κύματα τῆς Χάριτός σου, ὅτι ἀναλύομαι ὡσεὶ κηρός”. Καὶ ὄντως ἀναλύεται μὴ βαστάζων. Καὶ ἁρπάζεται ὁ νοῦς εἰς τὴν θεωρίαν. Καὶ γίνεται σύγκρασις. Καὶ μετουσιοῦται ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἕνα μὲ τὸν Θεὸν ὥστε νὰ μὴν γνωρίζῃ ἢ νὰ χωρίζῃ τὸν ἑαυτόν του, καθὼς τὸ σίδηρον εἰς τὸ πῦρ, ὅταν ἀνάψῃ καὶ ἀφομοιωθῇ μὲ τὸ πῦρ».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ θεολογία, ἡ ἐμπειρική, ἡ Πατερικὴ καὶ ὄχι ἡ νοησιαρχική. Ἡ νοησιαρχικὴ θεολογία εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ξένη πρὸς τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι βιωματικὴ καὶ ἀφηγηματικὴ τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τονίζει ὅτι, «ἡ ἀληθινὴ θεολογία, ποὺ συμπίπτει τελικὰ μὲ τὴν προσευχή, θεμελιώνεται στὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ».
Κλείνοντας τὴν εἰσήγησή μας καὶ ἀνακεφαλαιώνοντας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας θέτουν τὶς πραγματικὲς βάσεις καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Ἐκκλησία, τὴν συμμετοχὴ καὶ ἀνάπτυξή μας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ποὺ εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση. Ἀκολουθώντας κάποιος αὐτὴν τὴν πρακτικὴ σιγὰ σιγά, χωρὶς καὶ οἱ ἴδιος νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ, μεθηλικιώνεται πνευματικά, φθάνει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ὅπου ἐνεργεῖ αὐθεντικὰ πλέον τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας. Ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ δική του ζωή. Ἡ θεολογία ἐκπηγάζει ἀπὸ μέσα του ὡς μία φυσικὴ κατάσταση.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν καὶ προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ ἐναρμονισθοῦν μὲ τὴν ζωογόνο Πατερικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι αὐτὴ τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν τῆς Φιλοκαλίας, τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰώνα, τῶν Κολλυβάδων τοῦ 18ου αἰώνα, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε ἐπακριβῶς κατὰ γράμμα τὸν βίο τους, ὅμως μποροῦμε νὰ πάρουμε τὸ πνεῦμα τους. Τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων παραμένει πάντοτε τὸ ἴδιο. Ἀνάλογα ὅμως τὶς κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς οἱ Πατέρες βιώνοντας τὴν θεία Χάρη, τὴν κοινωνία μὲ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεό, ἐκφράζονται μὲ σύγχρονο τρόπο. Ἡ σύγχρονη ἐποχὴ καὶ θεολογία δὲν χαρακτηρίζεται οὔτε μεταπατερικὴ οὔτε κἂν νεοπατερική. Μία εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας: ἡ ὀρθόδοξη Πατερικὴ θεολογία. Πάντοτε ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν Πατέρες, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀποτελοῦν τοὺς ἀπλανεῖς πνευματικοὺς ὁδηγοὺς γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία.
- Προβολές: 3109