Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Μεγαλομάρτυς Χριστίνα, 24 Ἰουλίου
Ἡ ἁγία Χριστίνα γεννήθηκε στήν πόλη Τύρο τό 200 μ.Χ. Οἱ γονεῖς της ἦταν καί οἱ δύο εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας της ἦταν στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί ὀνομαζόταν Οὐρβανός. Στήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας τήν κατήχησε μία εὐσεβής γυναίκα. Ἀπό τήν στιγμή πού ἔγινε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ζωή της ἄλλαξε καί ζοῦσε μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν διακονία τῶν συνανθρώπων της. Ὁ πατέρας της δέν ἄργησε νά πληροφορηθῆ τό γεγονός ὅτι ἡ κόρη του ἔγινε Χριστιανή, καί ὀργισμένος τήν ἔκλεισε σέ ἕναν πύργο καί προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά τήν πείση νά ἐπανέλθη στήν εἰδωλολατρεία. Ἐπειδή, ὅμως, παρέμεινε σταθερή στήν πίστη της, τήν ἔστειλε στήν φυλακή. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα της ὁ ἔπαρχος Δίων τήν ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια. Κατόπιν ὁ ἔπαρχος Ἰουλιανός τήν ἔριξε σέ μέρος ὅπου ὑπῆρχαν ἄγρια θηρία καί φαρμακερά φίδια, ἀλλά ἡ ἁγία παρέμεινε ἀβλαβής, ἀφοῦ τά ἄλογα θηρία, σέ ἀντίθεση μέ τά λογικά, τήν σεβάστηκαν. Πολλοί εἰδωλολάτρες πού εἶδαν τήν ἁγία νά παραμένη ἀβλαβής ἀπό τά φρικτά βασανιστήρια, τά ἄγρια θηρία καί τά φαρμακερά φίδια πίστευσαν στόν Χριστό καί ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους. Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε νά τούς θανατώσουν, καί ἔτσι ἔλαβαν τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἡ ἁγία Χριστίνα παρέδωσε τήν καθαρή καί ἀμόλυντη ψυχή της «εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος», ὅταν τήν λόγχευσαν στά πλευρά καί τήν καρδιά.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του ἀπέστειλε τούς Μαθητές Του νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο «πάσῃ τῇ κτίσει», καί τούς εἶπε ὅτι ἐκεῖνος πού θά πιστέψη στό κήρυγμά σας καί θά βαπτισθῆ, θά σωθῆ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού δέν θά πιστέψη, θά κατακριθῆ. Ἐπίσης, ὅσοι πιστέψουν, θά τούς ἀκολουθοῦν τά ἑξῆς σημεῖα: «Στό ὄνομά μου θά βγάζουν δαιμόνια, θά ὁμιλοῦν γλῶσσες καινούργιες, φίδια θά σηκώνουν καί ἄν τυχόν πιοῦν κάτι θανατηφόρο, δέν θά τούς βλάψη. Στούς ἀρρώστους θά ἀκουμποῦν τά χέρια τους καί θά γίνονται ὑγιεῖς». Πράγματι, μετά τήν Πεντηκοστή οἱ Ἀπόστολοι πορεύθηκαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης «καί κήρυξαν πανταχοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος βοηθοῦσε καί ἐπιβεβαίωνε τό κήρυγμά τους μέ τά θαύματα τά ὁποῖα ἀκολουθοῦσαν». Ἕνα ἀπό τά θαύματα αὐτά ἦταν καί τό ὅτι τά ἄγρια θηρία καί τά θανατηφόρα φίδια ἡμέρευαν κοντά τους καί δέν τούς προξενοῦσαν κανένα κακό. Καί αὐτό τό γεγονός ἐπαναλήφθηκε στούς αἰῶνες στήν ζωή πολλῶν ἁγίων, μάλιστα δέ ἀρκετές φορές ἔγινε ἀφορμή νά πιστεύση καί νά βαπτισθῆ πλῆθος καλο-προαίρετων ἀνθρώπων.
Θαύματα γίνονται σέ ὅλες τίς ἐποχές, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν τά θαύματα, ἀλλά θά πρέπει νά μᾶς ἐμπνέη ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, πού ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖ τά θαύματα. Καί ὁ τρόπος αὐτός τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τους πρός τόν Θεό, καί συνδέεται μέ τήν προσευχή, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν ἐφαρμογή ὅλων τῶν ἐντολῶν Του, ὁδηγεῖ στήν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης, τῆς πραότητας, τῆς ἀγάπης γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλη τήν κτίση, τῆς ὑπομονῆς, καί τῆς ἀντοχῆς στούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες τῆς παρούσης ζωῆς.
Δεύτερον. Πολλές φορές, ἐπηρεασμένοι ἀπό διδασκαλίες ξένες μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, πιστεύουμε ὅτι εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὁ ὑλικός πλοῦτος καί ἡ κοινωνική καταξίωση, καθώς, ἐπίσης, ὅταν κανείς ἀγαπᾶ τόν Θεό, τότε ὅλα στήν ζωή του θά κυλοῦν ὁμαλά καί θά ἔρχονται βολικά. Ἀλλά τό Εὐαγγέλιο λέγει τά ἐντελῶς ἀντίθετα, ἀφοῦ κάνει λόγο γιά σταυρό, μαρτύριο, κακοπάθεια, θλίψεις. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καί «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε». Προσέθεσε, ὅμως, καί τό «θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Πράγματι χρειάζεται θάρρος, γιά νά μή ἀποκάμνουμε, διότι μέσα ἀπό τήν ὑπομονή στίς θλίψεις τοῦ παρόντος βίου καί τήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ, πού εἶναι μετοχή στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, πηγάζει παρηγοριά καί χαρά. Μιά παρηγοριά ἀληθινή καί μιά χαρά ἐσωτερική, πνευματική, τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά ἀφαιρέση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅσες ἐξωτερικές θλίψεις καί ἄν τοῦ προξενήση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι οἱ ἅγιοι μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν σκληρά καί ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, ἀλλά ἐπειδή ἦσαν ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί πλημμυρισμένοι ἀπό τήν Χάρη Του, γι’ αὐτό καί τά ἀντιμετώπισαν μέ ἠρεμία, γαλήνη καί χαρά. Τούς ἔβλεπαν οἱ εἰδωλολάτρες καί ἀποροῦσαν καί, φυσικά, δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν πῶς εἶναι δυνατόν νά συμβαίνη αὐτό.
Τήν ἀλήθεια αὐτήν τονίζει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν ἀναφέρεται στόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε πολλούς καί ποικίλους πειρασμούς καί ἀναρίθμητες θλίψεις, ἀλλά ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀποκαλύφθηκε καθ’ ὁδόν πρός τήν Δαμασκό, τόν ἐνίσχυε συνεχῶς καί τόν παρηγοροῦσε. Λέγει: «Καθώς αὐξάνεται ἡ συμμετοχή μας στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι μέ τήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ αὐξάνεται καί ἡ παρηγοριά μας. Αὐτό συνηθίζει νά κάμνη ὁ Θεός, πράγμα πού ὑπαινισσόμενος ὁ Παῦλος ἔλεγε, ἀναφερόμενος στόν Θεό, ὅτι "ἐκεῖνος μᾶς παρηγορεῖ σέ κάθε θλίψη", καί ὅπως ἐκεῖνος μᾶς παρηγορεῖ, ἔτσι καί ἐμεῖς θά πρέπει "νά παρηγορούμαστε ἀναμεταξύ μας"».
Ὅσο περισσότερες εἶναι οἱ θλίψεις, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ συμμετοχή μας στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί στήν συνέχεια τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά φοβόμαστε τήν κακοπάθεια καί τίς θλίψεις, ἀλλά τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι τό μόνο πού πρέπει νά μᾶς λυπῆ. Γιατί «ὅταν δέν ὑπάρχη ἡ ἁμαρτία, τότε δέν εἶναι δυνατόν νά λυπήσουν τήν φρόνιμη ψυχή οὔτε θλίψεις, οὔτε ἐπιβουλές, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλά ὅπως ἀκριβῶς ἄν βουτήξης ἕνα μικρό σπινθήρα μέσα σέ μεγάλη ἄβυσσο ἀμέσως τόν ἔσβησες, ἔτσι καί ἡ ὑπερβολή κάθε λύπης, ὅταν εἰσέλθη σέ ἀγαθή συνείδηση, χάνεται καί ἐξαφανίζεται εὔκολα».
Τό πιό δηλητηριῶδες φίδι εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἐπειδή τό δάγκωμά της προξενεῖ τόν αἰώνιο θάνατο. Τό ἀντίδοτο τοῦ δηλητηρίου τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία γεννᾶ τήν ἀγαθή συνείδηση καί ἐμπνέει τήν βίωση τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, διά τῶν ὁποίων «ἐξαφανίζεται ἡ ὑπερβολή κάθε θλίψης» καί προξενεῖται ἡ τέλεια χαρά καί ἡ ἀληθινή παρηγοριά.
- Προβολές: 3827