Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 9 Ἰουλίου - Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Γραπτὸ Κήρυγμα
Μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, γιά τήν ὁποία ἀναφέρθηκα συνοπτικά τήν προηγούμενη Κυριακή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἔγιναν πολλά ἐκκλησιαστικά γεγονότα, μεγάλη ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία. Κυρίως γιατί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού συνέταξε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, περιελήφθηκε ἡ λέξη «ὁμοούσιος», ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί». Αὐτή ἡ λέξη «ὁμοούσιος» χρησιμοποιεῖτο ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν εἶχαν παραλάβει ἀπό τήν φιλοσοφία, καί σήμαινε ἄλλες ἔννοιες. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τήν χρησιμοποίησαν μέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια, ὅτι ὁ Λόγος ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα.
Ἔτσι, μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ Χριστιανοί χωρίσθηκαν σέ διάφορες ὁμάδες, ἤτοι: Σέ ὁμοουσιανούς, πού ὑποστήριζαν τό Σύμβολο τῆς Νικαίας μέ τόν ὅρο ὁμοούσιος∙ σέ ὁμοιουσιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶχε τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ἀλλά ὅμοια μέ αὐτόν οὐσία∙ σέ ἀνομοίους, πού ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε ἀνόμοια οὐσία μέ τόν Πατέρα∙ σέ ἑτερούσιους, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε διαφορετική οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἐνεφανίσθηκαν καί ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα, εἶναι οἱ λεγόμενοι Πνευματομάχοι. Γιά τόν λόγο αὐτόν συνῆλθε ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἔτος 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἀντιμετωπίση τό θέμα αὐτό.
Μελετώντας τά γεγονότα πού ἔγιναν μεταξύ τῆς Πρώτης καί τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή τά πενήντα ἕξι χρόνια ἀπό τό 325 ἕως τό 381, βλέπουμε ὅτι συνεκλήθησαν περίπου τριάντα Σύνοδοι Ἐπισκόπων, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἐξέδωσαν διάφορα Συμβολικά κείμενα. Ὑπῆρξε, δηλαδή, μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία καί ἔντονος θεολογικός διάλογος γιά τούς ὅρους πού χρησιμοποίησαν.
Σήμερα στήν θεολογία καί τήν λατρεία μας ἔχει ἐπικρατήσει γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἡ διατύπωση «τρεῖς ὑποστάσεις καί μία οὐσία». Δηλαδή ἡ οὐσία ἀναφέρεται στό κοινό τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ὑπόσταση σημαίνει τό κάθε ξεχωριστό Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν περίοδο αὐτή ἐκδηλώθηκαν διάφορες αἱρέσεις, γιατί μέχρι τότε, ὅπως φαίνεται στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ταυτιζόταν ἡ λέξη οὐσία μέ τήν λέξη ὑπόσταση, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν θεολογία περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Διότι, ἀφοῦ ἡ οὐσία ταυτιζόταν μέ τήν ὑπόσταση, αὐτό σήμαινε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας, ἐνῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι ὑποστάσεις ἤ ξεχωριστά πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἤ τρόποι φανερώσεως τοῦ ἑνός Θεοῦ. Ὡσάν ὁ Θεός νά ἀλλάζη προσωπεῖα καί ἄλλοτε νά ἐμφανίζεται ὡς Πατέρας, ἄλλοτε ὡς Υἱός, ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως καί ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔκαναν τότε τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως, μιά διάκριση πού χρησιμοποιοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν λατρεία καί τήν θεολογία μας, καί εἶπαν ὅτι τρία εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος –Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα– καί ἔχουν τήν ἴδια οὐσία. Δηλαδή, ἡ οὐσία εἶναι τό κοινόν στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ἡ ὑπόσταση εἶναι τό «καθ’ ἕκαστον», τό ἐπί μέρους, τό ἴδιον. Αὐτήν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως τήν ἀποδέχθηκε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί διευκολύνθηκαν τά θεολογικά πράγματα.
Ἔτσι, τό ἔτος 381 μ.Χ. συνεκλήθη ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί μετά τόν θάνατό του ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί μετά τήν παραίτηση τοῦ τελευταίου, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος.
Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τούς αἱρετικούς πού δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἄλλους πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχαν ἀναφανῆ, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι, ὁ Εὐνόμιος, ὁ Ἀπολλινάριος καί ἄλλοι. Ἀναδιατύπωσε ἤ ἀναμόρφωσε σέ μερικά σημεῖα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπίσης, προσέθεσε καί τά ὑπόλοιπα ἄρθρα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καί τήν αἰώνια ζωή.
Εἶναι αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ὁμολογοῦμε στήν θεία Λειτουργία καί σέ κάθε ἀκολουθία, καί στό ὁποῖο περικλείονται ὅλα τά βασικά θέματα τῆς πίστεώς μας. Ἔκτοτε λέγεται Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, γιατί εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Πρώτης καί τῆς Δευτέρας.
Τό σημαντικό πού πρέπει καί ἐδῶ νά τονισθῆ εἶναι ὅτι καί στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκε ἔντονα ἡ διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους καί προσπαθοῦσαν μέ τήν λογική νά κατανοήσουν πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι τρεῖς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ βάση τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τήν δική τους. Γι’ αὐτό συνεχῶς οἱ Πατέρες στά ἔργα τους χρησιμοποιοῦσαν χωρία ἀπό τήν ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, στούς Προφῆτες ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους ἐν σαρκί. Καί αὐτά τά ἑρμήνευαν μέ βάση τήν δική τους ἐμπειρία. Εἶναι σημαντικές οἱ φανερώσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν Ἰορδάνη Ποταμό καί στό Ὄρος Θαβώρ καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς πρέπει νά διατηροῦμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθαρό, νά τό διαβάζουμε πάντα, νά στεκόμαστε μέ σεβασμό ὅταν τό ἀκοῦμε, νά τό μάθουμε ἀπό μνήμης καί νά τό λέμε συχνά, γιατί εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα φώτισε τούς Πατέρες στίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους νά τό συντάξουν καί εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας.
Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 2600