Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 16 Ἰουλίου - Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Γραπτὸ Κήρυγμα
Ἀφοῦ συγκλήθηκαν οἱ δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἀγαπητοί ἀδελφοί, καί συνέταξαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί κανονικά θά ἔπρεπε νά τελειώσουν τά θέματα, ὅμως διάφοροι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀνακινοῦσαν διάφορα θεολογικά ζητήματα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά συγκληθῆ ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος νά τά ἀντιμετωπίση. Αὐτή ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. μέ ἀπόφαση τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, καί Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι δέν πρέπει νά ὀνομάζεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, ἀλλά Χριστοτόκος, θεωρώντας ὅτι ὁ ὅρος Θεοτόκος, ὅπως καί ἡ φράση «Μήτηρ Θεοῦ» εἶναι εἰδωλολατρικῆς προελεύσεως. Ἔτσι, ἔλεγε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν ἄνθρωπο Χριστό, ὁ Θεός ἁπλῶς «προῆλθε» ἤ «παρῆλθε» ἤ «διῆλθε» δι’ αὐτῆς, ἀλλά δέν γεννήθηκε ἀπό αὐτήν Θεός. Ὁ Νεστόριος ἔλεγε ὅτι εἶναι λάθος νά λέγεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, γιατί δέν εἶναι θεά πού γέννησε Θεό.
Αὐτή ἡ αἱρετική ἄποψή του γιά τήν Παναγία προερχόταν ἀπό τήν αἱρετική ἄποψή του γιά τόν Χριστό. Ὁ Νεστόριος, ἀκολουθώντας ἄλλους προγενεστέρους αἱρετικούς, ἀδυνατοῦσε νά δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός. Θεωροῦσε ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων εἶναι «σχετική» καί ὄχι πραγματική, ὅπως δύο σανίδες εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους καί χωρίζονται, ἤ, ἀκόμα συμβαίνει σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ δύο φίλων. Ἔτσι, θεωροῦσε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλος εἶναι ὁ υἱός τῆς Παρθένου. Αὐτό εἶχε σοβαρές Χριστολογικές συνέπειες, γιατί ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ἁπλῶς ἕνας θεόμορφος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, καί ὄχι Θεός. Ὁπότε ἔπαθε καί ἀναλήφθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού συμπροσκυνεῖται καί συνδοξάζεται μέ τόν Θεό Λόγο, καί πολλά ἄλλα.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας διέγνωσε αὐτήν τήν αἱρετική ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, διεπίστωσε τίς φοβερές συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπόψεως καί ἀντιστάθηκε μέ δύναμη, ἀντέκρουσε αὐτές τίς ἀπόψεις ὡς αἱρετικές. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τίς ἀπόψεις αὐτές ὡς αἱρετικές, ἐπίσης καταδίκασε τόν Νεστόριο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπό τήν Σύνοδο, διότι ἀρνήθηκε νά παρουσιασθῆ, παρά τό ὅτι κλήθηκε τρεῖς φορές.
Δύο χρόνια μετά, καί συγκεκριμένα τό 433 μ.Χ., συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τά θέματα αὐτά. Εἶναι ἡ λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ δογματική ἀπόφαση γιά τό θέμα αὐτό, ὥστε νά ἐπέλθη μιά συμφωνία.
Μέ τίς «Διαλλαγές» ὁμολογήθηκε ὅτι ὁ ἕνας Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός μονογενής τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος∙ γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων κατά τήν Θεότητα καί ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν σωτηρία μας, κατά τήν ἀνθρωπότητα∙ εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα. Ὁμολογοῦμε ἕναν Χριστό, ἕναν Υἱό, ἕναν Κύριο, στόν ὁποῖον ἔγινε ἕνωση δύο φύσεων, καί κατά τήν ἔννοια τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ὁμολογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο καί Θεοτόκο.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι μέ τήν ἀπόφαση αὐτή διασφαλίσθηκε ἡ ὁμολογία στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία Παναγία δέν γέννησε ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά τόν Θεό Λόγο, καί ἐξακολουθεῖ ὁ Χριστός νά εἶναι Θεάνθρωπος, πού σώζει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτό τό εἶπαν οἱ Πατέρες, γιατί στηρίχθηκαν στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφηκε στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀλλά καί στήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ μερικές φορές ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία προχεόταν ἀπό τό σῶμα Του∙ εἶδαν τόν ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς Χριστό∙ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί «Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ», εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα τῆς Θεότητός Του∙ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, τό ὁποῖο ἦταν λαμπρότερο ἀπό τό κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου, καί γνώριζε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀλήθεια.
Αὐτό διατυπώθηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί στίς λεγόμενες «Διαλλαγές» μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται στό δόγμα, ἀλλά κυρίως στήν ἐμπειρία τῆς δόξης τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τότε ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται περισσότερο ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτό πού ζοῦσε ἡ Ἐκκλησία τό διατύπωσε ὀρθόδοξα καί καθορίσθηκαν διαδοχικά ὅλες οἱ Θεομητορικές ἑορτές. Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δική μας σωτηρία.
Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 2552