Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 20 Αὐγούστου Ἡ Η' Οἰκουμενική Σύνοδος
Ὁ 8ος αἰώνας μ.Χ., ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἦταν ἕνας δύσκολος αἰώνας ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἀρχίζει νά ἀποχωρίζεται τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό ἀνατολικό τμῆμα της, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί φαίνεται καθαρά ἡ ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Αὐτό φάνηκε στήν Η Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 879-880 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννη τοῦ Η.
Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι πολύ σημαντική, εἶναι ἡ τελευταία Σύνοδος μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μεταξύ Νέας Ρώμης καί Παλαιᾶς Ρώμης, γιατί μετά διαδοχικά ἀπομακρύνθηκαν οἱ δυτικοί Χριστιανοί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποκαλεῖται ὡς Η' Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 μ.Χ. καί ἡ ἴδια Σύνοδος ἐπικύρωσε καί τήν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε διάφορα ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀνέδειξε τήν διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς τότε Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα.
Στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκαν τά ἑξῆς θέματα: τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα∙ τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί ἡ μεταξύ τους σχέση∙ τά τυπικά ἔθιμα∙ ἡ ἀθρόον χειροτονία ἀπό λαϊκό σέ Ἐπίσκοπο∙ καί κυρίως τό θεολογικό πρόβλημα τό Φιλιόκβε, δηλαδή ἡ προσθήκη πού εἶχαν βάλει τότε οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, πράγμα πού εἶναι αἵρεση, καί γιά τό ὁποῖο ἀντιδροῦσε τότε καί ἡ Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, ἡ Σύνοδος αὐτή καταδίκασε καί ἀφόρισε ὅσους ἔθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Φιλιόκβε.
Στήν πραγματικότητα ἡ Σύνοδος κατεδίκασε ὅσους προσθέτουν ἤ ἀφαιροῦν ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέξεις, δηλαδή ἐννοοῦσε τούς Φράγκους χωρίς νά τούς κατονομάση ἀπό φόβο, λόγῳ τῆς βαρβαρότητάς τους.
Σημαντική φυσιογνωμία τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος μέ τόν διορατικό νοῦ του ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο πού προερχόταν ἀπό τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν βόρεια καί κεντρική Εὐρώπη καί ἤθελαν νά ἐπεκταθοῦν καί πρός ἀνατολάς, καθώς ἐπίσης διέγνωσε τήν αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, δηλαδή τό Φιλιόκβε. Ἰδίως αὐτό τό ἀνέπτυξε ὁ ἱερός Φώτιος «πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιεπισκοπικούς θρόνους», τήν ὁποία αἵρεση χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «ἀσέβειαν», «οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι (ἐπισκόπους γάρ αὐτούς ἐπεφήμηζον)...». Δηλαδή, οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς ἐπίσκοποι, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι τοποθετοῦσαν ἐπισκόπους χωρίς χειροτονία, καί αὐτοί ἐπέβαλαν τήν αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Γράφει δέ στήν ἐπιστολή του γιά τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλαν αὐτήν τήν αἵρεση: «τούτους τούς ἀπατεῶνας καί θεομάχους συνοδικῇ καί θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ». Δηλαδή καταδικάσαμε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες μέ συνοδική καί θεία ψῆφο.
Μετά τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὁδηγεῖτο στήν ρήξη μέ μεγάλη ταχύτητα, κυρίως ἀπό πολιτικά αἴτια, μέχρι τό ἔτος 1009 μ.Χ. πού εἰσῆλθε ἐπισήμως τό Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ὁπότε διακόπηκε ἡ κοινωνία μεταξύ Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης. Στήν πραγματικότητα ἡ Παλαιά Ρώμη ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου προσέλαβε καί ἄλλες αἱρέσεις.
Ἀργότερα, τόν 16ο αἰώνα μ.Χ., μέ τίς ὑπερβολές πού ἔκανε ὁ Πάπας, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό αὐτόν καί ὁλόκληρες ὁμάδες Χριστιανῶν πού ἀπετέλεσαν τόν λεγόμενο Προτεσταντικό κόσμο, καί σήμερα ὑπάρχουν πολλές Χριστιανικές διαιρέσεις στήν Δύση. Ἔτσι, δικαιώθηκε ὁ Μέγας Φώτιος πού ἔκανε πολλές προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα καί τοῦ Φιλιόκβε.
Φαίνεται καθαρά ὅτι τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν ἡ μεγαλύτερη μορφή, ἀφοῦ διέθετε εὐφυΐα, διορατικότητα, θεολογική κατάρτιση, ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀλλά καί μεγάλη διάκριση. Ἦταν ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικά, ἡ Δύση ἀπομαμακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ἀνέπτυξε τόν σχολαστικισμό, μία θεολογία πού ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί στηρίχθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Νεοπλατωνισμό. Ἡ σχολαστική θεολογία δημιούργησε ἄλλες ἀντιδράσεις στόν δυτικό κόσμο καί ποικίλα φιλοσοφικά, θεολογικά καί κοινωνικά ρεύματα, πού ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.
Γι’ αὐτό πρέπει ὄχι μόνον νά τιμᾶμε τόν Μέγα Φώτιο ὡς ἅγιο καί Μεγάλο Πατέρα, ἀλλά νά σεβόμαστε τήν διδασκαλία του καί τό ἔργο του.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 3997