Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἐπιστημονικός καί ἀντιεπιστημονικός θεολογικός λόγος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὅταν ἀρχίσαμε ὡς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς νά γράφουμε τίς πρῶτες ἐργασίες, οἱ καθηγητές μᾶς δίδασκαν τήν μέθοδο μέ τήν ὁποία συντάσσεται μιά ἐπιστημονική ἐργασία. Διαβάζοντας δέ τίς διάφορες ἐπιστημονικές ἐργασίες, καταλαβαίναμε στήν πράξη τόν τρόπο καί τήν μέθοδο πού τίς διέπουν.

Ἀσφαλῶς, ἡ ἐπιστημονική ἐργασία δέν εἶναι μιά ἔκθεση ἰδεῶν πού συντάσσεται γιά εἰδικούς λόγους· δέν εἶναι ἕνα κήρυγμα πού ἐκφωνεῖται στούς Ἱερούς Ναούς· δέν εἶναι μιά ὁμιλία σέ αἴθουσα, ὅπου εἶναι παρόντες Χριστιανοί ἐκκλησιαζόμενοι∙ δέν εἶναι ἕνα ρητορικό κείμενο κλπ.

Ἡ ἐπιστημονική ἐργασία ἔχει μιά ἰδιαίτερη δομή, ἀναφέρεται σέ ἕνα σημαντικό θέμα, σέ μιά «θεματική πρόταση», τήν ὁποία ἐρευνᾶ ἀπό πολλές πλευρές καί ἀναλύει τό περιεχόμενό της. Στηρίζεται πάνω στήν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία, στήν ὁποία παραπέμπει καί προχωρεῖ ἀναλυτικά στό νά στηρίξη μιά πρόταση πού προσφέρει κάτι καινούριο στήν ἐπιστήμη.

Συνήθως, ὁ ἐπιστήμονας θεολόγος χρησιμοποιεῖ τά συμπεράσματα στά ὁποῖα ἔχουν καταλήξει οἱ προηγούμενες ἔρευνες, τά ὁποῖα ὅμως ἐπεξεργάζεται μέ ὥριμη σκέψη, βλέπει τά θετικά και ἀρνητικά σημεῖα τους, συνθέτει τίς διάφορες ἀπόψεις ἤ καί ἀπορρίπτει ἄλλες, ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια ἑνός θέματος, τήν ὁποία ἀλήθεια καταγράφει μέ πειστικό τρόπο, καί ἔτσι προσφέρει νέα στοιχεῖα στήν συγκεκριμμένη ἔρευνα.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἕνα ἐπιστημονικό κείμενο ἀποφεύγει συναισθηματισμούς καί ἐξομολογητική διάθεση, δέν χρησιμοποιεῖ βερμπαλισμούς ἤ καί λογοτεχνικά σχήματα. Τό ἐπιστημονικό κείμενο δέν εἶναι λογοτεχνία. Τό κυριώτερο εἶναι ὅτι ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήση ἀπαξιωτικούς χαρακτηρισμούς καί κοσμητικά ἐπίθετα μέ σκοπό νά ὑποτιμήση καί νά ὑποβιβάση ἰδέες πού ἔχουν ἐκφρασθῆ ἀπό ἄλλους, καί ὅταν θέλη νά κρίνη ἀπόψεις ἄλλων ἐρευνητῶν τό κάνει μέ ἐπιχειρήματα πειστικά καί κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον ἀντικειμενικά.

Ἔγραψα τά ἀνωτέρω μέ ἀφορμή ὅτι πρόσφατα μελέτησα τίς παρουσιάσεις καί τίς ἐρευνητικές ἐργασίες τῶν φοιτητῶν μου, τῶν ὑποψηφίων διδακτόρων τοῦ Διδακτορικοῦ Προγράμματος Ὀρθοδόξων Σπουδῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, γιά νά τίς κρίνω καί νά τίς βαθμολογήσω. Διεπίστωσα ὅτι οἱ περισσότεροι ἀγγλόφωνοι ὑποψήφιοι διδάκτορες ἔγραψαν μέ ὥριμη σκέψη, μέ νηφαλιότητα, κυρίως χρησιμοποίησαν μιά ἀξιόλογη καί σοβαρή μέθοδο ἔρευνας καί ὁ τρόπος καταγραφῆς τῶν ἀπόψεών τους ἦταν ἄριστος. Εἶχαν καταλάβει πλήρως τά θέματα πού τούς ἀνέθεσα καί ὄχι μόνον ἀφομοίωσαν δημιουργικά τά κείμενα πού μελέτησαν, ἀλλά καί κατέγραψαν μέ ἐπιστημονικό τρόπο τίς σκέψεις τους.

Τά ὅσα ἔγραψα ὡς τώρα δέν ἀναφέρονται μόνον στήν ἐκπόνηση διατριβῶν καί γενικά ἐπιστημονικῶν ἐργασιῶν, ἀλλά καί τήν συγγραφή σοβαρῶν ἄρθρων, στά ὁποῖα διατυπώνονται οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀρθρογράφου.

Ἐπιστρέφοντας στήν σύγχρονη κατάσταση τοῦ τόπου μας, θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἐπίσης κατά καιρούς διάβασα κείμενα Καθηγητῶν Πανεπιστημίου, τά ὁποῖα δέν διακρίνονται γιά τόν σοβαρό τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν θεμάτων, ὅπως τόν παρουσίασα πιό πάνω μέ συντομία, παρά τό ὅτι οἱ ἴδιοι ἐπιβλέπουν ἐπιστημονικές ἐργασίες νέων ἐπιστημόνων. Θά χρησιμοποιήσω τρία παραδείγματα γιά νά δείξω τί εἶναι ἐκεῖνο πού δέν συνιστᾶ σοβαρό κείμενο, γραμμένο ἀπό ἕναν ἐπιστήμονα.

Τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι ὅτι μιά σοβαρή ἐργασία καί ἕνα ἄρθρο πού προέρχεται ἀπό ἕναν ἐπιστήμονα δέν καταλήγει σέ γενικεύσεις τοῦ τύπου ὅτι «τό σύνολο τῶν Ἑλλήνων ἐπισκόπων θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ἰδιωτικοποίηση τῆς "θρησκείας"», «γι’ αὐτό καί κανένας μά κανένας ἐπίσκοπος στήν Ἑλλάδα δέν ἀπασχολεῖται γιά νά συγκροτήσει πραγματικές ἐνορίες, σῶμα κοινωνίας πιστῶν». Ἡ χρησιμοποίηση τῆς λέξεως «τό σύνολο» καί «κανένας μά κανένας» εἶναι μία γενίκευση.

Οἱ ἴδιες γενικεύσεις γίνονται καί γιά ἄλλους χώρους κοινωνικούς, πολιτικούς καί ἐκπαιδευτικούς. Ὅλα, χωρίς ἐξαιρέσεις, φαίνονται ὅτι ἔχουν διαβρωθῆ. Καί μάλιστα αὐτό λέγεται σέ κείμενα πού ὁμοιάζουν μέ καταγγελτικό λόγο ὅμοιο μέ προκήρυξη, μανιφέστο, χωρίς φυσικά νά γίνουν οἱ ἀπαραίτητες ἐπιστημονικές ἔρευνες καί ἐπισημάνσεις ἤ ἐξαιρέσεις.

Τό νά πῆ κανείς ὅτι ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡγετῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν δέν ἀνταποκρίνονται στό ἔργο τους, μπορεῖ νά ἔχη στοιχεῖα ἀληθείας. Ἀλλά τό νά θεωρήση κανείς «ἄχρηστον» τό σύνολο μιᾶς κατηγορίας στήν κοινωνία εἶναι ἀντιεπιστημονικό, ψεύτικο. Συνήθως, ὁ ἐπιστήμονας πού σέβεται τόν ἑαυτό του κάνει ἔρευνα, διαβάζει τίς στατιστικές, ἐλέγχει τίς πληροφορίες καί δέν γενικεύει οὔτε ἀπολυτοποιεῖ τά θέματα, γιατί οἱ γενικεύσεις καί οἱ ἀπολυτοποιήσεις εἶναι γνώρισμα τῆς προπαγάνδας καί ἀκολουθεῖ ἡ γενική ἀπαξίωση μέ οἰκτρά ἀποτελέσματα.

Τό δεύτερο παράδειγμα εἶναι ὅτι ἕνα σοβαρό κείμενο πού προέρχεται ἀπό ἐπιστημονικό κάλαμο, δέν χρησιμοποιεῖ κατά κόρον ρητορικά ἐρωτήματα. Συνήθως, ἕνα ἐπιστημονικό κείμενο ἀρχίζει ἀπό ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο ὁ σοβαρός ἐπιστήμονας ἐπεξεργάζεται, ἀναλύει, καί στό ὁποῖο καταθέτει τά ἀρνητικά καί θετικά στοιχεῖα καί στήν συνέχεια καταλήγει σέ ἕνα συμπέρασμα πού νομίζει ὅτι ἐπιλύει καί ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα πού ἔθεσε στήν ἀρχή.

Ὅμως, τό νά χρησιμοποιῆ κανείς στόν γραπτό λόγο του σέ κάθε σελίδα πληθώρα ἐρωτημάτων χωρίς νά δίνη ἀπαντήσεις, εἶναι ἀντιδεοντολογικό καί ἀντιεπιστημονικό καί στό τέλος καταλήγει νά ἀπαξιώνη τό ἴδιο τό κείμενο. Καί αὐτό γιατί ὑποτίθεται ὅτι ὁ ἐπιστήμονας ὕστερα ἀπό πολυετεῖς ἔρευνες κατέληξε σέ κάποια συμπεράσματα, τά ὁποῖα ἀνακοινώνει, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά γνωστοποιήση στό κοινό πού ἐνδιαφέρεται τά πορίσματα τῶν ἐρευνῶν του, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά τά θέση ὑπό τήν κρίση τοῦ κοινοῦ, ὥστε νά συνεχισθῆ ὁ διάλογος πάνω στό θέμα αὐτό καί νά προσφερθοῦν νέες ἀπόψεις.

Τό τρίτο παράδειγμα ἀντιεπιστημονικοῦ λόγου εἶναι ἡ χρησιμοποίηση ἀπαξιωτικῶν κοσμητικῶν ἐπιθέτων μέ βαρύ περιεχόμενο γιά νά χαρακτηρίση συλλήβδην μιά κατηγορία ἀνθρώπων πού ἀντιπαθεῖ ὁ συντάκτης του, ὅταν, μάλιστα, τούς γενικούς αὐτούς χαρακτηρισμούς δέν τούς ἐπεξηγῆ.

Γιά παράδειγμα οἱ φράσεις «φονταμενταλιστικοί κύκλοι», «νεοζηλωτισμός», «συντηρητικές δυνάμεις», «ἰδεολογικοποιημένος τρόπος ζωῆς», «φοβικό σύνδρομο», «θρησκοληπτικός συντηρητισμός» κλπ. δέν συνιστοῦν σοβαρό ἐπιστημονικό κείμενο, ἀλλά παραπέμπουν σέ ἕναν ἀθεολόγητο δημοσιογραφικό λόγο, καί τελικά σέ ἕναν ἀντιεπιστημονικό τρόπο γραφῆς.

Δυστυχῶς στήν Ἑλλάδα, κατά τόν λόγο τοῦ Γιάννη Τσαρούχη, εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις. Μέ χρησιμοποίηση διαφόρων τρόπων καί μέ συγγραφή ἐλαχίστων καί μετριοτάτων μελετῶν, χωρίς νά ἔχη προηγηθῆ μιά παγκόσμια ἀναγνώριση, ἀποκτᾶ κανείς ἕναν ἀκαδημαϊκό τίτλο, καί στήν συνέχεια αἰσθάνεται ὅτι ἔχει τήν δυνατότητα νά ὁμιλῆ καί νά γράφη ἐναντίον ὅλων κατά τό δοκοῦν. Καλύπτεται ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἀγένεια κάτω ἀπό τήν ἀσφάλεια καί τήν προστασία ἑνός τίτλου, πού τόν ἀπέκτησε μέ ὀσφυοκαμψία καί μέ αὐτό τό ἀντιεπιστημονικό «προσόν» γράφει ἀνεξέλεγκτα κείμενα, χωρίς σοβαρά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, πού προδίδουν τήν σκοπιμότητά του.

Πρέπει νά μάθουμε ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός καί θεολογικός λόγος δέν εἶναι ἔκθεση ἰδεῶν, ἀλλά θεραπευτικός λόγος πού προσφέρεται μέ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα. Ἕνας λόγος πού δέν ἔχει μέσα του τήν ἐπιστημονική ἐπάρκεια, καί κατ’ ἐπέκταση τήν ἀγάπη πρός τήν ἀλήθεια εἶναι ἀλυσιτελής καί ἐπικίνδυνος.

Σεπτέμβριος 2017

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4588