Ἡ Θεία Λειτουργία, ἔργο τοῦ Χριστοῦ
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλία κατά τόν Γ΄ Κατανυκτικό Ἑσπερινό στόν Ἱ. Ναό Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, στίς 19 Μαρτίου 2017. Τό θέμα τῆς ὁμιλίας ἦταν: «Οἱ μυστικές εὐχές τῶν λαϊκῶν». Τά ἀποσπάσματα δημοσιεύονται μέ ἀναγκαῖες διορθώσεις.
Ὅσα θά ποῦμε ἔχουν σχέση μὲ μία συζήτηση ποὺ γίνεται γύρω ἀπὸ θέματα τῆς Θείας Λειτουργίας. Συζήτηση γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ διαβάζονται οἱ ἱερατικὲς εὐχές. Ἡ παράδοση λέει ὅτι οἱ εὐχὲς αὐτὲς διαβάζονται μυστικῶς. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νὰ διαβάζονται «εἰς ἐπήκοον πάντων». Ὅταν σ’ αὐτήν τήν συνάφεια ἀναφερόμαστε σέ παράδοση, ἐννοοῦμε τὴν διδασκαλία ποὺ σώζεται μέσα σὲ ἑρμηνεῖες τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὴν τάξη πού ἀκολουθεῖται στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου οἱ περισσότεροι ἁγιορεῖτες διαβάζουν τὶς εὐχὲς μυστικῶς.
Γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέμα ἔχει δημιουργηθῆ, θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς, ἕνας λειτουργικὸς λαϊκισμὸς, πού εἶναι στήν πραγματικότητα σκληρός κληρικαλισμός. Αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἱερατικές εὐχὲς πρέπει νὰ διαβάζονται «εἰς ἐπήκοον πάντων», στηρίζουν τόν ἰσχυρισμό τους στήν ἄποψη, ὅτι ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἀκούη τά πάντα, ὅλα ὅσα λέγονται στίς ἐκκλησιαστικές τελετουργίες. Ρωτοῦν: ὑπάρχουν εὐχὲς τὶς ὁποῖες δὲν πρέπει νὰ ἀκούη τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Ὑπάρχουν εὐχές πού εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν πολυτέλεια νά προσεύχονται μέ τά νοήματά τους; Παραθεωρώντας ὅλη τήν ὑπόλοιπη τελετουργία δίνουν τήν προσοχή τους μόνον στίς μυστικές εὐχές τῶν ἱερέων, τίς ὁποῖες ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νά ἀκούη καί ὁ λαός. Δὲν καταλαβαίνουν ὅμως ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν λαϊκιστικό ἰσχυρισμὸ τους οὐσιαστικὰ ἐπιβάλλουν στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἕναν λειτουργικὸ κληρικαλισμό. Δέχονται ὅτι ὁ λαὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ προσεύχεται μὲ τὰ λόγια ποὺ προσεύχονται οἱ ἱερεῖς. Ἀλλὰ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέσα στὴν λατρεία της ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του χάρισμα, τὴν δική του διακονία, καί ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμα, τὴν διακονία καὶ τὴν πνευματική του κατάσταση ὀφείλει νὰ προσεύχεται μὲ τὸν ἰδιαίτερό του τρόπο. Ἀλλιῶς προσεύχεται ὁ ἱερέας καὶ ἀλλιῶς ὁ λαϊκὸς, ποὺ μετέχει στὴν Θεία Λειτουργία.
Γιά νά καταλάβουμε κάπως τό θεμέλιο αὐτοῦ τοῦ λειτουργικοῦ θέματος, θά δοῦμε τὴν σημασία τῆς λέξης λειτουργία. Συνήθως ἡ λέξη αὐτή ἑρμηνεύεται ὡς «ἔργο τοῦ λαοῦ». Πράγματι, ἐτυμολογικὰ αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία της, διότι προέρχεται ἀπὸ τίς λέξεις λεῖτος=λαὸς καὶ ἔργον. Μέ θεμέλιο τήν σημασία αὐτή, ὅσοι θέλουν τήν «εἰς ἐπήκοον πάντων» ἀνάγνωση τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν, συμπεραίνουν ὅτι ὁ λαὸς, γιά νά συμμετέχη ἐνεργά, πρέπει νὰ ἀκούη τὰ πάντα μέσα στήν Θεία Λειτουργία. Ὅμως, ἂν προσέξουμε λίγο περισσότερο τὸ πῶς «λειτούργησε» αὐτὴ ἡ λέξη μέσα στὴν ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ λέξη «λειτουργία», ἐκτός ἀπό «ἔργο τοῦ λαοῦ», σημαίνει, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ λεξικὸ Liddell Scott: «βαρὺ τι δημόσιον ἔργον ἢ καθῆκον, ὅπερ οἱ πλουσιώτεροι τῶν πολιτῶν ἐπετέλουν ἰδίαις δαπάναις». Αὐτή εἶναι μιά πιό ἐξειδικευμένη σημασία, ἀλλ’ ὅμως ἡ πλέον γνωστή ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμη Ἀθήνα. Ἦταν βαρύ δημόσιο ἔργο, πού ἐπιτελοῦσαν μὲ δικές τους δαπάνες οἱ πλουσιότεροι ἀπὸ τοὺς πολίτες. […]
Ἄν δοῦμε τό πῶς πέρασε μέσα στὴν ἑλληνόφωνη Ἐκκλησία, ὡς Θεία Λειτουργία, αὐτὴ ἡ σημασία τῆς λέξης «λειτουργία», κατανοοῦμε ὅτι, ὅταν μιλᾶμε γιά Θεία Λειτουργία, ἐννοοῦμε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ· τὸ «δημόσιο ἔργο», θὰ λέγαμε, τοῦ Θεοῦ. Ὁ πάμπλουτος καὶ πέρα ἀπὸ κάθε πλοῦτο «πολίτης», ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση πέρασε μέσα στὴν δική μας πολιτεία, μέσα στὴν δική μας ἱστορία, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρη τὸν ἑαυτό Του, αὐτὸς ὁ πάμπλουτος πολίτης κάνει ἕνα πολὺ σημαντικὸ ἔργο, τὸ πιὸ σημαντικὸ ἔργο ἀπὸ ὅλα, τὸ νὰ μᾶς προσλάβη στὴν δική Του δόξα, νὰ μᾶς δώση τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ὥστε νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τὴν δική Του ζωή.
Ἡ Θεία Λειτουργία, λοιπὸν, εἶναι ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ ἔργο ποὺ κάνει ὁ Χριστός. Καὶ, ὅπως λέμε στὴν Θεία Λειτουργία, Αὐτός (ὁ Χριστός) εἶναι «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Αὐτὸς εἶναι ποὺ προσφέρεται, αὐτὸς εἶναι ποὺ προσφέρει, αὐτὸς εἶναι ποὺ προσδέχεται τά δῶρα, τά κάνει Σῶμα καί Αἷμα Του καί μέ αὐτά διαδίδεται σὲ ὅλους. Καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε διάκονοι. Ὁ λειτουργός (ὁ ἱερέας ἤ ὁ ἀρχιερέας) διακονοῦν αὐτὸ τὸ μέγιστο Μυστήριο. Ἄλλο ὅμως εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἀρχιερέως ἢ τοῦ ἱερέως, ἄλλος εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο στέκεται μέσα στὴν Θεία Λειτουργία ὁ πιστός.
Ἡ μετοχὴ γενικὰ στὴν Θεία Λειτουργία, τὸ κατανοεῖ ὁ καθένας, εἶναι ἡ πλέον ἱερὴ πράξη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὴν, ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, τρῶμε τὴν σάρκα Του καὶ πίνουμε τὸ αἷμα Του καὶ ἀποκτοῦμε ζωὴν αἰώνιον.
Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη σπουδαιότητα ποὺ ἔχει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γιὰ τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ συνακόλουθα καὶ τήν σπουδαιότητα ποὺ ἔχει ἡ τελετουργία τοῦ μυστηρίου, οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχές, οἱ συμβολικὲς κινήσεις, ἀκόμα καὶ τὰ σκεύη, ὁ χῶρος, ὁ διάκοσμος τοῦ χώρου μέσα στὸν ὁποῖο τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
[…] Ὁ τρόπος ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα ἱερέα (μυστικῶς, «καθ’ ἑαυτόν», ἐκφώνως ἢ «γεγονυῖα τῇ φωνῇ»), ὄχι αὐτὲς καθ’ ἑαυτὲς οἱ εὐχές, θεωρεῖται ἀπὸ πολλούς ὡς τὸ κεντρικότερο σύγχρονο λειτουργικὸ θέμα. Κάποιοι μάλιστα συνδέουν τὴν ἀναζωπύρωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μὲ τήν ἀνάγνωση τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν ἐκφώνως, θεωρώντας ὅτι εἶναι σύμπτωμα παρακμῆς τό νὰ διαβάζη κανεὶς αὐτὲς τὶς εὐχὲς μυστικῶς. […]
Δέν εἶναι βέβαια ἁμαρτία τό νὰ ἀκούση κανεὶς τὶς εὐχὲς ποὺ ἀναγινώσκει ὁ ἱερέας μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα. […] Αὐτή ἡ παραχώρηση ἤ οἰκονομία ἔχει τήν σύγχρονη ψυχολογική καί πνευματική της αἰτία. Ἔχουμε συνηθίσει στὸν θόρυβο, ἔχουμε συνηθίσει στὸ νὰ ἀκοῦμε συνεχῶς λόγο, δὲν ἀντέχουμε τὴν σιωπή. Γι’ αὐτό τίς στιγμές πού εὔχεται μυστικῶς ὁ ἱερέας, χωρίς νά ἀκούγεται καμιὰ ψαλμωδία ἀπὸ τοὺς ψάλτες, τίς θεωροῦμε λειτουργικό κενό. Οὐσιαστικὰ εἴμαστε κενοί, δηλαδὴ δὲν ἔχουμε κίνηση πρὸς τὸν Θεὸ καὶ αἰσθανόμαστε τὴν σιωπὴ αὐτὴ ὡς κάτι κενὸ στὴν λατρεία, ἐνῶ ἡ σιωπὴ εἶναι «ὁ λόγος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», ὅπως λένε οἱ Πατέρες μας καὶ, δυστυχῶς, ἐμεῖς αὐτὸν τὸν λόγο στήν πράξη τὸν ἀγνοοῦμε καὶ αὐτὴν τὴν στάση τὴν θεωροῦμε κενὸ στὴν λατρεία. Ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν νοοτροπία, δυστυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπομακρυνθοῦμε, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναγκάζονται καί οἱ ἱερεῖς, σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, χαμηλοφώνως ἔστω, νὰ λένε τίς εὐχές μέσα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα.
Δὲν εἶναι, λοιπὸν, ἁμαρτία νὰ ἀκοῦμε τὶς ἱερατικές εὐχές, ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι τοῦ λαοῦ, δὲν εἶναι ἡ προσευχὴ πού ἔχει ἀνάγκη ὁ λαϊκός. Εἶναι προσευχές, πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε αὐτό, οἱ ὁποῖες συντάχθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν ἱερέων. Θὰ ἔπρεπε ὁ κάθε ἱερέας νὰ μὴν ἔχη ἀνάγκη ἀπό τέτοιες συντεταγμένες εὐχές. Θὰ ἔπρεπε, ὅπως στὴν πρώτη Ἐκκλησία οἱ Προφῆτες, νὰ προσφέρῃ τήν Εὐχαριστία κατὰ τὴν ἔμπνευσή του καί κατὰ τὴν δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Θά ἔπρεπε νὰ ἀναπέμπη τὴν δική του εὐχή, νά κάνη τήν δική του «ἀναφορά», καθοδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτό τὸ χάρισμα ἔχει ἀδυνατίσει καὶ ἔχει ἀτονήσει, ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν ἱερέων ὅρισε συντεταγμένες εὐχὲς, ὥστε τοὐλάχιστον νὰ τίς διαβάζη ὁ ἱερέας καὶ μὲ αὐτὲς νὰ προσεύχεται καὶ νὰ συγκεντρώνη τὸν νοῦ του καὶ νὰ ἀναπέμπη τὴν κατάλληλη γιὰ ἐκείνη τὴν περίσταση εὐχὴ πρὸς τὸν Θεὸ.
Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἐκφωνούμενοι λόγοι στὴν Θεία Λειτουργία καλύπτουν πλήρως τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τοῦ πιστοῦ γιά προετοιμασία τῆς μυστικῆς ὑποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ.
- Προβολές: 3553