Φιλοκαλικές Σελίδες - «Ὁ τῶν ληστῶν καθηγούμενος»
Ὁ παπα-Νήφων καὶ ὁ αἱμοβόρος Τζάρας
Μετὰ τὴν πτώση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζαντίου), κατά τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, παρατηρεῖται εὐρέως στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, τό σύνθετο κοινωνικὸ φαινόμενο-δομή τοῦ "κλεφταρματωλισμοῦ".
Οἱ "κλέφτες" ἦταν ἔνοπλες ὁμάδες ποὺ ἀποσύρονταν σὲ ὀρεινὲς καὶ δυσπρόσιτες περιοχὲς, συνήθως γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν βαριὰ φορολογία τῶν Τούρκων καὶ τῶν Κοτζαμπάσηδων. Ἡ ἐπίσημη κατακτητικὴ ἐξουσία προσπαθοῦσε νὰ ὑποτάξη τὸ κλέφτικο στοιχεῖο μὲ διαφόρους τρόπους. Ὁ πλέον ἀναίμακτος ἦταν τό νὰ προσφέρη στοὺς ἐνόπλους κάποια ἐδαφικὴ ἔκταση μὲ μιὰ σχετικὴ αὐτονομία, τὸ ὀνομαζόμενο "ἀρματωλίκι". Συχνά, λοιπόν, οἱ "κλέφτες" γίνονταν "ἀρματωλοὶ", ἀλλὰ καὶ οἱ "ἀρματωλοὶ" πολλὲς φορὲς ἐπέστρεφαν στὴν "κλέφτικη" παρανομία.
Ἀπ' ὅ,τι φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν δημοτικὴ ποίηση, οἱ "κλέφτες" εἶχαν σταδιακὰ γίνει ἕνας ἡρωϊκὸς θρύλος στὴν συνείδηση τῶν καταπιεσμένων λαῶν. Σημειωτέον ὅτι τὸ φαινόμενο δὲν ὑπῆρξε μόνον στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Παρόμοιες ὁμάδες συναντᾶμε σὲ ὁλόκληρη τὴν Βαλκανικὴ χερσόνησο, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν τουρκοκρατούμενη Σερβία, τοὺς ὀνομαζόμενους Χαϊντούκους (Hajduk). Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ὁμάδες αὐτὲς ἐνσάρκωναν τὸν θρύλο τοῦ Ρομπὲν τῶν Δάσων, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας ὀρθόδοξος ἐπαναστάτης! (βλ. στὸ ἔργο τοῦ «The cure of the neurological sickness of religion»). Φυσικὰ ἡ πραγματικότητα δὲν ἦταν πάντα τόσο ἐπικὴ καὶ ρομαντική, ὅπως στὸν θρύλο τοῦ Ρομπέν.
Ἕνας τέτοιος περιβόητος "κλέφτης" καὶ "ἀρματωλὸς" ἦταν καὶ ὁ Νίκος Τσάρας, γνωστότερος ὡς Νικοτσάρας. Ὁ Κωνσταντῖνος Ζησίου, φιλόλογος καὶ συγγραφέας, ἀναφέρει περίφημους "κλέφτες" τῆς περιόδου τῆς τουρκοκρατίας• γράφει: «Οἱ ἐπισημότεροι ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν ἀπὸ τὸ 1479 ἐπὶ εἴκοσι ἔτη ὁ Κορκόδειλος Κλαδᾶς, τὸ 1585 ὁ Θεόδωρος Μπούας Γρίβας, ὁ Πούλιος Δράκος καὶ ὁ Μαλάμος, τὸ 1686 ὁ Κούρμας, ὁ Λιβίνης, ὁ Μεϊτάνης, ὁ Σουμίλας, τὸ 1769 οἱ Γριβαῖοι καὶ ὁ Μητρομάρας, τὸ 1790 ὁ Ἀνδρίτσος καὶ τὸ 1808 ὁ Παπαθύμιος Βλαχάβας (...) Ἐπίσημοι ὡσαύτως ὑπῆρξαν ὁ Γιάννης Μπουκουβάλας καὶ ὁ Κατσαντώνης διὰ τοὺς ἐνδόξους ἀγῶνας των καὶ ὁ Νικοτσάρας διὰ τὰ ναυτικὰ τρόπαια καὶ τὴν πολυθρύλητον αὐτοῦ ἐκστρατείαν».
Ὁ Νικοτσάρας, ἐξίσου ἱκανὸς καὶ ἑτοιμοπόλεμος σὲ στεριὰ καὶ σὲ θάλασσα, γεννήθηκε τό ἒτος 1774 «εἰς τὸ κατὰ τὰς ὑπωρείας τοῦ (ὄρους Ὄλυμπος) χωρίον Γιαννωτά... ὁ υἱὸς τοῦ ἀρματωλοῦ καπετὰν (Πάνου) Τσάρα ... Ὁ καπετὰν (Πάνος) Τσάρας εἶχε τὸ ἀρματωλίκι τοῦ Βλαχολειβάδου». Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ πατρὸς του Πάνου Τσάρα, ὁ Νικοτσάρας κατάφερε νὰ ἀναλάβη τὸ ἀρματωλίκι τοῦ Βλαχολειβάδου. Πῆρε μέρος μὲ τὴν ὁμάδα του σὲ πολλὲς συμπλοκές. Ξεκίνησε μὲ πολυμελῆ συνοδεία νὰ βοηθήση τὸν Καραγεώργη στὴν ἐξέγερσή του στὴν Σερβία, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ φτάση ἐκεῖ. Οἱ Τοῦρκοι τὸν κυνήγησαν καὶ τὸν ἐγκλώβισαν στὸ Πράβι, ὅπου ἔγινε μεγάλη μάχη. Γιὰ τὴν κίνησή του αὐτή, νὰ βοηθήση τὸν Καραγεώργη, ὁ Ἀλὴ-πασὰς τοῦ ἀφήρεσε τὸ ἀρματωλίκι τοῦ Βλαχολειβάδου. Ἐξέπνευσε, κατὰ τὸν Μωραϊτίδη, τὸν Ἰούλιο τοῦ ἒτους 1808 σὲ ἡλικία 36 ἐτῶν καὶ ἐτάφη πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου, χαμηλὰ στὸ ρέμα τῆς Ἀγαλλιανοῦς.
Οἱ περιστάσεις τῆς ἐποχῆς, τὸ κυνήγι ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ Ἀλὴ-πασὰς ἐναντίον τῶν κλεφταρματωλῶν, ὁδήγησαν πολλοὺς ἐξ αὐτῶν νὰ ζητήσουν καταφύγιο στὴν νῆσο Σκιάθο. Τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν Σκιάθο μεσουρανεῖ ὁ παπα-Νήφων καὶ ἡ ἱερὰ μονή του, ἡ μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Σκιάθου, «στῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ πλατανοφύτευτο ρεῦμα».
Πρόκειται περὶ τοῦ ὁσίου Νήφωνος τοῦ Χίου, ἑνὸς ἐκ τῶν "φυγάδων" μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῆς "κολλυβαδικῆς ἔριδος". Μετὰ τὴν φυγὴ τους ἐξ Ἁγίου Ὄρους ὁ Ὅσιος ἐγκαταβίωσε «ἐπὶ βραχὺ» σὲ διάφορες νήσους τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ὁ πρῶτος μεγάλος σταθμὸς ἦταν ἐπὶ 20ετία ἡ νῆσος Ἰκαρία καὶ ὁ δεύτερος ἐπὶ 15ετία ἡ νῆσος Σκιάθος, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη ὁσιακῶς. Εὐλαβεῖτο πολὺ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ἡ θεοτοκοφιλὴς λεπτομέρεια ποὺ διασώζει ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης• «Ὁ παπα-Νήφων, καθ’ ἅ παρελάβομεν, ἔχων μεγάλην εὐλάβειαν πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ ἰδίως πρὸς τὸν θεῖον αὐτῆς Εὐαγγελισμόν, ὅλας τὰς μονάς του, ἃς ἔκτισεν, εἶχε καθιερώσει εἰς μνήμην τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Συνήθιζε δὲ ὁ ἴδιος κατὰ τὴν ἱερὰν ἀγρυπνίαν τῆς ἑορτῆς νὰ βάλη τὴν ἀνάγνωσιν, ἀναγινώσκων ἀπὸ χειρογράφου τὸν ὡραιότατον πανηγυρικόν τῆς ἑορτῆς Λόγον Γερμανοῦ τοῦ Νέου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συντεθειμένον διαλογικῶς μεταξύ τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, οὗ τὸ χειρόγραφον εἴδομεν σωζόμενον ἀκόμη ἐν τῷ Σκευοφυλακείῳ τῆς Μονῆς».
Ἕνα θαυμαστὸ περιστατικὸ ἔλαβε χώρα σὲ αὐτὸ τὸ ἱερὸ κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου, μὲ κύριους πρωταγωνιστὲς τὸν ὅσιο Νήφωνα τὸν Χίο καὶ τὸν «τῶν ληστῶν καθηγούμενο, αἱμοβόρο Τζάρα». Ἡ μεταστροφὴ πολλῶν «ἀπὸ τὰ παλληκάρια τῶν ἀρματωλῶν» μετὰ ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τοῦ παπα-Νήφωνα νὰ ἀφήσουν τὴν κλέφτικη ζωὴ καὶ νὰ κάνουν οἰκογένειες ζώντας χριστιανικά, ἐξόργισε τὸν θερμόαιμο Νικοτσάρα. Ἔτσι αὐτὸς προτίμησε «νὰ σφάξη τὸν πνευματικὸν» παρὰ νὰ χάση τοὺς πολεμιστές του.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μνημονεύεται κατ' ἀρχὰς ὑπό τοῦ Σαμίου ἱερομονάχου Ἰσιδώρου Κυριακοπούλου, βιογράφου τοῦ ὁσίου Νήφωνος καὶ ἡγουμένου τῆς μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Ἰκαρίας, τῆς ὁποίας κτήτωρ ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Νήφων, καὶ κατὰ δεύτερον ὑπὸ τοῦ Σκιαθίτη διηγηματογράφου Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδου, τοῦ μετέπειτα μοναχοῦ Ἀνδρονίκου. Θὰ παραθέσουμε κατ' ἀρχὰς τὴν γλαφυρὴ διήγηση τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ πόνημά του «Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα, σειρὰ Δ΄» καὶ στὴ συνέχεια τὴν πιὸ ἁδρή, ἀλλὰ καὶ ἱστορικὰ πιὸ πιστὴ διήγηση τοῦ Ἰσιδώρου Κυριακοπούλου. Παρ' ὅλη τὴν χρονικὴ ἀπόσταση τῶν δύο κειμένων τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς διηγήσεως εἶναι κοινά.
*
Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδου, «Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα, σειρὰ Δ΄», σέλ. 59-62:
Ἀρματωλοὶ καὶ κλέπται. - Παπα-Νήφων καὶ Νικοτσάρας.
- Ἄγνωστον θαυμαστὸν ἐπεισόδιον.
«...Κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς ὁπού ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ Σκίαθος, κειμένη ἐγγὺς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας, κατέστη τὸ κοινὸν ὁρμητήριον τῶν περιωνύμων τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος ἁρματωλῶν, Σταθᾶ, Βλαχάβα, Νικοτσάρα, καὶ ἄλλων, οἵτινες καταδιωκόμενοι ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ μάλιστα ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ, κατέφευγον εἰς Σκίαθον μὲ ὅλα τά παλληκάρια των καὶ ἔμενον ἐκεῖ. Ἐτροφοδοτοῦντο δὲ συνήθως ὑπὸ τοῦ εὐποροῦντος Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον παρεῖχεν εἰς αὐτοὺς ἀγογγύστως ἄρτους, κρέατα, τυροὺς καὶ οἶνον. Ἐὰν κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους διέπρεψαν πλεῖστοι Ἕλληνες εἰς ἄλλα μέρη τῆς ἑλληνικῆς Πατρίδος λαβόντες ἐπίσημα βραβεῖα τῆς φιλοπατρίας των, μὲ τὸ νὰ δαπανήσουν τὰς στέρνας τοῦ χρυσίου των διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος, ἕνα ἐκ τῶν πρώτων βραβείων ἀνήκει καὶ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, προηγηθεῖσαν εἰς τὰς ἱεράς θυσίας, πρὶν ἔτι ἀναλάμψη ἡ πυρκαϊὰ τῆς Μεγάλης Ἐπαναστάσεως.
Τότε, λοιπὸν, εἰς τοὺς δεινοὺς ἐκείνους χρόνους, ὁπού οἱ νησιῶται μετὰ δισταγμῶν ἐπλησίαζον τοὺς παραχειμάζοντας ἐκείνους Καπετανέους, αἱ δὲ σκιαθίτισσαι μετὰ τρόμου πολλοῦ, καμμιὰ φορά, κατέβαινον εἰς τὸν Κάμπον νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς ἀμπελῶνας των, ἔτρεμον πρὸς πᾶσαν κίνησιν θάμνου, φανταζόμεναι ἐλλοχεύοντα ἐκεῖ Κλέφτην ἢ Λιάπην. Τότε ὁ Ἀλὴ-πασὰς ὁρκισθείς νὰ πνίξη εἰς τὸ αἷμα τὸν πλήρη κλεφτῶν Ὄλυμπον, ἀπέστειλεν εἰς Μακεδονίαν τὸν αἱμοχαρῆ υἱὸν του Μουχτὰρ πασᾶν, φρυάττων διὰ τὰς νίκας τῶν ἀρματωλῶν, ὅστις κατανικήσας αὐτοὺς ἠνάγκασε τοὺς καταδιωχθέντας ἀποινῶς ἀπὸ τὴν Θεσσαλίαν νὰ καταφύγουν εἰς Σκίαθον, ἐν οἷς οἱ ἀρχηγοὶ Νικοτσάρας, Σταθᾶς, καὶ Βλαχάβας καὶ ἄλλοι. Καὶ ἔμενον ἐκεῖ.
Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο πολλὰ ἀπὸ τὰ παλληκάρια τῶν ἀρματωλῶν, ἀναβαίνοντα εἰς τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐκκλησιάζοντο, ἐξωμολογοῦντο, εἰς τὸν παπα-Νήμφωνα, ἐτραπεζώνοντο, καὶ ἐκαλοπερνοῦσαν.
Ὁ παπα-Νήφων κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν συνεβούλευε βέβαια τούς κλέφτας, νὰ παύσωσι τὰς δῃώσεις καὶ ληστείας, ἔστω καὶ πρὸς Τούρκους γινομένας, νὰ ἀκολουθῶσι δὲ μίαν χριστιανικὴν ζωήν, καὶ νὰ προτιμήσουν ἀντὶ τοῦ πλάνητος βίου ἐκείνου ὁπού ἦτο γεμάτος κινδύνους καὶ φόβους, νὰ ἀποκατασταθῶσιν εἰς τὰ ἑλληνικὰ χωρία καὶ νὰ διάγουν τοῦ λοιποῦ ζωὴν εἰρηνικήν. Πολλοὶ τούτων ἐπείθοντο εἰς τὰς πνευματικάς συμβουλάς τοῦ ἁγίου ἐκείνου πνευματικοῦ, καὶ ἤρχοντο εἰς γάμον, ἀποκαθιστάμενοι εἰρηνικοὶ πολῖται, τινές δὲ ἔγιναν καὶ μοναχοὶ εἰς τὸ Κοινόβιόν του.
Ὁ Νικοτσάρας βλέπων τὰς τάξεις τῶν μαχητῶν του ἀραιουμένας καὶ μαθών τὰ καθέκαστα, ἀναβαίνει μίαν πρωΐαν εἰς τὴν Μονὴν πλήρης θυμοῦ καὶ ὀργῆς, μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ σφάξη τὸν πνευματικόν. Προχωρεῖ κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ χθαμαλόν, ἰσόγειον σχεδόν, κελλίον τοῦ Γέροντος, κείμενον εἰς τὴν βορειοανατολικὴν γωνίαν τῆς ἀρχικῆς μονωρόφου πτέρυγος, διπλοῦν δέ. Ἀνοίγει τὴν ἐξώθυραν καὶ προβαίνει εἰς τὸ δεύτερον κελλίον, μὲ γυμνὴν τὴν σπάθην, δεινὰ βουλευσάμενος. Πλησιάζει καὶ ἀκροᾶται. Καὶ κρυφοκυττάζει ἀπὸ τὴν ὀπὴν τῶν κλείθρων. Ὁ παπα-Νήφων, καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἁπλουστάτου ἀσκητικοῦ του διβανίου, διπλοπόδι, ὡς συνήθως τοὺς χρόνους ἐκείνους, εἶχεν ἀνοικτὴν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά του τὴν Φιλοκαλίαν τῶν Πατέρων, ἕναν ὀγκώδη τόμον τῆς ἱερᾶς Νηπτικῆς, ἄρτι ἐκδοθέντα, καὶ ἀνεγίνωσκεν, ἀφιερωμένος ὅλος εἰς τοῦτο ψυχῇ καὶ σώματι, ἐντρυφῶν οὕτως εἰπεῖν μὲ τὰ εὔμορφα φιλοσοφικὰ λόγια τῶν Νηπτικῶν Πατέρων. Μόλις εἶχε τελειώσει ὁ ὄρθρος. Ἦτο ἄνοιξις. Εὐωδία ἀπὸ ποικίλα ἀγριολούλουδα καὶ ἀπὸ τοὺς λαχανοκήπους ἄρρητος ἀνήρχετο ἀπὸ τὸ ρεῦμα κάτω τῆς Ἀγαλλιανοῦς. Ἀπὸ τὸ ἕνα παράθυρον ἐφαίνετο μιὰ πτυχὴ μικρά τοῦ Μακεδονικοῦ πελάγους ἤρεμος καὶ γαληνιῶσα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο δύο ἀηδόνες μέσα εἰς τὰ φυλλώματα τῶν πλατάνων τῆς μεγάλης κάτω Δεξαμενῆς ἔστελνον τὸ κελάηδισμά των ὡς ἕνα εὐφρόσυνον χαιρετισμὸν πρὸς τὸν ἁγιώτατον ἐκεῖνον ἡγούμενον τοῦ Κοινοβίου.
Ὁ Νικοτσάρας ἀσυγκίνητος ἀπὸ ὅλα αὐτά, φιλόπατρις μὲν ἀλλὰ ἀπὸ μίαν αἱμοχαρῆ φιλοπατρίαν ἀπορροφημένος, ἀνοίγει βιαίως τὴν θύραν καὶ λαμβάνει μίαν ἀγρίαν κατεύθυνσιν ξιφήρης κατὰ τοῦ πνευματικοῦ, ὅστις οὐδὲ τὸν ἀντελήφθη κἄν. Ἀλλ’ αἴφνης μόλις διεσκέλισε τὸ κατώφλιον τοῦ κελλίου, ἀστραπὴ μία φεγγολαμπής ἐθόλωσε τὰ βλέμματά του, τὸ ξίφος πίπτει ἀπὸ τὰς χεῖρας του, καὶ σὰν νὰ εἶδε -ἔτσι τοῦ ἐφάνη καθὼς ἔλεγεν ἔπειτα- τὸν ἀρχάγγελον Μιχαὴλ μὲ τὴν ἀστράπτουσαν ρομφαίαν του• καὶ ἰδοὺ πεσών ἐγδούπησεν ἐπὶ τοῦ σανιδώματος ὁλότυφλος, ὁλολύζων.
Ὁ παπα-Νήφων ἀντιληφθείς τότε τὸν γδοῦπον τοῦ καταπεσόντος ἀρματωλοῦ, ἠγέρθη ἀτάραχος καὶ γαληνιῶν ὅλος. Λαμβάνει ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸν Νικοτσάραν καὶ τὸν ἀνεγείρει τυφλόν.
Ὁ Νικοτσάρας αἰσθανθείς ἑαυτὸν ἐκτὸς κινδύνου, ἐξομολογεῖται πάραυτα τὸν ἀποτρόπαιον σκοπόν του, ὁ δὲ ἀμνησίκακος πνευματικὸς τὸν θεραπεύει μὲ τὴν εὐλογίαν του, τὸν ἐνισχύει μὲ τὰς καλάς συμβουλάς του• ὅστις γονυπετήσας καὶ καταφιλήσας τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς ἀπῆλθε, χωρὶς ποτὲ πλέον οὔτε νὰ σκεφθῆ κἄν νὰ βλάψη ἢ ζημιώση οὕτως ἢ ἄλλως τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο Κοινόβιον, ὅπου ἐζοῦσαν ἅγιοι θαυματουργοί».
*
Τὸ ἴδιο περιστατικὸ, ὅπως ἁδρότερα τὸ περιγράφει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Νήφωνος, ἱερομόναχος Ἰσίδωρος Κυριακόπουλος. Ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου δημοσιεύθηκε τὸ πρῶτον στὰ «Ἰκαριακὰ» τοῦ Ἐπαμεινώνδα Σταματιάδου, τὸ ἔτος 1893.
*
Ἱερομ. Ἰσιδώρου Κυριακοπούλου, «Ἰκαριακά», σελ. 90-91:
«Καὶ τοῦτο δὲ περὶ αὐτοῦ (ὁσίου Νήφωνος) εἴρηται, ὅτι πολλάκις λησταί, ἀποπειραθέντες ἀποκτεῖναι αὐτόν, οὐκ ἴσχυσαν καὶ μάλιστα ὁ τῶν ληστῶν καθηγούμενος αἱμοβόρος Τζάρας, ὅς, σκανδαλισθείς πότε κατ’ αὐτοῦ, διότι ἐδίδασκε τοὺς τούτου ὀπαδοὺς ἵν’ ἀποστῶσι τῆς ἀνοσιουργίας καὶ διάγωσι βίον ἔντιμον, διαβεβαιούμενος αὐτοὺς πλὴν τοῦ ὅτι καὶ τὴν ψυχὴν ἀπολέσουσιν, ἀλλὰ καὶ θάνατον κακὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἕξουσι, πρώτου τοῦ Τζάρα δίκην ἀποδώσοντος, ἐὰν μὴ μετανοήση• κατήντησε δὲ εἰς τηλικοῦτον θηριωδίας ὁ ἀλάστωρ οὗτος, ὥστε, ὅταν ἠχμαλώτευε τινὰ καὶ παρ’ αὐτοῦ οὐκ ἐλάμβανεν ὅσα ἀπήτει λύτρα, ἀνοίγων μίαν τῶν φλεβῶν αὐτοῦ, ἔπινε τὸ αἷμα καὶ οὕτως ἐθανάτωνεν αὐτόν. Οὗτος τοίνυν σκανδαλισθείς κατὰ τοῦ μακαρίου, διδάσκοντος τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ ἵνα ἀπορρίψωσι τὸ βαρὺ φορτίον τοῦ σατανᾶ, ὅπερ ἐφορτώθησαν, καὶ ἄρωσι τὸν χρηστόν τοῦ Χριστοῦ ζυγὸν καὶ τὸ ἐλαφρὸν αὐτοῦ φορτίον, ἠκόνισε τὴν μάχαιραν καὶ ἀπῆλθεν ἀποφασιστικῶς εἰς Σκίαθον ἵνα θανατώση αὐτόν. Ἀτειχίστου δὲ τῆς μονῆς οὔσης, ἦλθε, τὴν σπάθην ἐν χειρὶ φέρων, καὶ τὴν θύραν τοῦ κελλίου τοῦ μακαρίου ἔκρουσεν• ἀνοίξαντος δὲ τοῦ θεοφρουρήτου Νήφωνος ταύτην, ὁ Τζάρας εἶδε φῶς ὑπέρλαμπρον ἀμφικαλῦπτον αὐτόν, ὅθεν καὶ ὑπὸ τοσαύτης κατεσχέθη δειλίας, ὥστε ἄφησεν ἵνα καταπέση ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἡ μάχαιρα. Τὸν σκοπὸν τοῦ ἀνοσίου κατανοήσας ὁ ὅσιος, πρῶτον μὲν μετὰ πολλῆς εὐμενείας περιεποιήθη αὐτόν, εἶτα δὲ εἶπε καὶ κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ὅσα πρότερον ἑτέροις περὶ αὐτοῦ ἔλεγεν• ὁ δέ, οὐ μόνον τὸν γέροντα ἐσεβάσθη, ἀλλὰ καὶ ὑπεσχέθη ἵνα μηδέποτε μοναστὴν βλάψη. Ἐξακολουθοῦντος ὅμως καὶ εἰς τὸ μετέπειτα τὸν αὐτὸν βίον καὶ ἀπελθόντος ἵνα ληστεύση τὴν ἀντίπερα Ζαγουράν, ἔρριψαν κατ’ αὐτοῦ σφαῖραν μετὰ σύρματος, ἥτις διέσχισε τὴν κοιλίαν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐκ ταύτης ἐκχυθέντα ἔντερα ἐν τῇ φουστανέλλᾳ περιλαβών ἐκεῖνος, ἔδραμε πρὸς τὸ πλοῖον, κραυγάζων: «Λάβετέ με εἰς τὸ πλοῖον ἵνα μὴ τὴν κεφαλήν μου οἱ ἐχθροὶ ἀποτάμωσι καὶ παραλάβωσι». Καὶ μετήνεγκον μὲν οἱ ἑταῖροι τὸν ταλαίπωρον ἐν τῷ πλοίῳ, ἀλλὰ μετὰ μικρὸν ἐκεῖνος ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ κομισθὲν εἰς τὴν Σκίαθον, ἐτάφη αὐτόθι, πληρωθείσης οὕτω τῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου προφητείας τοῦ Νήφωνος».
*
Ὁ Μωραϊτίδης, σὲ ὑποσημείωση, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ γνωστοποιήση τὴν πηγὴ τῆς διηγήσεώς του, ἀφ' ἑνὸς μὲν λόγῳ τῆς μεγάλης χρονικῆς ἀποστάσεως μεταξύ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τῆς καταγραφῆς του, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιὰ τὸ θαυμαστό τοῦ περιεχομένου της• γράφει: «Τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ ἐπεισόδιον μοι ἀφηγήθη ἕνας πνευματικός τῆς Μονῆς Πάτμου, ὁ παπα-Νικόδημος, ὅστις ἐπισκεφθείς πότε τὴν Μονὴν (Εὐαγγελισμοῦ) τῆς Ἰκαρίας, ἤκουσεν αὐτὸ κατὰ τινὰ ἀγρυπνίαν, ὅτε ἀνεγινώσκετο ἐπισήμως ὁ βίος τοῦ παπα-Νήφωνος, ὃν ὡς ἅγιον ἑορτάζουσιν ἐν Ἰκαρία».
Εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ «ἐπισήμως ἀναγινωσκόμενος βίος τοῦ παπα-Νήφωνος» εἶναι ὁ βίος τοῦ ἱερομονάχου Ἰσιδώρου. Πρῶτον, διότι δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς κάποιος ἄλλος βίος τοῦ ὁσίου Νήφωνος καὶ δεύτερον, διότι ὁ Ἰσίδωρος διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἐν Ἰκαρίᾳ μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ὁ Ἀλέξανδρος-Ἀνδρόνικος Μωραϊτίδης βασίστηκε στὴν βιογραφία τοῦ ἡγουμένου Ἰσιδώρου, ὅπως αὐτὴ τοῦ γνωστοποιήθηκε ὑπὸ τοῦ «παπα-Νικοδήμου» προφορικῶς, τὴν ὁποῖον ἐμπλούτισε μὲ κάποιες "ἀναγκαῖες" διηγηματικὲς προσθῆκες. Χαρακτηριστικότερη ὅλων εἶναι ἡ λεπτομέρεια τῆς ἀναγνώσεως τῆς «Φιλοκαλίας», τοῦ πλέον ἀντιπροσωπευτικοῦ ἔργου τῶν ἡσυχαστῶν τῆς περιόδου τῆς τουρκοκρατίας.
Ὁ ὅσιος Νήφων ὁ Χίος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παρέβλεπαν τὶς δυσκολίες τῶν ὑπόδουλων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὅμως δὲν ἔμεναν μόνον στὴν, πράγματι, πολύτιμη κοσμικὴ ἐλευθερία, ἀλλὰ συνεχῶς τοὺς προέτρεπαν νὰ «ἀναβαίνουν ἀναβάσεις προθύμως», «νὰ ἀπορρίψωσι τὸ βαρὺ φορτίον τοῦ σατανᾶ, ὅπερ ἐφορτώθησαν, καὶ ἄρωσι τὸν χρηστόν τοῦ Χριστοῦ ζυγὸν καὶ τὸ ἐλαφρὸν αὐτοῦ φορτίον». Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ὁμοιότητα τῆς διδαχῆς τοῦ ὁσίου Νήφωνος μὲ αὐτὴν ἑνὸς ἄλλου μεγάλου Ἁγιορείτου ἁγίου τῆς τουρκοκρατίας, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, «προδρόμου τῆς φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως»• λέγει ὁ πατρο-Κοσμᾶς• «Καὶ ἄμποτες νὰ εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος καὶ νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά σας, καὶ νὰ φυτεύση καὶ νὰ ριζώση εἰς τὴν καρδίαν σας τὰ θεῖα λόγια ταῦτα, νὰ ἀπεράσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικὰ καὶ ἠγαπημένα, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ πηγαίνετε ἐξωμολογημένοι, κοινωνημένοι καὶ διορθωμένοι νὰ κατοικήσετε εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰώνιον, νὰ χαίρεσθε πάντοτε μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους, καὶ νὰ εὐφραίνεσθε μαζὶ μὲ τοὺς Προφήτας, μὲ τοὺς Ἀποστόλους, μὲ τοὺς Μάρτυρας, μὲ τοὺς Ἱεράρχας, μὲ τοὺς Ὁσίους, μὲ τοὺς Δικαίους καὶ μὲ ὅλους τούς Ἁγίους- καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας νὰ ἀξιωθῆτε νὰ δοξάζετε καὶ νὰ προσκυνῆτε Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον». (Ἰωάννου Μενούνου, «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς»)
Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ περιστατικὸ μεταξύ τοῦ παπα-Νήφωνος καὶ τοῦ Νικοτσάρα, μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῆ ἀλληγορικῶς μὲ τὸ παρακάτω χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου•
«Προσεγγίζει ὁ ταπεινόφρων τοῖς φθορεῦσι θηρίοις καὶ ὅταν ἐπιβλέψη ἡ ὅρασις αὐτῶν ἐπ' αὐτῷ, ἡμεροῦται ἡ ἀγριότης αὐτῶν καὶ προσπελάζουσιν οὕτω ὡς δεσπότη ἑαυτῶν καὶ σαίνουσι τὰς κεφαλὰς ἑαυτῶν καὶ λείχουσι τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας. Διότι ἐκείνην τὴν ὀσμὴν τὴν ἐκπνεύσασαν ἐκ τοῦ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παραβάσεως, ὅτε συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα ἐν τῷ παραδείσῳ, ὠσφράνθησαν ἐξ αὐτοῦ, ὅπερ ἐλήφθη ἐξ ἡμῶν, καὶ πάλιν ἀνεκαίνισεν αὐτὸ καὶ ἔδωκεν ἡμῖν αὐτὸ ἐν τῇ ἑαυτοῦ παρουσίᾳ ὁ Ἰησοῦς. Αὐτός ἐστι τὸ μυρῖσαν τὴν εὐωδίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Πάλιν προσεγγίζει τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς θανατηφόροις, καὶ εὐθὺς ἠνίκα πλησιάση ἡ αἴσθησις τῆς χειρὸς ἑαυτοῦ καὶ ἅψεται τοῦ σώματος αὐτῶν, ἡ ὀξύτης καὶ ἡ σκληρότης τῆς πικρότητος αὐτῶν τῆς θανατηφόρου παύεται, καὶ ἐν ἑαυτοῦ χερσὶν ὡς τὴν ἀκρίδα ψύχει αὐτά.
Προσεγγίζει τοῖς ἀνθρώποις, καὶ ὡς τὸν Κύριον προσέχουσιν εἰς αὐτόν». (Λόγος Κ΄)
Ἡ ἁγιότητα τοῦ παπα-Νήφωνος νίκησε κατὰ κράτος τὴν ἀγριότητα τοῦ καπετὰν Τσάρα, διότι «οὐ σώζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. Ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ, οὐ σωθήσεται. Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ» (Ψλμ. ΛΒ΄).-
Π. Δ.
- Προβολές: 3862