Τό Σκεπτικό καί τό Διατακτικό τῆς Ἀπόφασης 3342/2018 τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν κατά τοῦ π. Ἰωάννη Διώτη
Τό Σκεπτικό καί τό Διατακτικό τῆς Ἀπόφασης 3342/2018 τοῦ Πολυμελοῦς Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν κατά τοῦ π. Ἰωάννη Διώτη
(κατ' ἀντιγραφή, δακτυλογραφημένη)
3ο φύλλο
...
... Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων είναι από το έτος 1995 Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Στη διοικητική αρμοδιότητά του ανήκει και ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης της Μονής Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου (στο εξής θα αναφέρεται και ως η μονή ή ως η ένδικη μονή). Στα πλαίσια των νόμιμων αρμοδιοτήτων του ο ενάγων ήδη από το έτος 1998 διαπίστωσε αντικανονική διαχείριση των οικονομικών της μονής, σταμάτησε να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της, καθώς δεν συνοδεύονταν από παραστατικά και προέκυπτε ότι ήταν πλασματικοί, και ακολούθως ζήτησε έλεγχο των οικονομικών της μονής από την Ιερά Σύνοδο, τον οποίο αρνήθηκε το έτος 2001 ο ηγούμενος της μονής. Κατόπιν τούτου, εκκίνησε μακροχρόνια διαμάχη της μονής όχι μόνο με την Ιερά Σύνοδο και τον ενάγοντα αλλά και με το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία διευρύνθηκε και σε θέματα γενικότερης λειτουργίας της μονής, πέραν των οικονομικών. Η διαμάχη αυτή εξελίχθηκε ενώπιον των δημοσίων αρχών και δικαστηρίων της χώρας, διοικητικών, πολιτικών και συνοδικών, που εξέδωσαν σωρεία αποφάσεων, αλλά και στον τύπο, με την εμπλοκή τρίτων προσώπων, υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς.
Στη διαμάχη αυτή ενεπλάκη και ο εναγόμενος, ο οποίος είναι ιερέας, λαμβάνοντας το μέρος της μονής, συγγράφοντας και εκδίδοντας τα δύο αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή βιβλία και αποστέλλοντας την αναφερόμενη [3β] στην αγωγή επιστολή στους καθηγητές του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (προκαλώντας μάλιστα ως απάντηση την έκδοση δύο άλλων βιβλίων προερχομένων εκ της άλλης πλευράς). Σημειωτέον, στο σημείο αυτό ότι ως προς τις κατευθυνόμενες στον ενάγοντα με αμφότερα τα βιβλία κατηγορίες, οι οποίες εκτίθενται κατωτέρω και άπτονται του αντικειμένου της δίκης, λαμβάνονται υπ’ όψη μόνο οι φράσεις που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής, το δε λοιπό περιεχόμενο των βιβλίων λαμβάνεται υπόψη μόνο ως αποδεικτικό μέσο. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος πρώτα από όλα συνέγραψε και εξέδωσε στην Αθήνα το έτος 2006 βιβλίο με τίτλο “Δοκιμάζεται η Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη - Τέρατα και Σημεία του Ναυπάκτου Ιεροθέου κατά της Μονής Μεταμορφώσεως- Εξηπατήθη η Ιερά Σύνοδος” (στο εξής θα αναφέρεται ως το α΄ βιβλίο). Με το βιβλίο αυτό ο εναγόμενος απεύθυνε στον ενάγοντα κατά κύριο λόγο την κατηγορία οτι εν γνώσει του διώκει άδικα και καταπιέζει τους μοναχούς της ως άνω μονής και ιδίως τον ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη με αναληθείς και συκοφαντικές κατηγορίες για οικονομικές και κανονικές παραβάσεις, ωθούμενος από προσωπική εμπάθεια και έχοντας σκοπό να ασκήσει πίεση στους μοναχούς και τον ηγούμενο ώστε να ικανοποιήσουν τις οικονομικές απαιτήσεις της Μητρόπολης, άλλως να υποχρεώσει τους μοναχούς να εγκαταλείψουν τη μονή και να τους αντικαταστήσει με άλλους. Δευτερευόντως δε του απευθύνει μεταξύ άλλων και τις κατηγορίες ότι εξαπάτησε τήν ἱερά Σύνοδο, υπέκλεψε την υπογραφή υπερήλικος μοναχού και αλλοίωσε έγγραφα, καθώς και ότι είναι αναξιόπιστος και θεολογικά ανεπαρκής. Ακολούθως, συνέγραψε και εξέδωσε το έτος 2008 βιβλίο με τίτλο “ Η Θεολογική Τραγωδία του Ναυπάκτου Ιεροθέου (Κακοδοξίαι- Πλάναι- Αιρετικά)” (στο εξής θα αναφέρεται ως το β΄ βιβλίο). Με το βιβλίο αυτό κυρίως απηύθυνε στον ενάγοντα την κατηγορία ότι είναι αιρετικός και ανεπαρκής ως ιεράρχης, και ότι υποστηρίζει μία αντικανονική μονή στο Έσσεξ της Μεγάλης Βρετανίας, επαναλαμβάνει όμως μεταξύ άλλων και τις ως άνω κατηγορίες ότι ο ενάγων συκοφάντησε και άδικα καταδίωξε τον ηγούμενο της μονής Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου. Το ίδιο δε έτος 2008, ενόψει τελετής αναγόρευσης του ενάγοντος σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, απέστειλε επιστολή στους καθηγητές του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την οποία κοινοποιούσε σε αυτούς τα δύο βιβλία του και τους καλούσε, ανεπιτυχώς, να αναβάλουν την τελετή, προκειμένου να αποφύγουν [4ο φύλλο] μελλοντική ανάκληση της απονομής του τίτλου.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι κατηγορίες που απηύθυνε ο ενάγων στους μοναχούς και τον ηγούμενο της μονής ήταν αληθείς, και ο ενάγων αναγκάστηκε να προκαλέσει την εμπλοκή της Ιεράς Συνόδου και των αρχών λόγω επανειλημμένης άρνησης του ηγουμένου Σπυρίδωνα Λογοθέτη να συμμορφωθεί με νόμιμες εντολές, τούτα ήταν δε γνωστά στον εναγόμενο ήδη προ της έκδοσης του α΄ βιβλίου, το οποίο, μάλιστα, εξέδωσε ενόψει της συζήτησης υπόθεσης του ηγουμένου Σπυρίδωνος Λογοθέτη ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου (ζητεί μάλιστα στη σελίδα 187 τη ματαίωση της συζήτησης). Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, αρχικά ο ενάγων εκκίνησε το έτος 1998 να αρνείται την έγκριση των προϋπολογισμών και απολογισμών της μονής. Σε σύντομο χρόνο, το έτος 1999 ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε από την Ιερά Σύνοδο διαπίστωσε κανονικές παραβάσεις της μονής. Ακολούθως έγινε το έτος 2001, με αίτημα του ενάγοντος, απόπειρα ελέγχου των Οικονομικών της μονής από Εκκλησιαστικό Οικονομικό Επιθεωρητή, η οποία όμως απέβη άκαρπη, διότι, όπως αναφέρεται και στις υπ’ αρ. 51/2001 και 77/2001 αναφορές του τελευταίου προς την Υπηρεσία Οικονομικής Επιθεώρησης της Ιεράς Συνόδου, ο ηγούμενος αρνήθηκε να επιτρέψει τον έλεγχο. Για τους λόγους αυτούς η Ιερά Σύνοδος απηύθυνε στον ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη το υπ’ αρ. πρωτ. 4388/19-12-2001 έγγραφό της, με το οποίο τον προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση που συνεχίσει την ίδια τακτική θα ληφθούν αυστηρότερα μέτρα. Ο ηγούμενος απέστειλε κατόπιν τούτου στην Ιερά Σύνοδο την από 4-10-2002 επιστολή του, με την οποία ανακάλεσε προηγούμενο έγγραφό του, το οποίο είχε καταστεί αφορμή να διαδοθεί ότι ο Μητροπολίτης ζήτησε από τη μονή χρήματα, επιβεβαίωσε ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ και αντιθέτως ο ενάγων είχε αρνηθεί χρήματα που προσφέρθηκαν, και δήλωσε ότι σκοπεύει να συμμορφωθεί με τις εντολές της Συνόδου. Η επιστολή αυτή θεωρήθηκε από την Ιερά Σύνοδο ως δήλωση μετανοίας. Ωστόσο, η διαμάχη με τον ενάγοντα συνεχίστηκε, και όπως αναφέρει η Ιερά Σύνοδος στο υπ’ αρ.πρωτ 1634/9-5-2003 έγγραφό της, απαντώντας σε σχετική επιστολή του ηγουμένου, αυτός δεν είχε συμμορφωθεί, αλλά αντιθέτως μεταξύ άλλων εξακολουθούσε να μην επιτρέπει τον οικονομικό έλεγχο ισχυριζόμενος οτι κακώς ενεργούσε ο ενάγων, επέμενε σε διάφορες αβάσιμες κατηγορίες κατά [4β] αυτού, όπως λ. χ. ότι άδικα κατήγγειλε τη μονή για αυθαίρετη κατασκευή ενώ πράγματι ανηγέρθη ξενώνας χωρίς άδεια της ναοδομίας, γνώση του Μητροπολίτη και τήρηση των νομίμων διαδικασιών δημοπράτησης, αλλά και κατά της Εφόρου της ΔΟΥ Ναυπάκτου, την οποία είχε χαρακτηρίσει συνεργάτιδα του ενάγοντος που έλαβε τη θέση της με πολιτικά μέσα.
Εν τέλει το έτος 2005 ο Σπυρίδων Λογοθέτης καταδικάστηκε για σωρεία παραπτωμάτων από το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 26/2005 απόφασή του σε ποινή έκπτωσης από το αξίωμα του ηγουμένου της μονής, η δε απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε αργότερα με την υπ’ αρ 9/2006 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, που απέρριψε τη σχετική έφεση. Μεταξύ των διαπιστώσεων των ως άνω Συνοδικών Δικαστηρίων (βλ. το σκεπτικό των αποφάσεων) ήταν ότι ο Σπυρίδων Λογοθέτης επέδειξε καταφρόνηση και αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να συμμορφωθεί με γραπτές και προφορικές εντολές του ενάγοντος Μητροπολίτη, του προκατόχου του και της Ιεράς Συνόδου, εξύβρισε και συκοφάντησε όχι μόνο τον Μητροπολίτη αλλά και τον πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος (διότι ισχυρίστηκε ότι αυτός του άσκησε ψυχολογική και πνευματική βία για να υπογράψει δήλωση συγγνώμης), κατ’ εξακολούθηση απέφυγε να υποστεί οικονομικό έλεγχο από τη Μητρόπολη καθώς δεν υπέβαλε σε αυτή παραστατικά και λοιπά οικονομικά στοιχεία μαζί με τους απολογισμούς της μονής, αρνούμενος μάλιστα έγγραφως ήδη από το 1998 και επί σειρά ετών, δεν επέτρεψε τον έλεγχο από την Εκκλησιαστική Οικονομική Επιθεώρηση, δημιούργησε μαζί με μοναχούς της μονής του, χωρίς άδεια, συγκατάθεση ή ενημέρωση των Εκκλησιαστικών αρχών και κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν την λειτουργία της Εκκλησίας και τον μοναχισμό, δύο σωματεία και μία αστική εταιρεία (έχοντας μάλιστα ο ίδιος την ιδιότητα του προέδρου του ενός σωματείου και της αστικής εταιρείας και μετέχοντας στη διοίκηση του δευτέρου σωματείου), καθώς και μία εμπορική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, υπέβαλλε αίτημα για λογαριασμό της μονής και έλαβε επιχορήγηση απ’ ευθείας και όχι δια μέσω της Μητρόπολης, οπως προέβλεπαν οι σχετικές εγκύκλιοι, απέκρυψε έσοδα και έξοδα της μονής προερχόμενα από τα ιδρυθέντα από τον ίδιο σωματεία και εταιρείες, προκαλώντας σύγχυση του ταμείου της μονής με το ταμείο αυτών, που ως ν.π.ι.δ. δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τις εκκλησιαστικές αρχές, υποκίνησε με συκοφαντικούς ισχυρισμούς κληρικούς και λαϊκούς σε εχθρότητα κατά του [5ο φύλλο] Μητροπολίτη και σκανδάλισε τη συνείδηση των πιστών.
Ο ως άνω ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί προσέφυγαν κατά των ως άνω αποφάσεων του Συνοδικού Δικαστηρίου ενώπιον του ΣτΕ, το οποίο όμως απέρριψε την αίτηση αναστολής με την υπ’αρ. 512/2007 απόφασή του, και εν τέλει την ίδια την αίτηση ακύρωσης με την υπ’ αρ.686 /2011 απόφαση, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, διότι είχε ήδη επιβληθεί από την Ιερά Σύνοδο το έτος 2007 στους προσφεύγοντες το επιτίμιο της ακοινωνησίας, ώστε να μη δύναται ο πρώην ηγούμενος να έχει ή να ανακτήσει αυτή την ιδιότητα. Η δε προσφυγή τους κατά της απόφασης της Ιεράς Συνόδου που επέβαλε την ακοινωνησία είχε απορριφθεί με την υπ’ αρ. 685/2011 απόφαση του ΣτΕ, με το σκεπτικό ότι στρέφεται κατά πράξης πνευματικού περιεχομένου που δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.
Κατόπιν τούτων, και ενώ επί σειρά ετών υπήρξε αδυναμία νόμιμης εκλογής ηγουμενοσυμβουλίου της μονής, παραιτήσεις ηγουμενοσυμβουλίων, και άρνηση των μοναχών να συμμορφωθούν με τις νόμιμες εντολές της Μητρόπολης και της Ιεράς Συνόδου και να επιτρέψουν τον οικονομικό έλεγχο, αποφασίστηκε το έτος 2011 από την Ιερά Σύνοδο η επέκταση του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε όλα τα μέλη της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως και η ίδια η διάλυση της μονής, και εκδόθηκε σχετικά το π.δ. 5/2013. Αυτό, όμως, εν συνεχεία ακυρώθηκε με την υπ’αρ. 299/2016 απόφαση του ΣτΕ, με το σκεπτικό ότι κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος είχε εκλείψει η βούληση της Ιεράς Συνόδου να διαλυθεί η μονή.
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ιερά Σύνοδος αναφέρει στην υπ’ αρ. πρωτ. 103/10-1-2017 εγκύκλιό της, την οποία απέστειλε στον ενάγοντα, ότι πέραν των οικονομικών αδικημάτων που διαπίστωσαν οι αρχές (βλ. κατωτέρω), τα προβλήματα με τη γενικότερη λειτουργία της ένδικης μονής είχαν εκκινήσει ήδη πριν αναλάβει ως Μητροπολίτης ο ενάγων, και έκτοτε διαιωνίζονται, με αποτέλεσμα πλέον οι μοναχοί να αρνούνται να συμμορφωθούν με όλες τις εντολές της Συνόδου και του Μητροπολίτη, να τελούν ανυπόστατα μυστήρια, όπως βαπτίσεις, ενώ τους έχει επιβληθεί ακοινωνησία, και γενικά να επιδεικνύουν περιφρόνηση των εκκλησιαστικών και πολιτειακών νόμων, με αποτέλεσμα η κατάσταση να εξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο εν δυνάμει σχίσμα.
Πέραν των ως άνω, όμως, η αντικανονική διαχείριση των οικονομικών της μονής διαπιστώθηκε και από τα αρμόδια όργανα του [5β] Ελληνικού Δημοσίου. Πρώτα απ’ όλα, διενεργήθηκε ανεξάρτητα των ενεργειών του ενάγοντος έλεγχος από τη ΔΟΥ Ναυπάκτου για τη διαχείριση ειδικά του ξενώνα της μονής κατά τα έτη 1994-1999 και συντάχθηκαν σχετικές εκθέσεις ελέγχου, το πρώτο ήδη από το έτος 2002 (αρ. εντολής ελέγχου 3/90/18-7-2001), και επανελέγχου το έτος 2007 (αρ. εντολής ελέγχου 32/22-3 -2007), η οποία επιβεβαίωσε τα ευρήματα της πρώτης. Διαπιστώθηκαν διάφορες παρατυπίες για τις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα, ότι η μονή εισέπραττε κατά τα έτη 1994-1999 παρανόμως ποσά πολλών εκατομμυρίων δραχμών ως επιστροφή ΦΠΑ, τα οποία έπρεπε να επιστραφούν, ανευρέθησαν δε και εννέα θεωρούμενα κατά νόμο ως μερικώς εικονικά τιμολόγια (είχαν παράνομα εκδοθεί χωρίς ΦΠΑ), ειδικά για τα οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 235.703,60 ευρώ. Ακολούθως, πέραν του γεγονότος ότι, όπως προαναφέρθηκε, είχε υποβληθεί αίτημα για λήψη επιχορήγησης επένδυσης της μονής από το Ελληνικό Δημόσιο απ’ ευθείας και όχι δια μέσω της Μητρόπολης, διαπιστώθηκε ότι κακώς είχε εγκριθεί επιχορήγηση και έπρεπε τα εισπραχθέντα ποσά να επιστραφούν. Συγκεκριμένα, η μονή είχε λάβει με Υ.Α. του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας με αρ. 64131/ΝΝ711/ν .1892/90/4.12.1997 επιχορήγηση 219.622.000 δραχμών (644.525,00 ευρώ) για επένδυση συνολικού ύψους 763.473.951 δραχμών (2.240.569,00 ευρώ). Ενώ όμως η συμμετοχή της μονής ανερχόταν σε 543.851.951 δραχμές (1.596.044,00 ευρώ) στήν πραγματικότητα δεν είχε τα μέσα να ανταπεξέλθει, αφού ο ετήσιος προϋπολογισμός της δεν υπερέβαινε τα 18.000,00 ευρώ. Για το λόγο αυτό, αφού διενεργήθηκαν οι σχετικοί έλεγχοι, αποφασίστηκε η ανάκληση της Υ.Α. που ενέκρινε την επένδυση, και ζητήθηκε η επιστροφή ποσού κύριας οφειλής 647.114,00 ευρώ με τόκους και επιβαρύνσεις από την 30-7-1998 (βλ. την εκδ . με σχετική νομοθ. εξουσιοδότηση υπ’ αρ. πρωτ. 7781/ΝΝ711/ν. 1892/90/21.2.2013 απόφαση της Διεύθυνσης Έγκρισης Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων). Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι τα διάφορα χρέη της μονής που είχαν κατά καιρούς βεβαιωθεί από τις αρμόδιες ΔΟΥ για διάφορους λόγους μέχρι το έτος 2013, ανήλθαν συνολικά με τις προσαυξήσεις στο ποσό των 1.323.123,05 ευρώ, ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, και εν τέλει με την υπ’ αρ. 364/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας [6ο φύλλο] καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών ο μοναχός Αντώνιος Ιερώνυμος Δελημάρης, με το σκεπτικό ότι ασκούσε αυτός εν τοις πράγμασι την πραγματική διοίκηση της μονής τα έτη 2008 ως 2013, έχοντας αρνηθεί να παραδώσει τα σχετικά βιβλία και να επιτρέψει τη διαχείριση τόσο από τη διαχειριστική επιτροπή που διόρισε νόμιμα το έτος 2012 ο ενάγων, όσο και από τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αμπελακιώτισσας, της οποίας η ένδικη μονή είχε καταστεί μετόχι κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την ακύρωση του π.δ 5/2013 (περί διάλυσης της ένδικης μονής).
Στην πραγματικότητα η άρνηση των μοναχών να συμμορφωθούν με τις νόμιμες εντολές του Μητροπολίτη και της Ιεράς Συνόδου και να συνεργαστούν με τις αρχές είναι τόσο επίμονη που μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατό να διενεργηθεί πλήρης οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος των οικονομικών της μονής, παρά μόνο διενεργήθηκε μερικός έλεγχος μόλις το έτος 2015. Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη απόπειρα ελέγχου είχε πραγματοποιηθεί με αίτημα του ενάγοντος το έτος 2001 από Εκκλησιαστικό Οικονομικό Επιθεωρητή και απέβη άκαρπη, διότι ο τότε ηγούμενος Σπυρίδων Λογοθέτης αρνήθηκε να επιτρέψει τον έλεγχο (επρόκειτο για ένα από τα παραπτώματα για τα οποία αυτός τιμωρήθηκε κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα από τα Συνοδικά Δικαστήρια). Κατόπιν τούτου και επί σειρά ετών δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί έλεγχος ούτε από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω άρνησης των εκάστοτε ηγουμένων, ηγουμενοσυμβουλίων αλλά και των ίδιων των μοναχών να συνεργαστούν.
Εν τέλει, το έτος 2015, κατόπιν δύο εισαγγελικών παραγγελιών, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, διενεργήθηκε έλεγχος από Οικονομικό Επιθεωρητή του Υπουργείου Οικονομικών, και συντάχθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. 635/31/12/2015 έκθεση ελέγχου. Όπως όμως, αναφέρεται στο πόρισμα του ελέγχου, με ευθύνη των εκπροσώπων του ελεγχομένου ν.π.δ.δ δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί πλήρης οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος, καθώς δεν τέθηκαν υπόψη του ελεγχομένου πλήρη τα διαχειριστικά βιβλία και στοιχεία. Διαπιστώθηκε όμως ότι είχε δημιουργηθεί ξεχωριστή και αυτοτελής διαχείριση εσόδων και εξόδων με τήρηση ξεχωριστών βιβλίων διαχείρισης, ακριβώς όπως είχε καταγγείλει αρχικά ο νυν ενάγων Μητροπολίτης, χωρίς να εντάσσονται τα αντίστοιχα πόσα στους προϋπολογισμούς [6β] και απολογισμούς του ν.π.δ.δ. της μονής η στα σχετικα βιβλία του ν.π.ι.δ. και συνεπώς η διαχείριση ήταν εξωταμειακή και μη νόμιμη στο σύνολό της, καθώς και ότι το σύνολο των σχετικών δαπανών για τις οποίες δεν έχουν εγγραφεί πιστώσεις στους προϋπολογισμούς αποτελεί έλλειμμα διαχείρισης για το οποίο υπόλογος κατά το χρονικό διάστημα από την ίδρυση της μονής μέχρι το έτος 2006 ήταν ο ηγούμενος Σπυρίδων Λογοθέτης και το ηγουμενοσυμβούλιο. Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση ελέγχου η μονή εισέπραξε κατά τα έτη 1995 έως 2007, για διάφορες αιτίες, συνολικά το ποσό των 2.932.536 ,00 ευρώ το οποίο δεν ανεγράφη στα σχετικά βιβλία του εκκλησιαστικού ν.π.δ.δ. της μονής, όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά εμφανιζόταν σε χωριστά βιβλία που αφορούσαν ειδικά τη διαχείριση επενδυτικών έργων, και δεν είχε περιληφθεί στους προϋπολογισμούς ή απολογισμούς της μονής που υποβαλλόταν στη Μητρόπολη κατά τα έτη αυτά. Αντίστοιχα, διαπιστώθηκαν και δαπάνες που δεν εμφανίζονταν στα βιβλία του ν.π.δ.δ. και στους προϋπολογισμούς και απολογισμούς ποσού 2.776.650,00 ευρώ, εκ των οποίων 1.244.130,00 ευρώ το έτος 1999 μόνο. Από το ποσό αυτό των δαπανών αφαιρείται μόνο ποσό 235.704,00 ευρώ, το οποίο εμφανίστηκε ως έσοδο στα ειδικά βιβλία του ξενώνα της μονής αλλά αφορούσε στην πραγματικότητα διάθεση επίπλων και εξοπλισμού από την ίδια μονή, είναι δηλαδή λογιστική μόνο εγγραφή που δεν αντιστοιχεί σε εκταμίευση, ενώ δύο ποσά 126.566,00 ευρώ για το έτος 1999 και 396.798,00 ευρώ για το έτος 2000, αφορούν καταβολές προς το σωματείο «Αδελφότης Μεταμόρφωσης Σωτήρος Ναυπάκτου», το οποίο είχαν ιδρύσει οι μοναχοί και μερικοί λαϊκοί, με νόμιμο εκπρόσωπο τον ίδιο τον ηγούμενο Σπυρίδωνα Λογοθέτη. Σημειώνεται δε από τον ελεγκτή ότι οι καταβολές αυτές προς το σωματείο όχι μόνο δεν προβλέπονται, όπως και οι υπόλοιπες, στον προϋπολογισμό, αλλά επιπλέον δεν δικαιολογούνται από οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ αυτού και του ν.π.δ.δ της μονής, αλλά επιπλέον και σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν προϊόν αυτοσύμβασης των ίδιων προσώπων ως εκπροσώπων τόσο του σωματείου όσο και της μονής, δηλαδή άκυρης σύμβασης. Κατόπιν του ελέγχου αυτού ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά είκοσι ενός μοναχών, συμπεριλαμβανομένου του πρώην ηγουμένου Σπυρίδωνα Λογοθέτη και των μελών του ηγουμενοσυμβουλίου, και παραπέμφθηκαν με το υπ’ αρ. 85/2016 βούλευμα του Συμβουλίου εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας για να δικαστούν για το αδίκημα της υπεξαίρεσης στην [7ο φύλλο] υπηρεσία σε βάρος του ν.π.δ.δ. της μονής, που τέλεσαν από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με τη χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων κατά το χρονικό διάστημα από 31-12-1996 ως 16-4-2007, συνολικής ωφέλειας και αντίστοιχης ζημίας του ν.π.δ.δ. ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσού 2.865.357.79 ευρώ.
Από όλα τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο ενάγων είχε εξαρχής δίκαιο, όχι μόνο ως προς την επίδειξη απείθειας και καταφρόνησης από τους μοναχούς προς τον ίδιο και την Ιερά Σύνοδο, αλλά ιδίως και ως προς τα οικονομικά της μονής, καλώς αρνήθηκε από το έτος 1998 και μετά να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της μονής, και καλώς προκάλεσε την εμπλοκή των εκκλησιαστικών και κρατικών οικονομικών αρχών, δεν ενήργησε δε από εμπάθεια όπως ισχυρίστηκε ο εναγόμενος, αλλά από νόμιμο καθήκον. Άλλωστε, ασχέτως όσων αποκαλύφθηκαν από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν μετά την συγγραφή των ενδίκων βιβλίων και την άσκηση της αγωγής, και ασχέτως της ποινικής ή όχι ευθύνης των μοναχών για υπεξαίρεση, σε απλώς διοικητικό επίπεδο οι φορολογικές παραβάσεις είναι δεδομένες, ήταν προφανείς στον ενάγοντα ήδη από το έτος 1998, οπότε δεν προσκομίστηκαν τα νόμιμα παραστατικά μαζί με τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς της μονής και αυτές μόνες αρκούν για να δικαιολογήσουν όλες τις ενέργειες του.
Πέραν τούτου, η όλη κατάσταση είχε διασαφηνιστεί και τα ως άνω περιστατικά ήταν οπωσδήποτε γνωστά και στον εναγόμενο ήδη πριν την έκδοση του α΄ βιβλίου το έτος 2006. Όπως προαναφέρθηκε, κανονικές παραβάσεις στην ένδικη μονή είχαν διαπιστωθεί από ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε από την Ιερά Σύνοδο ήδη από το έτος 1999. Ακολούθως αφού ο ηγούμενος αρνήθηκε το έτος 2001 να επιτρέψει τον οικονομικό έλεγχο από την Ιερά Σύνοδο εκκίνησε μακροχρόνια σειρά ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ αυτού, του ενάγοντος και της Συνόδου, όπως τα προαναφερθέντα υπ’ αρ. πρωτ. 4388/19-12-2001 απόφαση, και 1634/9-5-2003 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, και η από 4-10-2002 επιστολή (δήλωση συγγνώμης) του ηγουμένου, τα οποία είχαν ήδη γίνει ευρέως γνωστά δια του τύπου. Όπως παρατηρεί και η Ιερά Σύνοδος στο υπ’ αρ. 1634/9-5-2003 έγγραφο, μετά τη δήλωση συγγνώμης ο ηγούμενος φρόντισε να διοχετεύσει στον τύπο παραπλανητικό δημοσίευμα, στο οποίο αναφερόταν ότι αθωώθηκε από την Εκκλησιαστική Ιεραρχία και δεν του επιβλήθηκε καμία ποινή, όμως ακολούθως ορθώς έπραξε ο νυν ενάγων [7β] και φρόντισε να δημοσιευθεί στον τύπο η δήλωση συγγνώμης ως είχε. Γενικά, εκτός από λόγους και ανακοινώσεις του ηγουμένου και των εμπλεκομένων σωματείων, και άλλα δημοσιεύματα εκείνων των ημερών έβαλλαν κατά του νυν ενάγοντος με αποτέλεσμα αυτός να ασκήσει αγωγές για συκοφαντική δυσφήμηση και κατά δύο δημοσιογράφων, που εν τέλει απορρίφθηκαν. Συνεπώς ήταν δυνατό να δημιουργηθεί σύγχυση στο κοινό και συνακόλουθα θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι ο νυν εναγόμενος τελούσε σε πλάνη. Ωστόσο, ο νυν εναγόμενος εκτός από ιερέας είναι και ο ίδιος δημοσιογράφος, γνώριζε καλώς την υπόθεση και αρθρογραφούσε σχετικά στον τύπο, πραγματοποιώντας ο ίδιος έρευνα. Όπως αποδεικνύεται δε από το ίδιο το περιεχόμενο των βιβλίων του γνώριζε λεπτομερώς την υπόθεση, αναφέρεται σε σωρεία σχετικών εγγράφων των οποίων κάνει χρήση, αναφέρει μάλιστα οτι είχε δεχθεί και επιστολές από τον ίδιο τον ενάγοντα, με τις οποίες εκείνος είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει την κατάσταση. Κατά το χρόνο έκδοσης δε του α΄ βιβλίου (έτος 2006) είχε λάβει γνώση και της προαναφερθείσας απόφασης του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, και όλων των διαπιστώσεων της. Συνεπώς είχε κατά το χρόνο αυτό πλήρη εικόνα της υπόθεσης, πλην όμως γράφει στο βιβλίο παρερμηνείες των εγγράφων ή κάνει αποσπασματική χρήση τους. Ενδεικτικά πρέπει να αναφερθεί ο σχολιασμός του προαναφερθέντος υπ’ αρ. 1643/9-5-2003 εγγράφου της Ιεράς Συνόδου στη σελίδα 71 του α΄ βιβλίου. Ο εναγόμενος παρατηρεί ότι στο έγγραφο αναφέρεται ότι ο Μητροπολίτης είχε ασκήσει αγωγές μόνο κατά δύο δημοσιογράφων, και κατηγορεί τον ενάγοντα ότι απέκρυψε από την Ι. Σύνοδο οτι δι’ επιστολής του στην εφημερίδα «Καθημερινή» την 4-10-1998, την οποία προσκόμισε προσωπικά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Μεσολογγίου, είχε προκαλέσει δικαστική έρευνα, η υπόθεση όμως ετέθη στο αρχείο, παρά τις προσπάθειες και αναφορές του ενάγοντος, που έφτασε να υποβάλει αναφορές ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ωστόσο, είναι σαφές από το ίδιο το περιεχόμενο του εγγράφου της Ιεράς Συνόδου (σελίδα 6, υπ’ αρ. 8 παρ. του όλου κειμένου) ότι αυτό απαντά σε συγκεκριμένες κατηγορίες που απηύθυνε ο ηγούμενος στον ενάγοντα ειδικώς για το χρονικό διάστημα μετά τη δήλωση συγγνώμης. Πέραν αυτού, ενώ γίνεται αναφορά σε κατηγορία του ηγουμένου ότι ο ενάγων “πολλάκιςς κατέφυγεν εις την Δικαιοσύνην σύρων ή διασύρων την Ιεράν Μονήν”, δεν είναι σαφές από το κείμενο αν τούτο αναφέρεται και σε προγενέστερο χρονικό διάστημα η αν ο ενάγων διαβεβαίωσε την Ιερά Σύνοδο ότι γενικότερα δεν έχει [ 8ο φύλλο] κινηθεί κατά της μονής ( όπως θεωρεί ο εναγόμενος) ή αν διαβεβαίωσε μόνο ότι δεν έχει ασκήσει αγωγή ή ότι δεν ενήργησε μετά τη δήλωση συγγνώμης. Η ασαφής διατύπωση δε του κειμένου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την βαρεία κατηγορία που απευθύνει ο εναγόμενος στον ενάγοντα, ήτοι ότι είπε ψέματα και παραπλάνησε σχετικά με τα ανωτέρω την Ιερά Σύνοδο. Σε κάθε περίπτωση δε, ο εναγόμενος, ενώ έχει ξεκάθαρα λάβει γνώση του συνόλου του συγκεκριμένου εγγράφου, απομονώνει και σχολιάζει συγκεκριμένα σημεία, αγνοώντας άλλα, όπως λ.χ η ευρισκόμενη στην ίδια σελίδα και μόλις λίγες γραμμές παραπάνω διαπίστωση της Ιεράς Συνόδου ότι η μονή διοχέτευσε στον τύπο παραπλανητικό δημοσίευμα.
Η πλήρης γνώση του εναγομένου για την εξέλιξη της υπόθεσης μέχρι το χρονικό σημείο της έκδοσης του α΄βιβλίου καθίσταται σαφής και από την αναφορά του εναγομένου σε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψην του το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται και στην υπό κρίση αγωγή, κατηγορεί τον ενάγοντα ότι υπέκλεψε την υπογραφή του υπερήλικα μοναχού Αρσένιου Κομπούγια και για να καλύψει το σκάνδαλο απέκρυψε από την Ιερά Σύνοδο και το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο ότι στην επιστολή που αυτός υπέγραψε υπήρχε μία επιπλέον φράση, αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της. Στο ίδιο το α΄ βιβλίο περιέχονται στις σελίδες 54-55 και 57 αντίστοιχα δύο φωτοτυπημένα αντίγραφα χειρόγραφα επιστολής του ως άνω Μοναχού με ημερομηνία 12-6-2000. Το περιεχόμενό τους είναι παραπλήσιο και αμφότεροι οι διάδικοι δέχονται ότι είναι δύο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας επιστολής, που ανεγράφησαν από τον ίδιο τον μοναχό (πρόκειται δηλαδή για δύο γνήσια έγγραφα). Ο εναγόμενος έγραψε ότι πέραν των άλλων μικρών διαφορών στην πρώτη επιστολή υπάρχει η φράση «επειδή ετόλμησα σε έτοιμον έγγραφο υπογεγραμμένο υπό πάντων να υπογράψω» η οποία λείπει από τη δεύτερη εκδοχή, που προέρχεται από το αρχείο της Μητρόπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, στο δεύτερο έγγραφο αναφέρεται ότι ο γράφων μοναχός έθεσε την υπογραφή του «σε έγγραφο υπογεγραμμένο υπό πολλών», δηλαδή λείπει νοηματικά μόνο η ρητή αναφορά σε έγγραφο ήδη προετοιμασμένο. Είναι δε λογικά αδύνατο να υπέγραψε ο ως ανω μοναχός σε έγγραφο που είχε ήδη υπογραφεί από άλλους, αν αυτό δεν ήταν ήδη έτοιμο, παρεκτός αν αυτό ήταν υπογεγραμμένο κενό χαρτί, πλην όμως αυτό δεν [8β] το ισχυρίστηκε ούτε ο ίδιος ο εναγόμενος. Προκύπτει αβίαστα από τα συμφραζόμενα, δηλαδή, ότι το έγγραφο έχει το ίδιο ακριβώς νοηματικό περιεχόμενο, είναι δε αδιάφορο αν η μικρή αλλαγή οφείλεται σε τήρηση ανακριβούς χειρογράφου αντιγράφου, ή αν το ένα έγγραφο είναι προσχέδιο του άλλου, ή και αν ακόμα ο γράφων αφήρεσε εσκεμμένα, για οποιοδήποτε λόγο, τη λέξη «έτοιμο». Το δε συμπέρασμα του εναγομένου ότι η υπογραφή του μοναχού στο δεύτερο αντίτυπο υπεκλάπη, ήτοι, κατά το κοινό γλωσσικό νόημα του ρήματος «υποκλεπτω», ότι αυτός την έθεσε χωρίς να γνωρίζει είναι παράλογο και ακατανόητο, αφού έχει γράψει ιδιοχείρως όλη την επιστολή. Είναι δε εντελώς παράλογο να την έγραψε υπό πίεση (αν θεωρηθεί ότι ο εναγόμενος δεν εξεφράσθη καλώς), αφού νοηματικά έχει το ίδιο περιεχόμενο με την έτερη εκδοχή, και οδηγεί στα ίδια συμπεράσματα, ήτοι ότι συνήνεσε στο περιεχόμενο του κειμένου που είχαν ήδη υπογράψει και οι υπόλοιποι, και δεν είναι πρόσφορο για να προκαλέσει παραπλάνηση. Άλλωστε ο ίδιος ο εναγόμενος αναφέρει στο βιβλίο (σελίδα 60 επ.) ότι ο μοναχός ήταν ο πνευματικός του νυν ενάγοντος, και ότι την 13-5-2005 δημοσίευσε στην εφημερίδα «εμπρός» επιστολή με την οποία τάσσεται υπέρ του τελευταίου. Επιπλέον, δεν αναφέρει ότι ο ίδιος ο ως ανω μοναχός του είχε αποστείλει τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους 2005 επιστολή με την οποία του εξηγούσε ότι η δεύτερη εκδοχή ήταν αντίγραφο που έγραψε ο ίδιος για το αρχείο του, και συνεπώς η θέση του ήταν σαφής (η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε αργότερα στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Καλλινίκου Γεωργάτου με τίτλο «πόθεν τα τέρατα και σημεία;», σελίδες 155 -160). Ήταν δηλαδή γνωστό στον εναγόμενο ήδη πριν την έκδοση του βιβλίου το έτος 2006 οτι ο ως άνω μοναχός είχε ταχθεί ειλικρινώς με τον νυν ενάγοντα, αλλά παρ’ όλα αυτά, εντελώς αδικαιολόγητα, γράφει ότι θεωρεί ακόμα και την δημοσιευμένη στον τύπο επιστολή παραποιημένη με σκοπό να συκοφαντηθεί ο ηγούμενος της μονής.
Παρομοίως γνώριζε ο εναγόμενος ότι ήταν αναληθής η κατηγορία που απηύθυνε στον ενάγοντα ότι η εντολή του να διακοπούν οι εργασίες ανοικοδόμησης του Ιερού Ναού της Παναγίας της Ναυπακτιωτίσσης ήταν δικτατορική και οφείλεται σε διοικητική και θεολογική ανεπάρκεια. Πρόκειται για το καθολικό της μονής που εγκρίθηκε αρχικά ως ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ενώ οι εργασίες είχαν εκκινήσει προέκυψε διαφωνία μεταξύ του ενάγοντος και του ηγουμένου ως προς το δικαίωμα του Μητροπολίτη να ελέγχει τις εργασίες, και ο ενάγων διέταξε το έτος 1998 αυτές να διακοπούν προσωρινά. Διότι κατά το χρόνο [9ο φύλλο] έκδοσης του βιβλίου γνώριζε ότι ο ηγούμενος είχε ήδη καταδικαστεί μεταξύ άλλων και για το λόγο αυτό από το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, παραθέτει μάλιστα αποσπάσματα από τα σχετικά σημεία της απόφασης. Κατ’ ουσίαν προσβάλει με την επιχειρηματολογία του το σκεπτικό της ίδιας της απόφασης του Συνοδικού Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι κακώς δέχθηκε ότι έπρεπε ο ηγούμενος να συμμορφωθεί «αυθωρεί» με την εντολή του Μητροπολίτη, αντί όμως να απευθύνει την κριτική του στο ίδιο το Συνοδικό Δικαστήριο, ή έστω να σχολιάσει το σκεπτικό, στρέφεται κατά του ενάγοντος, χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του δικτατορική και τον καλεί μάλιστα να εξηγήσει για ποιο λόγο έπρεπε να διακοπούν οι εργασίες άμεσα, ενώ η διακοπή θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες, του ζητεί δηλαδή να αιτιολογήσει αυτός την απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου, και δη ενώ γνώριζε ότι το τελευταίο είχε λάβει υπόψην του τις αντιρρήσεις του ηγουμένου κατά της διακοπής των εργασιών και παρ’ όλα αυτά τις έκρινε και χαρακτήρισε ως απαράδεκτη υπεκφυγή. Παραθέτει μάλιστα το σχετικό χωρίο της απόφασης στη σελ. 118 του βιβλίου, χωρίς όμως να το σχολιάσει, και κατευθύνει την προσοχή του αναγνώστη στην προσωπικότητα του ενάγοντα, και όχι στο γεγονός οτι εκρίθη αρμοδίως ότι ο τελευταίος είχε δίκιο.
Γενικά πρέπει να σημειωθεί ότι πέραν της αναλήθειας των ισχυρισμών που περιέχονται στο βιβλίο, τούτο βρίθει εκφράσεων εμπρηστικών και προσβλητικών προς τον ενάγοντα. Ενδεικτικά, αναφέρεται στη σελίδα 23 ότι έγινε «συστηματική πλύση εγκεφάλου» του λαού από το Μητροπολίτη, ότι αυτός «ἐδυσφήμισε και κατασυκοφάντησε» την Ι. Μονή, στην αμέσως επόμενη σελίδα γίνεται λόγος για «τερατώδη ψευδολογικά τεχνάσματα και μεθοδευμένα» από τον ενάγοντα πού «εκακοποίησαν δεινώς την αλήθεια”, στην επόμενη σελίδα αναφέρεται ότι «η τοιαύτη περιφρόνησις, διαστροφή και διαστρέβλωσις της αλήθειας αποτελεί και βαρύτατη ασέβειαν προς τον Θεόν..», ακολούθως ότι ο ενάγων περιφρόνησε τη δικαιοσύνη του Θεού, και μερικούς στίχους μετά οτι «η αγριότης του μίσους, η εκδικητικότης, η εχθροπάθεια, η εντατική προσπάθεια εξουθενώσεως ενός συνάνθρώπου μας με την παρασκηνιακήν δραστηριοποίηση του κ. Ιεροθέου δια να καταδικαστεί οπωσδήποτε ο ηγούμενος με ψευδείς κατηγορίες…” , και ούτω καθ’ εξής κατ’ επανάληψη και σε μεγάλο μέρος του βιβλίου.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο οτι, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος είχε άριστη [9β] γνώση της δικογραφίας του Συνοδικού Δικαστηρίου και γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του, η χρήση τέτοιων φράσεων προσδίδει στο βιβλίο όχι μόνο συκοφαντικό αλλά και εξυβριστικό χαρακτήρα, αφού είναι πρόδηλη η πρόθεση να τρωθεί η υπόληψη του νυν ενάγοντος.
Παρομοίως είναι αναληθείς οι ισχυρισμοί που περιέχονται και στο β΄ βιβλίο, που εκδόθηκε το έτος 2008. Βεβαίως το Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει αν οι θεολογικές θέσεις του ενάγοντος ή του εναγομένου είναι ορθές, ούτε καν αν είναι σύμφωνες με την διδασκαλία της ορθόδοξης θεολογίας, αφού τούτο είναι ζήτημα που εκφεύγει της αρμοδιότητάς του. Έτσι λ.χ. ο εναγόμενος επικρίνει, δειγματοληπτικά στη σελίδα 20, τον ενάγοντα διότι διατύπωσε την άποψη ότι η θεολογία είναι αποκάλυψη, ενώ το ορθό, κατά τον εναγόμενο, είναι ότι αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας της θείας αποκάλυψης, και ακολούθως στη σελίδα 21 οτι παρερμήνευσε τον πρώτο μακαρισμό, θεωρώντας ότι η αναφορά σε πτωχούς τω πνεύματι αναφέρεται στην πνευματική φτώχεια, ενώ το ορθό κατά τον ενάγοντα είναι να ερμηνευτεί ως αναφορά στην ταπεινοφροσύνη. Η δογματική ορθότητα αυτών των απόψεων του ενάγοντος και των αντιρρήσεων του εναγομένου δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, όπως δεν μπορεί ούτε να ελεγχθεί αν όντως αυτό ήταν το νόημα που επιθυμούσε να αποδώσει ο ενάγων ή τα αποσπάσματα αποδίδονται παραμορφωμένα, αφού δεν προσκομίζεται όλο το κείμενο του ενάγοντος παρά μόνο το βιβλίο «Σχόλια σε μία θεολογική τραγωδία» του Θ. Βαμβίνη, που εκδόθηκε ως απάντηση προς τον εναγόμενο και περιέχει ορισμένα χωρία.
Ωστόσο, είναι σαφές από το περιεχόμενο του β΄ ένδικου βιβλίου του εναγομένου ότι αυτό δεν αποσκοπεί μόνο σε θεολογική αντιπαράθεση, αλλά κυρίως αποτελεί αφ’ ενός προσωπική επίθεση και αφ’ ετέρου κριτική επί συγκεκριμένων ενεργειών του ενάγοντος, η δε θεολογική κριτική έχει στην πραγματικότητα χαρακτήρα υποβοηθητικό άλλων πραγματικών ισχυρισμών. Συγκεκριμένα, ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου επαναλαμβάνονται συνοπτικά οι κατηγορίες που περιέχονται στο προηγούμενο βιβλίο, και δηλώνεται απερίφραστα ότι σκοπός του εναγομένου είναι να προκαλέσει τον αυστηρό έλεγχο των θεολογικών απόψεων του νυν αντιδίκου ακριβώς επειδή αυτός εστράφη κατά των μοναχών και του ηγουμένου της Ι. Μονής της Μεταμορφώσεως και του ίδιου του εναγομένου. Στις κατηγορίες του πρώτου βιβλίου περί άδικης καταδίωξης των μοναχών από τον ενάγοντα επανέρχεται και τις επεκτείνει το τελευταίο μέρος, από τη σελ. 95 και ιδίως μετά τη σελ. 105, και τούτο μολονότι είχε πλέον εκδοθεί η [10ο φύλλο] απόφαση και του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, είχε επιβληθεί ακοινωνησία στον ηγούμενο και το ηγουμενοσυμβούλιο από την Ιερά Σύνοδο, και επί πλέον είχε πραγματοποιηθεί και ο επανέλεγχος της διαχείρισης του ξενώνα της μονής και είχαν επιβεβαιωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί παρατυπιών.
Επιπλέον ενώ αρχικά φαίνεται να στρέφεται γενικά κατά θεολογικών απόψεων του ενάγοντος, που αυτός διατύπωσε σε διάφορα άρθρα και βιβλία του, μετά τις πρώτες σελίδες, ήδη από τη σελίδα 35 και μετά, επικεντρώνεται ειδικά στις απόψεις του ενάγοντος για το μοναχισμό και ιδίως στις ευνοϊκές απόψεις που διατύπωσε ο ενάγων για την Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Essex της Μεγάλης Βρετανίας. Ο εναγόμενος θεωρεί την ίδρυση αυτής σκανδαλώδη επειδή είναι μικτή, ήτοι Μοναχοί και Μοναχές εχουν «κοινή προσευχή και κοινή τράπεζα». Ασχέτως της τυχόν ορθότητας ή σφάλματος της κριτικής, η ως άνω Ι. Μονή στο Essex υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και όχι στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η δε έκφραση θετικής γνώμης του ενάγοντος ως θεολόγου για τη μονή αυτή και τον ιδρυτή, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί εσφαλμένη ή μη αρμόζουσα σε ιεράρχη, δεν δικαιολογεί την διατύπωση από τον εναγόμενο των περιεχόμενων στο βιβλίο κατηγοριών, όπως ότι ο νυν αντίδικός του αθετεί ο ίδιος του κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, είναι αιρετικός και σκανδαλίζει τους πιστούς. Πρόκειται για κατηγορίες που στην πραγματικότητα, εάν η πρόθεση του εναγομένου ήταν η υπεράσπιση της εκκλησίας, θα έπρεπε να απευθύνονται κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει την ευθύνη της μονής. Αντ’ αυτού ο εναγόμενος στοχοποίησε τον ενάγοντα, επειδή, όπως είναι προφανές και από τους ισχυρισμούς του που περιέχονται στα δύο βιβλία και τις προτάσεις του, τον θεωρεί κύριο υπαίτιο της δίωξης της μονής.
Προφανής δε και ομολογούμενος εμμέσως πλην σαφώς με την εισαγωγή του βιβλίου σκοπός του εναγομένου ήταν να πλήξει το κύρος του ενάγοντα ως Μητροπολίτη, να διαιωνίσει την αντίδραση εναντίον του που είχε εκκινήσει προ ετών με δημοσιεύματα των μοναχών (για τα οποία μεταξύ άλλων καταδικάστηκε ο πρώην ηγούμενος από τα Συνοδικά Δικαστήρια και επιβλήθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας) και να επηρεάσει την εξέλιξη των υποθέσεων της μονής ενώπιον της κοινής γνώμης και της Ιεράς Συνόδου. Τούτο είναι προφανές και από το [10β] ύφος με το οποίο είναι γραμμένο όλο το βιβλίο. Όπως και το α΄ βιβλίο έτσι και τούτο περιέχει μεγάλο αριθμό εκφράσεων εμπρηστικού χαρακτήρα που σωρεύονται συστηματικά σε μικρό χώρο. Έτσι λ.χ στη σελίδα 5 της εισαγωγής ότι ο ενάγων “εξετράπη εις ψευδολογίας συκοφαντίας και περιέπεσε εις κραυγαλέα εκκλησιολογικά, κανονικά και άλλα θεολογικά σφάλματα”, στην επόμενη σελίδα γίνεται λόγος για “κραυγαλέα, αθεολόγητα, κακόδοξα και αιρετικά του Ναυπάκτου”, λίγες γραμμές μετά στην ίδια σελίδα για διάδοση “πεπλανημένων θεολογικών θέσεων εν Ελλάδι και ανυπακοή ή εξαγωγή κακοδοξιών εκ της Ορθοδόξου Ελλάδος”, στην αμέσως επόμενη παράγραφο για «πλήθος μέγα εκκλησιολογικών και αιρετικών πλάνών”, στην ίδια παράγραφο εκ νέου σε «κραυγαλέας κακοδοξίας, πλάνας και αιρετικάς διδασκαλίας», τρεις στίχους μετά σε “κακοδιδαχές” μόλις δύο στίχους μετά στο τέλος της σελίδας και την αρχή της επόμενης για αντιμετώπιση “των κακοδοξιών και εν γένει των αθεολογήτων του Ναυπάκτου”, στην ίδια παράγραφο στη σελίδα 7 χαρακτηρίζονται τα βιβλία του ενάγοντος ως “κακόδοξα”, στην αμέσως επόμενη παράγραφο και εντός λίγων γραμμών δύο φορές αναφορά σε “αθεολόγητα του Ναυπάκτου», οπως και εκ νέου στην αμέσως επόμενη παράγραφο. Αμέσως μετά στην ίδια σελίδα γίνεται λόγος για αντιμετώπιση “των αντιθεολογικών θέσεων και των αποκρουστικών πράξεων αδικίας, ψευδολογίας, συκοφαντίας και εκδικητικότητας του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου”, για “προκλητική αμετανοησία του”. Ο εναγόμενος όμως συνεχίζει στον ίδιο τόνο και στην επόμενη σελίδα, όπου μετά από μία σύντομη αναφορά σε ειρηνευτική επιστολή του κάνει λόγο εντός ολίγων γραμμών για «προκλητική κακοποίηση της αλήθειας”» εκ μέρους του νυν ενάγοντος, αμέσως μετά αναφέρει ότι αυτός (ο ενάγων) «ησχημονήσε βαναύσως και εκακούργησε αδιαντρόπως” εναντίον του (εναγομένου), ότι χρησιμοποίησε υπέργηρο κληρικό “ συκοφαντικώς”, ότι ο υπέργηρος αυτός ιερωμένος έγραψε κατά παραγγελία “κάτι το φρικιαστικόν, κάτι το ανατριχιαστικόν, κάτι το πρόστυχον, κάτι το ειδεχθές, κάτι το αποκρουστικόν, έγραψε εις επιστολήν του την οικτράν και βδελυράν συκοφαντίαν” ότι ο εναγόμενος ως συνήγορος στα εκκλησιαστικά Δικαστήρια υποστήριζε “πόρνους και κιναίδους κληρικούς επί χρήμασι”, και συνεχίζει στον ίδιο τόνο με παρόμοιες εκφράσεις στην ίδια πυκνότητα στο κείμενο σε μεγάλο μέρος του βιβλίου. Τέτοιες εκφράσεις απαντώνται ενίοτε και στις σελίδες που περιέχουν καθαρά θεολογικά επιχειρήματα όπως λ.χ στη σελίδα 15, όπως αναγράφεται “ προκλητικά, [11ο φύλλο] παράξενα και αθεολόγητα του Μητροπολίτου τούτου. Απίστευτος και ανεξήγητος εξωφρενισμός είναι η θεοπνευστία αυτή του Ναυπάκτου», αμέσως μετά διατυπώνεται το ερώτημα “Δύναται να ποιμαίνει ορθοδόξους;” και λίγες γραμμές μετά γίνεται εκ νέου αναφορά σε “ κακοδοξίες, πλάνες και αθεολόγητα”. Πέραν δε των χαρακτηρισμών που κατευθύνει κατ’ επανάληψη στον ίδιο τον ενάγοντα ή τις απόψεις του, όπως αιρετικός, ψευδολόγος, εκδικητικός κλπ, χαρακτηρίζει με παρόμοιο ή χειρότερο τρόπο τις θέσεις του μοναχού Σωφρονίου, ιδρυτή της μονής στο Essex της Βρετανίας, αναφέροντας λ.χ. ότι οι ιδέες του μοναχού αυτού ήταν δαιμονόπνευστες (σελ. 65) και ότι είχε δαιμονικές οράσεις ή δαιμονικά υπολείμματα από την ενασχόλησή του με τον βουδισμό (σελ.66), με αποτέλεσμα να αποδίδει έτσι έμμεσα αρνητικό χαρακτηριστικό και στον ίδιο τον ενάγοντα, τον οποίο συνδέει με τον μοναχό επειδή τον είχε επαινέσει σε βιβλία του (ο ενάγων). Πέραν της αναλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών του εναγομένου σχετικά με την υπόθεση της ένδικης μονής, την οποία όπως ανωτέρω εξετέθη ο εναγόμενος γνώριζε, η χρήση τέτοιων εκφράσεων ( απόδοση αίρεσης σε ιεράρχη), με τόση πυκνότητα και σε τέτοια έκταση στο κείμενο, καθιστά πρόδηλο όχι μόνο το συκοφαντικό αλλά και τον εξυβριστικό χαρακτήρα και αυτού του βιβλίου, το οποίο έχει ως προφανή σκοπό να σκανδαλίσει τους αναγνώστες και να τους εξεγείρει κατά του ενάγοντος.
Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός της επιστολής του εναγομένου προς τους καθηγητές του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως προαναφέρθηκε με την επιστολή αυτή κοινοποίησε σε αυτούς τα ως άνω βιβλία του, και τους κάλεσε, ανεπιτυχώς, να αναβάλουν την τελετή απονομής του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα στον ενάγοντα. Τελούσε, όμως, όπως ανωτέρω εξετέθη, εν γνώσει ότι τα βιβλία αυτά περιείχαν αναληθείς ισχυρισμούς, και είχε συνεπώς πρόθεση να προσβάλλει εκ νέου την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ιεράρχη και ως θεολόγου.
Με βάση τα παραπάνω είναι προφανώς απορριπτέα ως αβάσιμη η κατ’ άρθρο 367 & 1 ΠΚ ένσταση που προβάλλει ο εναγόμενος. Διότι πρώτα απ’ όλα κατά την παρ. 2 περ. α΄ του άρθρου αυτού, τούτο δεν εφαρμόζεται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 363 του ίδιου κώδικα, δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης, που διακρίνεται από την απλή δυσφήμηση ως προς το ότι ο υπαίτιος γνώριζε οτι το [11β] περιστατικό που διέσωσε ήταν ψευδές. Δεν νοείται δε να γίνει λόγος στην περίπτωση αυτή για άσκηση κριτικής από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αφού ο εναγόμενος εν γνώσει δημοσίευσε αναληθή περιστατικά. Δεύτερον, διότι κατά την παρ. 2 περ. β΄του ίδιου άρθρου, τούτο δεν εφαρμόζεται ούτε όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, και συνεπώς, ακόμα και αν γινόταν δεκτό οτι κάποια από τα ειδικότερα περιστατικά που αναφέρει ο εναγόμενος στα βιβλία του ήταν αληθή ή ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, η πράξη του είναι άδικη κατά την έννοια του νόμου. Οι δε φράσεις που περιλαμβάνονται στα δύο ένδικα βιβλία και εξετάστηκαν ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα, πυκνότητα στο κείμενο και δριμύτητά τους υπερβαίνουν τα όρια ακόμα και της δριμείας κριτικής που δικαιολογεί ορισμένους δυσμενείς χαρακτηρισμούς.
Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει για την προσβολή της προσωπικότητάς του χρηματική ικανοποίηση. Το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της προσβολής, τη βαρύτητα αυτής, την έκταση της βλάβης του ενάγοντος, τις συνθήκες τέλεσης αυτής της προσβολής, τη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου (δόλος), την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, αλλά και τη μετέπειτα επιδειχθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να επαναλαμβάνει εν γνώσει του τους ίδιους αναληθείς ισχυρισμούς, κρίνει ότι προσήκει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση η καταβολή του ποσού των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 ευρώ). Σημειωτέον ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου σε αυτό του κατώτερου ορίου τον 10.000.000 δραχμών που καθοριζόταν κατά το χρόνο γένεσης του δικαιώματος ως ελάχιστο όριο χρηματικής ικανοποίησης για την προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου μόνου του ν. 1138/ 1981, οπως αντικ. με την παράγραφο 4 του άρθρου μόνου του 2243/ 1994 και ίσχυε τότε, δεν καθορίστηκε όμως ως ελάχιστο επιτρεπτό ποσό αλλά με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, ως άνω εκτέθηκαν, και την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 & 1 του Συντάγματος (βλ. για την εφαρμογή της συνταγματικής αυτής διάταξης ΑΠ 1183/ 2006 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 132/ 2006 σε Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ). Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και να διαταχθεί η δημοσίευση της απόφασης στον ημερήσιο τύπο με δαπάνες του εναγομένου. Τέλος [12ο φύλλο] πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος κατά τα άρθρα 176 και 178 ΚΠολΔ, λόγω της μερικής ήττας του, να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Διώτης οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεο, κατά κόσμο Γεώργιο Βλάχο, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη δημοσίευση του διατακτικού της παρούσας απόφασης σε δύο εφημερίδες με μέριμνα του ενάγοντος και δαπάνες του εναγομένου, και συγκεκριμένα στην ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας «Καθημερινή» και στην εβδομαδικαία εφημερίδα «Εμπρός» Ναυπάκτου Αιτωλοακαρνανίας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως μέρος της δικαστικής του δαπάνης το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 19η Ιουλίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του δικαστηρίου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 21/8-2018.
- Προβολές: 111506