Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Μακάριος ὁ Ὁμολογητής, 1 Ἀπριλίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Μακάριος ὁ Ὁμολογητής, 1 Ἀπριλίου

Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Πελεκητῆς

Ὁ ὅσιος Μακάριος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔμεινε ὀρφανός ἀπό τήν νηπιακή του ἡλικία καί τόν ἀνέθρεψε ἕνας εὐσεβής καί φιλομαθής θεῖος του, ὁ ὁποῖος τόν κατηύθηνε στήν εὐσέβεια καί τήν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Ὁ Χριστοφόρος, αὐτό ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα, ἦταν ἐπιμελής, καί καθώς ἦταν προικισμένος μέ πολλά χαρίσματα, γρήγορα προόδευσε στήν πνευματική γνώση καί τήν κατανόηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ἡ μεγάλη ἀγάπη του στόν Θεό τόν ὁδήγησε στό Μοναστήρι πού ὀνομαζόταν Πελεκετή καί βρισκόταν κοντά στήν Προῦσα. Ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Μακάριος. Ἀργότερα, χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος, ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο, καί κατεστάθη ἡγούμενος στό ἴδιο Μοναστήρι. Ἡ φήμη του, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς του καί τῶν πολλῶν χαρισμάτων του, ἔφερε κοντά του πλῆθος μοναχῶν. Ὅμως, καί πολλοί ἄλλοι ἄνθρωποι ἔτρεχαν κοντά του γιά νά ὠφεληθοῦν, ἀλλά καί νά θεραπευθοῦν ἀπό ψυχικές καί σωματικές ἀσθένειες, ἐπειδή λόγῳ τῆς βαθειᾶς του ταπείνωσης καί τῆς πολλῆς του ἀγάπης ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.

Ὅταν ξέσπασε ἡ Εἰκονομαχία, ὁ Ὅσιος ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν Ὀρθόδοξη πίστη, σχετικά μέ τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, μέ ἀποτέλεσμα νά κλεισθῆ στήν φυλακή. Κατόπιν, ἀποφυλακίσθηκε καί ἐξορίσθηκε σέ ἕνα μικρό νησί πού ὀνομαζόταν Ἀφουσία, ὅπου καί ἐτελείωσε ἐν εἰρήνῃ τόν ἐπί γῆς βίο του.Ὑπέμεινε μέ θαυμαστή καρτερία ὅλες τίς κακοπάθειες τῆς ἐξορίας, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Ἀλλά καί στόν τόπο τῆς ἐξορίας δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται γιά τούς ἀνθρώπους, καθώς, ἐπίσης, νά παρηγορῆ, νά στηρίζη καί νά θεραπεύη ὅλους ὅσοι προσέτρεχαν σέ αὐτόν.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καθιερώθηκε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 787 μ.Χ. ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Στήν Σύνοδο αὐτήν συμμετεῖχαν τριακόσιοι πενήντα Ἐπίσκοποι, ἀργότερα, ὅμως, προστέθηκαν καί ἄλλοι δεκαεπτά, οἱ ὁποῖοι ἀποκήρυξαν τήν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι στήν Σύνοδο αὐτήν ἦταν ἔντονη ἡ παρουσία 136 μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν ἐπάνω στό σῶμα τους τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τούς μόλωπες τῶν σκληρῶν διωγμῶν καί τῶν ἀπάνθρωπων βασανιστηρίων. Οἱ διωγμοί αὐτοί ἐξαπελύθησαν κατά τήν διάρκεια τῆς βασιλείας τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων Λέοντος Γ΄ Ἰσαύρου (717-741) καί Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου (741-775).

Οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, ἀναθεμάτισαν τούς αἱρετικούς καί καθιέρωσαν τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Στηρίχθηκαν στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ Μέγας Βασίλειος, καθώς καί ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», πού σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σέβεται, τιμᾶ καί ἀσπάζεται τίς ἱερές εἰκόνες, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, στήν πραγματικότητα σέβεται, τιμᾶ καί ἀσπάζεται τούς εἰκονιζομένους καί ὄχι τά ὑλικά ἀντικείμενα, ἤτοι τά χρώματα, τούς τοίχους ἤ τά ξύλα.

Ἡ τιμή καί ὁ σεβασμός στίς ἱερές εἰκόνες εἶναι κάτι πολύ σημαντικό. Ὁ ἴδιος, ὅμως, σεβασμός καί ἡ ἴδια τιμή πρέπει νά ἀπονέμεται καί στίς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στούς ἀνθρώπους, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός, εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰκόνα «τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀξίζει νά δέχεται τόν σεβασμό καί τήν τιμή τῶν συνανθρώπων του, θά πρέπει, ὅμως, καί ὁ ἴδιος, ἤτοι ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά φροντίση νά εἶναι ἄξιος τιμῆς. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά τιμᾶ κάποιον ὁ ὁποῖος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι ἄξιος τιμῆς. Π.χ. πῶς μπορεῖς νά τιμᾶς τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη καί τούς ὁμοίους του!

Ἡ κρίση εἶναι, ἀσφαλῶς, ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο ὅμως, ἐμεῖς θά πρέπει νά φροντίσουμε οὕτως ὥστε νά ἀποδίδεται ὁ σεβασμός καί ἡ τιμή σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποδεικνύουν μέ τόν βίο τους καί τήν πολιτεία τους ὅτι εἶναι ἄξιοι σεβασμοῦ καί τιμῆς. Συνήθως, στόν παρόντα βίο τιμῶνται ἀπό τούς πολλούς, καί μάλιστα ὑπερβολικά κάποιες φορές, ὅσοι ἔχουν ἀξιώματα, ἐξουσία ἤ κάποια ἄλλη κοσμική δύναμη, ἐστω καί ἄν δέν τό ἀξίζουν, καί παραθεωροῦνται ἄλλοι, πού εἶναι ὄντως ἄξιοι τιμῆς. Ὁ Θεός, ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι προσωπολήπτης καί γνωρίζει πολύ καλά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἐπειδή βλέπει τό βάθος τῆς καρδίας του, θά τούς ἀποδώση στόν κατάλληλο καιρό τήν τιμή πού τούς ἀξίζει.

Ἐμεῖς ἐπειδή δέν γνωρίζουμε τό βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων, δέν πρέπει νά βιαζόμαστε νά σχηματίζουμε γνώμη γιά κάποιον, ἀλλά νά περιμένουμε νά μᾶς ἀποκαλύπτεται. Ἐπίσης, νά μήν παρασυρόμαστε ἀπό τήν ἐξωτερική του ἐμφάνιση, ἀλλά νά βλέπουμε, ὅσο, φυσικά, μᾶς εἶναι δυνατόν, τήν καρδιά του. Δηλαδή, νά προσπαθοῦμε νά ἀνακαλύπτουμε τά «μή φαινόμενα», ἐπειδή «τά φαινόμενα, συνήθως, ἀπατοῦν».

Δεύτερον. Ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι νά βιώσουν τήν ἀληθινή πίστη, ὅπως τήν ἐκήρυξαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐπιλέγουν ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, αὐτόν πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Κάποιοι ἐπιλέγουν καί τόν τόπο πού θά κατοικήσουν, ἐπειδή καί ὁ τόπος βοηθᾶ στήν βίωση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, κυρίως ὅταν πρόκειται γιά μέρος μέ ἡσυχία καί ἠρεμία. Περισσότερο, ὅμως, βοηθᾶ ὁ τρόπος ζωῆς, ἐπειδή ὅσο κατάλληλος καί ἄν εἶναι ὁ τόπος, ἄν δέν εἶναι σωστός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κανείς πολιτεύεται, τότε ὄχι μόνον δέν ὠφελεῖται ὁ ἴδιος, ἀλλά καί γίνεται πηγή κοινωνικῆς ἀνωμαλίας. Γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι, χωρίς νά ἀρνοῦνται ὅτι βοηθᾶ καί ὁ τόπος, ἀποδεικνύουν μέ τόν βίο τους καί τήν πολιτεία τους ὅτι τό σημαντικότερο εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς, ἀφοῦ πολλοί ἀπό αὐτούς τούς ἁγίους ἔζησαν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα στήν φυλακή ἤ στήν ἐξορία, καί ὅμως αὐτό δέν τούς ἐμπόδισε νά φθάσουν στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό, νά προσεύχονται ἀδιαλείπτως καί νά ἀγαποῦν ἀνιδιοτελῶς τούς συνἀνθρώπους τους.

Ὅποιος σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό, αὐτός σέβεται καί ἀγαπᾶ καί τίς ἔμψυχες εἰκόνες Του, ἤτοι τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους προσπαθεῖ νά εὐεργετῆ μέ κάθε τρόπο, καί κυρίως μέ τό φωτεινό παράδειγμά του καί τήν θερμή προσευχή του.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2463