Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πολιτισμός αὐτοακρωτηριαζόμενος
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἄν θέλουμε νά μή χάσουμε τόν δρόμο μας, μιλώντας γιά τίς προκλήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μαθητεία μας στά πρόσωπα καί τά κείμενα τῶν θεοπνεύστων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἁγίων Πατέρων πού γνωρίζουν, ὅσο εἶναι στόν ἄνθρωπο ἐφικτό, τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί «τά βαθέα τοῦ σατανᾶ».
Οἱ «προκλήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου» εἶναι μιά γενική διατύπωση μέσα στήν ὁποία μπορεῖ κανείς νά περιλάβῃ πολλά πράγματα: πολιτικά, κοινωνικά, ἐπιστημονικά καί θεολογικά. Ἐμεῖς στό σημείωμά μας θά εἴμαστε ἀρκετά πεζοί, ἄν καί ἡ πρόκληση ἤ, ἠπιότερα, ἡ ἀφορμή γι’ αὐτά πού θά καταγράψουμε σχετίζεται μέ τήν ἑορταστική ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων. Ὅλος ὁ δυτικός κόσμος, ἀλλά καί πολλές πόλεις τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τά μέσα τοῦ Νοέμβρη στολίστηκαν μέ τόν χριστουγεννιάτικο διάκοσμό τους.
Σχετικό λοιπόν μέ αὐτόν τόν διάκοσμο εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικό ἄρθρο τοῦ Τάκη Θεοδωρόπουλου μέ τίτλο «Χριστούγεννα καί μουσουλμάνοι» (Καθημερινή, 26.11.2019). Τό ἄρθρο εἶναι ἀποκαλυπτικό ὄχι τόσο γιά τήν εἴδηση πού μεταφέρει καί σχολιάζει, γνωστή ἄλλωστε καί κοινότυπη γιά τίς μέρες μας, ὅσο γιά τά πολιτιστικά κριτήρια τοῦ ἀρθρογράφου, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τίς πολύ εὔστοχες ἐπισημάνσεις του καί τίς ξεκάθαρες «διαφωτιστικές» ἀπόψεις του, ἀποκαλύπτει (χωρίς νά τό ἔχη στόχο) κάποιες ἀπό τίς νεοελληνικές ἀλλοιώσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων.
Γράφει: «Διάβασα ὅτι στὴ Γαλλία, τὴν πατρίδα τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀπαγορεύεται ὁ χριστουγεννιάτικος στολισμὸς τῶν δημαρχείων μὲ φάτνες. Τό πρῶτο πού σκέφτηκα ἦταν “ἐπιτέλους”! Τόσο πεπιεσμένο χαρτὶ καὶ πλαστικό, τόση κατανάλωση ρόζ, γαλάζιου καὶ χρυσοῦ, καιρὸς ἦταν νὰ σταματήσει νὰ ταλαιπωρεῖ τὴν αἰσθητικὴ μας». Ὁ ἀρθρογράφος στήν συνέχεια διαφωνεῖ μέ τήν ἀπαγόρευση, γι’ αὐτό τονίζει ἰδιαίτερα τό ὅτι αὐτή διατάχθηκε στήν πατρίδα τοῦ Διαφωτισμοῦ, διότι δείχνει νά πιστεύῃ ὅτι ὁ Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Κάντ ὡς «ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀνωριμότητά του», ἔξοδος ἀπό τήν «ἀδυναμία νά μεταχειρίζεται τό νοῦ του χωρίς τήν καθοδήγηση ἑνός ἄλλου» καί τήν συνακόλουθη ἀπελευθέρωση ἀπό δογματισμούς, μέ πλήρη ἐλευθερία στόν δημόσιο λόγο, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐμπνεύσῃ μιά τέτοια ἀπαγόρευση. Μοιάζει μέ πολιτιστική ἐκτροπή, σάν πραξικόπημα ἀνατρεπτικό τοῦ πολιτιστικοῦ καθεστῶτος πού κληροδότησε στήν Γαλλία καί σέ ὅλον τόν δυτικό κόσμο ὁ Διαφωτισμός. Βλέπει ὅμως τόν Διαφωτισμό μέσα ἀπό τήν δική του ὀρθόδοξη κληρονομιά, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά τόν ἐννοήση σύμφωνο μέ τέτοιες ἀπογορεύσεις, πού ἀλλοιώνουν, κατά τήν ἄποψή του, τόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διαφωνία τοῦ Τ. Θεοδωρόπουλου μέ τόν χριστουγεννιάτικο διάκοσμο εἶναι αἰσθητικῆς καί θεολογικῆς τάξεως ἤ, πιό σωστά, πολιτιστικῆς, ἀφοῦ στά στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τόν πολιτισμό εἶναι καί ἡ αἰσθητική καί ἡ θεολογία. Δείχνει μάλιστα ὅτι δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπό τόν θεολογικό περίγυρο τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, γι’ αὐτό ὡς Ὀρθόδοξος αἰσθάνεται ὡς δική του ἑορτή τό Πάσχα καί ὄχι τά Χριστούγεννα.
Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐκφράζει τήν ταλαιπωρία τῆς αἰσθητικῆς του ἀπό τόν διάκοσμο τῶν Χριστουγέννων (τόν ὁποῖο ὅμως δέν ἀπορρίπτει), στήν συνέχεια γράφει: «Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη αἰσθάνομαι τυχερὸς πού βαπτίσθηκα ὀρθόδοξος. Γιὰ ἐμᾶς ἡ μεγάλη ἑορτὴ εἶναι τὸ Πάσχα, μὲ ὅλο τὸ τραγικὸ μεγαλεῖο του σὲ ἀνοιξιάτικο καὶ δή μεσογειακὸ τοπίο. Ἐνῶ τὰ Χριστούγεννα εἶναι γλυκερά, σὰν τὰ χρώματα τῆς φάτνης».
Συνδέει τό μεγαλεῖο τοῦ Πάσχα μέ τό ἀνοιξιάτικο μεσογειακό τοπίο. Ὡραία εἰκόνα, ὅμως χωρίς θεολογικό νόημα. Οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουμε (τό αὐτονόητο) ὅτι χωρίς Χριστούγεννα δέν θά εἴχαμε Πάσχα. Γιορτάζουμε μέ ἰδιαίτερο τρόπο τά Πάθη πού ὑπέμεινε ὁ Χριστός γιά τίς ἁμαρτίες μας καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά πανηγυρίζουμε μέ θαυμάσιους ὕμνους καί τελετές τήν ἐνανθρώπησή Του, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας ὡς «τό μακάριον τέλος» γιά τό ὁποῖο δημιουργήθηκαν τά πάντα.
Εἶναι γεγονός ὅμως ὅτι στόν πολύ λαό (καί σέ κοσμικούς διανοητές) ἡ θεολογία καί ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία ὑποχωροῦν μπροστά στήν λαογραφία, δηλαδή στά λαϊκά ἤθη καί ἔθιμα, ἡ διαμόρφωση τῶν ὁποίων δέν ἔχει πάντα καθαρές χριστιανικές ἀφετηρίες, ἀφοῦ μέσα ἀπό αὐτά ἐπιβιώνουν πολλά στοιχεῖα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος.
Ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος κλείνει τό ἄρθρο του μέ κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις. Γράφει: «Ὑποθέτω [...] ὅτι οἱ φάτνες δὲν ἀπαγορεύθηκαν στὰ δημαρχεῖα τῆς Γαλλίας γιὰ λόγους αἰσθητικῆς. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀκόμη ἅλμα πού θὰ ἐπιτρέψει τὴ συνύπαρξη τῶν δύο θρησκειῶν τῆς Γηραιᾶς Ἠπείρου, τῆς χριστιανικῆς καὶ τῆς μουσουλμανικῆς. Διότι οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ἰνδουϊστές, οἱ ταοϊστὲς ἤ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι δὲν ἔχουν πρόβλημα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αἰσθητική, ἂν βρεθοῦν μπροστὰ σὲ μία φάτνη περιμένοντας τὸ πιστοποιητικὸ ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τοῦ δήμου. Ἄς μὴν γελιόμαστε. Ἡ περίφημη πολυπολιτισμικὴ κοινωνία εἶναι στὴν πραγματικότητα διπολιτισμική».
Ἡ Εὐρώπη ἀφήνει τά χριστιανικά στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ της γιά νά μή προκαλοῦνται οἱ μουσουλμάνοι νέοι πολίτες της. Δείχνει σάν νά μή θέλη νά χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Χριστιανισμό. Τόν ἐξαφανίζει μπροστά στήν αὐξανόμενη παρουσία τοῦ μουσουλμανισμοῦ.
Ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος ἐπιπλέον σημειώνει: «Ἐδῶ καὶ χρόνια μετονομάσαμε τὴν εὐχὴ “Καλὰ Χριστούγεννα” σὲ “Καλὲς Γιορτὲς” γιὰ νὰ μὴν ἀποκλείονται ὅσοι δὲν γιορτάζουν τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ». Αὐτή ὅμως ἡ μετονομασία θεωρεῖ ὅτι παραγνωρίζει «τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ “Γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων” ἀφοροῦν καὶ τοὺς ἀγνωστικιστὲς καὶ τοὺς ἄθεους, κοινῶς εἶναι μία γιορτὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας πού ξεκινᾶ ἀπ’ τὴ θρησκεία. Εἶναι ὅμως γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων. Καὶ περιλαμβάνουν καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ ἔλατο. Τά Χριστούγεννα καὶ ὅ,τι σημαίνουν εἶναι μία εὐρωπαϊκὴ γιορτή. Ἄν τὰ λογοκρίνεις μετονομάζοντὰς τα σὲ “γιορτές”, ἀκρωτηριάζεις τὸν πολιτισμὸ μας ἀπὸ ἕνα ἀκόμη μέλος του».
Μᾶλλον ὅμως ὁ πολιτισμός μας, χωρίς στέρεο ἐμπειρικό θεολογικό θεμέλιο, ἔχει ὡς γνώρισμά του τόν αὐτοακρωτηριασμό.
Ὁ Κάντ σ’ ἕνα δοκίμιό του μέ τίτλο: «Ἀπόκριση στό ἐρώτημα: Τί εἶναι Διαφωτισμός», γράφει: «Γιά τοῦτο τόν διαφωτισμό τίποτ’ ἄλλο δέν ἀπαιτεῖται παρά ἐλευθερία· καί μάλιστα ἡ πιό ἄβλαβη ἀπό ὁτιδήποτε μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ ἐλευθερία, δηλαδή ἡ ἐλευθερία νά κάνει κανείς δημόσια χρήση τοῦ λόγου του στό κάθε τι. Καί ὅμως ἀκούω ἀπό παντοῦ νά φωνάζουν: μή συλλογίζεστε! Ὁ ἀξιωματικός λέει: μή συλλογίζεστε, μόνο νά γυμνάζεστε! Ὁ οἰκονομικός σύμβουλος: μή συλλογίζεστε, μόνο νά πληρώνετε! Ὁ πνευματικός: μή συλλογίζεστε, μόνο νά πιστεύετε». Γνωρίζει ὅμως ὁ Κάντ ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις πού εἶναι ἀναγκαῖος ὁ περιορισμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Σ’ αὐτά πού γράφει γιά νά δείξῃ πότε εἶναι ἀναγκαῖος καί πότε ὄχι αὐτός ὁ περιορισμός, μπορεῖ κανείς νά ἐντοπίσῃ κάποιες ἀπό τίς αἰτίες τῆς τάσης τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ νά αὐτοακρωτηριάζεται.
Γράφει ὁ Κάντ: «Ἡ δημόσια χρήση τοῦ λόγου μας πρέπει νά εἶναι πάντοτε ἐλεύθερη, καί αὐτή μονάχα μπορεῖ νά φέρει διαφωτισμό ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους· ἡ ἰδιωτική ὅμως χρήση του μπορεῖ συχνά νά ὑπόκειται σέ στενούς περιορισμούς, χωρίς τοῦτο νά ἐμποδίζει ἰδιαίτερα τήν πρόοδο τοῦ διαφωτισμοῦ. Μέ τή δημόσια χρήση τοῦ λόγου μας ἐννοῶ ἐκείνην πού κάνει ὁ καθένας ὡς συγγραφέας μπροστά σέ ὁλόκληρο τό κοινό τοῦ κόσμου τῶν ἀναγνωστῶν. Ἰδιωτική χρήση τοῦ λόγου ὀνομάζω ἐκείνην πού ἐπιτρέπεται νά κάνει κανείς σέ κάποια κρατική θέση ἤ κάποιο λειτούργημα πού τοῦ ἔχουν ἐμπιστευθεῖ». Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα σχετικά ἀναφέρει μιλώντας γιά τούς κληρικούς. Γράφει: «ἕνας κληρικός δεσμεύεται νά κηρύττει πρός τούς μαθητές πού κατηχεῖ καί πρός τούς ἐνορίτες του σύμφωνα μέ τό δόγμα τῆς ἐκκλησίας πού ὑπηρετεῖ· γιατί μέ αὐτό τόν ὅρο ἔγινε δεκτός. Ὡς συγγραφέας ὅμως ἔχει πλήρη ἐλευθερία, ἀκόμη καί τήν ἀποστολή, νά ἀνακοινώνει στό ἀναγνωστικό κοινό ὅλες τίς πρακτικά δοκιμασμένες καί καλοπροαίρετες σκέψεις του γιά τά λάθη πού ὑπάρχουν στό δόγμα ἐκεῖνο, μαζί μέ τίς προτάσεις γιά μιά καλύτερη ὀργάνωση τῆς θρησκευτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Εἶναι σαφέστατο τό προτεσταντικό πνεῦμα τοῦ Κάντ, ἀλλά καί ἡ ἀπουσία σταθερῶν ἐμπειρικῶν θεολογικῶν κριτηρίων, ὅπως καί ἡ ἀντίληψη γιά τό δόγμα, ὡς μιᾶς διανοητικῆς κατασκευῆς πού μπορεῖ νά ἀλλάζῃ.
Θεοποιήθηκε ἡ λογική, διαβλήθηκε ἡ ὑπακοή σέ αὐθεντίες, χάθηκε ἡ μαθητεία σέ Πατέρες, πού εἶναι φορεῖς τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, πολύ εὔκολα ἡ πίστη ἔγινε ἀπόρρητο προσωπικό δεδομένο, ὁπότε θεωρεῖται μᾶλλον ἀπό πολλούς αὐτονόητος καί «προοδευτικός» ὁ ἐξοβελισμός ὅλων τῶν ἐκφράσεών της ἀπό τούς δημόσιους χώρους.
Εὐτυχῶς δέν φθάσαμε ἀκόμη ἐκεῖ. Ἀπό τήν Γαλλία ὅμως μᾶς ἔρχονται τά προμηνύματα· ἡ πληθυσμιακή ἔκρηξη τοῦ μουσουλμανισμοῦ στήν Εὐρώπη βοηθᾶ σ’ αὐτήν τήν «προοδευτική» κατεύθυνση, γιά τήν ὁποία βέβαια δέν φταίει ὁ μουσουλμανισμός, ἀλλά ὁ ἀφυδατωμένος ἀπό τήν ζωντανή ὀρθή πίστη Χριστιανισμός μας.
- Προβολές: 2538