Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής Ἐπίσκοπος Κολωνίας, 3 Δεκεμβρίου
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἡσυχαστής καταγόταν ἀπό τήν Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας καί ἔζησε τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα, στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Μαρκιανοῦ. Ἐκεῖ ἔμαθε τά ἱερά γράμματα καί ὅταν ἔφυγαν ἀπό τόν μάταιο αὐτόν κόσμο οἱ γονεῖς του, μοίρασε τήν περιουσία του στούς φτωχούς, ἀλλά ἔκτισε καί ἕναν Ἱερό Ναό ἀφιερωμένο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκου, καί ἐκεῖ ἡσύχαζε καί προσευχόταν καί ἀσκεῖτο μαζί μέ ἄλλους δέκα μοναχούς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Κολωνίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στόν Ἑλλήσποντο, δηλαδή στήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἀφοῦ ἄσκησε τά ἐπισκοπικά του καθήκοντα μέ ζῆλο καί ἀφοσίωση γιά ἐννέα χρόνια, στήν συνέχεια, ἐπειδή ἀγαποῦσε τήν ἡσυχαστική ζωή, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα. Ὁ ἅγιος Σάββας δέν γνώριζε ποιός εἶναι, ἀφοῦ δέν τοῦ τό εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός, γι’ αὐτό καί τόν δοκίμασε σέ διάφορα διακονήματα. Ἐπειδή ἔμεινε εὐχαριστημένος ἀπό τήν διαγωγή του καί τήν θεάρεστη πολιτεία του, γι’ αὐτό καί παρεκάλεσε τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων νά τόν χειροτονήση Πρεσβύτερο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶδε ἰδιαιτέρως τόν Πατριάρχη καί τοῦ φανέρωσε ὅτι εἶναι Ἐπίσκοπος, καί παρακάλεσε νά μήν τόν ἀποκαλύψη. Τότε ὁ Πατριάρχης εἶπε στόν ὅσιο Σάββα ὅτι ὁ Ἰωάννης Πρεσβύτερος δέν γίνεται, γι’ αὐτό μήν τόν ἐνοχλεῖτε.
Δύο νέοι ἐπεσκέφθηκαν τόν ὅσιο Ἰωάννη καί τοῦ ζήτησαν νά τούς εὐλογήση. Ὁ ὅσιος εὐλόγησε τόν ἕνα ὁ ὁποῖος ἦταν Χριστιανός Ὀρθόδοξος καί στόν ἄλλο πού ἦταν μέν Χριστιανός, ἀλλά μονοφυσίτης, εἶπε ὅτι πρέπει πρῶτα νά ἀποκηρύξη τήν αἵρεση καί μετά νά λάβη τήν εὐλογία. Καί τόνισε ὅτι πρέπει νά τό κάνη φανερά, μπροστά σέ ὅλους πού ἦσαν ἐκεῖ παρόντες. Καί ἀφοῦ ἐκεῖνος ὑπήκουσε, τότε ὁ Ἅγιος περιχαρής τόν εὐλόγησε, καί ὁ νέος ἔφυγε χαρούμενος καί εἰρηνευμένος, ἀποβάλλοντας τήν ἐσωτερική ταραχή πού εἶχε προηγουμένως.
Κάποτε πῆγαν Πέρσες στό Μοναστήρι καί γκρέμισαν τά κελλιά τῶν μοναχῶν. Ὅταν πλησίασαν στό κελλί τοῦ ὁσίου Ἰωάννου ξαφνικά παρουσιάστηκε ἕνα λιοντάρι τό ὁποῖο τούς ἔτρεψε σέ φυγή, καί διεφύλαξε τόν Ὅσιο, καθώς καί τό κελλί του.
Πρίν τήν κοίμησή του ὁ Ὅσιος πῆρε ἕνα ξηρό σῦκο, τό ἔβαλε σέ μιά ἄνυδρη πέτρα καί εἶπε στούς ἀδελφούς πού ἦταν μαζί του: «Ἄν αὐτό τό ξηρό σῦκο βλαστήση, νά ξέρετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός θά μοῦ δώση τόπο ἀναπαύσεως ἐκεῖ στόν μέλλοντα αἰώνα. Τότε ἔγινε τό θαῦμα καί τό ξηρό ἐκεῖνο σῦκο ρίζωσε, ἔγινε συκιά καί ἔκανε ὡς καρπό τρία σῦκα, τά ὁποῖα ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, τά ἔφαγε μαζί μέ τούς ἀδελφούς.
Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ σέ ἡλικία 102 ἐτῶν.
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Ἡσυχαστική ζωή σημαίνει εὐαγγελική ζωή. Εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ γιά τήν ἐφαρμογή ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, προκειμένου νά μπορέση ὁ ἄνθρωπος νά δῆ τόν Θεό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Εἶναι ἡ προσπάθεια νά καθαρισθῆ ὁ νοῦς ἀπό τούς ἐφάμαρτους λογισμούς, τήν φαντασία, τήν ὑποδούλωση στά κτίσματα καί ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅταν αὐτό γίνη, τότε ὁ νοῦς θά φωτισθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά συγκεντρωθῆ στόν φυσικό του χῶρο, πού εἶναι ἡ καρδιά, καί ἀπό ἐκεῖ θά ἀνέβη στόν Θεό καί θά βλέπη τό Φῶς Του καί θά ἐντρυφᾶ στήν δόξα Του. Ἡ καρδιά τοῦ πεπτωκότος καί μή ἀναγεννημένου ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό τά «μπάζα» τῶν παθῶν, ὁ νοῦς του εἶναι αἰχμαλωτισμένος ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς καί τήν φαντασία καί δέν μπορεῖ εὔκολα νά συγκεντρωθῆ, ἀλλά περιπλανᾶται συνεχῶς ὡς ἀλήτης, δουλεύει στά πάθη καί ὑποδουλώνεται στόν διάβολο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει χαρακτηριστικά ὅτι «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ δαιμονιώδης γίνεται ἤ κτηνώδης». Ἀντίθετα, ὅταν κανείς ἀγωνίζεται νά ζῆ μέ ἄσκηση, προσευχή καί μυστηριακή ζωή, τότε ὁ νοῦς του συγκεντρώνεται στόν ἑαυτό του καί διά τῆς μνήμης ἀνεβαίνει στόν Θεό καί φωτίζεται ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς, ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «ὁ νοῦς πού δέν περιπλανᾶται πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται μέ τίς αἰσθήσεις πρός τόν κόσμο ἐπανέρχεται στόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει πρός τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί φωτίζεται πάντοτε ἀπό τό θεῖο Φῶς». Ἐπίσης, τονίζει ὅτι τίποτε δέν σκοτίζει τόσο τόν νοῦ ὅσο ἡ πονηρία καί τίποτε δέν τόν φωτίζει τόσο ὅσο ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί ἡ ἡσυχία. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, αὐτός ὁ ἐραστής τῆς ἡσυχίας, ἀναφωνεῖ: «Περισσότερο ἀπό ὅλα ἀποδέχθηκα καί ἀγάπησα τήν ἡσυχία, γιατί τήν θεωρῶ συνεργάτη τῆς ἀνάβασης πρός τόν Θεό καί ὡς τό πιό σπουδαῖο πράγμα στόν βίο, ἐπειδή βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά γίνη Θεός κατά Χάρη».
Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολέμησαν τίς αἱρέσεις ὡς λοιμώδεις νόσους, ἀλλά ἀγαποῦσαν τούς αἱρετικούς καί ἐπιθυμοῦσαν τήν διόρθωσή τους καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία. Προσπαθοῦσαν μέ ἐπιχειρήματα, ἀλλά καί μέ θαύματα -ἀνάλογα μέ τά χαρίσματά του ὁ καθένας- νά τούς πείσουν νά ἐπιστρέψουν στόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τήν ἀληθινή μετάνοια, ἤτοι μέ τήν ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεως καί τήν ἀποδοχή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Δηλαδή, ὡς ἀληθινοί πνευματικοί ἰατροί ἔκαναν αὐτό πού κάνουν καί οἱ ἰατροί τόν σωμάτων, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀγάπη στόν ἀσθενῆ καταπολεμοῦν τήν ἀσθένειά του καί ἀγωνίζονται νά τόν θεραπεύσουν. Μερικές φορές, βέβαια, ἡ θεραπεία γίνεται μέ πολύ πόνο, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχουν κάτι ἐναντίον τοῦ ἀσθενοῦς. Καί ὅταν ἀφαιροῦν κάποιο σάπιο μέλος τοῦ σώματός του, τό κάνουν ὄχι ἀπό μίσος, ἀλλά γιά νά τόν σώσουν ἀπό βέβαιο θάνατο. Ἔτσι, καί ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν πνευματικῶν ἰατρῶν της, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν αἵρεση, ἡ ὁποία δηλητηριάζει τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό του καί τόν ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο, καί τοῦ χαρίζει πνευματική ὑγεία καί ζωή αἰώνια.
Μέ τήν ἐφαρμογή ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν μυστηριακή ζωή, τήν προσευχή καί τήν μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν, καθαίρεται ἡ καρδιά καί φωτίζεται ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, διά τοῦ ὁποίου, «ὁ Θεός καθορᾶται καί τό αὐτό Φῶς καταλαμβάνεται», κατά τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τοῦ καθηγητοῦ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
- Προβολές: 2395