Φιλοκαλικές Σελίδες - Ὁδηγός «πνευματικοῦ ἀνάπλου»
Φιλοκαλικές Σελίδες
ἢτοι, ἐπιστολή Γέροντος πρός ὑποτακτικόν ἐν φυγῇ.
Ἀφιερωμένο στόν ἀδελφό μας, Mircea Stanciu ( † 29/10/2019).
Ἀνάπλους, αὐτή ἡ σύνθετος καί εὔηχος λέξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τήν πορεία ἑνός πλωτοῦ μέσου κινουμένου ἀντιθέτως πρός τόν ροῦ τοῦ ὕδατος. Ἡ πλεύση ἀντίθετα στό ρεῦμα χρησιμοποιεῖται συχνά γιά νά εἰκονίση μέ τρόπο ἀλληγορικό τήν ἀντίσταση πρός κάτι συνήθως ἀποδεκτό ἀπό τήν πλειονότητα. Στό παρόν ἄρθρο θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε ἕναν ἀλληγορικό ἀνάπλου πνευματικῆς φύσεως.
α) Εἰσαγωγικά
Εἶναι γνωστή ἡ μοναχική ἂνθιση πού συνετελέσθη κατά τό τέλος τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος, ταυτοχρόνως μέ τήν “ἰδική μας” Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, στήν Μολδαβία καί τήν Βλαχία ἀρχικῶς, καί ἀπό ἐκεῖ στήν ἀχανή Ρωσία, ἀπό τόν μεγάλο ἀνανεωτή τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (†15 Νοεμβρίου 1794), ἀλλά καί ἀπό τούς ἄμεσους καί ἔμμεσους μαθητές του. Ἡ μεγάλη μονή τοῦ Νεάμτς, οἱ ἡσυχαστές πέριξ αὐτῆς, ἀλλά καί τόσες ἄλλες μοναστικές κυψέλες ἕως τήν περίφημο Ὄπτινα τῆς Ρωσίας καί τόν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, παρήγαγαν μέλι «τό τῆς ἡσυχίας», ἀλλά ταυτοχρόνως προσήγαγαν καί «ἡδύν ἄρτον» Θεολογίας, μέ τίς νηπτικές καί πατερικές ἐκδόσεις μεταφράσεων τῶν ἀσκητικῶν κειμένων, ἀπό τήν ἑλληνική στήν σλαβονική καί ρουμανική, μέ ἀποκορύφωμα τήν περίφημο “Ντομπροτολιούμπιε” (ρωσ. Добротољубље), ἤγουν “Φιλοκαλία”.
β) Πρωταγωνιστές
Ἐμβληματική φυσιογνωμία τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κινήσεως, ὡς προανεφέρθη, εἶναι ὁ ἡσυχαστής καί κοινοβιάρχης, ἡγούμενος τῆς μονῆς Νεάμτς, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Ὅμως, πίσω ἀπό ὅλην αὐτήν τήν “ἀσκητικονηπτική” ἂνθιση κρύβεται ἐπιμελῶς ἓνας ἄλλος μεγάλος ἡσυχαστής καί διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ ὅσιος στάρετς Βασίλειος (†25 Ἀπριλίου 1767), ἡγούμενος τῆς Σκήτεως Ποϊάνα Μάρουλουϊ (ρουμ. Poiana Mărului = τό λιβάδι μέ τά μῆλα) τῆς Βλαχίας.
Σέ προγενέστερο ἂρθρο γιά τόν στάρετς, («Ὁ κοινός ὅλων διδάσκαλος καί ὁδηγός», Νοέμβριος 2017), παρουσιάσαμε τίς ἀναφορές τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ στόν Γέροντα Βασίλειο μέσα ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ πρώτου. Ὁ Γέρων Βασίλειος ἐνήργησε ὡς πρότυπο γιά τόν ὅσιο Παΐσιο καί τούς ὑπόλοιπους μαθητές του. Ἀπό αὐτόν οἱ μαθητές παρέλαβαν τήν πρακτική τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀπό αὐτόν τήν ἀγάπη γιά τήν ἡσυχία, ἀπό αὐτόν τήν τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων, ἀλλά, καί ἴσως τό πλέον χαρακτηριστικό, ἀπό αὐτόν παρέλαβαν τήν ἀγάπη γιά τά νηπτικά κείμενα καί τήν φιλολογική ἐργασία τῆς διορθώσεως καί τῆς ἐπιμελοῦς ἀντιγραφῆς καί μεταφράσεώς των, κάτι πού ἀργότερα ὀνομάστηκε προσφυῶς ὡς «ἀσκητικοφιλολογική» ἐργασία.
Πίσω, λοιπόν, ἀπό τό λεγόμενο «Παϊσιανό ρεῦμα» κρύβεται ὁ πρόδρομος καί ὑποδαυλιστής του, ὅσιος Βασίλειος τῆς Ποϊάνα Μάρουλουϊ. Αὐτούσια κείμενα τοῦ Γέροντος Βασιλείου δέν ὑπάρχουν πολλά, ὡστόσο ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Βασίλειος εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφεύς τῆς κοινῶς ἀποκαλουμένης «Φιλοκαλικῆς Ἀναγεννήσεως», ἀφοῦ προηγήθηκε χρονικά καί τοῦ σλαβόφωνου μαθητοῦ του, ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, ἀλλά καί τοῦ ἑλληνόφωνου μεγάλου διδασκάλου, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀκόμη θεωρεῖται ὁ δεύτερος συγγραφεύς “πρωτότυπων” νηπτικῶν κειμένων στήν σλαβονική μετά τόν «μεγάλο στάρετς», ὅσιο Νεῖλο Σόρσκυ (†1508). Τά γνωστά του ἔργα εἶναι τά ἑξῆς: οἱ τρεῖς “Εἰσαγωγές” του στούς ἁγίους Γρηγόριο καί Φιλόθεο τούς Σιναΐτες καί τόν ὅσιο Ἡσύχιο τόν Πρεσβύτερο, ἡ ἐργασία του «Περί τῆς ἀπηγορευμένης εἰς τούς μοναχούς κρεοφαγίας», μία «Ὑποτύπωσις τοῦ τί πρέπει νά πράττωμεν», ὁ “Ἐπίλογος” στόν ὅσιο Νεῖλο Σόρσκυ, ἓνας «Λόγος ὠφέλιμος» στά ἑλληνικά (ὁ ὁποῖος φαίνεται νά εἶναι μετάφραση καί σύμπτυξη διαφόρων τμημάτων τῶν εἰσαγωγῶν του, πιθανόν μετά τήν κοίμησή του καί ἄνευ τῆς ἐγκρίσεώς του), ἡ Διαθήκη του καί μία Ἐπιστολή του πρός κάποιον ὑποτακτικό του Ἀλέξιο. Θά ἀποπειραθοῦμε ἐδῶ νά παρουσιάσουμε σέ μετάφραση τήν πνευματική αὐτή ἐπιστολή του πρός τόν ἱερομόναχο Ἀλέξιο.
γ) Ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς
Ὁ ἐν λόγῳ ἱερομόναχος, ὁ καί παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς, μᾶς εἶναι γνωστός κυρίως μέσα ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ μετά τοῦ ὁποίου συνδεόταν μέ βαθιά φιλία ἀπό τά μαθητικά τους χρόνια, ὅταν φοιτοῦσαν μαζί στήν περίφημο Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἀλέξιος μοιραζόταν τόν ἴδιο πόθο γιά μοναχική ἀφιέρωση μέ τόν ὁμόψυχό του φίλο ὅσιο Παΐσιο. Εἶχαν δώσει μεταξύ τους ὑπόσχεση ὅτι θά ξενητευθοῦν καί θά ὑποταχθοῦν μαζί ὑπό τούς πόδας ἐμπείρου ἐρημίτου ζώντας ἐν πενίᾳ καί ἀσκήσει. Τελικῶς γιά διαφόρους λόγους οἱ δρόμοι τους χωρίσθηκαν. Ἒμελλε ὅμως νά τούς ἑνώση, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, ὁ μοναστικός γίγας τῆς ἐποχῆς στάρετς Βασίλειος, καθώς καί ὁ ὅσιος Παΐσιος καί ὁ ἱερομόναχος Ἀλέξιος ἐκάρησαν μοναχοί ἀπό τόν ἴδιον τόν Γέροντα Βασίλειο καί θεωροῦσαν ἑαυτούς “παραδελφούς”.
Ἡ παροῦσα ἐπιστολή συνετάχθη περὶ τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Βασιλείου, τό ἔτος 1766, δηλαδή ἓναν χρόνον πρό τῆς κοιμήσεώς του. Ἀπό τά στοιχεῖα πού μᾶς εἶναι γνωστά φαίνεται ὅτι ὁ Ἀλέξιος, ἐκάρη ἀρχικά ρασοφόρος ὑπό τήν πνευματική σκέπη τοῦ «κοινοῦ ὅλων διδασκάλου», στήν Σκήτη Τραϊστένι μέ τό ὂνομα Ἀνανίας. Στήν συνέχεια ἀκολούθησε τόν μακάριο Γέροντα Βασίλειο στήν Σκήτη Ποϊάνα Μάρουλουϊ, ὅπου γενόμενος μεγαλόσχημος καί ἱερεύς ἔλαβε τό ὂνομα Ἀλέξιος. Μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ φίλου του Παϊσίου ἐξ Ἁγίου Ὂρους καί τήν ἐγκατάστασή του στήν Μονή Ντραγκομίρνα, ὁ Ἀλέξιος τόν ἐπισκέπτεται ἐπί χρόνῳ ἱκανῷ, ὓστερα ἀπ' ὅ,τι φαίνεται, ἀπό τήν ἄχρι καιροῦ φυγή του ἀπό τήν Ποϊάνα Μάρουλουϊ, λόγῳ κάποιας παρεξηγήσεως, πιθανόν μέ ἀδελφό τῆς Σκήτεως. Στό διάστημα τῆς παραμονῆς τοῦ Ἀλεξίου στήν Ντραγκομίρνα ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει τό Μικρό Σχῆμα ἀπό τά χέρια τοῦ στάρετς Βασιλείου (διορθώνουμε παλαιότερο σφάλμα μας), ἔλαβε τώρα τό Μέγα Σχῆμα ἀπό τά χέρια τοῦ παιδικοῦ του φίλου ἱερομονάχου Ἀλεξίου. Δέν εἶναι σίγουρο ἐάν ἡ ἐπιστολή αὐτή βρίσκη τόν Ἀλέξιο στήν Μονή Ντραγκομίρνα ἤ σέ κάποια ἄλλη ἀπό τίς ἀδελφές Σκῆτες τῶν ὀρέων Μπουζάου. Τό πιθανότερο εἶναι νά ἔχη ἤδη ἀναχωρήσει ἀπό τήν Ντραγκομίρνα, καθώς ἡ βιογραφία τοῦ ὁσίου Παϊσίου ὁμιλεῖ περί ἑξαμήνου περίπου παραμονῆς τοῦ Ἀλεξίου, ἕως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα λίγο μετά ἀπό τήν ἐγκατάσταση τοῦ Παϊσίου στήν Ντραγκομίρνα, τό ἔτος 1764. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω πληροφορία ἡ ἐπίσκεψη θά πρέπει νά ἔγινε ἀνάμεσα στά ἔτη 1764-1765.
Ἡ ἐπιστολή εἶναι γραμμένη στήν ρωσοσλαβονική καί βρίσκεται στόν κώδικα 397 τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου (φφ. 191v- 194r). Ἀπό ὅσο εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε ἔχει μεταφρασθῆ σέ δύο γλῶσσες, τό ἔτος 1986 στήν ρουμανική ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο (ρουμ. Antim Nica) καί βρίσκεται στό ἔργο τοῦ π. Ἰωαννικίου Μπαλάν «Patericul Romanesc» καί τό ἔτος 1996 στήν ἀγγλική, ἀπό τούς (τότε) πατέρες τῆς Ἁγιορειτικῆς Σκήτεως τοῦ Προφήτου Ἠλιού στό πολύ ἐμπεριστατωμένο βιβλίο τους γιά τόν στάρετς Βασίλειο «Elder Basil of Poiana Marului, spiritual father of st. Paisy Velichkovsky». Κατά βάσιν ἀκολουθήσαμε τήν ἀγγλική ἐκδοχή, ἀλλά στά στρυφνά σημεῖα της συμβουλευθήκαμε καί τήν ρουμανική μετάφραση, ἡ ὁποία φαίνεται νά διασώζη αὐθεντικότερα τήν ἔκφραση τοῦ στάρετς. (Ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι μία πρόχειρη ἀντιπαραβολή τοῦ ἀγγλικοῦ μέ τό ρουμανικό κείμενο ἔδειξε κάποιες ἀτέλειες τῆς ἀγγλικῆς μεταφράσεως, “οὐ πρός θάνατον” βέβαια. Σίγουρα οἱ εἰδικότεροι ἔχουν τόν τελευταῖο λόγο).
Εἶναι δεδομένο ὅτι ἡ διπλή αὐτή μετάφραση, ἐκ τῆς ρωσικῆς στήν ἀγγλική καί ἀπό ἐκεῖ στήν ἑλληνική (μετά ρουμανικῶν παρεμβάσεων), δέν ἀφήνει περιθώρια γιά μεγαλόπνοους ἰσχυρισμούς αὐθεντίας. Δέν θεωρήσαμε ὅμως συνετό μία τόσο ψυχωφελής ἐπιστολή νά μείνη «ὑπό τό μόδιον». Ἡ ἀρχική μας σκέψη γιά τήν γλώσσα τῆς μεταφράσεως ἦταν νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἀντίστοιχη ἑλληνική τῆς ἐποχῆς πού συνετάχθη ἡ ἐπιστολή• τελικῶς ἐπιλέξαμε μία ἐλαφρῶς καθαρεύουσα. Εὐκταῖον πάντως, νά προκληθῆ τό ἐνδιαφέρον τῶν πλέον εἰδημόνων γιά μία σοβαρή μεταφραστική ἐργασία πάνω στά βαθύτατα κείμενα τοῦ στάρετς Βασιλείου. (Τήν περίοδο πού ἀναθεωρούσαμε τό παρόν ἄρθρο πληροφορηθήκαμε τήν ἔκδοση τῶν περισσοτέρων ἔργων τοῦ Ὁσίου ἀπό τήν Ἱ.Μ. Παρακλήτου). Λόγῳ λοιπόν ἀγνοίας, θά ἀρκεσθοῦμε στήν μεταφορά ἐκ τῆς Ἀγγλικῆς, πιστεύοντας ὅτι ἡ μετάφραση, παρά τήν “ἐρασι(ἀ)τεχνικότητά” της, δέν ἀλλοιώνει τά βαθύτατα νοήματα τοῦ κειμένου, τά ὁποῖα φρονοῦμε πώς εἶναι καί ἡ οὐσία του.
δ) Ἐπιστολή Γέροντος Βασιλείου
Εἰς τόν πανοσιώτατον μεγαλόσχημον ἱερομόναχον κύρ Ἀλέξιον
πνευματικόν μου τέκνον ἐν Χριστῷ.
Ἀναμένοντας μετά πολλῆς ἐπιθυμίας τήν ἐπιστροφήν σου, ὥστε νά δυνηθῶ νά σέ ἴδω καί πάλιν μετά χαρᾶς πρόσωπον πρός πρόσωπον, σοῦ ἀποστέλλω, πολυαγαπημένε μου υἱέ καί φίλε, τόν θερμόν ἐναγκαλισμόν μου καί σοῦ ἀναμιμνήσκω τήν συμφωνίαν καί τήν διαθήκην μας διά τήν ἐν εἰρήνῃ Κυρίου συμβίωσιν• «Ἐάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Μτθ. ϛ΄, 14-15) καί, «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». (Λκ. ϛ΄, 31)
Ἐγώ, ὦ φίλε, ὄντας ἄνθρωπος ἀδύναμος, ἐπιθυμῶ εἰς ὅποιον ἡμάρτησα νά μέ συγχωρῇ. Καί “βιάζων” ἐμαυτόν, ἀκόμη καί ἄν ἡ καρδία μου εὑρίσκεται ἀπρόθυμος, προσπαθῶ νά συγχωρῶ τάς ἁμαρτίας τῶν ἀδελφῶν μου. Ἀλλ’ ἕως πόσον; Οὐχί ἑπτάκις, λέγει ὁ Κύριος, ἀλλά ἑβδομηκοντάκις ἑπτά ἐάν ἁμαρτάνη κάποιος καί μετανοῆ, νά τόν συγχωροῦμε. (Μτθ. ιη΄, 22˙ Λκ. ιζ΄, 4)
Ἰδού τό κριτήριον καί ὁ κανών μας, τόν ὁποῖον ἐάν ἢμασταν ἱκανοί νά τόν τηρήσουμε οὐδείς θά ἐδύνατο νά μᾶς χωρίση ἀπό τοῦ κατοικεῖν ἐπί τό αὐτό ἐν ἀγάπῃ. Οὐδείς πλήν τῆς αὐτοδικαιώσεώς μας, τήν ὁποίαν ὀνόμασαν καί “διαβολικόν ἐργαλεῖον”. Ἡ αὐτοδικαίωσις δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναλάβουμε τό σφάλμα ἐπάνω μας, συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ. Ἀντ' αὐτοῦ κατηγοροῦμε τόν ἀδελφόν μας καί πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμεθα ἀθῶοι, τό ὁποῖον εἶναι ἓνα προφανές ψεῦδος. Ὁ ἀδελφός μου ἴσως νά εἶναι ἔνοχος διά τήν προσβολήν του πρός ἐμέ, ἀλλά μήπως δέν εἶμαι τό ἴδιο ἔνοχος κι' ἐγώ; Καί εἶμαι ἔνοχος διότι δέν ἀντιμετώπισα τάς προσβολάς του μέ ὑπομονήν καί καρτερίαν. Καί οἱ δύο μας παραβιάζουμε τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου μας, ὅταν κατηγοροῦμεν ὁ εἷς ἀδελφός τόν ἕτερον, ὡς καί ὁ Ἀδάμ ἐποίησε εἰς τήν Εὔαν καί ἡ Εὔα εἰς τόν ὄφιν. (Γέν. γ΄, 12-13)
Καί ἀπολλύομεν τάς ψυχάς μας καί καταδικαζόμεθα μέ τόν ἴδιον τρόπον μέ τόν ὁποῖον κατεδικάσθησαν καί οἱ Πρωτόπλαστοι, ἢτοι μέσῳ τῆς αὐτοδικαιώσεώς μας καί μόνον αὐτῆς, καί οὐχί λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, διότι οὐδείς ἀναμάρτητος, ἀκόμη καί ἐάν εἶναι ἃγιος, ἀκόμη καί ἐάν εἶναι μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς. (Ἰώβ ιδ΄, 5)
Εἶναι, λοιπόν, προφανές ὅτι καταδικαζόμεθα οὐχί τόσον διά τάς ἁμαρτίας μας ὅσον διά τήν αὐτοδικαίωσίν μας καί τήν ἀποτυχίαν μας εἰς τήν μετάνοιαν ἅπαντες ὅσοι δέν ὑποτάσσομεν ἑαυτόν ὑπό τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Τί λοιπόν; Τί πλέον νά εἴπω; Ἐάν τις μέ ραπίση εἰς τήν δεξιάν σιαγόνα κι' ἐγώ δέν δύναμαι νά τό ὑπομείνω καί τόν κατηγορῶ θεωρώντας τον ἔνοχον, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἀναμφιβόλως ἔχει τήν ἰδικήν του ἐνοχήν, καί τόν ἐκθέτω ὡς παραβάτιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ δέν κατηγορῶ ἑμαυτόν δι' ἔλλειψιν ὑπομονῆς, παρά μόνον τούς ἀδελφούς μου(;) Ὡς ἐκ τούτου, ὅπως ὁ ραπίσας με εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης, οὕτως καί ἐγώ ὁπού δέν ὑπέμεινα, ὀφείλω νά μετανοήσω καί νά μεμφθῶ ἑμαυτόν διά παράβασιν τῆς περί ὑπομονῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἰδού ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον εἶπεν ὁ Θεολόγος Ἰωάννης ὅτι• «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν». (Α΄ Ἰω. α΄, 8) Ἐάν λοιπόν ἐπιθυμοῦμε, ὦ φίλε, νά παραμείνη ἐντός ἡμῶν ἡ ἀλήθεια, ἄς φύγωμεν τήν αὐτοδικαίωσιν καί ἄς ἀναλάβωμεν τήν εὐθύνην διά τά λάθη μας. Μόνον τότε ἡ ἀλήθεια θά ἀποκαλύψη τό ἑαυτῆς πρόσωπον, εἴτε αὐτενεργώντας εἴτε διά τῶν πυλῶν τῆς μετανοίας. Τό νά ἀποκαλυφθῆ ἡ ἀλήθεια ἀφ’ ἑαυτῆς της, εὑρίσκεται εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἡ δέ ἀνεύρεσίς της εἰς τήν ὁδόν τῆς μετανοίας κρέμαται εἰς τάς ἰσχνάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις μας.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω κατανοοῦμεν καί τό τοῦ Ἀποστόλου• ὅτι «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». (Ἐφεσ. ϛ΄, 12) Ἔρχου, φίλε, εἰς ἡμᾶς, ἔρχου ταχύ• τήρησον τήν ὑπόσχεσίν σου, φίλτατε• γενοῦ συνασκητής καί συναγωνιστής μας ἐνάντια πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Ἀδύνατον τό μή ἐγείρειν κατ' αὐτῶν πόλεμον, ἀκόμη καί ἐάν εὑρίσκαμεν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς. Λοιπόν, τί πλέον νά εἴπω; Ἀς καθίσουμε μαζί εἰς μίαν σχεδίαν, ὡσάν νά εἴχαμε νά ἀναπλεύσουμε τόν Δνείπερον ἕως εἰς τό Κίεβον. Καθ' ὅσον χρόνον θά δουλεύουμε τά κουπία, ἡ σχεδία θά ἀναβαίνη ἀντιθέτως τοῦ ροῦ. Ὃταν ὅμως πάψουμε νά κωπηλατοῦμε, τό ρεῦμα ἀπό μόνον του, δίχα τῆς δικῆς μας προσπαθείας, θά μᾶς μεταφέρη κάτω ἕως εἰς τό Ὀτσάκοφ ἢ τό Κίνμπουρν (παραθαλάσσιες περιοχές τῆς Μαύρης Θάλασσας, ὅπου καί ἐκβάλλει ὁ ποταμός Δνείπερος).
Νόησον τό λεγόμενον• Πᾶσαι αἱ ἀρεταί πραγματώνονται διά μέσου πολλοῦ κόπου καί ἱδρῶτος. Καθ' ὅσον χρόνον ἀγωνίζεται ὁ ἂνθρωπος καί νήφει κινεῖται ἀντιθέτως τοῦ ροῦ. Ἐάν ὅμως θελήση νά ξεκουρασθῆ ὀλίγον καί ἀμελήση τήν ἐργασίαν του, τότε εὐθὺς ὁδεύει πρός τά κάτω καί τόν παρασύρει τό ρεῦμα. Τά ὕδατα τοῦ ποταμοῦ τόν μεταφέρουν ὡς σχεδίαν, εὐθεία εἰς τήν Κριμαίαν διότι ὅταν ἐξασθενοῦν αἱ δυνάμεις μας, εὐθύς τά πάθη καί οἱ πειρασμοί ἐργάζονται ἀνενόχλητοι. Αὕτη εἶναι ἡ στενή ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ εὐρύχωρος ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀπώλειαν, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος. (Μτθ. ζ΄, 13-14)
Τό κωπηλατεῖν ἐναντίον τοῦ ροῦ εἶναι ἡ καρτερία εἰς τάς προσβολάς καί τάς ἀδικίας. Αὕτη εἶναι ἐργασία λαμπρά καί ἀγών μεγάλος διά τήν ψυχήν. Ὁπόταν θυμώνη ὁ ἄνθρωπος καί μνησικακῆ, καί κυρίως ἐνόσῳ αὐτοδικαιώνεται, ἀποδυναμώνει καί ξηραίνει τάς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του, οὕτως ὥστε οἱ πλάνοι λογισμοί νά ἐνεργοῦν εἰς τήν ψυχήν δίχα προσπαθείας καί κόπου, ἀπό μόνοι των, καί νά φέρουσι εἰς τόν νοῦν ὅλα τά πάθη καί ὅλας τάς προσκαίρους καί ματαίας χαράς• τόσον εὐκόλως ἔρχονται οὗτοι, ὅσον εὐκόλως μεταφέρει τό ρεῦμα τήν σχεδίαν κάτω εἰς τό Ὀτσάκοφ καί εἰς τήν Κριμαίαν. Ἰδού ὁ τρόπος ὅπου κάθε ἐνήδονος ἐπιθυμία καί κάθε πάθος σαρκικόν ἐνεργεῖ. Δι' αὐτό εἶπεν καί ὁ Ἀπόστολος ὅτι• «ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός» (Γαλ. ε΄, 17), ἤτοι, ὅταν ἡ σάρξ παύση τῆς κωπηλασίας καί τοῦ κόπου καί ὑπνῆ εἰς τήν σχεδίαν, ὁ ροῦς τήν μεταφέρει κάτω εἰς τόν Τάρταρον! Ἐνῶ τό πνεῦμα, ἤ ἡ ἀγαθή συνείδησις/ὁ ἀγαθός λογισμός (ρουμ. cugetul curat), ἀφυπνίζει καί κεντρίζει τήν σάρκα νά δουλεύση τά κουπία καί νά ὠθήση τήν σχεδίαν ἐναντίον τοῦ ρεύματος, μ' ὅλο πού θά χρειασθῆ μεγίστη προσπάθεια• τήν ὁδηγεῖ ὅμως ἕως εἰς τό Κίεβον.
Συμφώνως μέ ὅλα τά παραπάνω παραβολικά λόγια, ἐλθέ εἰς ἡμᾶς, ὦ φίλε! Ἐλθέ, πολυαγαπημένε μου υἱέ! Ἐλθέ εἰς τήν σχεδίαν μας, ἤ διά νά ὁμιλήσω ὀρθότερα, ἐλθέ εἰς τό πλοῖον μας! Ἀνάλαβε τά κουπία, κωπηλάτησε μαζί μας, κάμνοντας τό πλοῖο νά πλέη ἐνάντια εἰς τό ρεῦμα δίχως νά χαλαρώση διόλου καί δίχως νά τοῦ ἐπιτρέψουμε νά κινηθῆ κάτωθεν• καί κινεῖται κάτωθεν διά μέσου τῆς δράσεως τῶν παθῶν καί τῶν τῆς σαρκός ἐπιθυμιῶν. Καί ἐάν, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας μας, δέν δυνάμεθα νά δουλεύσουμε τά κουπία ἡμέρας καί νυκτός, τοὐλάχιστον δέν θά ἐπιτρέψουμε εἰς τό ρεῦμα νά μᾶς μεταφέρη κάτωθεν, ἀλλά θά τό ἀσφαλίσουμε ἀγκυροβολώντας• καί ἄγκυρα εἶναι τό νά ἐναντιωνόμεθα εἰς τά πάθη καί νά μήν τά ἐκπληροῦμεν. Καί ἀφοῦ ἀναλάβουμε δυνάμεις καί κρατήσουμε καί πάλιν τά κουπία, θά πλεύσουμε τό πλοῖον ἐνάντια τοῦ ροῦ, ἤτοι θά πολεμήσουμε ἐνάντια τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός καί τοῦ θελήματός μας. Τήρησον, ὦ φίλε, τήν ὑπόσχεσιν πού ἔδωσες ἀναχωρώντας, ὅτι, ἐάν δέν ἀναπαυθῆς εἰς καμμίαν Σκῆτιν ἤ μετά τοῦ πατρός Παϊσίου, «τότε, εἶπας, ἐπιστρέψας εἰρηνεύω τῷ λογισμῷ μου».
Ὦ πολυηγαπημένον μου τέκνον, μεγαλόσχημε ἱερομόναχε κὺρ Ἀλέξιε! Πόσον ἀκόμη θά σέ μεταφέρουν οἱ λογισμοί, ὡσὰν ἓναν δεύτερον Μωϋσῆν ἐν τῇ θίβῃ (ἢτοι, τό καλάθιον) παρά τοῖς ὕδασι τοῦ ποταμοῦ; Ὅδευσε τήν ὁδόν τῆς ἐπιστροφῆς, ὥστε κι' ἐγώ νά δυνηθῶ νά σέ ἀναθέσω εἰς χεῖρας τῆς πραγματικῆς Μητρός σου, τῆς Μητρός ὁπού σέ ἐγέννησε, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, ὅπως ἡ θυγάτηρ Φαραώ ἀνέθεσε τόν Μωϋσῆν εἰς τάς χεῖρας τῆς Μητρός του. (Ἒξ. β΄, 3-9)
Ἔρρωσο ἐν Κυρίῳ ἀδελφέ καί εὔχου καί ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ἡ αὐθεντική ἐπιστολή εἶναι ὑπογεγραμμένη οὕτως•
Βασίλειος, Στάρετς τῆς Ποϊάνα Μάρουλουϊ, 1766.
ε) Ἐπιλογικά
Πρέπει καταληκτικῶς νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της. Ὁ ἱερομόναχος Ἀλέξιος ἐπέστρεψε στήν Σκήτη καί μάλιστα ἀνέλαβε ἀργότερον τήν ἡγουμενία αὐτῆς, πράγμα πού μᾶς εἶναι γνωστόν καί ἀπό προτρεπτική ἐπιστολή τοῦ ὁσίου Παϊσίου πρός τήν ἀδελφότητα τῆς Σκήτεως, στήν ὁποία τούς συμβουλεύει νά βοηθοῦν τόν κατά πάντα ἄξιο νέον ἡγούμενόν τους.
* * *
Στόν χειρόγραφο κώδικα 397 στόν ὁποῖο βρίσκεται καί ἡ παραπάνω ἐπιστολή πρός τόν ἱερομόναχο Ἀλέξιο, ὑπάρχει καί μία σημαντική σημείωση περί τῆς κοιμήσεως τοῦ στάρετς Βασιλείου στό φ. 221v.
Γράφεται: «Αὐτός (δηλ. κάποιος ὑποτακτικός τοῦ Βασιλείου) μᾶς εἶπε ἐπίσης περὶ τοῦ στάρετς Βασιλείου, τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, διά τήν ὠφέλειάν μας, ἄλλο ἕνα γεγονός, ὅτι δηλαδή κατά τήν διάρκειαν τῆς ἀσθενείας του (ὁ στάρετς) ἐργαζόταν ἀκαταπαύστως ἐν Χάριτι εἰς τήν καρδίαν του τήν ἐργασίαν τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς, καί ὄντας εἰς αὐτὴν τήν κατάστασιν μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, εἰς ἡλικίαν 75 ἐτῶν, ἐν ἔτει 1767, 25ῃ Ἀπριλίου».
(Τό παραπάνω ἀπόσπασμα μᾶς τό γνωστοποίησε ὁ Mircea Stanciu, αἰωνία του ἡ μνήμη!).-
Φ.Σ.
- Προβολές: 2421