Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Σημειώσεις ἀνδρείας καί εὐσπλαχνίας

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἀφορμή γιά ὅσα θά σημειώσουμε παρακάτω εἶναι ἕνα βιβλίο, πού κυκλοφόρησε πρόσφατα ἐκτός ἐμπορίου. Ὁ τίτλος του: «Σημειώσεις γιά τόν πόλεμο καί τήν δεκαετία τοῦ 1940» καί συγγραφέας του ὁ Νικόλαος Γεωργίου Μπουκιστιάνος (στήν συνέχεια Ν.Μπ.), ἀπό τόν μικρό οἰκισμό Ταράτσες, πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τό χωριό τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας Καταφύγιο (Ἀμόρανη). Ἐκδόθηκε μέ δαπάνη τῶν θυγατέρων τοῦ συγγραφέα Ἀναστασίας καί Βασιλικῆς στήν μνήμη τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας τους Νικολάου καί Βασιλικῆς. Τήν ἔκδοση ἐπιμελήθηκαν ὁ φιλόλογος κ. Ἀπόστολος Β. Ζορμπάς, δ.φ. καί ἡ Βασιλική Ν. Μπουκιστιάνου, θυγατέρα τοῦ συγγραφέα.

Ὁ πρόλογος τῶν ἐπιμελητῶν εἶναι κατατοπιστικός. Δίνει τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγνωση τῆς μαρτυρίας τοῦ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος διηγεῖται τήν ἐμπειρία του ἀπό τήν συμμετοχή του στήν πρώτη γραμμή τοῦ πυρός, κατά τό ἔπος τοῦ ᾿40. Ὡς σημαντικότερο στοιχεῖο τοῦ προλόγου θεωροῦμε τήν ἀναφορά στήν οἰκογενειακή παράδοση τοῦ Ν.Μπ, τήν ἡρωϊκή φιλοπατρία τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική γιά νά ὑπηρετήση τήν στρατιωτική θητεία του στήν πατρίδα καί ἔλαβε μέρος σέ πολλές μάχες. Ἀπεβίωσε «ἐκ πολεμικοῦ τραύματος» στήν Μικρά Ἀσία τό 1921, ἀφήνοντας τό περίστροφο καί τό ρολόϊ του στόν γιό του Νικόλαο, μέ τήν εὐχή νά φανῇ ἀντάξιός του, ἄν καμμιά φορά τόν χρειασθῇ ἡ πατρίδα.

Καί ἡ πατρίδα χρειάστηκε τόν Νικόλαο τό 1940. Μόνος του ζήτησε νά πάῃ στήν πρώτη γραμμή. Μποροῦσε νομίμως νά μή βρεθῇ ἐκεῖ. Τό ἐπέβαλε ὅμως μέσα του ἡ εὐχή τοῦ πατέρα του. Τοῦ ζήτησαν γι’ αὐτήν του τήν ἐπιλογή νά κάνῃ ὑπεύθυνη δήλωση. Τήν ἔκανε, ἄν καί ἀργότερα, ἔχοντας κάποιες πικρίες, ἔγραψε γι’ αὐτήν τήν δήλωση: «τήν ἔκανα στό γόνατο καί ὑπέγραψα τήν καταστροφή μου. Ὁ μεγάλος πατριωτισμός αὐτά κάνει καί στό τέλος μιά κλωστιά καί ἔξω ἀπό τήν πόρτα».

Ἀπό τίς σημειώσεις του ἐπιλέγουμε ὅσα γράφει γιά τήν μάχη στήν ὁποία τραυματίστηκε καί ἀναγκάσθηκε νά γυρίση στά μετόπισθεν. Μᾶς πληροφορεῖ:
Στίς μία τό μεσημέρι, στίς 22 Φεβρουαρίου τοῦ 1941, ἄρχισε ἡ ἐπίθεση γιά τήν κατάληψη τοῦ ὑψώματος Δόντι, μέ καταιγισμό πυρός ἀπό κανόνια, ὅλμους, ὁπλοπολυβόλα καί τέλος μέ ἐξόρμιση τῶν πεζῶν φαντάρων μέ τήν λόγχη ἐφ’ ὅπλου, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν τό ὕψωμα ἀμαχητί. Γράφει: «Τό Δόντι, πού τόσο καιρό τώρα ἄλλοι Λόχοι εἶχαν σπάσῃ τά μοῦτρα τους καί ἦτο σπαρμένο ἀπό ἄταφους Ἕλληνες φαντάρους, δέν ὑπῆρχε πιά ἐμπόδιο».

Συμπληρώνει: «Ἐκεῖ πάνω τραυματίσθηκα στήν ἀριστερή ποδοκνήμη, κάθομαι σέ μιά πέτρα».

Τραυματισμένος, καθισμένος στήν πέτρα ἀντίκριζε τό φρικτό θέαμα. Ἔβλεπε «τ’ ἀποτελέσματα, τό κακό πού ᾿χε κάνῃ τό πυροβολικό ἐκεῖ πάνω». Ἀνά ὁμάδες, ὅπως ἦταν κατανεμημένοι οἱ Ἰταλοί γιά νά ὑπερασπισθοῦν τό ὕψωμα, τούς ἔβλεπε ἀκρωτηριασμένους, πολτοποιημένους καί αἱμορραγοῦντες, νά «ἔχουν καλύψῃ τό κατακόκκινο ἀπό αἷμα χιόνι». Καί συμπληρώνει τήν διήγηση: «Ἀπό παντοῦ ἀκούγονται ἐπικλήσεις βοήθειας, ἀλλά καί τῆς μάνας καί πολλά ἄλλα. Μαυρίλα ἀπό τίς ὀβίδες, κόκκινο τρέχει τό νερό ἀπό τό λιωμένο χιόνι, αἰχμάλωτοι γεροί καί τραυματίες μαζεμένοι γιά νά γυρίσουν πίσω».

Σ’ αὐτό τό σημεῖο ὁ Ν. Μπ. διηγεῖται ἕνα γεγονός πού δείχνει τήν ἐπιβίωση μέσα στήν φρίκη τοῦ πολέμου ἑνός πολιτιστικοῦ καί πνευματικοῦ ὑποβάθρου, πού κληρονομεῖται κυρίως μέσα ἀπό τήν οἰκογενειακή παράδοση. Δείχνει μιά πολιτιστική ποιότητα πού δέν ἀφήνει τό θυμικό νά καταστρέψη τήν ἀνθρωπιά. Εἶναι σαφής καί ἀπό ἄλλα σημεῖα τῆς διηγήσεως ἡ ἀφομοίωση ἀπό τήν οἰκογένειά του τῶν χυμῶν τῆς ἑλληνικῆς ἐκχριστιανισμένης παράδοσης. Ὄχι ἀπό ἐξειδικευμένες σπουδές, ἀλλά ἀπό τήν ἁπλή ζωή τοῦ χωριοῦ του, πού εἶχε κέντρο τόν Ἱερό Ναό καί ἦταν ζυμωμένη μέ αὐτονόητη πίστη.

Γράφει:
«Σέ κάποια στιγμή βλέπω τό φίλο μου Κ. Γκόργκο μ’ ἕνα καδρόνι νά χτυπᾷ ἀνηλεῶς γερούς καί τραυματίες, λές καί ἦταν αὐτοί οἱ αἴτιοι. Τοῦ βάζω φωνή:
–Σταμάτα, Κώστα, μήν χτυπᾷς, εἶναι ντροπή. Οἱ αἰχμάλωτοι εἶναι σάν μικρά παιδιά.

Ποῦ ὅμως ὁ Κώστας νά ἀκούσῃ. Τότε δέ χάνω καιρό, τραβῶ τό πιστόλι, παρ’ ὅλους τούς πόνους καί τοῦ λέω:
–Ἄν δέν ἀφήσῃς τό ξύλο, θά σοῦ τινάξω τά μυαλά στόν ἀέρα.

Ὁ Κώστας τό πέταξε καί κάθισε κάτω».

Ἡ συνέχεια δείχνει τίς συνέπειες τοῦ δίκαιου λογισμοῦ, πού δέν ἀφήνει τόν θυμό νά ξεσπᾶ στόν τραυματία πού εἶναι ἀδύναμος νά ἀντιδράσῃ καί ὁ ὁποῖος, τό πιθανότερο, δέν ἔφταιγε πού βρισκόταν ἐκεῖ. Γράφει: «πολλοί ἀπό τούς αἰχμαλώτους [Ἰταλούς] βγάζαν τά ἄρβυλά τους καί τά δίναν σέ δικούς μας. Ἕνας ἐκ τούτων μέ σπασμένο τό χέρι ἀπό τόν καρπό, πού εἶχε παρακολουθήσῃ ὅλα τά πιό πάνω, πλησιάζει, χαιρετᾷ καί μέ νοήματα μοῦ λέει νά πάρω τό ὡρολόγι του γιατί τώρα τοῦ εἶναι ἄχρηστο, ἀφοῦ τό χέρι του εἶναι σακατεμένο. Μέ πολλή ὀδύνη καί ζόρι κράτησα τά δάκρυα, μέ σφιγμένα δόντια καί τρεμάμενα χείλη τοῦ εἶπα ὄχι, τό ὡρολόγι θά τοῦ χρειαστῇ. Δακρυσμένος αὐτός, σκύβει, μοῦ φιλᾷ τό χέρι καί φεύγει πρός τήν οὐρά τῶν αἰχμαλώτων, πού γι’ αὐτούς ὁ πόλεμος εἶχε τελειώσῃ»(σ.62-63)

Ὅλα τά παραπάνω συνέβησαν τό ἀπόγευμα τῆς 22ας Φεβρουαρίου, δηλαδή τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, τοῦ προστάτου τῆς Ναυπακτίας. Προφανῶς, ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα στό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας ἔγινε πανηγυρικός Ἑσπερινός. Ἐρευνώντας τό ἡμερολόγιο διαπιστώσαμε ὅτι ἡ 22α Φεβρουαρίου τοῦ 1941 ἦταν τό Ψυχοσάββατο, πού ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία νά τελεῖται τήν παρομονή τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, κατά τήν ὁποία «τῆς δευτέρας καί ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα». Τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, δηλαδή, τήν χρονιά ἐκείνη συνέπιπτε μέ τήν Κυριακή πού διαβάζεται στούς Ἱερούς Ναούς τό Εὐαγγέλιο τῆς Μελλούσης Κρίσεως.

Αὐτά τά στοιχεῖα δέν ἀναφέρονται στήν ἀφήγηση τοῦ Ν. Μπ., ἄλλωστε τό ἡμερολόγιο στήν πρώτη γραμμή τοῦ πυρός δέν ἔδειχνε ἑορτές, ἀλλά μάχες. Στά μετόπισθεν, ὅμως, ὑπῆρχε λαός πού συναζόταν στίς Ἐκκλησίες καί τά Μοναστήρια καί προσευχόταν. Αὐτή ἡ προσευχή βοηθοῦσε αὐτούς πού εἶχαν ἀνδρεία, εἰλικρίνεια καί εὐσπλαχνία νά τίς διατηροῦν στήν φωτιά τοῦ πολέμου. Αὐτές οἱ ἀρετές μαζί μέ τίς προσευχές τῶν μετόπισθεν βοήθησαν καί τόν Ν. Μπ. νά σωθῇ, κουβαλώντας, βέβαια, βαριά στίγματα πάνω στό σῶμα του. Ἔχει ἐνδιαφέρον ἡ δική του περιγραφή.

Τραυματισμένος δέν μπόρεσε νά προχωρήσῃ μπροστά μέ τόν λόχο του, οὔτε ἤθελε ὅμως νά γυρίσῃ πίσω. Γράφει: «ἡ ὥρα περνᾷ, σέ λίγο θά νυχτώσῃ, τό κρύο δυναμώνει, καθίσταται ἀνυπόφορο, στά τραύματα βοήθεια ἀπό πουθενά, τραυματιοφορεῖς μηδέν, ἀποκομμένοι ἀπό παντοῦ, ὁ σώζων ἑαυτόν σωθήτω». Μαζί μέ ἕνα φίλο του, τόν Γ.Κ., βρῆκαν καταφύγιο σέ ἕνα βράχο γιά νά περάσουν τό βράδυ. Γράφει: «Ἡ νύχτα ἦταν ἡ ψυχρότερη. Ἀργά ξαστέρωσε καί τό κρύο ἔτσουξε τόσο πού παγώσαμε σέ ὅλα τά ἄκρα. Σάν ξημέρωσε ἡ 23.2.1941, εἴπαμε νά σηκωθοῦμε νά γυρίσουμε πίσω πλέον τώρα. [...] Κάναμε τό σταυρό μας καί σιγά-σιγά, ἄλλοτε ἕρποντας καί ἄλλοτε γονατιστοί, φθάσαμε στήν κορυφογραμμή». Ἀδύναμοι νά προχωρήσουν ἄλλο, ἄρχισε ἀνάμεσά τους νά μπαίνῃ ἡ καχυποψία. Ὁ Γ.Κ. φοβόταν μή τόν παραδώση ὁ Ν.Μπ. στούς Ἰταλούς, ὁ Ν.Μπ. «μήπως [τοῦ] φυτέψῃ», ὁ Γ.Κ., «καμμιά <σφαίρα> ὄπισθεν». Γράφει ὁ Ν.Μπ.: «Τότε ἔβαλα τά δυνατά μου καί ἔκανα μιά τούμπα στόν κατήφορο, πῆγα καμμιά ἑκατοστή μέτρα κάτω καί ἐκεῖ σταμάτησα γιατί πλέον δέν εἶχα ἄλλες δυνάμεις. [...] Μέ τό πιστόλι μου ἔρριξα μερικές στόν ἀέρα, οἱ διερχόμενοι ἤκουσαν τούς πυροβολισμούς καί, λαβόντες μέτρα, ἦλθον πρός ἐξακρίβωσιν καί μέ τό σύνθημα [...] ἦλθον κοντά μου νά μέ πάρουν. [...]Ἀπ’ αὐτή τήν ἡμέρα, ἐγώ δέν θά ξανασηκωνόμουν στά πόδια μου πιά».

Ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου γλύτωσε τήν ζωή του, μέ βαριές συνέπειες στήν ἀρτιμέλειά του. Ἀργότερα πάτησε σέ μηχανικά πόδια καί μέ τήν ζωτικότητά του ἀναδείχθηκε ἀθλητής, ὄχι μόνο τῆς ζωῆς, ἀλλά καί σέ ἀγῶνες ἀναπήρων.

Ἦταν «ἔξυπνος καί θεληματικός», ἀλλά σύμφωνα μέ τήν διήγησή του, καί δίκαιος καί εὔσπλαχνος. Στήν περίπτωσή του εἴδαμε πῶς λειτουργεῖ ὁ πνευματικός νόμος. Τραυματισμένος γλύτωσε τούς τραυματισμένους Ἰταλούς ἀπό τόν θάνατο. Κι ὁ Θεός τοῦ χάρισε τήν ζωή καί τόν ἐμπλούτισε μέ δύναμη νά «σταθῇ στά πόδια» του, νά ἐργασθῇ, νά κάνῃ οἰκογένεια. Ἐπίσης, ἡ σύμπτωση τῆς ἡμερομηνίας μᾶς πείθει ὅτι τήν ἡμέρα τοῦ τραυματισμοῦ του οἱ δικοί του ἄνθρωποι ἀπό τήν ὀρεινή Ναυπακτία τοῦ εἶχαν στείλει τήν προστατευτική πρεσβεία τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.

Μέσα ἀπό τίς σημειώσεις του τόν εἴδαμε σάν ἕνα χαρακτηριστικό τύπο λαϊκοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀρετές πού ἐμπνέει διαχρονικά ὁ ἐκχριστιανισμένος ἑλληνισμός.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1723