Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τά δύο φτερά

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

«“Ἡ τέχνη εἶναι ἀντιεξουσιαστική”. Μιά φράση πού ἔχει γραφῆ καί ἀκουστῆ πολλές φορές καί ἐσχάτως περισσότερες. Ἡ τέχνη εἶναι ἀπό τή φύση της ἐνάντια σέ κάθε ἐξουσία». Μέ αὐτήν τήν ἀφοριστική ἄποψη, τήν ὁποία ἀποδέχεται, ξεκινάει ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον χρονογράφημά του ὁ Ὀδυσσέας Ἰωάννου, στήν ἐφημερίδα Τό Βῆμα (8.6.2020). Τό χρονογράφημα εἶναι πολύ  ἐνδιαφέρον, γιατί ἐκφράζει συνοπτικά τήν ἄποψη τοῦ συγγραφέα του γιά τήν τέχνη, ἰχνογραφώντας, γιά νά μιλήσουμε παραστατικά, τό σχέδιο μιᾶς ἁγιογραφίας τῆς τέχνης· μιᾶς τέχνης ἐνδοκοσμικῆς, ἀντιμεταφυσικῆς, μέ ὑπερβάσεις τῆς πραγματικότητας, οἱ ὁποῖες ὅμως συντελοῦνται μέσα στόν μή πραγματικό χῶρο τῆς φαντασίας. 

Διατυπώνει διεισδυτικές παρατηρήσεις, μέ τίς ὁποῖες βέβαια δέν μπορεῖ νά συμφωνήση ἀπόλυτα κανείς, ἄν ἔχη θεμέλιο τῆς ζωῆς καί τῆς σκέψης του τήν θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτό, βέβαια, δέν τόν ἐμποδίζει νά τίς ἀπολαμβάνη μαζί μέ τήν στιφάδα τοῦ ἀσυμπλήρωτου κενοῦ, πού ἀφήνει ὁ στοχασμός τοῦ χρονογράφου, λόγω τῆς διαφαινόμενης προκατάληψης ἀπέναντι σέ κάθε θεολογική διδασκαλία.

Ἡ ἐναρκτήρια πρόταση τοῦ χρονογραφήματος –«ἡ τέχνη εἶναι ἀντιεξουσιαστική»– μέσα στήν ὀμίχλη τοῦ μετανεωτερικοῦ ἀθεϊσμοῦ, μέ ὅλη τήν ἀσάφεια πού κλείνει μέσα της ἡ ἔννοια τοῦ «μετανεωτερικοῦ», μοιάζει νά λέη ἀλήθεια. Γνώμη μας εἶναι ὅτι λέει μέρος τῆς ἀλήθειας, ἴσως νά μήν λέη οὔτε κἄν τήν μισή. Γιά παράδειγμα, δέν φαίνεται νά ἀπασχολῆ τόν χρονογράφο ἡ στράτευση τῆς τέχνης σέ ἰδεολογίες ἀπολυταρχικῶν καθεστώτων. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα τά ἀπολυταρχικά καθεστῶτα τήν χρησιμοποιοῦν. Καί στίς μέρες μας διαρκῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ τέχνη ὄχι μόνον δέν εἶναι πάντα «ἐνάντια σέ κάθε ἐξουσία», ἀλλά πολλές φορές γίνεται ὄργανο ἐπικράτησης ἀνελεύθερων ἐξουσιῶν. Κι αὐτή ἡ πικρή ἀλήθεια δέν ἀπορρίπτεται μέ τό νά πῆ κανείς ὅτι ἡ λεγόμενη στρατευμένη τέχνη δέν εἶναι τέχνη. Δυστυχῶς, ἕνα ποίημα ἤ ἕνα τραγούδι δέν μπορεῖ νά πῆ κανείς ὅτι δέν εἶναι ποίημα ἤ τραγούδι ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ προπαγάνδα μιᾶς ἀνελεύθερης ἐξουσίας.

 Πέρα ἀπό τά παραπάνω ὑπάρχει καί μιά βαθύτερη καί πνευματικότερη ἀντίρρηση, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, εἶναι ἔξω ἀπό τό πλαίσιο στοχασμοῦ τοῦ χρονογράφου. Ἡ τέχνη σέ πολλές περιπτώσεις, μέ τήν ἕλξη πού δημιουργεῖ, ἐνεργεῖ ὡς ὅπλο καθυπόταξης κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πνευματικοῦ θανάτου ὅσων αἰχμαλωτίζονται ἀπό κάποια ἔργα της «νεκρά καί νεκροποιά», τά ὁποῖα καταστρέφουν τό αἰσθητήριο τῆς δίψας γιά τόν Θεό στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Τά ἔργα αὐτά, σέ ἀκραῖες περιπτώσεις, βεβηλώνουν ἱερά καί ὅσια καί μέ τήν παράχρηση τῆς φαντασίας διαστρεβλώνουν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, παραποιοῦν τήν χριστιανική διδασκαλία, λένε, δηλαδή κατά τόν Προφήτη, τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος.

Ἡ τέχνη εἶναι μέσο μέ τό ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος, ἀλλά καί ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος. Τό ποιός ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς διάφορες μορφές τῆς τέχνης δίνει ἀνάλογο περιεχόμενο καί νόημα στά ἔργα της. Ἔχει, λοιπόν, ἐνδιάφερον νά δῆ κανείς πῶς ἐννοεῖ ὁ Ὀδ. Ἰωάννου τήν ἀντιεξουσιαστικότητα τῆς τέχνης.

Ὁ ἴδιος θέτει τό ἐρώτημα: σέ ποιοῦ εἴδους ἐξουσία εἶναι ἐνάντια ἡ τέχνη; Καί ἀπαντᾶ ξεκινώντας ἀπό τήν αὐτονόητη ἀπάντηση πού θά ἔδινε ἕνας πολιτικοποιημένος στοχαστής, τήν ὁποία ὅμως ἀπορρίπτει. Μήπως εἶναι ἐνάντια «ἀπέναντι σέ κυβερνητικές πολιτικές, ὑπουργούς, συγκεκριμένα κόμματα; Ὅποιος τὸ ἑρμηνεύει ἔτσι, νομίζω πώς ἂν βρίσκεται ἀπό τὴν πλευρά τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας αὐτοκολακεύεται, θεωρώντας πώς οἱ μεγάλοι καλλιτέχνες ἀσχολοῦνται προσωπικὰ μαζὶ του καὶ μὲ τὶς ἐπιλογὲς του, ἐνῶ ἂν βρίσκεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ καλλιτέχνη μᾶλλον ἔχει χάσει τὸν στόχο».

Τήν ἐξουσία στήν ὁποία ἀντιστρατεύεται ἡ τέχνη τήν ἐντοπίζει ἀλλοῦ ἤ μᾶλλον τήν βρίσκει παντοῦ. Γράφει: «Ἡ τέχνη εἶναι βαθιὰ καὶ ἀδιαπραγμάτευτα ἀντιεξουσιαστικὴ ἀπέναντι στὴν ἐξουσία τῆς πραγματικότητας, ὅταν παρουσιάζεται ὡς μονόδρομος. Τή σέβεται, τῆς ἀναγνωρίζει πώς ἔχει τὸ μισὸ δίκιο, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ τὸ ἄλλο μισὸ πού εἶναι τὸ ὄνειρο πώς μποροῦμε νὰ γίνουμε καλύτεροι».

Στήν συνέχεια ἀναφέρει ἐπιμέρους ἐξουσιαστικά στοιχεῖα τῆς πραγματικότητας. Γράφει: «[Ἡ τέχνη εἶναι ἀδιαπραγμάτευτα ἀντιεξουσιαστικὴ] ἀπέναντι στὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, τὸν κοντράρει στὰ ἴσα –ἔστω καὶ πρόσκαιρα–, τὸν ἀμφισβητεῖ». Δείχνοντας τό ἀθεϊστικό ὑπόβαθρο τοῦ στοχασμοῦ του, ἐπεξηγεῖ: «Μόνο ἐκεῖ [στὴν τέχνη] μπόρεσε νὰ τὸν ἀμφισβητήσει σὲ καθημερινὴ βάση ὁ ἄνθρωπος καὶ ὄχι στὴν πίστη μιᾶς μέλλουσας μετὰ θάνατον ζωῆς». Δέν ὑποψιάζεται (ὅπως ἴσως καί πολλοί Χριστιανοί) ὅτι πείρα τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου ἀποκτᾶ ἐμπειρικά, ἁπτά ὁ ἄνθρωπος μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Περιγράφοντας τήν ψυχολογικῆς καί φαντασιακῆς τάξεως ἐναντίωση τῆς τέχνης, γράφει: «Ἀκόμη κι ἕνα ἐσχατολογικό, ἀκραῖα ἀπαισιόδοξο, πεισιθάνατο σπουδαῖο ἔργο, ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού ὁ δημιουργὸς του τὸ ἐκδίδει, εἶναι νίκη τῆς ζωῆς. Κανένας πού πιστεύει πραγματικὰ πώς ὁ κόσμος θὰ τελειώσει αὔριο τὸ πρωΐ δὲν κάθεται τὸ προηγούμενο βράδυ νὰ γράψει καὶ νὰ ἐκδώσει κάτι».

Γιά ἕναν πού ξέρει τί σημαίνει ὁ θαυμάσιος στόν στίχο καί τήν μελωδία ὕμνος: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», καταλαβαίνει τό κενό πού ὑπάρχει στόν παραπάνω ἰσχυρισμό γιά τήν «νίκη τῆς ζωῆς» μέ τήν συγγραφή καί ἔκδοση ἀκόμη καί ἀπαισιόδοξων καί πεισιθάνατων ἔργων. Εἶναι παυσίπονο γιά τήν θεραπεία προχωρημένου καί ἐπιθετικοῦ καρκίνου. Ψευτοπαρηγοριά γιά νά θολώνη ὁ νοῦς καί νά μήν ἔχη ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, χωρίς νά τήν ὑπερβαίνη.

Στήν συνέχεια ὁ χρονογράφος βρίσκει τήν τέχνη νά ἐναντιώνεται στίς ἐξουσίες τῶν συμμετριῶν, τοῦ μέτρου, τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς ζωῆς δίχως νόημα, τῆς μισανθρωπίας, τοῦ ρατσισμοῦ, τῆς μισαλλοδοξίας, τῆς ἐξουσίας τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας.

Στό κείμενό του ἔδωσε τόν τίτλο «Τό δεύτερο φτερό» ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φαντασία, εἶναι τό δεύτερο φτερό πού ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος γιά νά πετάξη. Τό ἄλλο εἶναι ἡ πραγματικότητα.

Βάζει δηλαδή στόν ἄνθρωπο δύο φτερά πού τό ἕνα, κατά τήν γνώμη του, ἐναντιώνεται στό ἄλλο, καί μάλιστα «βαθιά καί ἀδιαπραγμάτευτα». Πῶς νά πετάξη ἔτσι ὁ ἄνθρωπος; Μᾶλλον μοιάζει μέ πουλί τραυματισμένο στό ἕνα ἤ καί στά δυό φτερά του, πού βασανίζεται μέσα στίς σκόνες τοῦ δρόμου προσπαθώντας χωρίς ἀποτέλεσμα νά πετάξη.

Νά ἐπισημειώσουμε ὅτι τό σύμβολο τῶν δύο φτερῶν, πού βοηθοῦν τά πουλιά νά ἰσορροποῦν στόν ἀέρα καί νά πετοῦνε, χρησιμοποιεῖται πολλές φορές γιά νά δηλωθῆ ἡ ἰσορροπία πού πρέπει νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος, ὡς ψυχοσωματική συγκρότηση, ὥστε νά ἀποκολλᾶται ἀπό τήν πολύβοη καθημερινότητα, τήν δεσμευτική στά χαμερπῆ καί ἐγκόσμια καί νά ἀνεβαίνη «λίγο ψηλότερα», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ἤ νά ἀνεβαίνη «ἀναβάσεις προθύμως», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἀκούοντας καί βάζοντας στήν καρδιά [του] αὐτὸν ποὺ λέγει: “Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” (Ἡσ. β´ 3)».

Σέ παλαιά καί νεώτερα κείμενα μπορεῖ νά βρῆ κανείς καταγραμμένους πολλούς συμβολισμούς γιά τά δύο φτερά ἤ καί νά ἐπινοήση ἄλλους προκειμένου νά μεταδώση παραστατικά σημαντικά νοήματα.

Παραθέτω κάποια παραδείγματα: Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης σχολιάζοντας τόν στίχο τοῦ Δαβίδ «τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;», γράφει ὅτι οἱ περιγραφόμενες ἀπό τόν Δαβίδ ὡς δύο πτέρυγες τῆς περιστερᾶς, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός σέ μιά ὁμιλία του: «Ὁ χριστιανός χρειάζεται δύο πτέρυγας διά νά πετάξει νά ὑπάγει εἰς τόν παράδεισον, τήν ταπείνωσιν καί τήν ἀγάπην».

Δηλαδή, οἱ δύο σημαντικοί φωτιστές τοῦ Γένους μας τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας χρησιμοποιοῦν τά δύο φτερά ὡς σύμβολο τῆς «ἱερᾶς ξυνωρὶδος τῶν ἀρετῶν», πού κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση, ἀπό τίς ὁποῖες «ἡ μὲν ὑψοῖ, ἡ δὲ τοὺς ὑψωθέντας κρατοῦσα» δέν τούς ἀφήνει οὐδέποτε νά πέσουν χαμηλά.

Σέ μιά ἐπιστολή τοῦ νέου ὁσίου τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀμφιλοχίου Μακρῆ βρίσκουμε ἕναν διαφορετικό συμβολισμό. Σέ πνευματικό του τέκνο τό 1957 ἔγραφε: «Ἡ προσευχή συνοδευομένη ἀπό τήν προσοχήν ἀποτελεῖ τάς δύο πτέρυγας τῆς ψυχῆς». Δηλαδή, ἡ προσευχή μέ τήν προσοχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ πού γίνεται μέ νήψη, μέ ἐγρήγορση, εἶναι σάν δύο φτερά πού ἀνεβάζουν τήν ψυχή σέ συνάντηση μέ τόν Χριστό τόν Ὁποῖο ἐπικαλεῖται.

Ἐν κατακλεῖδι. Ἡ ἀγάπη μέ τήν ταπείνωση, ἡ προσευχή μέ τήν προσοχή ἀποτελοῦν ζεύγη φτερῶν πού ἀνεβάζουν τήν ψυχή στό φῶς τῆς θεογνωσίας καί τῆς ἀνθρωπογνωσίας, χωρίς φαντασίες, μέσα στήν πραγματικότητα, μετασκευάζοντάς την ἀπό κακότεχνη σέ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ φιλότεχνη καί καλλίτεχνη.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 1589