Skip to main content

Γεγονὸς καὶ σχόλιο: Χαρίσματα καί Ἐκκλησία

Ὁ Θεός δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο διάφορα χαρίσματα, διανοητικά, σωματικά καί ψυχικά καί γι’ αὐτό ὀφείλει νά προσφέρεται στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Δέν πρέπει νά τά ἰδιοποιεῖται καί μάλιστα γιά πολύ χαμηλούς σκοπούς.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄ Κορ. δ΄, 7). Τά πάντα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε δέν μπορεῖ κανείς νά καυχᾶται γι’ αὐτά ὡσάν νά εἶναι δικά του χαρίσματα.

Πέρα ἀπό τά χαρίσματα-δῶρα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός καί θά δώσουμε λόγο γι’ αὐτά σέ Αὐτόν πού μᾶς τά ἔδωσε, κατά τίς σχετικές παραβολές τῶν χαρισμάτων, πού εἶπε ὁ Χριστός, μερικοί λαμβάνουν δῶρα ἀπό τόν Θεό, διά τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀσκοῦν διάφορες λειτουργικές διακονίες μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τέτοια εἰδικά χαρίσματα εἶναι ἡ ἱερωσύνη στούς τρεῖς βαθμούς της, μέ τήν λειτουργική καί τήν ποιμαντική διακονία, ὁ κηρυκτικός λόγος-διδασκαλία, ἡ θεολογία.

Τά ἐκκλησιαστικά αὐτά χαρίσματα ἐκδηλώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄, 12-13).

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τίς εὐχές τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, τότε ἀντιλαμβάνεται ποιό εἶναι τό ἔργο τῶν Διακόνων, τῶν Πρεσβυτέρων καί τῶν Ἐπισκόπων, πῶς πρέπει νά λειτουργοῦν αὐτά τά χαρίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ποιές εἶναι οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Τίποτε δέν εἶναι ἀπροϋπόθετον. Χωρίς προϋποθέσεις αὐτονομοῦνται αὐτά τά χαρίσματα καί στήν πραγματικότητα κινοῦνται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Δέν εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται αὐτά τά λειτουργικά χαρίσματα πρός ἀτομική δόξα, πρός πλουτισμό καί πρός ἱκανοποίηση τῶν ποικίλων παθῶν, πρός ἄγρα ὀπαδῶν, οὔτε γιά ἀτομικά παιχνίδια. Σέ μιά τέτοια περίπτωση χρησιμοποιώντας κανείς τά λειτουργικά χαρίσματα πού εἶναι δῶρο Θεοῦ, μέ ἀσεβῆ τρόπο, πλανᾶ τά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί τά ὁδηγεῖ σέ ἐφαλμένες ὁδούς, καί ἀσεβεῖ ἤ καί ἀσελγεῖ σέ αὐτό τό ἴδιο τό εὐλογημένο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Τά χαρίσματα αὐτά, ὅπως ἡ ἱερωσύνη, πρέπει νά ἀσκοῦνται μέ τήν θεολογία πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων εἶναι ἕνας ἠθικιστικός Προτεσταντισμός μέ ψυχολογική ἐπένδυση.

Παρατηρῶ ὅτι αὐξάνεται στήν Ἐκκλησία ἕνα «κίνημα» προτεσταντικῆς νοοτροπίας μεταξύ τῶν Κληρικῶν μέ φοβερές συνέπειες στόν λαό.

Φυσικά, παραμένει τό ἐρώτημα γιά τό ποιοί εὐθύνονται, ὅταν εἰσάγονται μέσα στίς τάξεις τῶν Κληρικῶν «προβατόσχημοι λύκοι» πού δέν διακρίνουν τόν ἀληθινό λόγο ἀπό τόν ψευδῆ λόγο, δέν μποροῦν νά δοῦν τό δηλητήριο πού κρύπτεται ἐπιμελῶς κάτω ἀπό τό ἐπίστρωμα τῆς ζαχάρεως.

Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό βάρος τῆς εὐθύνης πίπτει στούς ὤμους τῶν Ἐπισκόπων, πού θά ἔπρεπε νά ἔχουν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καί τήν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων.

Ν.Ι.
Αὔγουστος 2020

ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ

  • Προβολές: 1570