Τά Ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια ὡς μέσα ἐπιβολῆς δικαιοσύνης τόν 19ο αἰώνα
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Του Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου
Ἀπό καιρό σέ καιρό ὁ Ν. Δεδόπουλος ἀπό τόν Πλάτανο, πού ἒχει τό πάθος τῆς ἒρευνας, μέ τροφοδοτεῖ μέ διάφορα ναυπακτιακά ἒγγραφα - τεκμήρια.
Τό πεδίο τῶν ἐρευνῶν του δεν εἶναι οἱ βιβλιοθῆκες ἢ τά κρατικά ἀρχεῖα. Ἒχει διαπιστώσει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ὅτι δημόσιες καί ἐκκλησιαστικές ὑπηρεσίες, καθώς και ἰδιῶτες, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό παλιά ἀρχεῖα, ἒγγραφα καί βιβλία προτιμοῦν, τόν Ποῦντο στόν Σκᾶ, χωρίς νά σκεφτοῦν ὅτι μ’ αὐτόν τόν τρόπο χάνονται ἱστορικά τεκμήρια, ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας, τῆς ἱστορίας μας, τῆς κληρονομιᾶς μας.
Ἡ ἑλληνική πολιτεία ἒχει ἱδρύσει ἀρχεῖα καί βιβλιοθῆκες, ὃπου μποροῦν νά καταφεύγουν, δέν εἶναι δύσκολο.
Προϊόντα τῶν σωστικῶν ἀναζητήσεων τοῦ ἐν λόγῳ ἐρευνητή - διασώστη εἶναι σπουδαῖα ἒγγραφα, τά ὁποῖα κατά καιρούς δημοσιεύουμε.
Ἐσχάτως μοῦ παρέδωσε δύο ἒγγραφα μεγάλου ἐνδιαφέροντος, τά ὁποῖα ἐχουν σχέση μέ τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια (ἀφορισμοί) γιά ἐγκλήματα πού ἡ δικαιοσύνη δέν μποροῦσε ν’ ἀνιχνεύσει. Τοῦτα μαζί μέ πολλά ἂλλα, πού τά δημοσιεύσαμε (ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ 15/2007-2009, σσ. 563-665), τά βρῆκε στόν Ποῦντο τόν Μάη τοῦ 1995, λίγους μήνες προτοῦ ἒλθει στή Ναύπακτο ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος (10 Σεπτ. 1995).
Τό πρῶτο ἒγγραφο (Πλάτανος 4 Μαΐου 1866) περιέχει αἲτηση τοῦ Ιωάννη Μ. Πρωτοπαπᾶ, πού κατά καιρούς διετέλεσε δήμαρχος Προσχίου, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο καί διαλαμβάνει:
Τήν ὀγδόην Σεπτεμβρίου τοῦ 1863 ἒτους ἀσεβεῖς καί κακοῦργοι χεῖρες ἐδολοφόνησαν ἐν Πλατάνῳ τόν συμπολίτην μου Νικόλαον Σισμάνην. Ἑπομένως ἂγνωστοι ἂνθρωποι φθόνῳ καί κακίᾳ κινούμενοι ἐσυκοφάντησαν τόν αἰτοῦντα ὃτι συνήργησε εἰς τήν δολοφονίαν ταύτην καί ἐξακολουθοῦν νά διασπείρουν καί ἢδη τήν αὐτήν συκοφαντίαν. Ὃθεν διά νά ἒλθῃ εἰς φῶς ἡ ἀλήθεια καί ἀποδειχθῇ ἡ ἀθωότης μου παρακαλῶ τήν Ἱεράν Σύνοδον ὃπως εὐαρεστουμένη ἐκδώσῃ φρικτότατον ἐκκλησιαστικόν ἐπιτίμιον, δι’ οὗ σύν τοῖς ἂλλοις νά ἐκτεθῶσι περίπου τάδε: Ἐάν ὁ Ἰωάννης Πρωτοπαπᾶς συνήργησε εἲτε ἀμέσως, εἲτε ἐμμέσως, εἲτε πλαγίως, εἲτε ὁποιοσδήποτε εἰς τήν δολοφονίαν τοῦ Νικολ. Σισμάνη ἢ ἂν ἐγνώριζέ τι πρότερον ἢ ἒμαθέ τι θετικόν μετά ταῦτα περί τούτου, δέν τό ἀνήγγειλεν ἢ ἂν αὐτός ὁ Πρωτοπαπᾶς ἐπλαστογράφησε τήν ἀνακριτικήν ἒκθεσιν τοῦ μακαρίτου Σισμάνη ἢ ἂν μετέβαλεν ἒστω καί κεραίαν αὐτήν, νά εἶναι και αὐτός καί τά τέκνα του καί ἡ περιουσία του ἀφωρισμένοι, κατηραμένοι καί μετά θάνατον ἂλυτοι κ.λπ. κατά τούς κανόνας τῆς ἐκκλησίας καί κατά τούς τύπους, ἂλλως νά εἶναι ἀφωρισμένοι καί αὐτοί καί τά τέκνα καί ἡ περιουσία των καί μετά θάνατον, ὅλοι ὅσοι ἐτόλμησαν νά συκοφαντῶσι ἢ συκοφαντοῦν εἲτε ἐκ προθέσεως, εἲτε ἐκ κομματικῶν παθῶν, εἲτε ἐκ κακίας ἢ φθόνου, εἲτε ἐξ ἂλλου λόγου τήν τιμήν καί ὑπόληψιν τοῦ αὐτοῦ Πρωτοπαπᾶ κ.λπ. σύμφωνα μέ τούς τύπους: Τό δέ ἐπιτίμιον τοῦτο νά ἐπιτραπῇ ν’ ἀναγνωσθῇ εἰς ὅλους εἰς τάς ἐκκλησίας τοῦ Δήμου Προσχίου.
Ὑποσημειοῦμαι βαθυσεβάστως
Εὐπειθέστατος
Ἰ. Μ. Πρωτοπαπᾶς
Ἀπό τήν αἲτηση πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Νικόαλος Γ. Σισμάνης ἀπό τήν ἀρχοντική οικογένεια τῶν Σισμαναίων τῆς Ἀράχωβας, δολοφονήθηκε στις 8 Σεπτ. 1863, ἐνῷ ἦταν δήμαρχος Προσχίου καί βουλευτής, γιά πολιτικούς λόγους.
Διετέλεσε ὑπαρχηγός στό σῶμα τοῦ θείου του ὁπλαρχηγοῦ Ἀθανασίου Ν. Σισμάνη, αἰχμαλωτίσθηκε κατά τήν Ἐπανάσταση, ἐνῶ ὁ θεῖος του ἀπέθανε στήν αἰχμαλωσία, μετεπαναστατικά ὑπῆρξε ἀξιωματικός τῆς Φάλαγγας καί ἐπαναστάτης κατά τοῦ Ὂθωνα.
Γιά τή δολοφονία του κατηγορήθηκε ὁ Ἰωάννης Πρωτοπαπᾶς, πολιτικός του ἀντίπαλος, γιά ἠθική αὐτουργία ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε ζητώντας τήν ἐπιβολή ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτιμίου, συνήθη πρακτική κατά τήν ἐποχή ἐκείνη, πού ὁ σεβασμός στό θεῖο ἦταν ἒντονος. Ἂλλα λαϊκά μέσα ἦταν τό σχώριο (συγχώριο), τό κλείδωμα τοῦ κλέφτη, αντίδοτο γιά τόν αφορισμό κ.λπ. (Χ.Δ.Χ., Ναυπακτιακά Μελετήματα Α΄, 1980, σσ. 292).
Στήν αἲτηση ἀναγράφεται ἀπό τήν Γραμματεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου:
Ἐγκρίνεται κατ’ αὐτοῦ, τόν ὁποιοδήποτε συνεργήσαντα εἰς τόν φόνον τοῦ Νικολάου Σισμάνη καί κατά τῶν ἐν γνώσει συκοφατούντων αὐτόν.
Τό δεύτερο ἒγγραφο (Πλάτανος 20 Μαρτίου 1867) περιέχει αἲτηση τοῦ Ἀνδρ. Ἀργύρη, κατοίκου Βονόρτας (Κάτω Πλάτανος), πρός τό ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπουργεῖο, πού ἒχει ὡς ἑξῆς:
Τήν 19 Φεβρουαρίου ἐ,ἒ και ἒξωθεν τοῦ ἐν Βονώρτᾳ, ἱεροῦ Ναοῦ ἒλαβε χώραν σπουδαία λογομαχία καθ’ ἥν συνέβη καί ἐκπυρσοκρότησις πιστολίου συνέπεια τῆς ὁποίας ὑπῆρξεν ἡ πλήγωσις τοῦ Ἰω. Παναγιωτοπούλου. Τό ἂτομον ὅπερ ἐπυροβόλησεν ἦτο ἂγνωστον, ἀλλά δυστυχῶς τά κομματικά πάθη καί ἰδίως ἡ κακεντρέχεια ἀπέδωκαν τόν πυροβολισμόν αὐτοῦ εἰς τόν ἀθῶον υἱόν μου Ἰωάν. Ἀνδρ. Ἀργύρην καί οὕτω ἐσυκοφάντησαν τήν τιμήν του καί ἒθεσαν τήν ὑπαρξίν του εἰς ἀμφίβολον θέσιν. Πρός ἀνακάλυψιν τῆς ἀληθείας καί πρός ἀπόδειξιν τῆς ἀθωότητος τοῦ υἱοῦ μου ἀπευθύνθην τρίς εἰς τόν Πανιερώτατον Ἐπίσκοπον Ναυπακτίας ζητήσας τήν ἒκδοσιν Ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτιμίου, ἀλλά δυστυχῶς δέν μοῦ ἐδόθη. Προσφεύγω ἑπομένως εἰς τό Σ. Ὑπουργεῖον ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἐκθέτω εὐσεβάστως ὅτι τό πάθημά μου αὐτό εἶναι ἂδικον, εἶναι ἁγνή συκοφαντία, τούς καταγράφει τήν ὕπαρξιν τῆς οἰκογενείας μου καί μόνον ἡ ἀνάγνωσις ἑνός Συνοδικοῦ δύναται ν’ ἀνακαλύψῃ τήν ἀλήθειαν καί νά σώσῃ τόν ἀδίκως πάσχοντα υἱόν μου.
Ὅθεν παρακαλῶ τό Σ. Ὑπουργεῖον νά διατάξῃ τήν Ἱεράν Σύνοδον νά λάβῃ ὑπ’ ὂψιν της τήν δεινήν θέσιν μου διά μέγιστον ἀδίκημα, ὅπερ μοί συμβαίνει καί νά ἐκδώσῃ εὐαρεστουμένη Συνοδικόν ἐπιτίμιον κατά τοῦ πυροβολήσαντος καί πληγώσαντος τόν Ἰω. Παναγιωτόπουλον καί ἀγνώστων ὅσοι εἶδον τόν πυροβολήσαντα καί δέν μαρτυροῦν τήν ἀλήθειαν.
Εὐπειθέσατος
Ἀνδρ. Ἀργύρης, ἀγράμματος
ἀντ’ αὐτοῦ
(ὑπογραφή δυσανάγνωστη)
Ὁ πυροβολισμός ἒξωθεν τοῦ ναοῦ τῆς Βονόρτας προεκάλεσε τόν τραυματισμό τοῦ Ἰω. Παναγιωτόπουλου, κατά καιρούς διατελέσαντος δημάρχου Προσχίου.
Ἡ ἀπόπειρα φόνου ἀποδόθηκε στόν γιό τοῦ Ἀνδρ. Ἀργύρη, ὁ οποῖος, μετά τήν ἂρνηση τρεῖς φορές τοῦ Ἐπισκόπου Ναυπακτίας Ἀνθίμου, ἀπευθύνεται στό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν καί ζητεῖ τήν παρέμβασή του στήν Ἱερά Σύνοδο.
Πράγματι, ὁ ὑπουργός διαβιβάζει τήν αἲτηση πρός τήν Σύνοδο γράφοντας στήν πρώτη σελίδα αὐτῆς:
Διευθύνεται πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ἥν ἀπόκειται νά ἐνεργήσῃ ὅ,τι δέον ἐπί τῆς παρούσης αἰτήσεως.
Ὁ ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν κ.τλ.
Ὑπουργός
(ὑπογραφή δυνανάγνωστη)
Ἡ Γραμματεία τῆς Ἱ. Συνόδου σημειώνει: Δέν ἐγκρίνεται.
Βέβαια, ὁ Ὑπουργός δέν εἶχε δικαίωμα παρέμβασης, διότι ἐπρόκειτο γιά καθαρῶς ἐκκλησιαστικό θέμα καί ὂχι διοικητικό.
Βλέπουμε ὃμως ὃτι στήν πρώτη περίπτωση ἡ Σύνοδος ἀποδέχεται τήν ἐπιβολή τοῦ ἐπιτιμίου, ἐνῷ στή δεύτερη ἀπορρίπτει τήν αἲτηση.
Τοῦτο, βεβαίως, ὀφείλεται καί στήν διαφορά τῶν ὑποθέσεων. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ αἰτῶν θέτει καί ἑαυτόν ὑπό τήν κρίση τοῦ ἐπιτιμίου, ἐνῷ στή δεύτερη ὁ αἰτῶν στρέφεται μόνο κατά τρίτων.
Τα ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια ἐκείνη τήν ἐποχή, λόγῳ τῶν ἐλλείψεων τῆς δικαιοσύνης καί τῶν διωκτικῶν ἀρχῶν, ἦταν ἡ ὕστατη καταφυγή τῶν ἀδικουμένων. Καί στίς δύο περιπτώσεις τά αἲτια ἦταν πολιτικά. Πολλές φορές ἡ ἀκμάζουσα τότε ληστεία συνεργαζόταν μέ τούς δημάρχους καί τούς βουλευτές. Πέρασαν πολλά χρόνια γιά νά ὁμαλοποιηθεῖ ἡ κατάσταση καί νά μήν χρειάζεται ἡ ἐπιβολή ἐπιτιμίων.
- Προβολές: 1388