Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁ πραγματικός κίνδυνος ἀπό τήν θεία Κοινωνία
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ πανδημία μᾶς ἀφήνει νηστικούς ἀπό «συνωστισμικές ἐξωστρέφειες», ἀλλά μᾶς θρέφει (μᾶλλον εἶναι ἱκανή, ἄν τό θελήσουμε, νά μᾶς θρέψη) μέ μελέτες σημαντικῶν θεμάτων, ἀξιόλογων βιβλίων, ἀλλά καί τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅταν δέν ραθυμοῦμε. Μᾶς δίνει χρόνο καί ἐρεθίσματα· στό χέρι μας εἶναι νά δημιουργήσουμε καί τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά μιά ἀποδοτική μελέτη. Ὅσα παρακάτω σημειώνουμε εἶναι στοιχεῖα ἀπό μιά καθημερινή μελέτη, τῆς ὁποίας τό ἐρέθισμα ἦταν ἀπό τά ἐκκλησιολογικά παρεπόμενα τῶν ὑγειονομικῶν μέτρων τῆς πανδημίας.
Κάθε μελέτη πρέπει νά ἔχη στόχους πού νά άνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας. Ἡ μελέτη, τῆς ὁποίας στοιχεῖα θά καταγράψουμε παρακάτω, ἔχει δημοσιογραφική ἀφορμή, τό περιεχόμενό της ὅμως εἶναι ἁγιογραφικό, εἶναι μιά «ἁγιογραφική μελέτη», πού προκλήθηκε ἀπό τίς ἐκκλησιολογικές αἰχμές τοῦ κορωναϊκοῦ πειρασμοῦ, μέ τίς ὁποῖες ὁρισμένοι δημοσιογράφοι παρενοχλοῦν τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας.
Βλέπουμε στίς μέρες μας δημοσιογράφους, ἐκ δεξιῶν καί ἐξ ἀριστερῶν, μέ ἐμμονική διάθεση νά θέτουν συνεχῶς τό θέμα τῆς θείας Κοινωνίας, σάν νά πρόκειται γιά μιά ἀπό τίς κύριες αἰτίες διασπορᾶς τοῦ κορωνοϊοῦ. Ἡ ὑπόρρητη πρόθεσή τους εἶναι ἤ νά πάψη νά τελεῖται τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἤ νά ἀλλάξη ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας.
Δέν μπορεῖ νά ἀποδώση κανείς σέ ὅλους «σκοτεινή» πρόθεση, σέ κάποιους μπορεῖ νά εἶναι ἄγχος ἀπό πιθανή ἐνοχή, διότι ἐκ παραδόσεως κάποιες φορές τόν χρόνο κοινωνοῦσαν, τώρα ὅμως διστάζουν καί βλέπουν τήν γενική ἀπαγόρευση σάν τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἐνοχή.
Γιά τά βεβαιόπιστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἡ θεία Κοινωνία δέν εἶναι θέμα πού συζητεῖται. Εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί «φάρμακον ἀθανασίας». Βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνοῦμε. Γεννιόμαστε ἀπό τήν μήτρα τῆς κολυμβήθρας, παίρνουμε τήν κίνηση γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς χορηγεῖται μέ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καί τρεφόμαστε μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ «ἄρτος τοῦ Θεοῦ [...] ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», ὥστε νά συντηρούμαστε καί νά ἀναπτυσσόμαστε σ’ αὐτήν τήν νέα ζωή, μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, πρέπει πάντα νά θυμόμαστε ὅτι ἡ θεία Κοινωνία δέν εἶναι ἀκίνδυνη. Εἶναι κάθαρση, φῶς καί ζωή, ἀλλά καί «πῦρ καταναλίσκον». Ὁπότε τό κρίσιμο θέμα γιά ἕναν πιστό δέν εἶναι ἄν μέσα ἀπό τήν θεία Κοινωνία μεταφέρονται μικρόβια ἤ ἰοί (εἶναι ἀδιανόητο, γι’ αὐτόν, ἡ σάρκα πού νίκησε τήν φθορά καί τόν θάνατο νά μεταδίδη φθοροποιά στοιχεῖα), ἀλλά τό πῶς μπορεῖ νά μεταλαμβάνη ἀκινδύνως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό πῶς νά μετέχη στήν Ζωή καί τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, χωρίς αὐτή ἡ μετοχή νά γίνεται «εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα».
Σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἡ θεία Κοινωνία, χωρίς τήν φθοροποιό δράση ἰῶν καί μικροβίων, γίνεται σέ πολλούς κοινωνοῦντες αἰτία ἀσθενειῶν, ἀκόμη καί θανάτου. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος του, στήν πρώτη του πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί» (11, 28—30). «Πρέπει νά ἐξετάζη κανείς προσεκτικά τόν ἑαυτό του, καί τότε νά τρώη ἀπό τόν ἄρτο καί νά πίνη ἀπό τό ποτήριο. Γιατί ὅποιος τρώει καί πίνει ἀναξίως, χωρίς νά διακρίνη σ’ αὐτά τό σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτό πού τρώει καί αὐτό πού πίνει φέρνουν ἐπάνω του καταδίκη, γι’ αὐτό ἔχετε ἀνάμεσά σας πολλούς (ἄλλους ἐλαφρά καί ἄλλους βαριά) ἀρρώστους, καθώς καί ἀρκετούς πού πεθαίνουν».
Θά καταγράψουμε κάποιες παρατηρήσεις ἐπιλεγμένες ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στίς προϋποθέσεις τῆς θείας Κοινωνίας γίνεται σέ συνάφεια μέ τόν ἔλεγχο πού ἀσκεῖ στούς Κορινθίους γιά ἀταξίες πού παρατηροῦνταν στά λεγόμενα «κυριακά δεῖπνα».
Οἱ Χριστιανοί τῆς Κορίνθου μιμούμενοι τούς πρώτους Χριστιανούς τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖοι «εἶχον ἅπαντα κοινά», συνήθιζαν σέ σημαντικές ἡμέρες, μετά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά παρακάθηνται σέ κοινή τράπεζα. «Ἔστηναν τράπεζαν κοινήν εἰς τούς ἔξω νάρθηκας τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί· καί οἱ μέν πλούσιοι καί οἱ ἔχοντες τόν τρόπον, ἔφερνον τά φαγητά, οἱ δέ πτωχοί καί ἄποροι ἐκαλοῦντο ἀπό τούς πλουσίους καί ἐφιλεύοντο». Ἀπό κάποιο σημεῖο καί πέρα, ὅμως, χάλασε αὐτή ἡ καλή συνήθεια. «Διά τάς διχονοίας λοιπόν καί τά σχίσματα, ὁποῦ εἶχον οἱ Κορίνθιοι ἀναμεταξύ των, διεφθάρη ἡ συνήθεια αὕτη ἡ θαυμαστή καί φιλάδελφος καί φιλόσοφος καί δέν φυλάττετο ἀπό ὅλους ἐξίσου»(Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης). Κάποιοι πλούσιοι ἔτρωγαν μόνοι τους τό φαγητό πού ἔφερναν ἀπό τό σπίτι τους, πρίν προλάβουν οἱ φτωχοί νά παρακαθήσουν στήν τράπεζα, ἡ ὁποία ἀπό «κοινή» ἔγινε «διεσπασμένη».
Αἰτία αὐτῆς τῆς ἀταξίας ἦταν τά σχίσματα καί οἱ διαιρέσεις πού ἐμφανίστηκαν στήν Κόρινθο, μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό αὐτήν, πού ἦταν μιά ἀπό τίς αἰτίες τῆς συγγραφῆς τῆς πρώτης ἐπιστολῆς του πρός τούς Κορινθίους. Αὐτή ἡ ἀταξία δίνει ἀφορμή στόν Ἀπόστολο Παῦλο νά μιλήση γιά τίς προϋποθέσεις τῆς μετοχῆς στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά ἐπισημάνη τά φρικτά ἀποτελέσματα γιά τούς «ἐσθίοντες καί πίνοντες ἀναξίως», χωρίς τήν πίστη πού βλέπει στόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο τῆς Εὐχαριστίας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν πρόλογο (ὑπόθεση) τοῦ ὑπομνήματός του στήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή, γιά τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις τῶν Κορινθίων, γράφει: Βλέποντας ὁ διάβολος τήν Κόρινθο, πόλη μεγάλη καί πολυάνθρωπη, νά δέχεται τήν ἀλήθεια, νά δέχεται μέ πολλή προθυμία τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «τί ποιεῖ; Διαιρεῖ τούς ἀνθρώπους».
Δείχνοντας μάλιστα τίς ἀφορμές τῶν διαιρέσεων ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει: «Ὁ διάβολος γιά τήν ἐπιβουλή αὐτήν εἶχε ὡς ἀφορμή τόν πλοῦτο καί τήν σοφία τῶν ἀνθρώπων. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν (τοῦ πλούτου καί τῆς σοφίας) ὁρισμένοι συγκρότησαν ὁμάδες καί αὐτοχειροτονήθηκαν ἀρχηγοί καί προΐσταντο τοῦ πλήθους, ἀπό τό ὁποῖο ἄλλοι προσκολλήθηκαν στούς μέν καί ἄλλοι στούς δέ· στούς μέν ὡς πλουσίους, στούς δέ ὡς σοφούς καί περισσότερο ἱκανούς διδασκάλους».
Μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, πού ἦταν πλούσια ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνεργοῦσαν ταυτόχρονα καί τά ἀνθρώπινα πάθη, ἡ ματαιοδοξία τοῦ πλούτου καί ἡ ὑπερηφάνεια τῆς σοφίας. Ἀπό αὐτά τά πάθη γεννήθηκαν τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις. Πρέπει βέβαια νά ἐπισημανθῆ ὅτι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις τῶν Κορινθίων δέν ἀφοροῦσαν τά δόγματα τῆς πίστεως. Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας γράφει: «Σχίσματα οὐ δογματικά λέγει, ἀλλ’ ἐκεῖνα τῆς φιλαρχίας» καί αἱρέσεις «τάς φιλονεικίας λέγει, οὐ τάς τῶν δογμάτων διαφοράς». Ὁ Ζιγαβηνός ἐπικεντρώνεται στήν ἀταξία τῆς κοινῆς τραπέζης καί γράφει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡς σχίσματα καί αἱρέσεις ἐννοεῖ «τάς ἐν τῇ αὐτῇ ἐκκλησίᾳ ἰδιαζούσας συντροφίας, τοῦ μέν τούτους, τοῦ δέ ἐκείνους αἱρουμένου εἰς τό συσσίτιον».
Ἐλέγχοντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τά πάθη αὐτά τῶν Κορινθίων ἔρχεται στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού συνδεόταν ἄμεσα μέ τήν «κοινή τράπεζα». Οἱ διχόνοιες, οἱ ὑπεροψίες τῶν πλουσίων καί τῶν «σοφῶν» καί οἱ παραθεώρηση τῶν φτωχῶν στήν «κοινή τράπεζα», ἔδειχναν, γιά τούς διακατεχόμενους ἀπό αὐτά τά πάθη, ὅτι δέν γνώριζαν τόν Χριστό, δέν ἐνεργοῦσαν κινούμενοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι, κατά συνέπεια, δέν εἶχαν τίς προϋποθέσεις νά διακρίνουν στόν καθαγιασμένο Ἄρτο καί τόν Οἶνο τῆς θείας Εὐχαριστίας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε κοινωνοῦντες ἦταν ἔνοχοι ἀπέναντι στό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, καί ἐπέσυραν ἐπάνω τους τίς φρικτές συνέπειες πού ἀναφέρει.
Μετά ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό ὅτι στίς μέρες μας «μέ τόσας ἰδιαζούσας συντροφίας», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ζιγαβηνοῦ, μέ τόσους αὐτοχειροτόνητους διδασκάλους καί προϊσταμένους μερίδων τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί τόσες παρεπόμενες διαιρέσεις, πρέπει πρωτίστως νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τό κατά πόσο εἶναι ἀκίνδυνη γιά ἐμᾶς ἡ θεία Κοινωνία. Αὐτό καλούμαστε νά τό ἐνεργοῦμε «δοκιμάζοντες» τήν προαίρεσή μας στό ἄν κινεῖται εὐλαβῶς ἤ ψευδευλαβῶς, ἄν ἀγαπᾶ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά εἴμαστε ὅλοι ἕνα «θεωροῦντες τήν δόξα Του» ἤ ἀναπαυόμαστε στίς αὐτονομήσεις, ὁπότε «ἐσθίουμε καί πίνουμε» τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ «εἰς κρίμα καί κατάκριμα». Διότι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο: «Ἡ τοσούτων ἀγαθῶν αἰτία καί ζωήν βρύουσα τράπεζα αὕτη κρίμα γίνεται, οὐ παρά τήν αὐτῆς φύσιν, ἀλλά παρά τήν τοῦ προσιόντος προαίρεσιν».
- Προβολές: 1770