Skip to main content

Ἀφιέρωμα στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Προστάτη τῶν ἀπανταχοῦ Ναυτικῶν καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου.

Χρήστος Γερ. Σιάσος

Ἡ ἐκκλησία μας, τὴν Κυριακὴ 6 Δεκεμβρίου,  γιορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Ἐπισκόπου Μύρων της Λυκίας καὶ προστάτη τῶν ἀπανταχοῦ Ναυτικῶν. Εἶναι ἄξιον καὶ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὸν Ἅγιο μᾶς ποὺ γιορτάζεται κάθε χρόνο μὲ λαμπρότητα στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ στὰ πάρα πολλὰ παρεκκλήσια ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Δυστυχῶς, ὁ φετινὸς ἑορτασμὸς λόγο τῆς πανδημίας, θὰ γίνει ‘κεκλισμένων τῶν θυρῶν’.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε  στὶς 15 Μαρτίου τοῦ 270 μ. Χ. στὸ χωριὸ Πάταρα τῆς Λυκίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς, ἦταν μιὰ διακεκριμένη οἰκογένεια στὴν περιοχὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τὰ Πάταρα ἦταν χτισμένα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ξάνθου καὶ τοῦ ὅρμου Ἀντιφέλλου, ἦταν τὸ λιμάνι τῆς ἐπαρχίας Λυκίας, στὴ νότια Μικρὰ Ἀσία.

Οἱ γονεῖς του φρόντισαν νὰ δώσουν καλὴ καὶ χριστιανικὴ μόρφωση στὸ μοναχοπαίδι τους, τὸ Νικόλαο. Ὁ Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς σὲ μικρὴ ἡλικία ὅπου καὶ ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό.  Ἔτσι, βλέπουμε τὸ Νικόλαο νὰ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ Ἁγιασμένα χώματα ποὺ μαρτύρησε ὁ Ἰησοῦς Χρηστός, νὰ δεῖ καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ χωριό του χειροτονήθηκε Ἱερέας καὶ στὴ συνέχεια Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σιῶν, στὴν πόλη Μύρα της Λυκίας, σημερινὸ Ντεμρέ. Τὴν Ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἔκτισε  ὁ θεῖος του. Τὰ Μύρα βρίσκονται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σημερινὸ Καστελόριζο καὶ διοικητικὰ ἀνήκουν στὸ Σουλτανάτου τοῦ Ρούμ. 

Μὲ τὸ θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μύρων οἱ κάτοικοι ἀναζητοῦσαν νέο Ἐπίσκοπο καὶ ἀμέσως, Ἐπίσκοποι καὶ Κληρικοὶ ὅλης τῆς Ἐπαρχίας ὁμόφωνα ἀποφάσισαν νὰ τοποθετήσουν τὸν Ἄξιο γιὰ τὴν Ἁγιότητα καὶ τὸ Βίο τοῦ Ἱερέα, Νικόλαο. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος Μύρων Νικόλαος,  πρᾶος καὶ ταπεινός, ἄρχισε τὴν φιλανθρωπική του δράση  μὲ πιὸ ἐντατικοὺς ρυθμοὺς τώρα, δίδασκε, παρηγοροῦσε, ἀγρυπνοῦσε, προσευχόταν, ἔκανε ἀγαθοεργίες, ἵδρυσε Νοσοκομεῖο, πτωχοκομεῖο καὶ ἄλλα ἱδρύματα στὴν πόλη.

Ἐμψύχωνε τοὺς διωκόμενους Χριστιανοὺς καὶ κατὰ τοὺς διωγμούς του Διοκλητιανοῦ, 284 – 305 μ. Χ., ὁ Νικόλαος ὑπέστη μεγάλα βασανιστήρια. Στὴ συνέχεια, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, φυλακίστηκε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ποὺ ἦταν δὲν σταμάτησε οὔτε λεπτὸ νὰ βοηθάει καὶ νὰ στηρίζει τοὺς Χριστιανούς.

Τὸ 313 μ. Χ. ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, μὲ τὸ ὁποῖο στὴν ἐπαρχία αὐτὴ θεσπίζεται ἡ ἀρχή της ἀνεξιθρησκίας, ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόλαο ἐλευθερώθηκαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ κρατούμενοι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ νομιμοποίησε τὸ Χριστιανισμὸ καὶ πίστευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνει ἑνωμένη. Μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ τὸ 313 μ. Χ. καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 330 μ. Χ. ἔχουμε τὴν ἀρχὴ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ ἀργότερα ὀνομάσθηκε Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπανέρχεται στὸν Ἀρχιεπισκοπικό του Θρόνο καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖ κανονικὰ τὰ καθήκοντα τοῦ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ποὺ εἶχε ἔσωσε πολλοὺς συνανθρώπους του ἀπὸ διάφορες κακουχίες. Ὁ Ἅγιος  δὲν εἶναι μόνο γνωστὸς γιὰ τὰ θαύματά του στὶς θάλασσες, δὲν εἶναι μόνο γνωστὸς ἀπὸ τὴν κρυφὴ ἐλεημοσύνη του ἀλλὰ ἔγινε γνωστὸς καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα.

Σὲ διάφορες βιβλιογραφίες ἀναφέρονται πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγιοθαλασσίτη Ἐπισκόπου Μύρων Νικολάου. Κάποτε ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος ταξίδευε μὲ πλοῖο τῆς ἐποχῆς καὶ μεσοπέλαγα ἄρχισε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ἐπιβάτες, μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν τρικυμία, ζήτησαν τὴ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου. Ὁ Ἐπίσκοπος χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία του, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἐπικαλέσθηκε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ἡ θάλασσα ἠρέμησε, πλήρωμα καὶ ταξιδιῶτες συνέχισαν τὸ ταξίδι τους χωρὶς κανένα πρόβλημα.

Σὲ κάποιο ἄλλο ταξίδι ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν Ἐπαρχία του, πηγαίνει μὲ καράβι στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους. Στὴν πορεία τοῦ ταξιδιοῦ βρίσκει τὸ καράβι μεγάλη τρικυμία ἀπὸ ἰσχυροὺς ἀνέμους, ὅλοι περίμεναν τὴ βύθιση τοῦ καραβιοῦ, ὅμως, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸ Θεὸ μαζὶ μὲ τοὺς προσκυνητὲς καὶ ἀμέσως ὁ ἄνεμος σταμάτησε.

Στὴ συνέχεια τοῦ ταξιδιοῦ ἕνας ναύτης ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο σημεῖο τοῦ καταρτιοῦ γιὰ νὰ δέσει τὸ σχοινὶ ἀπὸ τὸ πανί, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν ἀποστολή του ἄρχισε νὰ κατεβαίνει, σὲ κάποιο σημεῖο γλίστρησε καὶ πέφτει στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου καὶ τραυματίστηκε πολὺ σοβαρά. Ἀμέσως ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος πῆγε κοντά του,  προσευχήθηκε στὸ Θεὸ καὶ ὁ ναύτης ἔγινε καλά. Βλέποντας καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ ταξιδιῶτες Χριστιανοὶ καὶ τὸ πλήρωμα τοῦ πλοίου, δόξασαν τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὸ Νικόλαο. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσαν τὸ προσκυνηματικό  τους ταξίδι ἐπέστρεψαν στὰ Μύρα.

Πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου μέσα στὶς θάλασσες ἀλλὰ καὶ στὴν Πατρίδα του γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατριῶτες του, ναῦτες Χριστιανοί, τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἅγιο τῆς θάλασσας καὶ τῶν ναυτικῶν. Σὲ ὅλα τὰ προβλήματα στὴν Ἐπισκοπή του καὶ στὴ ποιμαντικὴ δραστηριότητα ἔδινε λύση μὲ γνώμονα τὴν ἀγάπη, τὴν πραότητα, τὴν ἐπιείκεια, τὴν καλοσύνη, τὴν ἀνεξικακία. Εἶχε πολλὲς ἀρετὲς ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἦταν ὁ ὁμολογητὴς τῆς ἀλήθειας.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἀπανταχοῦ ναυτικῶν, τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ καὶ τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος. Στὶς 6 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο ποὺ τιμᾶτε ἡ μνήμη του, τὸ Πολεμικὸ Ναυτικό, ὅλες οἱ λιμενικὲς ὑπηρεσίες καὶ  ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα σὲ ὅποιες θάλασσες καὶ ἂν βρίσκονται, εἶναι ἀργία καὶ γιορτάζουν τὸν Ἅγιο τους. Ἐπίσης σὲ πολλὲς πόλεις τῆς Ἑλλάδας εἶναι ὁ Πολιοῦχος Ἅγιος καὶ ἡ μνήμη Του τιμᾶτε μὲ κάθε λαμπρότητα, ὅπως:  Στὸν  Ἅγιο Νικόλαο Κρήτη, στὴ Σητεία, στὴ Σῦρο, στὸ Ἀντίρριο, στὸν Ἀστακό, στὸν Ἅγιο Νικόλαο Βόνιτσας, στὸ Βόλο, στὴν Ἀλεξανδρούπολη καὶ ἀλλοῦ. Πολλὰ δὲ πλοῖα φέρουν τὸ ὄνομά Του.

Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος τὸ 325 μ. Χ. ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ ὁποία ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Πενῆντα δύο ἡμέρες διήρκησε τὸ ταξίδι τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ φθάσει στὴ Νίκαια. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ θεσπίστηκαν τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἐπίσης, στὴν ἴδια Σύνοδο καταπολεμήθηκαν οἱ διδασκαλίες τοῦ Ἀρείου.

Ὁ Ἐπίσκοπος Μύρων της Λυκίας Νικόλαος ἀπεβίωσε στὶς 6 Δεκεμβρίου 343 μ.Χ. καὶ ἡ ταφή του ἔγινε στὴν Πατρίδα του, τὰ Μύρα της Λυκίας καὶ ὅπως ἡ παράδοση μᾶς λέει, τὰ λείψανά του ἄρχισαν νὰ ἀναβλύζουν μύρο καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Μυροβλύτης. Ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος ἀναφέρει σχετικά: «Εἶτα την Λυκίων Πόλιν, τὴν μυρίπνουν τε καὶ τρισόλβιον. Ἐν ἥπερ ὁ Μέγας Νικόλαος, ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων, ἀναβλύζει τὰ μύρα κατὰ τὸ τῆς πόλεως ὄνομα». Σὲ ὅλο τὸ Χριστιανικὸ κόσμο τὰ Μύρα τῆς Λυκίας εἶχαν ἰδιαίτερη αἴγλη γιατί ἐπὶ ἑπτὰ αἰῶνες εἶχαν μέσα σὲ Ναό, τύπου βασιλικῆς, καὶ σὲ μαρμάρινη σαρκοφάγο, τὰ μυροβολούντα λείψανα τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου τοῦ πρωταγωνιστῆ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀπὸ τὸ 1054 μ.Χ.  οἱ Ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ρώμης σταμάτησαν τὶς μεταξύ τους ἐπικοινωνίες δηλαδὴ μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔχει ἐπέλθει τὸ Σχίσμα. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1071 μ.Χ. οἱ Ρωμαῖοι ἡττήθηκαν καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Ρωμανὸς Δ’ πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους ἡ δὲ περιοχὴ αὐτὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βρίσκεται τώρα στὸ Σουλτανάτου τοῦ Ρούμ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ ἔτος 1076 μ.Χ. Τὴν ἴδια χρονιὰ Σελτζοῦκοι βεβηλώνουν τὴν Παλαιστίνη καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνὸς παίρνει πίσω μεγάλο μέρος τῆς χριστιανικῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ λίγο ἀργότερα περνοῦν πάλι στὸν ἔλεγχο τῶν εἰσβολέων Μωαμεθανῶν. Στόχος τους εἶναι τὰ Μύρα της Λυκίας ὅπου γιὰ ἑπτὰ αἰῶνες φυλάσσονται στὴν ὁμώνυμη Μονὴ τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τὸ ἔτος 1087 μ.Χ.  Πατριάρχης στὴν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ Νικόλαος ὁ Γ’ Κυρδινιάτης (1084 – 1111 μ.Χ.) ὁ λόγιος αὐτὸς Ἱεράρχης, ὅπως διαβάζουμε, στερέωσε τὸ καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὅρους,  Αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός. Μεγάλη ἀναταραχὴ ἐπικρατεῖ στὴν περιοχή της Λυκίας, οἱ Χριστιανοὶ προσπαθοῦν νὰ διαφυλάξουν, μὲ κάθε τρόπο, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ἀπὸ τὸ Μπάρι της Ἀπουλίας ἑξῆντα δύο ναῦτες μὲ τρία καράβια ξεκινοῦν νὰ πᾶνε νὰ φορτώσουν σιτάρι στὴν περιοχὴ αὐτὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μαζὶ τοὺς λέγεται ὅτι ἦταν ἔμποροι καὶ Μοναχοὶ μὲ σκοπὸ νὰ πάρουν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, λόγῳ τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου. Πολλὲς ἐκδοχὲς ὑπάρχουν ὡς πρὸς τὴν ἀφαίρεση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴ Λάρνακα.

Μιὰ ἐκδοχή μας λέει ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόλαος, βλέποντας τὶς ἀναταραχὲς ποὺ εἶχε ἡ Πατρίδα του, ἐμφανίστηκε σὲ ἱερέα ἀπὸ τὸ Μπάρι νὰ τοῦ λέει: «πήγαινε στὰ Μύρα της Λυκίας μὲ συνοδεία γιὰ νὰ πάρεις τὰ λείψανα μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ νὰ τὰ φέρεις στὴν ἤρεμη πόλη, στὸ Μπάρι της Ἀπουλίας».

 Ἄλλη ἐκδοχή μας λέει ὅτι, ἐξ αἰτίας τῶν ἀναταραχῶν αὐτῶν, οἱ μοναχοὶ ποὺ βρίσκονταν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου ἦρθαν σὲ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐμπόρους, ποὺ λέγεται ὅτι ἦταν Μοναχοί, νὰ δώσουν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὰ μεταφέρουν στὸ Μπάρι. Εἰκάζετε ὅτι, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Μοναχῶν ποὺ βρισκόταν στὴ Μονή, οἱ ξένοι διέρρηξαν τὴ λάρνακα πῆραν  τὰ λείψανα καὶ ἔφυγαν προκειμένου αὐτὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων Μουσουλμάνων. 

Τὰ τρία καράβια μὲ το πολύτιμο θησαυρὸ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναχωροῦν ἀπὸ τὰ Μύρα της Λυκίας τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1087 μ.Χ.  μὲ προορισμὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Πολλοὶ ἦταν οἱ ἐνδιάμεσοι σταθμοὶ στὴν ἱστορικὴ καὶ εὐλογημένη αὐτὴ διαδρομή. Ὑπάρχουν πάρα πολλὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴ διαδρομὴ τῶν τριῶν καραβιῶν ποὺ σταματοῦσαν σὲ λιμάνια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιὰ ἀνεφοδιασμό, ἀπὸ ἐρευνητὲς καὶ συγγραφείς, σὲ διάφορες βιβλιογραφίες, ἀνὰ τὸν κόσμο.

Ὁ ὑπογράφων, μετὰ ἀπὸ ἔρευνα μέσα ἀπὸ τὸ διαδίκτυο, τὴ μελέτη διαφόρων κειμένων ἀπὸ Συνέδρια, πολλὲς βιβλιογραφίες  καὶ ἀλλοῦ, καθὼς καὶ τὴν προσωπικὴ ἀναφορὰ ποὺ μοῦ ἔγινε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπάρι σὲ πρόσφατη ἐκδρομὴ στὴν Κάτω Ἰταλία, καταθέτω καὶ τὰ δικά μου συμπεράσματα γιὰ τὴν διέλευση τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὰ νότια καὶ τὰ δυτικὰ μέρη τῆς  Αἰτωλοακαρνανίας, ἀρκετὰ τεκμηριωμένα.

Εὔκολα μποροῦμε νὰ χαράξουμε τὴ διαδρομὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων ἀπὸ τὰ Μύρα της Λυκίας διασχίζοντας ἕνα χάρτη ποὺ νὰ περνᾶ, τὸ Αἰγαῖο πέλαγος μέσῳ τῆς Ρόδου καὶ τῆς Βόρειας Κρήτης, τὰ Νότια καὶ τὰ Δυτικὰ παράλια τῆς Πελοποννήσου φθάνοντας στὰ Σπάτα τῆς Ἀχαΐας, ἀπὸ ἐκεῖ  περνῶντας ἀπέναντι στὴν Αἰτωλοακαρνανία, στὸν «αὐχένα» της Βαράσοβας,  Κάτω Βασιλικῆς καὶ Κρυονερίου, λιμάνι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴ βάση τῆς πρώτης κορυφογραμμῆς της Βαράσοβας στὴ θέση τοῦ Σπηλαίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ ἐγκλείστρα, ἀπὸ ἐκεῖ προχωρῶντας δυτικὰ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας πρὸς Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Κέρκυρα καὶ τέλος στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἦταν ὁ Χρυσοβέργης.

Μιὰ πρώτη σκέψη ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε διαβάζοντας, μέσα ἀπὸ τὸ  βιβλίο τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Ἀθανάσιου Παλιούρα, «Βυζαντινὴ Αἰτωλοακαρνανία», ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἅγιο Νικόλαο μὲ «ἐγκλείστρα» της Βαράσοβας, καθὼς καὶ μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο μου, «ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, Ὁδοιπορικὸ στὶς Ἱερὲς Μονὲς τῆς Αἰτωλοακαρνανίας», καθὼς καὶ ἄλλα βιβλία ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἴδιο θέμα, συμπεραίνουμε τα παρακάτω.

Ἡ Αἰτωλοακαρνανία, ἔχει λαμπρὴ ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνέχεια ἀπὸ τὰ Παλαιοχριστιανικὰ χρόνια μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ἐντυπωσιακὴ ἱστορικὴ συνέχεια μὲ τὴν ἀνέγερση Μοναστηριῶν καὶ Ἱερῶν Ναῶν, δεῖγμα τῶν πλούσιων θρησκευτικῶν αἰσθημάτων τοῦ λαοῦ της. Εἶναι μιὰ περιοχὴ ἁγιασμένη καὶ ποτισμένη μὲ τὸ αἷμα τῶν Ἁγίων της. Ἀπὸ τὸ 2ο μ. Χ. αἰῶνα ἀνέδειξε μεγάλες ἡρωικὲς μορφὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου Ναυπάκτου Καλλικράτη καὶ ἄλλων Ἀρχιερέων συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Θρησκεία εἶχε ἐπικρατήσει στὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή.

 Στὴν Ἀνατολικὴ πλευρά της Βαράσοβας, βλέπουμε «σκαρφαλωμένο» στὸ βράχο τὸ μεγάλο καὶ ἐντυπωσιακὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὸ ὁποῖο παρουσιάζει ἔντονο ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον. Πρόκειται γιὰ ἕνα μοναστηριακὸ συγκρότημα φρουριακοῦ τύπου ὅπου γιὰ δέκα αἰῶνες ἀσκήτεψε μεγάλος ἀριθμὸς Μοναχῶν, τόπος ἱερός, ἱστορικός.

Βορειοδυτικὰ τοῦ σπηλαίου, ὑπάρχει μιὰ κόγχη – ἄνοιγμα σὲ ὕψος δέκα περίπου μέτρων, καὶ σὲ πλάτος ἕξι περίπου μέτρων μία ἄλλη, καθὼς καὶ ξύλινη σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ πάνω σπήλαιο, τὴν ἐγκλείστρα. Ἡ ἐγκλείστρα κάνει τὸ σπήλαιο μοναδικὸ στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Σπήλαιο μὲ ἐγκλείστρα συναντᾶμε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη-Χοζεβίτη στὴν Ἔρημο μεταξὺ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰεριχοῦς καὶ στὸν Ἅγιο Νεόφυτο στὴν Κύπρο. Ἡ μοναδικότητα αὐτὴ προσδίδει στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου της Βαράσοβας ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον, καθ’ ὅτι ἀπὸ τὸν 9ο μέχρι τὸν 19ο αἰῶνα μ. Χ. παρατηροῦμε σημαντικὴ δραστηριότητα ὡς λατρευτικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ κέντρο Μοναχῶν – ἀσκητῶν καὶ Ἁγιογράφων.

Τὸ Σπήλαιο αὐτὸ καθὼς καὶ ἄλλα δύο βυζαντινὰ ἀσκηταρειά της Βαράσοβας, ποὺ καὶ αὐτὰ εἶναι ἀφιερωμένα στὸν  Ἅγιο Νικόλαο, «δένονται» μὲ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, προστάτη τῶν θαλασσῶν. Συμβολαιογραφικὴ πράξη τῆς 28 Μαΐου 1770 μ.Χ. μαρτυρεῖ ὅτι, ἀπὸ τὴ θέση αὐτή, Πατρινοὶ ἔμποροι μετέφερναν ἐμπορεύματα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι στὸ Λιβόρνο τῆς Ἰταλίας. Τὸ καράβι ποὺ μετέφερε τὰ ἐμπορεύματα ἦταν τοῦ Δημητρίου Τρικούπη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν, «Ἅγιος Νικόλαος τῆς Βαράσοβας. Ἐπίσης στὴν ἴδια περιοχὴ καὶ ἐποχὴ ἔχουμε τὸ λιμάνι του Κρυονερίου ὅπου τελευταία ἀπὸ ἀνασκαφὲς βρέθηκαν μωσαϊκὰ Βυζαντινῶν χρόνων.

Ἑπομένως στὴ θέση αὐτὴ ἔχουμε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅρμο - λιμάνι, καὶ εὔκολα συμπεραίνουμε, τὰ τρία καράβια μὲ τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα νὰ ἦρθαν γιὰ ἀνεφοδιασμὸ στὸ λιμάνι αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δυτικὰ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ὡς ἑπόμενο σταθμό, νὰ ἦταν ἡ Ζάκυνθος, ἢ  ἡ Κεφαλονιά,  ἡ Λευκάδα ἢ κάποιο ἄλλο νησί, μετὰ ἡ Κέρκυρα γιὰ νὰ φθάσουν στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας στὶς 9 κατ’ ἄλλους 20 Μαΐου 1087 μ.Χ..  Οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν, ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν τὰ καράβια μὲ τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, θεωροῦσαν εὐλογία καὶ ἱστορικὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ μὲ λαμπρότητα καὶ κατάνυξη γιόρταζαν ὁ γεγονὸς αὐτό.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶναι εὐρύτατα διαδεδομένη, τὸ βλέπουμε μέσα ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νὰ ἔχουμε τὴν ἵδρυση πολλῶν Ἱερῶν Ναῶν καὶ παρεκκλησίων. Στὴ Ρόδο ἔχουμε πέντε Ναούς, στὸ Ἡράκλειο ἔχουμε δεκατρεῖς Ναούς, στὰ Χανιὰ ἔχουμε ὀκτὼ Ναούς, στὴν Πελοπόννησο νότια καὶ δυτικὰ τῆς Μεσσηνίας ἔχουμε δεκαέξι Ναούς, στὴν Ἠλία ἔχουμε τριάντα ἑπτὰ  Ναοὺς καὶ πολλὰ παρεκκλήσια, στὴν Ἀχαΐα ἔχουμε δεκατέσσερις Ναούς, στὴν Αἰτωλοακαρνανία ἔχουμε πέραν τῶν τριάντα Ναῶν καὶ πολλὰ παρεκκλήσια, στὴ Ζάκυνθο ἔχουμε δώδεκα Ναούς, καὶ στὴν Κέρκυρα ἔχουμε εἰκοσιπέντε Ναούς.

Τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου φθάνουν στὸ λιμάνι τῆς πόλης, Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Ὁ λαός τα ὑποδέχεται μὲ σεβασμό, ἀγάπη καὶ χαρὰ καὶ ὁ Ἀβὰς π. Ἠλίας, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, ἀνεβαίνει στὸ καράβι καὶ παραλαμβάνει τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τοὺς καπεταναίους καὶ τὰ τοποθετεῖ προσωρινά, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου. Ἀργότερα ὁ ἴδιος Ἡγούμενος οἰκοδομεῖ τὴν περίφημη Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπάρι, ἐκεῖ τοποθετεῖ τὰ Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἑκατοντάδες Χριστιανοὶ ἐπισκέπτονται τὸ Ναὸ κάθε χρόνο γιὰ προσκύνηση. Στὴ συνέχεια, ὁ Ἀβὰς π. Ἠλίας, ἀναλαμβάνει τὴν Ἠγουμενία τοῦ μεγαλοπρεποῦς αὐτοῦ Χριστιανικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ποὺ ἐπὶ ἑκατονταετίες τώρα προσφέρει εὐλογία καὶ χαρὰ σὲ κάθε χριστιανό.  

Ἀπολυτίκιο Ἁγίου Νικολάου,  Ἦχος δ’

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σὲ τῆ ποίμνη σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῆ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῆ πτωχεία τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

.

  • Προβολές: 1709