Διαφορά μεταξύ Πατερικῆς καὶ Σχολαστικῆς Θεολογίας
Πέτρου Πιτσιάκκα Φιλόλογου – M.Ed. - Διευθυντή 2ου Λυκείου Ναυπάκτου
Τὸ νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου «Πατερικὴ καὶ Σχολαστικὴ Θεολογία καὶ τὸ Περιβάλλον τους» καὶ μὲ ὑπότιτλο «Μὲ βάση τὶς προφορικὲς παραδόσεις του π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» διαπραγματεύεται τὴ συνάντηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μὲ τὰ σύγχρονα θρησκευτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ρεύματα. Εἶναι ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ πατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ στηρίζεται στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς Προφῆτες, στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ σχολαστικὴ θεολογία τῆς δύσης, ἡ ὁποία ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ θεολογία, στηρίζεται στὴ φιλοσοφία καὶ προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τὸ Θεὸ μὲ τὴ λογική.
Στὸ πόνημα αὐτὸ συμπυκνώνεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία καὶ ἑδράζεται σ’ αὐτή. Αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη Πατερικὴ θεολογία ἐκφράζει «λόγοις καὶ ἔργοις» ὁ Σεβασμιότατος, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς γόνιμης, παραγωγικῆς καὶ θεόπνευστης ἐκκλησιαστικῆς του πορείας μὲ τὴ διδασκαλία του, τὰ κηρύγματα του, τὴν πολυπληθῆ ἀρθρογραφία του, τὴν πλούσια συγγραφὴ βιβλίων καὶ τὴ φωτισμένη ποιμαντική, ἀρχιερατική του πορεία.
Ὁ Ναυπάκτου Ἰερόθεος συγκρίνει τὴν Πατερικὴ μὲ τὴ σχολαστικὴ θεολογία καὶ προσπαθεῖ νὰ καταγράψει τὶς διαφορές, μεταξὺ τῶν δύο τύπων θεολογίας, μὲ ἕναν πρωτότυπο τρόπο. Βασιζόμενος στὴν προφορικὴ διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καθὼς καὶ στὴν ἔρευνα πολλῶν χρόνων, μιὰ ἔρευνα ποὺ βασίζεται στὶς πηγὲς καὶ στὴ σχετικὴ βιβλιογραφία, ξεκαθαρίζει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὶς σχολαστικὲς ἰδέες, ἀπὸ τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὶς φαντασίες. Στὴ διδασκαλία τοῦ πατρὸς Ρωμανίδη παρουσιάζεται, διὰ χειρὸς τοῦ Σεβασμιότατου κ. Ἱεροθέου, ἡ αὐθεντικότητα τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεολογίας, ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ χριστιανισμὸ τῆς Δύσης καὶ τὴν ὁποία ἀλλοίωση γνώρισε ὁ ἴδιος μεγαλώνοντας στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐρχόμενος σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα θεολογικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο του, τὸ ἔργο ἔχει ἐπίσης ἱστορικὸ καὶ φιλοσοφικὸ περιεχόμενο.
Στὴν ἀρχὴ τῆς «Πατερικῆς καὶ σχολαστικῆς θεολογίας» γίνεται ἀναφορὰ στὴ διδασκαλία του π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἐξοπλισμένος μὲ τὴν γνώση τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ρωμιοσύνης, δημιουργῶντας μιὰ ἰδιαίτερη αἴσθηση. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας «ὅποιος θέλγεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ θεολογία, «πέφτει» ἐπάνω στὴ θεολογία του π. Ἰωάννη Ρωμανίδη». Στὰ ἑπόμενα κεφάλαια γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία (τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τοὺς Νεοπλατωνικούς), ἡ ὁποία ἐπηρέασε καποιους θεολόγους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν σὲ αἱρέσεις, τὶς ὁποῖες καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴν Πατερικὴ θεολογία, ποὺ εἶναι συνέχεια τῆς Προφητικῆς καὶ Ἀποστολικῆς, ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας, καθὼς καὶ στὰ ἑρμηνευτικά της κλειδιὰ στὴν Τριαδολογία, τὴ Χριστολογία, τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐσχατολογία.
Ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ βοηθοῦν στὴν αὐθεντικὴ ἀνάγνωση, ἀνάλυση καὶ ἑρμηνεία τῆς σκέψης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὥστε αὐτὴ νὰ μὴν παρερμηνεύεται. Ὅσον ἀφορᾶ την Τριαδολογία ἕνα ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήσει γιὰ τὸ Θεὸ καί, πολὺ περισσότερο, νὰ στοχαστεῖ γιὰ τὸ Θεό. Ὅτι γνωρίζουμε γι’ Αὐτὸν εἶναι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, οἱ ὁποῖες εἶναι μεθεκτὲς καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ποὺ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀμέθεκτη. Ἕνα ἄλλο κλειδὶ εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁμοιότητα καμιά, οὔτε καὶ ἀναλογία, μεταξὺ τῶν κτισμάτων καὶ τῆς ἀκτίστου δόξας τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦμε, μέσῳ τῶν κτισμάτων, νὰ γνωρίσουμε τὸ ἄκτιστο. Τὸ τρίτο ἑρμηνευτικὸ κλειδί της Τριαδολογίας εἶναι ὅτι «οἱ θεόπτες ἅγιοι γνωρίζουν, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους, ὅτι στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχουν κοινὰ καὶ ἀκοινώνητα. Τὰ κοινὰ εἶναι ἡ οὐσία-φύση, ἐνέργεια, δόξα, βασιλεία καὶ τὰ ἀκοινώνητα εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, δηλαδὴ τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἑρμηνεία της Χριστολογίας θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι «ὁ Χριστὸς κηρύσσεται στὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται στοὺς Προφῆτες ὡς ἄσαρκος, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς σεσαρκωμένος. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προετοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει ὄχι ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὡς Ἄγγελος-Θεός, Κύριος τῆς δόξης, καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη τὴ φανερώνει».
Τὸ βασικὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ τῆς Ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν εἶναι «ἡ ἑνότητα μεταξὺ Μυστηρίων καὶ τῶν βαθμῶν τῆς τελειότητας καθὼς καὶ ἡ ἐπιτυχία, δηλαδὴ ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, δηλαδή το νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος στὸ δοξασμό, ὅπως γίνεται μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους». Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἐσχατολογία «βασικὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι το πῶς θὰ συναντήσει κανεὶς τὸ Θεὸ καὶ πῶς θὰ Τὸν δεῖ, ὡς φῶς ἢ ὡς πῦρ».
Τὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὸ Σεβασμιότατο κκ Ἰερόθεο «μᾶς βοηθοῦν νὰ μελετήσουμε τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ξεχωρίσουμε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀπὸ τὶς ἄλλες εἰδωλολατρικές, ἀλλόδοξες καὶ ἀλλόθρησκες παραδόσεις». Ὡς βασικὸ δὲ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ θεωρεῖ «τὴν ἐπιτυχία, δηλαδὴ τὴ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ». Χωρὶς τὴ βοήθεια τῶν ἑρμηνευτικῶν κλειδιῶν δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν Πατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία.
Στὶς ἑπόμενες σελίδες γίνεται ἀναφορὰ στὴ Σχολαστικὴ θεολογία, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους θεολόγους καθὼς καὶ στὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ ἀναπτύχθηκαν στὴ Δύση. Ἀκόμη, γίνεται ἀναφορὰ στὴ ρωσικὴ θεολογία, ἡ ὁποία προσπάθησε νὰ ἀποδεσμευτεῖ ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ θεολογία καὶ παρουσιάστηκε ὡς ὑπέρβασή της, ἀλλὰ διαφοροποιήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία. Στὴ συνέχεια ὁ συγγραφέας κάνει λόγο γιὰ τὴ νεοελληνικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεαστεῖ καὶ ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ρωσικὴ θεολογία, ἀφοῦ, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴ συγκρότηση τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους, ἡ δυτικὴ καὶ ἡ ρωσικὴ θεολογία μεταφέρθηκαν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὅλες οἱ ζυμώσεις ποὺ ἔγιναν στὴ Δύση καὶ στὴ Ρωσία κατέληξαν στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Ὁ ἀνταγωνισμὸς μεταξὺ τῶν ἐκφραστῶν τοῦ Ἀγγλικοῦ, τοῦ Γαλλικοῦ καὶ τοῦ Ρωσικοῦ κόμματος, μετὰ τὸν ξεσηκωμὸ τοῦ 1821, τὸ φανερώνει. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα στὴν Ἑλλάδα βλέπουμε νὰ συνυπάρχει ἡ πατερικὴ θεολογία, στὴν αὐθεντική της ἔκφραση, μὲ τὴ δυτικὴ καὶ τὴ ρωσικὴ θεολογία, μὲ τὶς διάφορες ἀποχρώσεις τους.
Τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μιλᾶ γιὰ τὴ Ρωμιοσύνη καὶ τὴ Φραγκοσύνη, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Πατερικῆς καὶ τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας ἀντίστοιχα καὶ κάνει λόγο γιὰ τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὴ Γαλλικὴ καὶ τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, τὴ συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τὴ σύγχρονη Εὐρώπη.
Βέβαια, θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὅλα τὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου εἶναι ἐξαρτώμενα ἀπὸ τὸ βασικὸ πυρῆνα τοῦ βιβλίου, ποὺ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ Πατερικῆς καὶ Σχολαστικῆς θεολογίας.
Ὁ ἀναγνώστης τῆς «Πατερικῆς καὶ τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας» μαθαίνει ὅτι ἡ Πατερικὴ θεολογία στηρίζεται στὴν θεοπτία τῶν θεουμένων ἁγίων καὶ θέτει ὡς προϋποθέσεις τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ τὴν κάθαρση, τὸ φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση. Ὡς ἱστορικὸ ὑπόβαθρο ἔχει τὸν χῶρο τῆς ἑνωμένης Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας (Ρωμιοσύνη). Ἀντίθετα, ἡ Σχολαστικὴ θεολογία, στηρίζεται στὴ φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν προσπάθεια κατανόησης τοῦ διὰ τῆς λογικῆς. Καλλιεργήθηκε στὶς πανεπιστημιακὲς σχολὲς καὶ ὡς χῶρος ἔκφρασης τῆς εἶναι ἡ Δύση, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους (Φραγκοσύνη).
Ἡ Πατερικὴ θεολογία, ἔχει ὡς κέντρο της τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ φωτισμένου νοῦ, ἐνῷ ἡ Σχολαστικὴ θεολογία ἔχει ὡς κέντρο της τὸ στοχασμό, μὲ τὴ βοήθεια τῆς λογικῆς καὶ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Σχολαστικὴ θεολογία βασίστηκε, ὄχι στὴν ἐμπειρικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴν «παράδοση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν, χρησιμοποιῶντας κατὰ βάση τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ποὺ ἦταν ἡ βάση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Ἔτσι ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ θεολογία ἡ Δύση πέρασε στὴ Μεταρρύθμιση, στὴν Ἀναγέννηση, στὸ Διαφωτισμὸ καὶ στὰ νέα ψυχολογικά, ὑπαρξιακὰ καὶ κοινωνικὰ ρεύματα ποὺ κυριαρχοῦν».
Ὁ λόγιος Σεβασμιότατος κκ Ἰερόθεος μὲ τὸ ἔργο του «Πατερικὴ καὶ Σχολαστικὴ Θεολογία καὶ τὸ Περιβάλλον τους» καὶ μὲ ὑπότιτλο «μὲ βάση τὶς προφορικὲς παραδόσεις του π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», βοηθᾶ τὸν ἀναγνώστη νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ Πατερικὴ καὶ ἡ Σχολαστικὴ θεολογία εἶναι δύο διαφορετικὲς θεολογικὲς παραδόσεις. Ἀπὸ τὴ μιὰ τὸν βοηθᾶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴ μεγάλη προσφορὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μεγάλη ἀξία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸν βοηθᾶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν ἀπόκλιση τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν προφητική, τὴν ἀποστολικὴ καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία. Εἶναι ἕνα βιβλίο ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ταυτότητά μας, τὴν αὐτοσυνειδησία μας καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ προκαλέσει μιὰ ἐσωτερικὴ ἀφύπνιση. Ὁ Ναυπάκτου κκ Ἰερόθεος μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ κατάφερε νὰ ξεχωρίσει τὰ δικά μας ἀπὸ τὰ ξένα, τὴ Ρωμιοσύνη ἀπὸ τὴ Φραγκοσύνη.–
- Προβολές: 2396